.  » αρχική σελίδα

 :: Επιλέξτε θέμα προς προβολή ::



Θανάσιμο χάρισμα - συνέχεια και τέλος




Θανάσιμο χάρισμα
    συνέχεια  και  τέλος

Ξάπλωσα πιό άνετα κι΄έκλεισα τα μάτια στον προστάτη – βασιλιά μας ήλιο, που καλούσε κάθε καλοκαίρι τις τουρίστριες στο νησί – παλάτι του κι΄εμείς οι υπήκοοί του, τις εξυπηρετούσαμε...Δηλαδή, είχαμε εξελιχθεί σε ερασιτέχνες ψιλικατζήδες κι΄όχι επαγγελματίες, σαν εκείνους τους δυο, που καλουπώνανε το μέλλον της χώρας με πρόθεση να γίνουν στελέχη της Αλλαγής...

Ενιωσα σκιά στα μάτια, ήταν ο Μάκης ο Αλογομούρης. Κάτι ήθελε να μου πει, πάντα με συμβουλευότανε , κυρίως για μαλακίες...

– Μολόγα τα, μολόγα τα, κριθάρι για τ΄αλόγατα, άρχισε να τον πειράζει ο Θωμάς.

 Κάθησε ο Μάκης και το ξεφούρνισε:

-Ρε σεις, γιατί έχουμε το νου μας όλο στο κεχρί και δεν φροντίζουμε να τυλίξουμε μια κονομημένη νύφη;

- Και ποιά μας θέλει, εμάς τα ρεμάλια;

– Ρεμάλι ξερεμάλι, εγώ βρήκα μια με δικό της διαμέρισμα και μισό ταξί προίκα!

– Τί λες ρε Μάκη, εσύ το λεύτερο πουλί θα μπεις σε κλουβί;

-Θα μπω, γιατί η λεγάμενη είναι διορισμένη και στο δημόσιο!

Ο Θωμάς άρχισε να γελάει: Μολόγα τα, μολόγα τα, κριθάρι για τ΄αλόγατα...

Ξανάκλεισα τα μάτια, αμπελοφιλοσοφώντας: Την εποχή των γονιών μου οι γυναίκες ήσαν υποταγμένες σε ένα και μόνο άντρα. Σήμερα τα πράγματα αλλάξανε κι΄όχι μόνο οι ξένες αλλά και οι δικές μας πηδιούνται αβέρτα πάνγκα με τον ένα και τον άλλο και μετά αράζουνε σε κάποιο Μάκη...

- Ωστε δεν το εγκρίνετε, θύμωσε ο αλογομούρης και σηκώθηκε. Ζηλεύετε, είπε, κι΄απομακρύνθηκε.

– Ρε συ, χαμογέλασε ο Θωμάς, θα κατάλαβες ποιά είναι η νύφη...Η Φανούλα η Παρταόλα, που δουλεύει τα καλοκαίρια στο Τουρισμό κι΄ο ταξιτζής πατέρας της τάζει μισό ταξί για να την ξεφορτωθεί...Κρίμα το παιδί, θα το δέσουνε στο τιμόνι και δεν θα ξαναδεί Μύκονο...

Καλοκαίρι με καλοκαίρι η Μύκονος έπαιρνε τα πάνω της και να θαλαμηγοί, κρουαζιερόπλοια, ιδιωτικά τζετ, σταρ και λεφτάδες, μετρ της ραπτικής,της κομμωτικής και ξέκωλες... Και ξωπίσω οι παπαράτσι. Και νυχτερινή ζωή σε στέκια και μαγαζιά, που την προηγούμενη χρονιά ήσανε του σιναφιού μας και ξαφνικά γινόντουσαν αδιάβατα για μας τα πετεινά του ουρανού, που σαν τα γλαροπούλια είχαμε μάθει να τσιμπολογάμε φτηνιάρικα...Ψωμοτύρι, ντοματοσαλάτα,  σουβλάκι, ένα καρτούτσο ρετσίνα και φέτες καρπούζι με το σουγιά στην αμμουδιά...

