::
Επιλέξτε θέμα προς προβολή
:: |
ΣΤΑΥΡΟΥΣ ΝΙΑΡΧΟΣ κεφάλαια 6 - 10
6. ο πρώτος γάμος του Γκούχου, γκούχου, ο γέρος, ξανά στο απώτατο παρελθόν με το φωτογραφικό άλμπουμ...... Προσπαθούσε να θυμηθεί, πόσων χρονών ήταν όταν στεφανώθηκε το ωραίο εκείνο κορίτσι, την Ελένη Σπορίδη... Κόρη ναυάρχου ήταν, γι' αυτό στη θητεία του στο Ναυτικό, όλο άδειες του δίνανε... Στα εικοσιένα του, λοιπόν, έβαλε μπελάδες στο κεφάλι, αλλά ούτε ένα χρόνο δεν κράτησε ο γάμος του... Ο Σταύρος δεν είχε συνηθίσει να πηγαίνει κάθε βράδυ νωρίς στο σπίτι... Πριν τα φτιάξει με την Ελένη, έκανε την μπουρδελότσαρκά του, αλλά τώρα τον περίμενε στο σπίτι μιά γυμαίκα με στεφάνι, σεμνή κι αταξίδευτη σε σεξουαλικά πάθη... Βαρκούλα στην άκρη του γιαλού, δηλαδή, ενώ αυτός είχε συνηθίσει με τρικάταρτες φρεγάτες σε πέλαγα ηδονής... Μεσοαστική τάξη η Ελένη, άρχισε να φοβάται το αβέβαιο μέλλον, όταν ο Σταύρος αργούσε τα βράδια και μερικές φορές γύριζε μεθυσμένος, τραγουδώντας ακατάληπτα γι' αυτήν τραγούδια, τα λεγόμενα ρεμπέτικα... Η ορντινάντσα του ναυάρχου, σχολίαζε ότι επρόκειτο για... χασικλίδικα. Πανικός στο σπίτι, νουθεσίες στην αρχή, απειλές μετά, κι ο γαμπρός μάζεψε τα πουκάμισα και τα κοστουμάκια του και εγκαταστάθηκε εργένης στο «Σέσιλ» της Κηφισιάς. Ήταν η εποχή που ο Νιάρχος ζήλευε κάποια ονόματα στην Αθήνα, γιατί είχαν αίγλη, κύρος και κυρίως λεφτά... Φιξ, Καρέλας, Παπαστράτος, Καμπάς, Ευταξίας, Κωστόπουλος και άλλοι... Εργοστασιάρχες, βιομήχανοι, τσιφλικάδες, τραπεζίτες... Οι πολιτικοί και οι κινηματίες εναλλάσσονταν στα πράματα, αλλά οι κεφαλαιούχοι καθόριζαν τα φτηνά μεροκάματα... Σαν γυμνασάλιαγκας η προσφυγιά, προσπαθούσε ακόμη να εξασφαλίσει ένα κέλυφος-παράγκα... Υπήρχαν κι άλλα ονόματα ελληνικά, που αυτά ο Νιάρχος τα ζήλευε περισσότερο κι ήθελε να τους μοιάσει... Ονόματα εφοπλιστικά, που έπαιρναν στα βαπόρια τους πληρώματα από τα λιτοδίαιτα ελληνικά νησιά, αλλά αυτοί με τις οικογένειες τους ζούσαν στο εξωτερικό και κυρίως στο Λονδίνο, στον ίσκιο των γαλαζοαίματων και τιτλούχων της βρετανικής αυτοκρατορίας, που ακόμη άντεχε... Στην Αθήνα οι πλούσιοι και οι ευκατάστατοι, είχαν δημιουργήσει τη δική τους κάστα κι ο ανιψιός των Κουμάνταρων είχε χωθεί με ευκολία σ' αυτήν... Δεκαετία του 30... Οι γιοι των λεφτάδων συγκεντρωνόντουσαν κάθε Πέμπτη και Κυριακή στο ξενοδοχείο «Σέσιλ» της Κηφισιάς, στους περίφημους κοσμικούς χορούς-νυφοπάζαρα, όπου οι θυγατέρες της αστικής τάξης, δασκαλεμένες από τις μανάδες τους, προσπαθούσαν να τυλίξουν τα πλουσιόπαιδα... Ανάμεσα τους κι ο Σταύρος Νιάρχος, σε παρακατιανό σκαλοπάτι, γιατί δεν ήταν γιος, αλλά ανιψιός του πλούτου, με αμφίβολη προοπτική, αφού ήταν γνωστός ως δουλευτής μεν την ημέρα, άσωτος δε τη νύχτα... Στο «Σέσιλ» ο Σταύρος είχε νοικιάσει δωμάτιο, που το χρησιμοποιούσε για γκαρσονιέρα, αλλά και για χαρτοπαικτικές συγκεντρώσεις, με άσωτους ή αγαθούς νεαρούς παίκτες, που ξαφρίζανε τα πορτοφόλια των πατεράδων τους... Τους ξύπνιους δεν τους ήθελε στην πράσινη τσόχα, μόνο τους αφελείς... Αλέκο Μπιτζάνη λέγανε ένα πλουσιόπαιδο που του είχε αγοράσει ο πατέρας του μια Μερσεντές, τελευταίο μοντέλο... Όταν όμως ο πατέρας του Αλέκου έμαθε ότι ο γιος του παραπατούσε γκάζι, φώναξε το Σταύρο: Αμάν, αγόρι μου, παρακίνησε τον να την πουλήσει και να πάρει άλλο, όχι τόσο γρήγορο αυτοκίνητο... Ό,τι επιθυμείτε, κύριε Μπιτζάνη... Έστρωσε το γιο του στο πόκερ και σε λίγο καιρό του έφαγε τη Μερσεντές... Ο γέρος ταρακουνήθηκε στην πολυθρόνα του, λες κι΄ έβλεπε την ταινία της προσωπικής του ζωής και ήθελε να κάνει μοντάζ, όχι μόνο στη χαρτοπαικτική περίοδο, αλλά και σε ένα άλλο τραγικό γεγονός... Πατώντας γκάζι στη λεωφόρο Συγγρού με τη Μερσεντές, είχε σκοτώσει ένα ανθρωπάκι, που πήγαινε, ξημερώματα, για το μεροκάματο... Άρχισε να μουρμουρίζει, να διαμαρτύρεται: " Όχι, δεν τον σκότωσα εγώ... Αυτός έπεσε στις ρόδες μου. Και το άλλο, ψέματα είναι... Δεν έκλεβα στα χαρτιά, αλλά κέρδισα τη Μερσεντές με τη δεξιοτεχνία μου στο πόκερ..." Ο Σταύρος είχε αυτό το "χάρισμα", μονομιάς να αλλάζει τις δυσάρεστες αναμνήσεις με ευχάριστες εικόνες.Έτσι, μετά το κλαψούρισμα, φωτίστηκε το πρόσωπο του: " Θεέ μου, τι αυτοκίνητο! Ως και ο νεοφερμένος τότε διάδοχος Παύλος το λιμπίστηκε και μου ζήτησε να το οδηγήσει... Γίναμε, φίλοι με τον πανύψηλο Υψηλότατο... "Αξέχαστα χρόνια... Τα καλοκαίρια η αριστοκρατία απόφευγε τα λαικά μπάνια του Νέου Φαλήρου, και
Ο γέρος είχε αγριέψει, λες κι απευθυνότανε στον αόρατο, παντοτινό μισητό εχθρό του, τον Ωνάση: "Αμέ τι νόμισες Σμυρνιέ... Έλληνας υπήρξα από τα νιάτα μου, κι όταν εσύ χόρευες αργεντίνικο ταγκό, εγώ γυρόφερνα χασάπικο..." Κάποιος έβηξε διακριτικά δίπλα του... Ήταν ο Τομ, που του ανάγγειλε τη σπεσιαλιτέ του:"Τι σας ετοιμάζω για σήμερα, σερ! Πατέ χήνας, σουφλέ!" Ο γέρος γρύλλισε: "Μωρέ τι μου λες; Κάνα κοψίδι κοκορέτσι και πατσά μπορείς να μου φέρεις;" — Το απαγορεύουν οι γιατροί, σερ. — Να πάτε να πηδηχτείτε όλοι... Έγειρε το κεφάλι κι άρχισε να ροχαλίζει στο άψε σβήσε... Τον πήγανε στο κρεβάτι του και κοιμήθηκε του καλού καιρού. Όταν ξύπνησε οι αναμνήσεις είχανε σβυστεί με σφουγγάρι... Εκείνη τη στιγμή άλλαζαν βάρδια η νυχτερινή με την πρωινή νοσοκόμα κι ο αγουροξυπνημένος καμαριέρης του έφερνε την πάπια για να κατουρήσει... Τον έτσουξε λίγο, αλλά μόλις στράγγισε ανακουφίστηκε... Εμφανίστηκε κι ο μπάτλερ, με το τυπικό «καλημέρα σας, σερ»... Τον αγριοκοίταξε, γιατί ήξερε ότι ετοιμαζότανε να συνταξιοδοτηθεί και ποιός άλλος θα ερχότανε στη θέση του και πόσο καιρό θα 'κανε να μάθει τα χούγια του και τα ξεσπάσματα του... — Να 'ρθει αμέσως η Χίλαρι, προσπάθησε να φωνάξει, αλλά η φωνή του βγήκε αδύναμη και βραχνή: Και να τηλεφωνήσετε στους γιους μου... Σε δυο ώρες να είναι εδώ... Τον πλύνανε, τον ξυρίσανε και τον πήγανε κούτσα-κούτσα στην πολυθρόνα του, μπροστά στο τζάκι, όπου τον περίμενε η Χίλαρι με το μπλοκ στο χέρι: "Καλημέρα σας, κύριε Σταύρο". — Που είναι οι δικοί μου, ακόμη δεν φανήκανε; Δώσε μου το τηλέφωνο. Εκείνη ήδη μιλούσε σ' αυτό και του το ακούμπησε στο αυτί... Ήταν ο Φίλιππος, που τον διαβεβαίωσε ότι είχε ξεκινήσει με το αυτοκίνητο. Για δυο μέρες ο στόλαρχος είχε αναστατώσει τους πάντες... Τα παιδιά του, τους διευθυντές, τους δικηγόρους του, ακόμη και τον αρχικαπετάνιο του στόλου του, που με κατεπείγον σήμα πήρε το αεροπλάνο από το Λονδίνο κι ήρθε στη Ζυρίχη... Ένας μετά τον άλλο, φτάνανε τα στελέχη του κι εκεί μπροστά στο τζάκι, τους φώναζε, τους λοιδωρούσε και ζητούσε ευθύνες γιατί πήρανε την τάδε απόφαση κι όχι τη δείνα... «Μα, καλέ μπαμπά», έκανε να πει ο Κωνσταντίνος, που τον είχε κουβαλήσει από το Λονδίνο, αλλά ο γέρος αγρίεψε και τον έχεσε πατόκορφα...