Κι΄ενώ οι γκόμενες τη βγάζανε τις προηγούμενες χρονιές μ΄ένα μπλουτζίν κι΄οι ντόπιες μ΄ένα τσιτάκι, τώρα ο Γαλάτης τις προκαλούσε με ακριβά φουστάνια και μεταξωτές εσάρπες, που είχανε φορέσει και ποζάρει η Ελίζαμπεθ Τέηλορ και η Σοράγια...Κι΄όλα αυτά ταιριάζανε, λέει, με ουίσκι, βότκα, τζιν, τεκίλα, αλλά και μαριχουάνα, κοινώς χασισάκι κι΄άλλα διεγερτικά αποχαυνωτικά  και τα τοιαύτα... Στις ταβέρνες και στα εστιατόρια οι τουρίστες εξακολουθούσανε να πέφτουνε σαν τις ακρίδες, αλλά οι τιμές όλο κι΄ανεβαίνανε και τις νύχτες, αν δεν είχες χρήμα, χάζευες από το σκοτάδι το φως, εκεί που άστραφταν τα φλας των παπαράτσι...

Δεν μπορούσα, εγώ τουλάχιστον, να καταλάβω αν το νησάκι μας – δικό μας το νιώθαμε πιά – μετάλλαζε από το χειρότερο στο καλύτερο ή τ΄ αντίθετο. Γιατί εμείς το χαβά μας, σαν σκύλοι κολλημένοι στις σκύλες, που δεν τις ενδιέφερε η αλλαγή του κρασιού με το ουίσκι, γιατί το μόνο που ψάχνανε να βρούνε ξεκινώντας από kolosgeiμακριά, ήταν ο ήλιος, η θάλασσα και η γλύκα στα σκέλια τους...Έτσι κι΄εγώ ανήκα σε ένα από τα τρία βασικά συστατικά που απολάμβαναν οι Σουηδέζες – αυτές ήταν η αδυναμία μου – χωρίς να παίρνω χαμπάρι κάτι παιδαράδες που μπαινοβγαίνανε στα κότερα, στις βίλες και στα πριβέ πάρτι...Τότε η παρέα άρχισε να ψυλλιάζεται ότι άλλοι ήσαν οι αστακοί, κι εμείς η μαρίδα που τσιτσίριζε στο τηγάνι... Καμάκια της φτήνειας είμαστε, σαν κάποιους πατηρογυμνόκωλους που κογιονάραμε...

Εκείνο το καλοκαίρι, που είδα τις πρώτες άσπρες τρίχες στα μαλλιά μου, κατάλαβα ότι κάτι μετάλλαζε στο νησί, αλλά και στη παρέα. Οι τουρίστες ξεπερνούσαν τις τουρίστριες. Εγώ, πάντως, φτου να μη βασκαθώ, καλά κρατούσα, παιδαρέλι ήμουν ακόμη. Κανα πεντάμηνο-εξάμηνο τραβιόμουνα συνήθως με Σουδέζες, που κάποιες μένανε σε ξενοδοχείο ακριβό, άλλες σε δωμάτια, όλες τους όμως είχανε βιβλιάριο ή κομπόδεμα, μερικές μόνο τη κορμάρα τους... Με τις ματσωμένες ξάπλωνα στMykonos3ο ξενοδοχείο, με τις  φτηνιάρες  σε κοινόβιο ή  στην αμμουδιά... Κι εκεί, με μια κουβέρτα κάτω από τ΄αστέρια, αναρωτιόμουνα πως θα την έβγαζα το χειμώνα χωρίς τη γκόμενα, που κοιμότανε δίπλα μου του καλού καιρού και με είχε συνηθίσει στα ξένα τσιγάρα, στο ουισκάκι και στο αραλίκι μου... Ακόμη και η χήρα το χειμώνα, με είχε καλομάθει στο ταξί, το λεωφορείο δεν το μπορούσα, το τρόλει το ανεχόμουνα...Αυτά σκεφτόμουνα δίπλα στην Ανίτα Έκμπεργκ μου και μήτε άλλαζα πλευρό, μπας και ξυπνήσει και μου ζητάει φτου κι από την αρχή χάνκι πάνκις...