ο Νιάρχος με μαγκούρα και κομπολόι, συρρικνωμένος, συχνά έλεγε στο γιό του Φίλιππο: Εγώ θα ντύνομαι σαν φιγουρίνι και δεν θα καταντήσω να με λυπούνται σαν τον Ωνάση...
7. Ο έγκλειστος κροίσος Τη νύχτα της τρίτης βραδιάς ο μεγάλος γιος κάλεσε τους άλλους δυο στη βίλα του... Εκεί ήταν ο καθηγητής με άλλους γιατρούς και πάρθηκε η μεγάλη απόφαση: Ο πατέρας θα μεταφερότανε στην Αμερική... Θα του λέγανε ότι η ξαφνική ευεξία του και το λύσιμο της γλώσσας του, χρειαζόντουσαν ειδική ιατρική αγωγή και παρακολούθηση ώστε να βελτιωθεί κατά πολύ η υγεία του... Ποιά υγεία μου; μόνο ανανέωση των κυττάρων με σώζει, σκεφτόταν στα ληθαργικά διαλείμματά του ο εξαντλημένος σωματικά γέρος, που πνευματικά αντιστεκότανε... Μόνο που το σλόγκαν του <<αν πεθάνω>> είχε αντικατασταθεί από το μπορεί και να τα τινάξω... Ο Σταύρος Νιάρχος, ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, δέχτηκε τη πρόταση των γιατρών και στις 6 Οκτωβρίου 1995 το αεροπλάνο του προσγειωνότανε στη Νέα Υόρκη κι από το αεροδρόμιο κατευθείαν με ασθενοφόρο στο 820 της Πέμπτης Λεωφόρου, όπου το διαμέρισμα του, των 600 τετραγωνικών, έβλεπε στο Σέντραλ Παρκ... Συννενοημένοι οι γιατροί, έπρεπε κατ αρχήν να τρομάξουν τον ασθενή τους και να του κόψουν τον τσαμπουκά, ώστε να υπακούει πλήρως... Σε κάθε δωμάτιο του τεράστιου διαμερίσματος είχαν τοποθετήσει πλαστικές μπουκάλες και κάθε φορά που έτσουζε η ουρήθρα του, έσπευδε ο νοσοκόμος να τον ξαλαφρώσει... Η διαδικασία αυτή γινόταν τόσο βιαστικά, που ο γέρος άρχισε να πιστεύει ότι κάθε φορά που έτσουζε η ουρήθρα του, έπρεπε να απαλλαγεί αμέσως από το κάτουρο, αλλιώς κινδύνευε... Ο γιατρός του το επιβεβαίωσε και του συνέστησε μάλιστα να κινείται με αναπηρική καρέκλα, αν ήθελε να έχει αποτελέσματα θετικά η θεραπεία του. Έτσι ο ατίθασσος ασθενής υπετάγη πλήρως στα κελεύσματα της... Μια μέρα πριν την άφιξη του Μεγάλου στη Νέα Υόρκη, είχε φτάσει ο νέος του μπάτλερ Ευτύχιος Αλτσιμπάρδης, γνωστότερος ως Φελίξ. Όταν τον είδε ο Νιάρχος, τον ρώτησε «ποιός είσαι εσύ ρε μπαγλαμά;» κι εκείνος του απάντησε «ο νέος σας μετρ ντ' οτέλ»... «Κατάλαβα, Γάλλος είσαι»... «Όχι, Έλληνας, αλλά με ελβετική παιδεία»... Ζαλισμένος και κουρασμένος από το υπερατλαντικό ταξίδι ο στόλαρχος, τα είχε μπερδεμένα, ζήτησε να του φωνάξουν το Θρασύβουλο, τον παλιό του έμπιστο μάγειρα... Επενέβη η Χίλαρι και χωρίς να του υπενθυμίσει ότι ο άνθρωπος που ζητούσε έχει πεθάνει εδώ και χρόνια, του είπε ότι απουσιάζει... Τότε ο γέρος ζήτησε τον Αλέκο, τον παλιό του μπάτλερ, επίσης έμπιστο, αλλά του εξήγησαν ότι είχε συνταξιοδοτηθεί... «Θέλω να με αφήσετε ήσυχο, να κοιμηθώ λίγο και μετά να πάω μιά βόλτα στη Πέμπτη Λεωφόρο», ψιθύρισε και μόλις έφυγαν όλοι, άρχισε να φωνάζει με αδύναμη φωνή: " Τομ, εσύ τουλάχιστον που είσαι; Με εγκατέλειψες κι εσύ;" Ο γέρος είδε μια σκιά μπροστά του, που του είπε: " Ποτέ, σερ, δεν πρόκειται να σας εγκαταλείψω... Είμαι πάντοτε στην υπηρεσία σας και στις διαταγές σας... Μπορεί ο Φελίξ να είναι ο νέος σας μπάτλερ, αλλά βρίσκεται υπό την άγρυπνη παρακολούθηση μου..." " Μα νομίζω ότι παραιτήθηκες κι έμεινες στην Ελβετία". " Όχι, σερ, άλλαξα γνώμη και σας ακολούθησα". " Ευχαριστώ Τομ... Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ". Έτσι άρχισε τον Οκτώβρη του 1995 η εγκατάσταση του Νιάρχου στη Νέα Υόρκη, αλλά πάνω σε αναπηρική καρέκλα, που ελάχιστες φορές εγκατέλειπε προσωρινά, για να κάνει μερικά βήματα με τη βοήθεια νοσοκόμου... Η γραμματέας του πάντοτε δίπλα του με το σημειωματάριο, για να της υπαγορεύει εντολές προς τους γιους του, που κάποιες ήσαν εκτελέσιμες, αλλά μερικές φορές ακατάληπτες... Της υπαγόρευε π.χ.: Προβλέπω εις εγγύς μέλλον λήξη εμπάργκο Ιράκ... Προτείνατε μεταφοράν πετρελαίου... Ή: Προτιμήσατε χτίσιμο σούπερ τάνκερ εις Νότιο Κορέα... Ποιότης σκαφών αρίστη... Κόστος φθηνότερο... Οι γιοι του έμειναν εμβρόντητοι όταν διαπίστωσαν ότι πραγματικά τα νοτιοκορεάτικα ναυπηγεία εκπληρούσαν τους όρους της σύγχρονης ναυπηγικής και ήσαν φθηνότερα... Για να ικανοποιήσουν το γέρο, ήρθαν οι δυό μεγάλοι δυο γιοι του στη Νέα Υόρκη και τον έβαλαν να υπογράψει για δύο παραγγελίες τάνκερ των 300 χιλιάδων τόνων... Μπα σε καλό μου, σκεφτόταν... Τώρα τελευταία, απομακρύνεται η σκέψη μου από τις δουλειές μου, τα παιδιά μου και όλο, καθώς κλείνω τα μάτια, φέρνω στο νου μου τα παλιά... Και κοροϊδεύω τους γύρω μου, τάχα πως θέλω να δω πορνό και Τζέιμς Μποντ, ενώ προσελκύουν το ενδιαφέρον μου ντοκιμαντέρ, να όπως αυτό που βλέπω τούτη τη στιγμή... Ένα πουλάκι με ψιλόλιγνα πόδια, μέσα σε λασπόνερα της Βαϊκάλης, τσιμπολογάει με τη σουβλερή μύτη του ίζημα και ζιζάνια... Εκατοντάδες χιλιάδες είδη του ζωικού βασιλείου γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν χωρίς ποτέ κανένας να πληροφορηθεί την ύπαρξη τους... Και εκατομμύρια εκατομμυρίων άνθρωποι, περνούν από τη ζωή απαρατήρητοι, λάθρα, που λένε... Και ξαφνικά, ένας αδηφάγος αετός γυροφέρνει υπερήφανος πάνω από τις βουνοκορφές, ένα λιοντάρι βρυχάται και τρέμει η ζούγκλα, ένας Νιάρχος μπαίνει στη λίστα των πλουσιότερων ανθρώπων, στην επικυριαρχία της Γης... Πετώντας εδώ και χρόνια με το ιδιωτικό του τζετ και τα ελικόπτερα, ένιωθε αετός που εξουσίαζε τα ανθρωπάκια-σκουλήκια από ψηλά... Κι όταν έκλεινε μεγάλες συμφωνίες και ναύλους, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη, γυρόφερνε ολομόναχος στο γραφείο του, βρυχώμενος σαν λιοντάρι που μόλις είχε κατασπαράξει τον αντίπαλό του στη ζούγκλα... Δυο και τρεις φορές την ημέρα στεκότανε μπροστά στο χάρτη της Υδρογείου και μετακινούσε τις σημαιούλες που έδειχναν την πορεία των πλοίων και των τάνκερ του σε θάλασσες, ωκεανούς και λιμάνια... Παλιά, είχε ειδικό υπάλληλο για να μετακινεί τα γαλανόλευκα σημαδάκια. Από καιρό, όμως, είχε σταματήσει αυτό το παιγνίδι των πλοίων του στόλου του και σίγουρα αυτή την ευχαρίστηση θα ένιωθαν πια οι γιοι του... Αυτά σκεφτόταν ο στόλαρχος, που κάποτε έλεγε το υποθετικό "αν πεθάνω" και τώρα συνειδητοποιούσε το αμετάκλειτο "θα πεθάνω"...Να πάλι μπροστά του ο καινούργιος, που του αποσυναρμολογούσε τις σκέψεις του: " Τι θέλεις πάλι μπροστά μου", γρύλισε ξεψυχισμένα ο γέρος. — Διαταγές, σερ, ψέλλισε ο Φελίξ. — Τι διαταγές και κουραφέξαλα... Τι ζητάω πια από τη ζωή, παρά την πάπια, τη θερμοφόρα, το φάρμακο, τα χάπια μου και να μου αλλάξετε το λερωμένο σώβρακο... Ήθελε να τον διαβολοστείλει, αλλά μετάνιωσε και του 'γνεψε ν' απομακρυνθεί, να τον αφήσει μόνο με τις σκέψεις του... Ο Σταύρος Λιβανός έλεγε ότι όπως οι αρχιμαφιόζοι είχανε γύρω τους πατριώτες τους Σικελούς, για να ξεσπάνε πάνω τους και να τους βρίζουν ιταλικά, έτσι και οι Έλληνες εφοπλιστές είχαν νησιώτες, για τον ίδιο λόγο... Κι ο Νιάρχος είχε πολλούς Έλληνες γύρω του, για να τους σκυλοβρίζει στη γλώσσα που είχε μάθει στο λιμάνι του Πειραιά, όταν τρύπωνε από μικρός και χάζευε τα βαπόρια, ακούγοντας τις βρισιές των ναυτικών και των λιμενεργατών... Τους τελευταίους, τότε, δεν τους είχε σε υπόληψη, γιατί ήσαν αχθοφόροι,χαμάληδες, έλεγε ο θείος του Κουμάνταρος, που τρυπούσαν με σουγιά το τσουβάλι για να κλέψουν λίγο σιτάρι... Ενώ οι ναυτικοί ήσαν κοσμογυρισμένοι και διακινούσαν πάνω στις θάλασσες και τους ωκεανούς εμπορεύματα, τα πλούτη της Γης... Αλλά οι ναυτικοί, ακόμη και οι καπετανέοι, δεν ήσαν τίποτα μπροστά στους εφοπλιστές, που καθόριζαν ναύλους, φορτώματα εμπορευμάτων, αγαθών και πετρελαιοειδών από τον Πειραιά, στην Αλεξάνδρεια, στο Άμστερνταμ, στη Νέα Υόρκη, στο Μπουένος Άιρες, στο Χονγκ Κόνγκ... Άκουγε τα ονόματα Γουλανδρής, Εμπειρίκος, Λιβανός και ριγούσε η ραχοκοκαλιά του... Σ' αυτούς τους γίγαντες ήθελε να μοιάσει, στους στολαρχους των ποσταλιών, των φορτηγών και των τάνκερ... Τον τραβούσαν η μυρωδιά των χρωμάτων στη λαμαρίνα, η σκουριά της, το μαζούτ που εισχωρούσε στη μύτη, το σφύριγμα της τσιμινιέρας, ο θόρυβος της μηχανής, αλλά όχι ρομαντικά σαν τους νέους που διάβαζαν Νίκο Καββαδία... Ηδονιζόταν, γιατί το λιμάνι αποτελούσε για το νεαρό Νιάρχο το μέσον του πλουτισμού...
Απο την ημέρα που τον τράνταξε το πρώτο εγκεφαλικό, πήρε τη κάτω βόλτα, αλλά τις στιγμές που συνερχότανε, αντιστεκότανε με βρισιές για να τον ακούνε οι γύρω του ότι υπάρχει... 8. Ο κόσμος της χλιδής Ανέκαθεν ο μέγας πλούτος επιδεικνυόταν σαν τα κουνήματα κονομημένης αγέρωχης πουτάνας. Όπως στη δεξίωση του Βολιβιανού βασιλιά του κασσίτερου Αντόνορ Πατίνο και της νεώτερής του συζύγου του, πρώην στάρλετ, σε μιά επίδειξη πλούτου και χλιδής, σαν εκείνες των προπολεμικών μαχαραγιάδων και του Σάχη της Περσίας. Συσσώρευση πλούτου, ομορφιάς, προσωπικοτήτων, ταλέντων... Οι προσκλήσεις είχαν σταλεί τέσσερις μήνες πριν στους φίλους του οικοδεσπότη, που οι γυναίκες τους δεν είχαν στο νού τους τίποτε άλλο, εκτός από τι θα φορέσουν και πως θα παρουσιαστούν στο γκαλά των ευνοουμένων της Γης... Κι ανάμεσα στις προσωπικότητες θα τρύπωναν οι ζιγκολό περιωπής και οι κοσμικές πόρνες, η καυτερή σάλτσα στη πιατέλα της υψηλής κοινωνίας... Σωματοφύλακες δεν υπήρχαν τότε αλλά όπως πάντα σφουγγοκωλάριοι και ρουφιάνοι... Από την προηγούμενη μέρα της μεγάλης βραδιάς, αλλά και ανήμερα του γκαλά, φτάνανε στο αεροδρόμιο της Λισαβόνας τα ιδιωτικά αεροπλάνα και στο λιμάνι τα κότερα και οι θαλαμηγοί... Τα ξενοδοχεία της παραλίας του Εστορίλ, όλα φημισμένα, να φιλοξενούν, όχι μόνο επώνυμους καλεσμένους, αλλά και μετρ της ραπτικής, κομμωτές και αμπιγιέζ από το Παρίσι, το Λονδίνο, τη Ρώμη, τη Νέα Υόρκη, το Μπουένος Άιρες, το Μοντεβίδεο... Ειδική πτήση κι από το Λος Άντζελες με σταρ του κινηματογράφου και του τραγουδιού... Κι ανάμεσα στα γκλάμουρους ονόματα, ιδιωτικοί ντετέκτιβ, σοφέρ, καμαριέρες... Τότε ήταν που ο Νιάρχος ζήλεψε τον πλούτο και τη χλιδή κι εξομολογήθηκε στον εαυτό του ότι καλώς αγόρασε τα πλοία των θείων στο όνομα του, που αργότερα τους αποζημίωσε, και έκανε τη σερμαγιά για τη μετέπειτα εφοπλιστική του εξόρμηση... Ο γέρος ταρακουνήθηκε στην πολυθρόνα, άνοιξε τα μάτια, έκανε να ρωτήσει «που βρίσκομαι», αλλά είδε τη νοσοκόμα να του κρατάει το χέρι χαμογελώντας και να τον ρωτάει γλυκά: "Βλέπατε όνειρο, σερ;" — Αν ήμουν νέος, θα ήταν όνειρο... Έτσι, όμως, που έχω καταντήσει, μόνο εφιάλτες βλέπω... Έστρεψε το χέρι του κι έπιασε την παλάμη της όμορφης νοσοκόμας, τη χάιδεψε με τα κοκαλιάρικα δάχτυλα του: Θα σου πω, κούκλα μου, τι έβλεπα... Έβλεπα τον εφιάλτη της ομορφιάς που γερνάει και μαραζώνει... Βρισκόμουνα σε ένα χορό Η νοσοκόμα άκουγε όλα αυτά τα ονόματα και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ένας Νιάρχος της μιλούσε για τις ωραιότερες σταρ του παρελθόντος, που έβλεπε στο «λέιτ σόου» της τηλεόρασης... Θα το ΄λεγε στο φίλο της και στις φιλενάδες της και δεν θα την πίστευαν... Κι ακόμη περισσότερο, με αυτό που της έλεγε τώρα ο μεγαλοεφοπλιστής: Όλες ήσαν όμορφες, μικρούλα μου... Αλλά κι εσένα, αν σε έστελνα στους αισθητικούς, κομμωτές, μόδιστρους και κοσμηματοπώλες που πήγαιναν εκείνες, φιγουρίνι θα σε κάνανε και όλοι θα ρωτούσαν ποιά είναι αυτή η κουκλάρα... — Με κολακεύετε, σερ. — Θα σε κολάκευα, αν ήμουν ακόμη υγιής κι όχι ανήμπορος, για να σε κουτουπώσω στο κρεβάτι... — Θα γνωρίσατε πολλές ωραίες και διάσημες γυναίκες, σερ. Ορίστε μας, σκέφτηκε ο γέρος: Δώσε θάρρος στο χωριάτη, να σ' ανέβει στο κρεβάτι... Θα συνέχιζε, όμως, την κουβεντούλα, γιατί έσπαζε τη μονοτονία του... Γι' αυτό δεν τη διαβολόστειλε, αλλά συνέχισε να απαντά στην ερώτηση της, ή μάλλον στον εαυτό του:" Και γνώρισα και απόλαυσα πολλές ωραίες και διάσημεςγυναίκες, μα τι απόμεινε από το δρομέα που κάνει γρήγορη κούρσα και ξεψυχάει πριν το νήμα του τέλους... Σαν κόκοραςτης, που βάτευε σαν αστραπή τις