Τότε ήτανε που συνάντησα τον Αποστόλη τον Πίτσιπίτσι, μα έκανε πως δεν με είδε, γιατί έβγαινε από ένα κότερο μ΄ένα γκέι, όπως φαινότανε... Επεσα κατάφατσα πάνω του, αναγκάστηκε να μου μιλήσει. Ηλιοψημένος, ντυμένος φιγουρίνι, με χρυσαφικό παντού.

-Μπράβο Αποστόλη; Γι αυτό χάθηκες από τη κολώνα πιάτσα ... 

- Τώρα εισήλθα στο εφοπλιστικό κύκλωμα, καμάρωσε σαν γύφτικο σκερπάνι κι απομακρύνθηκε βιαστικά για να μη μου συστήσει το κουνιστό πουρό...

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή μου έστριψε το τσερβέλο, γιατί ένιωσα ταπεινωμένος. Ακούς εκεί ο σκατόβλαχος να φοράει ρολόι, δαχτυλίδι, καδένα, ταυτότητα, ολόχρυσα... Είχα ζαλιστεί, κάθησα σ΄ένα πεζούλι να συνέλθω... Στην ώρα του  κι ο Τζίμης, που΄ ρθε δίπλα μου και για πρώτη φορά πρόσεξα ότι έμοιαζε φτωχαδάκι σαν και μένα, συγγενής της συνομοταξίας των καμακιών... Μπατιράκια δηλαδή, βιοτέχνες ας πούμε, μπροστά σε βιομήχανους...Κάτι σαν μεροκαματιάρηδες ενώπιον εισοδηματιών...Φαίνεται πως παραμίλαγα, γιατί το φιλαράκι μου πε:

-Τί μουρμουρίζεις ρε; κι εγώ το παθαίνω συχνά κι΄έχω εφιάλτες στον ύπνο μου, γιατί με τρώει το σαράκι πως θα τη βγάλω στο μέλλον με τράκες και δανεικά. Ετσι δεν είναι;

Τον χαζοκοίταζα λες και ξυπνούσα από λήθαργο, δίκιο είχε. Κι αυτός κι εγώ τσιγαριζόμαστε στο ίδιο τηγάνι σαν μαρίδα στο καλντερίμι μMykonos5aε τη τσίκνα, ενώ τα χρυσόψαρα  στα κότερα και στις βίλες με τις πισίνες... Το λιμανάκι που άλλοτε λικνίζονταν βαρκούλες, τώρα είχε πήξει κότερα. Και σ΄αυτά, ο Αποστόλης κι΄ οι αλλοι βαρβάτοι... Με χτύπησε στη πλάτη με συμπόνια κι΄έφυγε γιατί πλησίαζε η Δανέζα, δεύτερο πράμα...Τελευταία είχε προσκολληθεί πάνω της σαν μύδι σε σκουριασμένη καρίνα...Τον σχολιάζαμε εμείς με τις ψηλοκάπουλες κι αφράτες γκόμενες, αλλά αυτός το΄χε πάρει απόφαση να τη στεφανωθεί και να την αράξει στη Κοπενχάγη...

Εβγαλα τα ματογυάλια και καθώς τα σκούπιζα, παρατηρούσα με προσοχή τους περαστικούς και τότε!!! Τότε κιαλάρισα μερικούς κι΄όχι μόνο τους γυμνόκωλους με τα σακίδια στη πλάτη, αλλά τα καλιαρντά στα σκάφη και στις θαλαμηγούς... Έδωσα μιά παλαμιά στο κούτελό μου το κλούβιο, γιατί μόλις εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι η Μύκονος είχε πλημμυρίσει από κουνοκώληδες... Να ρε μαλάκα,είπα, σου βαλε τα γυαλιά ο Αποστόλης που βρομούσανε τα τσουράπια του στο θάλαμο...