κότες, χωρίς να ξέρει ότι θα καταντούσε γυμνολαίμης και ξεπουπουλιασμένος, μπαίγνιοτου κοτετσιού... — Μου λέγατε, σερ, για κάποιο χορό με όμορφες ντάμες και κοψψούς καβαλιέρους... Ένας από αυτούς θα είσαστε κι εσείς, σερ... Να, λοιπόν, που δεν ήταν εφιάλτης, αλλά όνειρο με όμορφες αναμνήσεις... — Βλακείες... Ένα στημένο σκηνικό, ένα μαυριτανικό περίπτερο για χίλιους καλεσμένους του βασιλιά του κασσίτερου,που μετά τη φιέστα το αποσυναρμολόγησαν... Μυρωδιές αρωμάτων και καπνού τσιγάρου και πούρου, που σκέπαζαν τη θηλυκότητα και τη βαρβατίλα, γιατί μετά τη γιορτή όλες κι όλοιστο σεξ θα καταλήγανε, με την όρεξη τους ή με την ανορεξίατους, με τη θέληση τους ή επί πληρωμή... Οι κροίσοι και οι γέροι με τα λεφτά τους και τα κερατά τους και οι πλέι μπόι με ό,τι διαθέτανε στα σώβρακα τους... Μην κάνεις πως δεν σου αρέσουν αυτά που λέω, γιατί κι εσύ θα ήθελες για σύζυγο ένα λεφτά, έστω και γέρο και για εραστή ένα κοτσονάτο νέο... Ο στόλαρχος άφησε το χεράκι της νοσοκόμας κι έγειρε πίσω... Ξανακοιμότανε, ξανάμπαινε στο όνειρο του... Το απέραντο από πράσινο μάρμαρο μπαρ, τα κοραλένια κόκκινα μεταξωτά χαλιά, οι κρυστάλλινοι καθρέπτες, ο φανταχτερός διάκοσμος και μέσα σε όλο αυτό το κιτς, πίνακες διάσημων καλλιτεχνών... Πανάκριβη παρακαταθήκη φτωχών ζωγράφων που πεινούσαν και έδιναν τα έργα τους για ένα κομμάτι ψωμί... Και θησαύρισαν μετά το θάνατο τους οι γκαλερίστες... Και τους απολαμβάνουν στα μέγαρα τους οι πλούσιοι συλλέκτες... Ο μπάτλερ κρυφάκουγε αυτά που διηγείτο ο γέρος στη νοσοκόμα κι όταν διαπίστωσε ότι το αφεντικό του ροχάλιζε, σκέφτηκε ότι τα χλιδάτα πάρτι τύπου νοτιοαμερικάνικης φιέστας μοιάζανε με γύφτικα πανηγύρια. Κι ας ήσαν φορτωμένα από χρυσό, ελεφαντόδοντο και πολύτιμους λίθους στους λαιμούς και στα χέρια των κυριών με τις έξωμες τουαλέτες... Πολύ αργότερα ο Ωνάσης και ο Νιάρχος σνομπάρανε αυτό το συρφετό των γαλαζοαίματων και των νεόπλουτων και, επιλέγοντας μονάδες της πολιτικής, του πλούτου, της ομορφιάς, των ταλέντων, τις φέρνανε με τα ιδιωτικά τους τζετ στη «Χριστίνα» και στην «Κρεολή» κι οι παπαράτσι τους βλέπανε με τηλεφακούς... Ο Τομ χώθηκε βαθιά στον καναπέ κι έγνεψε στη νοσοκόμα να τον σκουντήσει αν έβλεπε να ξυπνάει το αφεντικό... Η κοπέλα κούνησε καταφατικά το καλοχτενισμένο κεφαλάκι της κι άρχισε να σκέφτεται τα δικά της... Απορούσε με τον μπάτλερ, που, αν και έδειχνε ακόμη κοτσονάτος, ποτέ δεν έκανε μπανιστήρι στα μπουτάκια της, που τόσο έντεχνα μόστραρε , για να εξασφαλίσει κανένα δωράκι του... Οι βάρδιες το κουτσομπόλευαν η μια με την άλλη ότι ο Τομ ήταν ένα ουδέτερο και ανέκφραστο ον, χωρίς συναισθήματα χαράς, ευχαρίστησης, λύπης ή κι ακόμη αηδίας, όταν βοηθούσε στο ξεσκάτωμα του γέρου... Ο Θωμάς, που όλοι τον ήξεραν ως Τομ, είχε τεντωμένο το ένα αυτί, μήπως ξυπνήσει ο σερ, αλλά το μυαλό του δούλευε... Αναρωτιόταν αν θα έκανε καλά να βγει στη σύνταξη, όπως είχε αποφασίσει, επικαλούμενος σοβαρούς λόγους υγείας ή μήπως έπρεπε να μείνει ως το τέλος, ώσπου να βγει η ψυχή του δικού του ψυχοβγάλτη... Ό,τι και να αποφάσιζε, όμως, μετά θα αποσυρόταν, για να επεξεργαστεί τα αποκόμματα που είχε συγκεντρώσει από εφημερίδες και περιοδικά και μαζί με τις δικές του εμπειρίες, να έγραφε ένα βιβλίο για τους «Χρυσούς Έλληνες» και κυρίως για το Μεγάλο Αφεντικό του... Είχε επηρεαστεί από την ταινία του Άντονι Χόπκινς στο ρόλο του αγγλοσάξονα μπάτλερ και ονειρευόταν να γράψει για τον «όμορφο κόσμο» και το «σμαρτ σετ» της δεκαετίας του 50 ως το «τζετ σετ» του 60... Μισάνοιξε το ένα μάτι, είδε το αφεντικό του να κοιμάται του καλού καιρού και συνέχισε να αναπολεί το μαγικό, αλλά και στριφνό κόσμο των μεγιστάνων, κροίσων και γαλαζοαίματων, που είχε σερβίρει την παλιά υπέροχη εποχή, κοντά στο στόλαρχο, στα πάρτι, στις δεξιώσεις και στις κρουαζιέρες του, τότε που πασχίζανε να τους καλέσει κοσμικογράφοι, καλλονές, καλλιτέχνες... Κι από κοντά οι μετρ της ραπτικής, οι κομμωτές, οι αισθητικοί, οι πλασαδόροι και οι κωλογλείφτες της λεγόμενης «χάι σοσάιετι», τσιμπούρια που κολλάνε σε σκύλες ράτσας, είχε ακούσει να σχολιάζει ο σερ... Ο Τομ σχεδίαζε στη σκέψη του τα κεφάλαια του βιβλίου του, που θα περιείχε αποφθέγματα αριστοκρατών από τα γεννοφάσκια τους... Να, παράδειγμα, ο κόμης Λανφράνκο Ρασπόνι, που έγραφε ότι οι γυναίκες του «σμαρτ σετ» φιλιούνται στον αέρα, για να μη χαλάσουν το μακιγιάζ τους και οι άντρες, μόλις αγγίζουν το μάγουλο μιας κυρίας, ακόμη και στενής φίλης τους, κοιτάζοντας μάλιστα στον αέρα, χωρίς κανένα αίσθημα και πάθος, για να μην παρεξηγηθούν... Θα βάλω και τα δικά μου: Μαριονέτες στο σαλόνι, παθιασμένοι στο κρεβάτι... Βρήκα και τον τίτλο αυτού του κεφαλαίου, ενθουσιάστηκε ο Τομ: Σαλόνι και κρεβατοκάμαρα... Ήδη είχε συγκεντρώσει αποκόμματα και φωτογραφίες, από κοσμικές στήλες, που έδειχναν να φιλιούνται σαν κολόνες από πάγο η Μπεγκούμ Αγά Χαν, η Ρίτα Αλί Χαν, γνωστότερη ως Ρίτα Χέιγουορθ,η κόμισσα Κρέσπι, η Ευγενία και η Αθηνά Λιβανού, η πριγκίπισσα Φον Χοχενλόε, οι κυρίες Ανιέλι και Ρότσιλντ και άλλες της αριστοκρατίας. Με κλειστά μάτια έξυσε το σαγόνι του και εμπνεύστηκε ένα άλλο κεφάλαιο: Ποιοί έμπαιναν σ' αυτό τον κλειστό μαγικό κόσμο των very important person; Για να χαρακτηριστεί κάποιος VIP , έπρεπε, αν δεν ήταν γαλαζοαίματος, να διακρίνεται στην τσέπη και να ελέγχει μεταφορές σε γη, αέρα και θάλασσα, να είναι μεγαλοβιομήχανος, μεγαλοτραπεζίτης, μεγαλοεκδότης ή διάσημος επιστήμονας ή καλλιτέχνης. Ο μπάτλερ άνοιξε τα μάτια κι έβγαλε από το ντοσιέ του ένα πολύτιμο κατάλογο. Θα του χρησίμευε στο βιβλίο του. Το ημερολόγιο των vips (1969) Ιανουάριος: Ετήσιος χορός, στην ιταλική Κορτίνα, των Φίρστενμπεργκ. Χειμερινά σπορ στο Σ. Μόριτς. Ταξίδι στην Τύνιδα και σαφάρι στην Κένια. Φεβρουάριος: Οι γεροντότεροι βρίσκονται ακόμη στο Ιγκλ κλαμπ του Σ. Μόριτς ή στο Κινγκς της Κορτίνα. Οι νεότεροι ετοιμάζονται για το καρναβάλι του Ρίο και δύο εκατοντάδες καλεσμένοι θα πάνε στο χορό που θα δώσει, στο Ακαπούλκο, η σταρ του Χόλιγουντ Μερλ Όμπερον με το βιομήχανο σύζυγο της Μπρούνο Παλιάι. Μάρτιος - Απρίλιος: Μήνες χωρίς ομαδικές συγκεντρώσεις, πλην εκείνων με επίσημο ένδυμα: Απονομή των Όσκαρ και Φεστιβάλ Κανών, για κείνους που αγαπούν τον κινηματογράφο και τις στάρλετ... Μάιος: Για τους παρατρεχάμενους των γραμμάτων, η απονομή των βραβείων λογοτεχνίας. Για τους νεότερους το Γκραν Πρι του Μόντε Κάρλο και για τους φιγουρατζήδες το Αεροναυτικό Σαλόνι των Παρισίων. Ιούνιος: Κουραστικός μήνας: 5 του μηνός, το ντέρμπι στο Δουβλίνο και την επομένη, ο χορός της παραδοσιακής οικογένειας ζυθοποιών Γκίνες. Στις 15, στο Παρίσι, ο χορός του Καρίμ Χαν στο Πρε Καταλάν του δάσους της Βουλώνης. Στις 23 αρχίζει η σεζόν Μπαλέτου στη Φλωρεντία. Επιστροφή στο Παρίσι για το χορό του Ρότσιλντ. Τέλη του μηνός, το Γκραν Πρι του Άσκοτ στο Λονδίνο και το Φεστιβάλ των δύο Κόσμων στο Σπολέτο. Ιούλιος: Κοσμικοί και κουλτουριάρηδες θα συναντηθούν στο βραβείο γραμμάτων Στρέγκα, για να φύγουν βιαστικοί για το Λονδίνο, όπου αρχίζει το τενιστικό Ουίμπλετον. Μετά, κάποιοι θα πάνε στο Ζουάν λε Πιν, για το διεθνές φεστιβάλ τζαζ. Αύγουστος: Ο πλούτος, η ομορφιά και η τέχνη, επί υψηλού επιπέδου, αυλακώνει με κότερα και θαλαμηγούς τη θάλασσα. Ελάχιστοι τυχεροί όμως έχουν καταφέρει να προσκληθούν στη «Χριστίνα» και στην «Κρεολή» ή στο Σκορπιό και στη Σπετσοπούλα του Ωνάση και του Νιάρχου, όπου παραμονεύουν νύχτα μέρα οι παπαράτσι. Οι υπόλοιποι θα παρηγορηθούν με μια πρόσκληση στο χορό του Αλί Χαν, στο Πόρτο Ροτόντο. Σεπτέμβριος: Ο χορός, κυρίως των γαλαζοαίματων, του δούκα του Κασάνο στη Νεάπολι και του Σικόνια στη Βενετία, όπου και το Φεστιβάλ. Αλλά πολλοί εκλιπαρούν μια πρόσκληση για το χορό του Αντόνορ Πατίνο, βασιλιά του κασσιτέρου, στο Εστορίλ. Είναι και η παραδοσιακή Έκθεση των Αρχαιοπωλών στη Φλωρεντία. Οκτώβριος: Την πρώτη Κυριακή του μηνός, γίνεται η μεγάλη ιπποδρομία τουΑρκ ντε Τριόμφ στο Παρίσι. Αμέσως μετά, αρχίζει η αμερικανική περίοδος, πέρα από τον Ατλαντικό, με τους χορούς των Κένεντι, των Ροκφέλερ, των Βάντερμπιλτ... Νοέμβριος - Δεκέμβριος: Καλλιτεχνικές εκθέσεις και πλειστηριασμοί'στου Σόθμπι για χριστουγεννιάτικα δώρα. Για τους φίλους της όπερας, Ρώμη και το κλου η Σκάλα του Μιλάνου. Ο πεπειραμένος μπάτλερ, που είχε γνωρίσει και σερβίρει επώνυμους και διάσημους του κλειστού κυκλώματος, αναρωτιόταν αν οι περισσότεροι απ΄ αυτούς τους «νομάδες» του πλούτου και της αίγλης ήσαν άξιοι του χαρακτηρισμού μέλη του «σμαρτ σετ» ή απλώς ανήκαν σε μια «ντόλτσε βίτα», που θύμιζε εφησυχάζοντες στα ανάκλιντρα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που έσβηνε... Είχε βρει κι ένα απόκομμα παλιού περιοδικού, που έκανε χιούμορ... Ο δημοσιογράφος ζητούσε από επώνυμους να του πουν μερικούς vips της ιστορίας και εκείνοι του είχαν αναφέρει τους: Δία, Αφροδίτη, Άδωνι, Ελένη, Πάρι και Έκτορα της Τροίας, Πλάτωνα, Αλκιβιάδη, Αντώνιο και Κλεοπάτρα, Ραφαήλ, Λεονάρντο ντα Βίντσι, Ντ' Ανούντσιο, Όσκαρ Ουάιλντ, Αλφρέντ ντε Μισέ και Γεωργία Σάνδη, Ρενουάρ, Προύστ, Σταντάλ, ακόμη και τον Αθω των Τριών Σωματοφυλάκων και τον Κόμη Μοντεκρίστο... Θυμόταν ο Τομ ότι ο στόλαρχος, όταν είχε δει αυτό το γραφτό, το είχε χλευάσει και είχε πει: Κουταμάρες... Ο Άδωνις, ο Πάρις, ο Αλκιβιάδης δεν ήσαν νips της εποχής τους, αλλά πλέι μπόι και τεκνά... Ο Νιάρχος ούτε ήθελε να ακούσει για τα μαντρόσκυλα και τους κεραμιδόγατους, που τριγυρίζανε τις λυσσασμένες σκύλες και γάτες του πλούτου, της ομορφιάς και της τέχνης, όπως ήσαν η Μπάρμπαρα Χάτον, η Μπριζίτ Μπαρντό, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η πριγκίπισσα Μαργαρίτα και τελευταία η Καρολίνα του Μονακό... Ο Τομ είχε οτις σημειώσεις του πολλές τέτοιες, με ακόμη περισσότερες λεπτομέρειες: Η ώριμη Σάρα Τσόρτσιλ, ανιψιά του Πατέρα της Νίκης, που είχε παντρευτεί τον δικό μας Θόδωρο Ρουμπάνη, αφού είχε ξεπετάξει ο Έλληνας πλέι μπόι τη Ζαν Μορό... Ο Σασά Ντιστέλ, που έκανε καριέρα λόγω Μπριζίτ Μπαρντό... Άλλος δικός μας, ο Τεό Σαγκαπό, παρακατιανός αυτός, που τον παντρεύτηκε η ανυπέρβλητη ως φωνή, αλλά αξιολύπητη ως γυναίκα, η Εντίθ Πιάφ... Κι άλλος «Έλληνας θεός», όπως τον αποκάλεσε η Άννα Μανιάνι, όταν τον είδε, ο Φοίβος Ραζής, που είχε πλαντάξει μαζί του η πολυεκατομμυριούχα Νάνσι Ντιπρέ και οι Ζαν Κοκτό και Ζαν Μαρέ τον είχαν ανακηρύξει τον ωραιότερο άντρα που είδαν ποτέ. Υπήρχαν όμως και οι ματσωμένοι κεραμιδόγατοι, όπως ο Πορφίριο Ρουμπιρόζα, μέγας προικοθήρας, ο Αλί Χαν, ο Γκούντερ Ζακς, ο Ρεϊνάλντο Χερέρα (η πραγματική αιτία, για να χωρίσει η Τίνα από τον Ωνάση) και φυσικά οι Ωνάσης και Νιάρχος, που όποια γούσταραν την έφερναν με τζετ σετ και ελικόπτερο στη θαλαμηγό τους... Τα σκεφτόταν όλα αυτά ο υποτακτικός του στόλαρχου, που κάθε τόσο μισάνοιγε τα βλέφαρα του, για να είναι έτοιμος να εκτελέσει τις εντολές του κροίσου, που ονειρευότανε να βγάλει στη δημοσιότητα το βίο και τα κατορθώματα του.
1. Η χλιδή στο κόσμο της... ο βασιλιάς του κασιτέρου Πατίνο με την χρυσομένη σύζυγό του, πρώην στάρλετ. 2. Το "αεράτο φιλί" της σταρ Μέρλ Όμπερον με την κόμισσα Κρέστι. 3. Η σούπερ σταρ Ρίτα Χέηγουορθ -κυρία Αλι Χαν- με την δούκισσα του Γκλόστερ. 44. Ο ο Νιάρχος με την σύζυγό του Ευγενία Λιβανού.
Και ο Ωνάσης ήταν κοσμικός, αλλά τον ευατό του τον εύρισκε στο λαικό γλέντι, που απεχθανόταν ο Νιάρχος... 1. ο Ωνάσης ην εποχή του πολέμου στο Χόλιγουντ, με την εξαδέλφη του Νιάρχου Αγλαία Κουμάνταρου και την ηθοποιό Μύριαμ Χόπκινς 2. προσέρχεται σε δεξίωση 3. με τον πολιτικό Χάμφρευ, την Μαρία Κάλλας, την Εύα Γκάμπορ, τον Κάρυ Γκραντ.
9. CHANEL No 5
Εκείνο το πρωινό ο γέρος ξύπνησε κάπως ευδιάθετος... Η νοσοκόμα μοσχοβολούσε άρωμα.