Δεν πρόσεχα πιά τις τουρίστριες αλλά μόνο τους τουρίστες, ψάχνοντας να εντοπίσω άντρες που αποζητούσανε άντρα... Τριγύριζα στη παραλία και στα σοκάκια, έχοντας ξυπνήσει από ύπνο βαθύ. Βρε σε τί βαθιά μεσάνυχτα βρισκόμουνα...Ο ένας στους τρεις περαστικούς κουνιότανε βρομοκοπώντας αρώματα. Μου ρχότανε αναγούλα, γιατί φανταζόμουνα τους πισινούς τους τριχωτούς ή ξουρισμένους κι ούτε που μπορούσα να διανοηθώ ότι το εξαίσιο μέλος του κορμιού μου θα γινότανε σχοινοκαθαρτήρας τους...Πα, πα, πα, αηδίαζα μόνο και που το σκεφτόμουνα...

Παρακάτω ο αρσιβαρίστας με τα πενήντα εκατοστά μούσκουλα στά μπράτσα. Τον ατάκαρα πριν μου μιλήσει:

-Το ξέρεις πως το νησί έχει γίνει κουνοτράμπαλο; Φράκαρε από λουμπίνες.

-Τώρα το πήρες χαμπάρι;

Λες η περιέργειά μου, λες οι συγκυρίες ή το τάιμινγκ, γιατί  η δικιά μου είχε πετάξει για Στοκχόλμη, ξεκίνησε η καινούργια μου καριέρα...Το ίδιο βράδι φόρεσα το κολλητό μου λινό παντελόνι, που μόστραρε ανάγλυφα τα αποτέτοια μου και μπούκαρα στο πιό ακριβό μαγαζί για γκέι. Παράγγειλα σκατς ον δε ροκς και κάθησα στο σκαμπό του μπαρ πισόπλατα, με ανοιχτά τα σκέλια...Οι αντιδράσεις κάποιων θαμόνων ήσαν αστραπιαίες. Να μη τα πολυλογώ, αρχίσανε κάποια κεράσματα, ένας τρίφτηκε πάνω μου και με ψιλάφισε κι΄ όλας, τάχα κατά λάθος: οου, εξκιούζμι. Μετά δεν θυμάμαι τίποτα...Ούτε κατάλαβα πως βρέθηκα γδυτός σε κάτι μαξιλάρες κι΄ένας φακιδιάρης να με ταίζει στο στόμα θαλασσινά, σαν πουλάκι.. Ενας άλλος κερνούσε σε κρυστάλλινα ψηλά ποτήρια,σαμπάνια... Παρφουμαρισμένοι και φτιασιδωμένοι κι οι δυο, ο ένας με ρομπ ντε σαμπρ κι ο άλλος με σουτιέν μέσα από πουκαμίσα- φόρεμα, δεν ξέρω τι ήτανε, πάντως πούστηδες ήσανε,που αργότερα τους βαφτίσανε εξαμερικανισμένα, γκέι...

Τους θυμήθηκα...Στο μπαρ με είχανε ψωνίσει,ο Εγγλέζος με τον μπάτλερ του, που με κερνούσανε και καθώς με είχανε κάνει σκνίπα μου χαρχαλεύανε το εξωγκομένο φερμουάρ...Από καμάκι που μουνα με καμακώσανε και με φέρανε στο κότερο... Ηθελα δεν ήθελα υπέκυψα στα γούστα τους από τη στιγμή που ο λόρδος έβγαλε από το χέρι του το χρυσό ρολόι και το πέρασε στο δικό μου... Ο άλλος, κουνάμενος -σινάμενος κι΄αυτός, μου έρριξε στα πόδια ένα τσεκ επιταγών κι΄άρχισε να μου τα φιλάει ως τα γόνατα, αλλά τον σταμάτησε γρυλλίζοντας από πόθο ο αφεντικός του, γιατί από κει και πάνω με ήθελε δικό του...Τι Πίπης, τι λόρδος, την ίδια δίψα είχανε κι΄άφησε τους σκηνοθέτες να μοντάρουνε ρομαντικές σκηνές μετά ευαίσθητης μουσικής υπόκρουσης, στο    " θάνατο στη Βενετία ".  Με  ξεζουμίσανε στο ρούφα, ρούφα...