— Σανέλ, νάμπερ φάιβ; τη ρώτησε. — Μάλιστα, σερ, απάντησε φοβισμένη, γιατί είχε βρει το μπουκαλάκι στο λουτρό που χρησιμοποιούσαν παλιά οι καλεσμένες του Νιάρχου... Ο γέρος είχε μαλακώσ ." Τι μου θυμίζεις, μανούλι μου", ψιθύρισε κι έκλεισε τα μάτια. Η νοσοκόμα ευχήθηκε ν' αρχίσει να τη χαϊδεύει, γιατί όσο σίχαμα κι αν ήταν, δεν έπαυε να είναι ένας ζάπλουτος, που όχι μόνο μπορεί να της έκανε δωράκια, αλλά να τη θυμότανε και στη διαθήκη του... Εξακολουθούσε να της κρατάει το χέρι και γερτός στη πολυθρόνα, έφερνε στο νου του γυναίκες που είχε απολαύσει... Ανώνυμες μπουρδελιάρες στα Βούρλα και μπαργούμεν στην Τρούμπα, επώνυμες των σαλονιών... Ο γέρος δεν είχε πια ορμές, ούτε πόθους και ξαφνικά το μυαλό του πήρε ανάποδες στροφές... Πουφ, έκανε, σαν να έβγαζε δύσοσμο καπνό... Γυναίκες, σκέφτηκε... Όλες τους κρύβουνε στα σκέλια τους το βρομερότερο περιουσιακό τους στοιχείο, πύλη εξόδου ζωής, αλλά και ακαθαρσίας, πύλη ανείπωτης γλύκας, αλλά και θανατηφόρας απόλαυσης... Ο γέρος εξακολουθούσε να αλέθει στο μυαλό του ότι αηδιαστικό του 'ρχότανε εκείνη τη στιγμή στη σκέψη... Ξεβρακωσιά, αγκομαχητά ηδονής, αλλά και υποκρισίας, με το δυστυχή εραστή να είναι υποχρεωμένος να συσσωρεύσει το καυτό του αίμα και να αδειάσει τη ραχοκοκαλιά του, ενώ η ερωμένη μπορεί και να υποκρίνεται... Σε τίποτα, μα απολύτως τίποτα, δεν διέφεραν ο θεατρινισμός της πόρνης και της εφοπλίστριας... Σε τίποτα, καριόλες γυναίκες... Του ξανάρθε στα ρουθούνια το άρωμα Σανέλ νάμπερ φάιβ... Ο γέρος έφερνε στη σκέψη του μια απέραντη απαστράπτουσα αίθουσα με πολυελαίους και καθρέφτες, λουλούδια, αντίκες, τάπητες, μάρμαρο... Ένα μακρύ απέραντο μπαρ με γκαρσόνια και στην άλλη πλευρά, μετά την πίστα, δυο ορχήστρες, μια ευρωπαϊκή, μια κουβανέζικη και τραπέζια με κηροπήγια και ανθοδοχεία... Και καβαλιέροι με σμόκιν, ντάμες με τουαλέτες... Γυναικομάνι, νέο και ηλικιωμένο, ομορφιά κι΄ασχήμια, φορτωμένο χρυσαφικό και διαμαντικό, ν΄ αποπνέει λογιών λογιών μυρωδιές... Η μουσική απαλή, χάιδευε την ακοή, οι ντελικάτες ντάμες με μεθυστικά αρώματα, όχι μόνο Σανέλ, αλλά και Τζόι και Πατού, ερέθιζαν την όσφρηση... Είχε ξεκουτιάνει, μπέρδευε το απώτατο παρελθόν με τι παρόν,την αίθουσα χορού με το καθιστικό, καθώς η νοσοκόμα εξακολουθούσε να του κρατάει την αποξηραμένη παλάμη... Έκλεινε τα μάτια κι έβλεπε τον εαυτό του στο παρελθόν, στους τεράστιους καθρέπτες της αίθουσας... Ήταν ο ανερχόμενος εφοπλιστής, ο καβαλιέρος που οδηγούσε την ντάμα του από την πίστα στην γκαρσονιέρα του τα πρώτα χρόνια, στα μέγαρα του, στη θαλαμηγό του, στο ιδιόκτητο νησί του, μετά... Κάθε φορά που ρχότανε ο ράφτης του από το Παρίσι, έφευγε με παραγγελίες ντουζίνες κοστουμιών... Για το γραφείο, τις συσκέψεις, το πρωινό, το γεύμα, το δείπνο, το κοκτέιλ, τις δεξιώσεις, τη θαλαμηγό, την εξοχή, το κυνήγι, τις χιονοδρομίες, το τένις, την ιππασία... Του γαργαλούσε τη μύτη το Σανέλ νάμπερ φάιβ... Αλήθεια, ο ίδιος τί έβαζε εκείνη την εποχή; Μπορούσε να το ξεχάσει; Ποτέ! Χαβί ρούζ του Γκερλέν! Τράβηξε αδύναμα την παλάμη του από το χεράκι της νοσοκόμας, έγειρε πίσω κι εκείνη αποτραβήχτηκε στη θέση της... — Τομ, βρε Τομ, ψιθύρισε... Πολύ αργεί εκείνο το ελιξίριο, γι' αυτό φέρε μου λίγο νέκταρ να βρέξω τα χείλη μου, πουξεραθήκανε... — Μάλιστα, κύριε, το ηδύποτό σας... — Ώστε εδώ είσαι; — Για πάντα, κύριε Σταύρο, δεν θα σας εγκαταλείψω ποτέ. «Θα σας εγκαταλείψω όλους εγώ», σκέφτηκε ο γέρος, καθώς ο παλιός μπάτλερ έφτιαχνε τη δόση κι ο νέος τόλμησε να σκύψει και να του ψιθυρίσει «ξέρετε, κύριε Τομ, ο γιατρός μου είπε ούτε γουλιά ποτό στον σερ» ... Ο Τομ τον αγριοκοίταξε κι έμεινε με το δίσκο στο χέρι, γιατί ο Μεγάλος ροχάλιζε... Διέταξε με ένα νεύμα τον Φελίξ να καθίσει στον καναπέ: «Αν ξυπνήσει, να με φωνάξεις», είπε σιγά και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο του... Κάθισε στο γραφειάκι του και για μια ακόμη φορά έβγαλε από το συρτάρι τα ντοσιέ του... Τον δυσκόλευε, τον μπέρδευε όλο αυτό το υλικό και δεν ήξερε από που ν' αρχίσει και που να τελειώσει... Βρήκε μια σημείωση του εκδότη του: «Μπλέξε όλους τους μεγαλοεφοπλιστες και παρουσίασε τους σκληρούς και βίαιους, όχι μόνο στις δουλειές τους, αλλά σε όλες τους τις εκδηλώσεις και κυρίως με τις γυναίκες... Παρομοίασε τους με θαλάσσια κήτη που βουτάνε σε ανήλιαγα βάθη, εκεί που δεν φτάνουν τα αφρόψαρα... Ανέλκυσε την απληστία, τον ακόρεστο πόθο τους για πλούτο και ηδονή, σε μεγέθη που εντυπωσιάζουν τα αφρόψαρα - αναγνώστες...» Τέτοιο είδος βιβλίο αποκλείεται να γράψω, είχε απαντήσει στον εκδότη κι εκείνος τον συμβούλεψε: «Τότε μην παιδεύεσαι άδικα, γιατί ούτε δημοσιογράφος, ούτε συγγραφέας είσαι... Το μόνο που μπορείς να προσφέρεις είναι κουτσομπολιό και καυτές ερωτικές σκηνές εκείνων των κροίσων, που υπηρέτησες και γνώρισες από κοντά»... Καλό σκυλόψαρο είσαι κι εσύ, που θέλεις να κατασπαράξεις τα θύματα σου, έκανε να του πει, αλλά προτίμησε να μουρμουρίσει: «Καλά, θα προσπαθήσω». Ο Τομ, όμως, δεν παράτησε την προσπάθεια του κι άρχισε να ταξινομεί το υλικό του, κατά κεφάλαια κι ίσως αργότερα να εύρισκε άλλο σοβαρότερο εκδότη...
Ο Τομ είχε καταλάβει από το Σεν Μόριτς ότι ο Μεγάλος ξαναθυμότανε σαν κινηματογραφική ταινία τη ζωή του κι όχι μόνο στο ξύπνιο του, αλλά και στον ύπνο του... Και τι δεν θα 'δινε ένας μεγάλος εκδοτικός οίκος, αν μπορούσε να τοποθετήσει ένα μηχάνημα στο κεφάλι του Νιάρχου, που να μπορεί να καταγράφει τις αναμνήσεις και τις σκέψεις του... Αυτό θα αποτελούσε μια συνταρακτική αυτοβιογραφία κι όχι φανταστική που θα επιχειρούσαν μετά το θάνατο του να γράψουν κάποιοι. Πραγματικά ο Σταύρος Νιάρχος, τόσο τελευταία στην Ελβετία, όσο και τώρα στην Αμερική, έφερνε διαρκώς στη σκέψη του συμβάντα από το παρελθόν... Τίποτα καινούριο δεν τον ενδιέφερε πλέον, ποιόν, αυτόν τον δαιμόνιο και προχωρημένο εφοπλιστή και επιχειρηματία, που οι ρηξικέλευθες αποφάσεις του χάραζαν νέους δρόμους, που οι άλλοι εφοπλιστές ακολουθούσαν μετά... Κι όμως, μέσα στο βραχυκυκλωμένο από το χρόνο μυαλό του, έκανε και ορισμένες σκέψεις, που πηγάζανε από κάποιες εκπομπές της γαλλικής τηλεόρασης, με πνευματικούς ανθρώπους... Φώναζε, λοιπόν, τον Τομ και του υπαγόρευε: "Το καταραμένο κομπιούτερ, που έχω στο γραφείο μου, συγκεντρώνει το έργο μου, τον πλούτο μου, αλλά εξουδετερώνει την ατομικότητα μου, τις μεμονωμένες ιδέες μου..." Γράφε, Τομ: "Η νέα τεχνολογία δημιουργεί καινούριους μηχανισμούς, που εξαφανίζουν την ελευθερία και τη βούληση του ατόμου..." Γράφε, Τομ: "Η μετριότητα των media αποσυναρμολογεί και αποπροσανατολίζει τα ταλέντα και τα κατεβάζει από τα ύψη του πνεύματος στον πάτο του λαϊκισμού." Γράφε, Τομ: "Το καινούριο σύστημα καταβροχθίζει τα εκλεκτά παιδιά του και ξερνάει στη δημοσιογραφία, στην τέχνη, στην πολιτική - παντού - τα σκάρτα..." Ο Τομ ξεθαρεύοντας, τον διέκοπτε και ρωτούσε: " Αυτά είναι σκέψεις, γιατί δεν μου υπαγορεύετε γεγονότα της ζωής σας;" Ο γέρος τον κοίταζε με υποψία, έτοιμος να εκραγεί, γιατί ο υποτακτικός του δεν τον είχε προσφωνήσει σερ, αλλά δεν είχε άλλον να του αποκαλύψει αυτό που κατέτρωγε τα σωθικά του και είχε αρνηθεί να το εκμυστηρευθεί ακόμη και στον αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο, που είχε σπεύσει να τον εξομολογήσει και να τον μεταλάβει... Δίσταζε, αλλά έπρεπε να μιλήσει σε κάποιον, να του φύγει το βάρος που ένιωθε μέσα του, αφού ακόμη και τα παιδιά του δεν τον έπαιρναν πια στα σοβαρά. Ή μήπως δεν καταλάβαινε ότι κι η πιστή του γραμματέας βαριότανε τις φλυαρίες ενός ετοιμοθάνατου γέρου... Γι' αυτό ρωτούσε τον Τομ: — Δεν μου λες, Άγγελε μου ή Διάβολε μου, εσύ μόνο ξέρεις τι είσαι, μήπως κρατιέμαι στη ζωή, για να ξεκαθαρίσω μερικές πράξεις μου, για τις οποίες με έχουν κατηγορήσει αυτά τα μερμηγκάκια, οι άνθρωποι; Λες να μην έκανα σωστά που αρνήθηκα να εξομολογηθώ στον παπά που ήρθε, μυρίζοντας λιβάνι, αλλά και κολόνια, τις αμαρτίες μου; Ποιός ρε- αγρίεψε ο γέρος- να εξομολογηθεί και σε ποιούς θεομπαίχτες και ισουίτες; Εγώ που βλέπεις, μια ολόκληρη ζωή δεν έδωσα λόγο σε κανένα, γιατί δεν φοβήθηκα ποτέ κανένα... Ούτε κυβερνήσεις, ούτε κρατικά όργανα, ούτε νόμους... Μόνο τώρα φοβάμαι τον ξεπεσμό μου... Κατάντησα άβουλο κι αδύναμο γεροντάκι στα χέρια των γιατρών κι όλων αυτών των υποτακτικών που κουμαντάρουν τη ζωή μου, από το κρεβάτι ως την καμπινέ... Μου πιάνουν το σφυγμό, μου βάζουν θερμόμετρο και πιεσόμετρο, μου δίνουν να καταπίνω χούφτες χάπια, μου τρυπάνε τις φλέβες, τα μπράτσα και τον πισινό με βελόνες... Και με παραμονεύουν με μια πλαστική φιάλη, για να μου αρμέξουν το κάτουρο, όταν με πιάνει ο πόνος... Το χειρότερο όμως είναι ότι με έχουν σαν παράλυτο, πάνω στην πολυθρόνα... Μαρία, κόρη μου, που είσαι... Θέλω να με πας βόλτα στο πάρκο... Πέρα από τα κρυστάλλινα παράθυρα, απλωνόταν το Σέντραλ Πάρκ, χωνευτήρι λαών, φυλών, χρωμάτων, της μεσαίας και κατώτερης τάξης του Μανχάταν. Είχε να πάει εκεί ο Νιάρχος από τα τέλη της δεκαετίας του 40, όταν ήταν ακόμη μικροεφοπλιστής και, καθισμένος σ΄ένα μπαρ της Πέμπτης Λεωφόρου, κατάφατσα στο Πάρκο, έκανε μεγάλα όνειρα... Ν' αποκτήσει Λίμπερτι, τάνκερ, σαλέ στις Άλπεις και θαλαμηγό με θεώρατα πανιά ... ΄Ενα απόγεμα, ξαφνικά, είχαν γεμίσει τον ουρανό χιλιάδες αναστατωμένοι γλάροι που κρούζανε κι΄ο μπάρμαν είπε "σημάδι θανάτου..."."Σημάδι χωρισμού", μουρμούρισε αυτός... Τότε, δεν είχε πάρει ακόμη διαζύγιο από τη Μέλπω, που τώρα ήξερε ότι έμενε λίγα τετράγωνα πιο κάτω... Σε ένα ρετιρέ στους 69 Δρόμους ανατολικά... Η σκρόφα, ούτε ένα τηλέφωνο δεν μου έκανε - σκεφτόταν ο γέρος - να μάθει πως είμαι, αν ζω ή αν κοντεύω να πεθάνω... Αθήνα 1938... Η Μελπομένη Κάππαρη είναι 26 χρονών, χήρα του διπλωμάτη Π. Αλεξανδρόπουλου, που είχε πεθάνει από πνευμονία στη Βιέννη, όπου υπηρετούσε. Είναι κόρη της Αργυρής και του Αλέξανδρου Κάππαρη, από εύπορη οικογένεια καραβοκύρηδων της Σύρου. Ο αδελφός της Αμβρόσιος -Άμπη τον φωνάζουν- εργάζεται στην Τράπεζα Ελλάδος κι όταν γνωρίζεται με το Νιάρχο, εκείνος αναρωτιέται γιατί -Απλώς είμαι ιδιοκτήτης καθαροαίμων, γιατί τα παιδιά μου αγαπάνε τα άλογα " Εσύ, Μέλπω, τί γνώμη έχεις; " ρωτάει ο Σταύρος την αδελφή του φίλου του. " Όλα είναι τυχερά", του απαντάει η κομψή μελαχρινή χήρα κι εκείνος πιάνεται από τα μάτια της και δεν θέλει να ξεκολλήσει από το βλέμμα της, που τον περιεργάζεται με ενδιαφέρον. Ο Νιάρχος δεν ήταν ψηλός, αλλά είχε τη ματιά του αετού και τη σβελτάδα του αιλουροειδούς και μπορούσε να γοητεύσει μια όμορφη γυναίκα, που πριν προλάβει να χαρεί τη ζωή της στα διπλωματικά σαλόνια, έχασε τον άντρα της. Ήταν περιζήτητη στον κλειστό χώρο της υψηλής κοινωνίας της Αθήνας και κάποιες φορές ο 29χρονος Νιάρχος διαπίστωνε ότι δεν είχε αυτός τις γνωριμίες και τις μεγάλες σχέσεις της Μέλπως και του Άμπη και δεν τον καλούσαν σε κάποια αρχοντικά που πήγαιναν τα δυο αδέλφια. Ώσπου η όμορφη χήρα τον έχρισε επίσημο καβαλιέρο της και σύντομα σύζυγο της... Χοροπηδούσε ο εις δεύτερο γάμο γαμπρός, τρισευτυχισμένος, γιατί είχε αποκτήσει μια σύζυγο αντάξια ενός μέλλοντα εφοπλιστή, που τον έμπασε στην υψηλή κοινωνία, στα χλιδάτα σαλόνια και στο Γιοτινγκ Κλαμπ! Η αλευρόσκονη από τους μύλους των μπαρμπάδων του είχε φύγει πια από τα ρουθούνια του κι αισθανόταν την αρμύρα της θάλασσας να την εισπνέει βαθιά, ως τα αχαλίνωτα όνειρα του... Η ματιά του γέρου αιχμαλωτίστηκε από τους γλάρους που γυρόφερναν πάνω από τους ουρανοξύστες, ανήσυχοι και τρομαγμένοι... Ένας τους ξέκοψε από τους άλλους, γυρόφερε μιά-δυό φορές στο παράθυρο - κάδρο, σίγουρα τον περιγελούσε γιατί όταν είχε διαβάσει για τον γλάρο Ιωνάθαν,είχε σχολιάσει ότι οι γλάροι δεν αξίζουν να γίνουν βιβλίο γιατί πετάνε πίσω από τα αποφάγια των βαποριών... Ρε, λες, μα περιμένει το κουφάρι μου μόλις το πετάξουν στη θάλασσα, προσπάθησε να κάνει χιούμορ, αλλά ήταν τόσο μακάβριο που ανατρίχιασε... Όπως το 1946, στο τέλος του μεγάλου πολέμου, που καθώς τα γλαροπούλια έκραζαν στη παραλία του Λονγκ Άιλαντ, ζήτησε από τη Μέλπω να του δώσει διαζύγιο κι΄εκείνη του είπε "μου παρίστανες τον χρυσαετό, αλλά είσαι γλάρος...". Φουρτούνα αποχωρισμού τότε, τσουνάμι θανάτου τώρα προμηνυόταν... Καταραμένη Νέα Υόρκη - μουρμούρισε - γιατί σ' αυτή τη πόλη είχε περάσει της ψυχής του το τάραχο... Εδώ δεν του έδιναν τα Λίμπερτι που ήθελε, εδώ ο Ωνάσης του έφαγε μέσα από τα χέρια την Αθηνά Λιβανού, εδώ τον παίδεψε η Μέλπω ώσπου να του δώσει διαζύγιο, εδώ του έκανε καψόνια ο Λιβανός όταν ζητούσε την Ευγενία, εδώ κάθισε και γκαστρώθηκε η Σαρλότ ενώ αυτός ήταν πάτερ φαμίλιας με τέσσερα παιδιά, εδώ τον παραφυλούσε ο Χούβερ για να τον χώσει φυλακή... Θεέ μου - έκανε περιδεής το σταυρό του - λες εδώ και να πεθάνω; Δεν τολμούσε να πει πιά, "αν πεθάνω"...