Οταν οι μάγκες με βρήκανε στο στέκι των γκέι βουτηγμένο στο χρυσαφικό, αντί να χαρούνε, πλαντάξανε στο αχ και βαχ, γιατί μόλις τώρα καταλάβαιναν πως είχανε χάσει τα καλύτερα χρόνια της ζωής τους με φτηνοδωράκια...Τους κερνούσα αβέρτα πάνγκα και με μιάς γίνανε υποτακτικοί μου και προσαρμοστήκανε στα νέα χόμπι και ήθη του νησιού. Τους γλεντούσα: Ρε φιλαράκια, τα μεταξωτά βρακιά θέλουνε επιδέξιους κώλους και οι οι κώλοι εργαλείο από ατσάλι! Γελούσανε χαζοχαρούμενα κι ο μπάρμαν ο Ζανό, ρίχτηκε στο μπρατσωμένο:

-Νταλεκουάλε με σένα ήταν ο Ζαν Μαρέ, πριν αρχίσει να πουρεύει πρόσφατα...

Ευκαιρία να λύσω κάποιες απορίες μου:

- Μεσιέ Ζανό...

- Λέγε με μαντάμ, εγώ θα καταλάβω...

- Εντάξει μαντάμ, μπορείς να μου πεις τι ωθεί τόσους άντρες στην ομόφυλο έλξη;

- Χα, χα, χαχάνισε η Φραγκολεβαντίνα συκιά και αποφάνθηκε: Η επιθυμία του πατέρα να γεννήσει η γυναίκα του κορίτσι, που πραγματοποιείται κατά το ήμισυ...

- Εγώ νόμιζα οι ορμονικές διαταραχές...:

- Να μη νομίζεις τίποτα, ανεξερεύνητες οι βουλές του πλάστη μας...

Κολλητός λοιπόν λόρδου, ποιός μ΄έπιανε! Τους παλιούς φίλους άρχισα να τους βλέπω σαν ξοφλημένα καμάκια. " Παίδαρε είσαι κι ο πρώτος " μου φωνάζανε κι ο λογαριασμός πήγαινε στον μπάτλερ, που του΄ γνεφα να ξηλώνεται...Ενιωθα σαν τον Κολοσσό της Ρόδου, εγώ ο χλεμπονιάρης του ένα κι΄εβδομήντα, μπροστά στο γονατιστό μιλόρδο...Του πέφτανε τα σάλια και στην εμφάνιση και μόνο της αντροσύνης μου, κι εγώ καμάρωνα." Πύραυλε " βόγγαγε κι ο μπάτλερ που  μου φιλούσε τις φτέρνες, που περισσεύανε στο κρεβάτι της κουκέτας...

Ολα μου' ρχονται στο νου και δεν ξέρω αν πρέπει να περηφανεύομαι εγώ ο γιός του ασπριτζή, που ξεκίνησα από χαμηλά και τώρα βόλευα όχι μόνο τον φακιδιάρη λόρδο, αλλά προχώρησα πολύ ψηλότερα, σε επώνυμους καλλιτέχνες, γιατί η φήμη μου απλωνότανε...Οι γκέι είναι σαν τις πουτάνες,έλεγε ο Μηνάς ο φοιτητής,που δεν μπορούν να κρύψουν το χάρισμα του αγαπητικού τους και τον παινεύουν...

Ετσι κυριάρχισα στη καλοκαιρινή Μύκονο, για να ταξιδέψω και να βρεθώ σε πολυτελείς σουίτες και θερμαινόμενες πισίνες, ανάμεσα σε μιλιονέρους, κομμωτές και μόδιστρους. Ως και σε μέγαρα χολιγουντιανών σταρ έφτασα! Κάποιους που skertsoέβλεπα πριν στο σινεμά και στα περιοδικά, τώρα τους είχα στα πόδια μου κι΄άντε να πιστεύουν οι θαυμάστριές τους ότι τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας ή ότι ο κύκνος ξεψυχάει σαν την Μαργκό Φοντέιν...Δεν θα ξεχάσω το βίτσιο του διάσημου παρτενέρ της, που σπαρταρούσε και ούρλιαζε να του δαγκώσουνε το το κατωχείλι, για νά΄ναι ασορτί με το πάνω! Κι΄ένας άλλος, Γερμανός αυτός, που τον ερωτευότανε στο σινεμά η Σίσυ, μπούκωνε το λαγό και μούγκριζε σαν γελάδι...

 Οχι να το παινευτώ, αλλά είχα γίνει ο σταρ του σεξ, που έδινε αυτόγραφα και φωτογραφιζότανε με Σοράγιες και Λιζ Τέηλορ, με Νιάρχους και Νουρέγιεφ, τον Χαριτάκη, ακόμη και με τον μετρ Γαλάτη! Τόσο αψηλά είχα ανεβεί... Θυμάμαι που είχε περάσει από τη Μύκονο ο Τένεσι Ουίλιαμς και ο Μηνάς μου είπε: Αυτός είναι πιό διάσημος κι από τον Τσαρούχη, αλλά εγώ σημασία δεν έδωσα...

- Ρε Μηνά, τον ρώτησα, εξήγησέ μου πως έμπλεξα εγώ με τους σερνικοθήλυκους;

Με κοίταξε με θαυμασμό και ζήλεια, ξέροντας ότι σταρ των σταρ είχανε σκύψει μπρούμητα ενώπιόν μου...

Τα θυμάμαι όλα αυτά τα τόσο σημαντικά για μένα, τώρα που χάνω βάρος και δυνάμεις στον απομονωμένο θάλαμο του νοσοκομείου...Ολοι μ΄έχουνε ξεχάσει, εκτός από τη χαροκαμένη μάνα μου:ευτυχώς ο πατέρας πέθανε...

Από τους φίλους τους παλιούς ήρθε μόνο ένας, που μου φερε ερυθρόλευκες πιτζάμες, το χρώμα της ομάδας μας.Αυτός ο παλιός αρσιβαρίστας , καθώς τις φόρεσα με δυσκολία και ανασηκώθηκα στο κρεβάτι,τάχα ντούρος,με κοίταζε αμήχανα και σίγουρα μόλις θα φευγε θα βαζε τα κλάματα...Η μάνα μου τον ευγνωμονούσε με τα μάτια της, που με θυμήθηκε. Τον ρώτησα για τους άλλους κι΄άρχισε τα ευτράπελα για να με κάνει να γελάσω: Ο Τζίμης στεφανώθηκε τη Δανέζα που πίνει σαν σφουγγάρι, ο Γιώργος άνοιξε σουβλατζίδικο κι΄έχει γίνει εκατό κιλά, ο Μάκης τιμόνι κι΄άλογα, ο Θωμάς αφισικολλητής, πάει για κλαδικός...Ο Μηνάς, δεν ξέρω που κοπροσκυλάει...Οσο για μένα, συνεταίρος σε γυμναστήριο. Οταν βγεις με το καλό, θα κάνουμε όλοι ένα γλέντι, να θυμηθούμε τα παλιά...

Τι να πρωτοθυμηθώ...Αυτά που έκανα ή εκείνα που δεν πρόλαβα να κάνω; Οπως ν΄αποτελειώσω το βιβλίο που μου έδωσε ένας γιατρός κι αναφέρεται στον Τένεσι Ουίλιαμς...Κι΄όμως είχα δει κάποια έργα του στο κινηματογράφο, χωρίς να συγκρατώ το όνομα του συγγραφέα, γιατί τότε  με  θαμπώνανε οι Τζέιμς Ντιν,  Μάρλον Μπράντο, Μοντγκόμερι Κλιφτ, Πολ Νιούμαν, Ρίτσαρντ Μπάρτον, Μπαρτ Λάγκαστερ! Τις πρωταγωνίστριες,  δεν τις πολυπρόσεχα, γιατί ήσανε σιτεμένες ή παρανοικές, σαν την Βίβιαν Λι... Σημειώνω στο βιβλίο, με κόκκινο μολύβι, αποσπάσματα του Ουίλιαμς: "Ολοι είμαστε καταδικασμένοι στη μοναξιά μας"... "Χτυπούσα τις πόρτες ώσπου μάτωσα..."  "Τα αρπακτικά πουλιά αναποδογύριζαν τα νεροχελωνάκια, που μόλις είχανε σκαρίσει από τα αυγά και καταβρόχθιζαν τα σπλάχνα τους... " Πιό πολύ βρομάει η ψευτιά..." "Αιχμαλώτισαν την ινγκουάνα, να την ταίσουν, να την παχύνουν και να τη φάνε..." "Είχαν καταβροχθίσει τα μέλη του γυμνού αγοριού,πάνω στον άσπρο τοίχο..." " Υπάρχει ένα πουλί χωρίς πόδια,που πετάει συνεχώς μέρα και νύχτα,ώσπου ν΄αποκάμει και να πέσει νεκρό..." "Ο άρχοντας των νεκρών μου παίρνει τη ζωή..."

Αρχοντά μου, γιατί δεν μου δίνεις τον καιρό και την ευκαιρία να διαβάσω όλα τα βιβλία του Τένεσι Ουίλιαμς, που όταν είχε επισκεφθεί τη Μύκονο σημασία δεν του΄ δωσα, αντί να τρέξω να πέσω στα πόδια του, να τα φιλήσω...

Εχω μαζευτεί στο κρεβάτι μου κουβάρι και σίγουρα το κεφάλι μου θα μοιάζει αποστεωμένο καύκαλο πουλιού...Δεν βλέπω πιά τη φάτσα μου στο καθρέφτη, αποφεύγω ν΄αντικρίσω την κατάντια και συμφορά μου...Δεν έχω το κουράγιο να λυπηθώ τον εαυτό μου, που βουλιάζει και εξαερώνεται μέρα με τη μέρα...Ευτυχώς η συρρίκνωση του κορμιού μου, που το βυζαίνει ο θάνατος όπως τρώει το σαράκι το ξύλο, δεν με πονάει, δεν με βασανίζει...Νιώθω όπως τότε με το μεγάλο πυρετό, που με μάλαζε ο Πίπης...Αλήθεια, τί να γίνεται εκεί κάτω στα αποστεωμένα μπούτια μου, εκείνος ο μασκαράς, ο αίτιος του κακού που με βρήκε...

Βοήθεια, βοήθεια, σώστε με, θέλω να φωνάξω, μα δεν μπορώ να σαλέψω ούτε τα χείλη μου...Αχ και να κάτεχα, έστω για μια στιγμούλα, να σηκωθώ και να φέρω μιά βόλτα,μια ζειμπεκιά, όπως τότε που με θαύμαζε ακόμη κι ο Νουρέγιεφ! Η, να τραγουδήσω για ύστατη φορά, σαν το πουλί πριν πεθάνει...Λες να υπήρξα κι΄εγώ ένα πανέμορφο πουλί, που έχει διαλέξει τη στιγμή που θα ξεψυχήσει;

Κατάμονος, τις πρωινές ώρες, πριν βγει ο ήλιος...Οι νοσοκόμες θα με τυλίγουν στο κατάλευκο σεντόνι και θα εστιάζουν τη περιέργειά τους στο χαρισματικό μέλος του κορμιού μου... Σαν πουλί χωρίς πόδια πετούσα κι΄εγώ αδιάκοπα, ώσπου απόκαμα και πέφτω να καρφωθώ πάνω στο σουβλερό αγκάθι... ΤΕΛΟΣ

                                              dulexofilo     αυτό που διαβάσατε υπάρχει  στο βιβλίο    << η ντουλάπα της γιαγιάς >> του Δημήτρη Λιμπερόπουλου - εκδόσεις Γιάννης Βασδέκης

xipis1 Vakis

ο Σταύρος Ξαρχάκος, που οι φίλοι τον λέγανε Βάκη, το χίπικο μουσικοχορευτικό τσούρμο του και ο ρεπόρτερ στη Μύκονο την εποχή των Παιδιών των λουλουδιών... 

 

PerkinsAnt HantsonRok LouganisGr

 famous2 TsakirisG TsaberlR

Αντονυ Πέρκινς - Ροκ Χάντσον- Γκρεγκ Λουγκάνης - Κάρολος Κουν- Τένεσι Ουίλιαμς- Τζορτζ Τσακίρης - Ρίτσαρντ Τσάμπερλεν

προστέθηκε στις: Παρασκευή 02.02.2018

 
 

:: αρχική :: προφίλ :: επικοινωνία :: εικόνες

© Δημήτρης Λιμπερόπουλος :: ...Webmaster