Άραγε αυτός ο τόσο φιλόδοξος και επαρμένος άντρας με αγαπάει πραγματικά; αναρωτιέται η Μέλπω το 1938, αλλά το συνειδητοποιεί στο Λόνγκ Άιλαντ, το 1946, τότε που της δίνει τα παπούτσια στο χέρι... Ο Σταύρος ήταν φιγουρατζής και παμφάγος... 10. η μάχη του Ατλαντικού O γέρος έγειρε το κεφάλι στην πολυθρόνα με κλειστά μάτια... Η νοσοκόμα μιλούσε ψιθυριστά με τον σεκιούριτι... Δεν είχανε σκοτούρες για ναύλους, μετοχές κι επιχειρήσεις, αλλά και για γεράματα...Απλά καθημερινά πράγματα κουβεντιάζανε... Ο μπρατσωμένος της τα 'ριχνε... Όταν τελειώσει η βάρδια τους να πάνε σινεμά και κάτι τέτοια, ώσπου να τη στριμώξει και να την κουτουπώσει... Εκείνη σεργιανούσε τη ματιά της στα μπράτσα και στο στέρνο του κι αναρωτιότανε μήπως θα ήταν ακόμη ένας παιδαράς που θα την απογοήτευε... Της άρεσαν οι γεροί άντρες, αλλά, μυστήριο πράγμα, μόνο κάνα δυο χλεμπονιάρηδες την είχαν απογειώσει... — Υπήρξε πηδηχταράς ο γέρος, ψιθύρισε ο σεκιούριτι... Κι ασφαλώς θα χρύσωνε τις γυναίκες... Αν ήταν νεότερος και γερός, μπορεί να χρύσωνε κι εμένα, σκέφτηκε η νοσοκόμα, που ποτέ δεν της είχε τύχει ένας ματσωμένος να της αλλάξει τη μίζερη ζωή... Ο γέρος είχε αποκοιμηθεί και ταξίδευε πάλι στα περασμένα... Μπέρδευε όμως τις ημερομηνίες, τις χρονολογίες και την Αλεξάνδρεια με τη Νέα Υόρκη...Να, το πλάνο πλησίαζε όλο και πιο κοντά... Μια προκυμαία, αλλά όχι με φόντο τους ουρανοξύστες, μόνο ολιγοόροφα αρχοντικά κτίρια... Μα ποιός είναι αυτός με τον μπλε επενδύτη και το ναυτικό κασκέτο; Θεέ και Κύριε! Ο εαυτός του στην Κορνίς της Αλεξάνδρειας... Πω, πω, ξεκούτιανε και ξέχασε... Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος... Μα πως βρέθηκε από τη Νέα Υόρκη στην Αίγυπτο; Μπορούσε να την κοπανήσει, όπως κάποιοι άλλοι, και να πάει στη Νότια Αμερική, να γλιτώσει το μακελειό... Ήταν όμως πατριώτης ή χρειαζόταν περγαμηνές πατριωτισμού και κατετάγη στο ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό. Βαθμοφόρος, λοιπόν, επίκουρος σημαιοφόρος, βρέθηκε στην Αίγυπτο που αγγλοκρατείτο. Μπορεί να θεωρούσε άχρηστους τους φιλόσοφους κι ανίκανους για δράση, αλλά κι ο ίδιος, ως Πελοποννήσιος, αμπελοφιλοσοφούσε... Όπως τώρα, που βρήκε χρόνο να πεταχτεί στις Πυραμίδες και τη Σφίγγα και να σταθεί στο μουσείο, μπροστά στις μούμιες και να μάθει περισσότερα, από όσα ήξερε, για τους Φαραώ, τον Άμωνα, τον Όσιρι, το Μέγα Αλέξανδρο... Κάτω από τον καυτό ήλιο είχε σκαρφαλώσει στην Πυραμίδα της Γκίζας και είχε ξαποστάσει στον ίσκιο της Σφίγγας... Είχε διαβάσει βιβλία για τους αρχαίους Αιγυπτίους, που τρεις χιλιάδες χρόνια προ Χριστού είχαν οργανώσει την πρώτη κοινωνία, που αργότερα ονομάστηκε κράτος... Στον ίσκιο της Σφίγγας, θυμήθηκε τον Λάκωνα καθηγητή Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο, που κάποτε τον ειρωνευόταν και αναρωτήθηκε: " Σταύρο, τι είναι καλύτερο, να φιλοσοφείς και να ανυψώνεις τη σκέψη σου σε υψηλά επίπεδα ή να πατάς στη γη στέρεα και να επινοείς μεθόδους, για να ανεβάσεις το βιωτικό σου επίπεδο"; Είχε ρωτήσει τη Σφίγγα, αλλά παρέμενε αμίλητη και τότε, όπως αιώνες... Έτσι απάντησε στον ευατό του: Σταυράκι, η σωστή σκέψη είναι θείο δώρο, γι' αυτό λογίσου πως θα αποκτήσεις αυτά που δεν έχεις και λαχταράς... Αυτό έκανε μια ολόκληρη ζωή... Γκούχ, γκούχ... Ο γέρος έβηχε στον ύπνο του, αλλά δεν έβγαινε από το όνειρο του στο παρελθόν... Όταν είσαι απασχολημένος με τις δουλειές σου, δεν έχεις καιρό ούτε να διαβάζεις και να συλλογίζεσε, ούτε να συχνάζεις στις ταβέρνες και να αμπελοφιλοσοφείς, όπως εγώ τώρα... Στην Αίγυπτο, μακριά από το πάθος μου για δουλειά και πλουτισμό, είχα ελεύθερο μυαλό και σκεφτόμουνα... Ο Μέγας Αλέξανδρος επέκτεινε ένα αχανές κράτος ως την Αίγυπτο και τις Ινδίες... Τίποτα δεν ήταν μπροστά του το κρατίδιο των Φαραώ, ένθεν κι ένθεν του Νείλου... Έτσι και οι εφοπλιστές με τα λιγοστά καράβια δεν είναι τίποτα μπροστά σε εκείνους με τους στόλους των ποσταλιων, των φορτηγών, των πετρελαιοφόρων... Τίποτα... Όταν τελειώσει ο πόλεμος, θα πάψω κι εγώ να είμαι ένα τίποτα... Στο μεταξύ, μη έχοντας ν' ασχοληθώ εν καιρώ πολέμου με μπίζνες, έπεσα με τα μούτρα στο διάβασμα... Έμαθα για τη θρησκεία των αρχαίων Αιγυπτίων, τον Φαραώ Όσιρι, που τον ανάστησαν οι ιερείς, πριν το δικό μας Χριστό, τοποθετώντας τον σε μια θρησκεία χωρίς κόλαση... Αργότερα την ανακάλυψαν οι Χριστιανοί, ενώ οι Μωαμεθανοί έδωσαν έμφαση στον παράδεισο, για να μη φοβούνται τη μάχη οι πολεμιστές... Ουρί και λόφοι πιλάφι, βλέπεις... Χι, χι, χι... Γελούσε ο γέρος μισοκοιμισμένος... Ξανάβλεπε τον εαυτό του με στολή, να τον χαιρετούν οι ναύτες κι αυτός να φέρνει την παλάμη του στο πηλήκιο. Πειθαρχία, σεβασμός στο τίποτα, αν αναλογιστείς ότι πέρασαν από τούτο τον κόσμο Φαραώ, Μεγαλέξανδροι, Ναπολέοντες, φωτεινά πνεύματα και μεγαλοφυίες... Θαμποβλέποντας τελευταία, πάνω από την αναπηρική του πολυθρόνα, ένα ντοκιμαντέρ του Καρλ Σάγκαν για το Σύμπαν, έμεινε εκστατικός... Εκατό δισεκατομμύρια Γαλαξίες κι ο καθένας έχει εκατό δισεκατομμύρια αστέρια, όπως η Γη, ο Ήλιος, η Σελήνη! Ως τώρα νόμιζε ότι ο άνθρωπος ήταν κόκκος άμμου στην έρημο... Στα στερνά του συνειδητοποιούσε ότι και η Γη ήταν μια κουκκίδα στο Σύμπαν! — Τομ, Φελίξ... Ελάτε να σας πω τα σπουδαία... Η Γη είναι μια κουκκίδα σε μια ξεχασμένη γωνίτσα του αχανούς Σύμπαντος... Κι ο Σταύρος Νιάρχος κόκκος άμμου, ένα τίποτα... Για μια ακόμα φορά εκτινασσόταν από το μακρινό παρελθόν, που ήταν νέος και υγιής, για να επιστρέψει στο φριχτό παρόν των γηρατειών και της αναπηρίας... Στο παρελθόν προσδοκούσε στο μέλλον, για να αποκτήσει αυτά που του στερούσαν τα πενιχρά του έσοδα... Όταν ο πατέρας του πτώχευσε, έφυγε από το ιδιωτικό σχολείο και πήγε στο δημόσιο, μη μπορώντας όμως να απαλλαγεί από το τουπέ που είχε ως γιος του Αμερικάνου και ανιψιός ευκατάστατων θείων... Τον έλεγαν οι συμμαθητές του ψηλομύτη, αλλά εκείνος ήξερε ότι μια μέρα θα τους έκοβε τις μύτες... Και τους τις έκοψε, όταν εκείνος εκτινάχτηκε σε ιλιγγιώδη ύψη κι εκείνοι μείνανε στα καβούκια τους σαν χελώνες... Τι σημασία είχε, όμως, αν απόκτησε φτερά αετού και πέταξε πάνω από ηπείρους και ωκεανούς... Μπήκε σε χώρους απαγορευμένους για τους κοινούς θνητούς, όπου κέρδισε παγκόσμια αναγνώριση των ικανοτήτων του... Τι το όφελος όμως;... Κάποτε προσδοκούσε το μέλλον, αλλά πανάθεμά το για πότε πέρασε το παρόν... Πόσο γρήγορα, σαν αστραπή... Όπως ο απορροφητήρας, τον είχε ρουφήξει η ζωή και τον ξερνούσε, τώρα, στην άλλη άκρη της, στο θάνατο, το τίποτα... Ατένιζε ακόμα την απέραντη έρημο γύρω από τις Πυραμίδες και τη Σφίγγα, την πάνσοφη και αμίλητη... Ένας σιμούν είχε φυσήξει και τον παρέσυρε σαν κόκκο άμμου, ανάμεσα σε χιλιάκις εκατομμύρια κόκκους. Η νοσοκόμα τον έβλεπε να παιδεύεται και ν' αγκομαχάει, πλησίασε, μήπως ήθελε βοήθεια... " Θέλετε τίποτα, σερ;' Την άκουσε στο μισοξύπνιο του κι ήθελε να της απαντήσει, «τι να θέλω κοριτσάκι μου, αφού η ζωή τελειώνει για μένα»... Δεν είπε όμως τίποτα, γιατί ξαναβυθίστηκε στο βίντεο της ζωής του... Στο Μεγάλο Πόλεμο... Ώσπου να καταλάβω τι γίνεται, βρέθηκα στη μάχη, όχι της ξηράς, που πατούσες τα πόδια σου στο χώμα, αλλά της θάλασσας, όπου ήσουν έρμαιο των κυμάτων... Η κορβέτα «Κριεζής», χίλιοι τόνοι, ογδόντα μέτρα μήκος, εκατό μέλη πλήρωμα, με δεκαπέντε ναύτες Χιώτες, φωνακλάδες, συμφεροντολόγοι, αλλά παλικάρια, με πείρα από το εμπορικό ναυτικό... Ναύτης-διαχειριστής και γραμματέας του κυβερνήτη ο Νίκος Μίχαλος - Χιώτης κι αυτός - γαμπρός του Νικόλα Λιβανού, αδερφού του Σταύρου... Εφοπλιστής τρίτης γενιάς, σπουδασμένος στην Οξφόρδη, σεβαστός σε όλους. Δεν είχε λουφάξει σε κάνα γραφείο του Σίτι, αλλά είχε καταταγεί εθελοντής... Έφερνε στη σκέψη του τη Μάχη του Ατλαντικού... Νηοπομπές από φορτηγά, πολεμικά συνοδείας, όπως το δικό μας, στολίσκους αντιτορπιλικών γύρω μας και υδροπλάνα Καταλίνα με ραντάρ πάνω μας... Εκεί στα βόρεια πλάτη, στις αρχές του χρόνου, η ημέρα διαρκούσε μόνο 5 - 6 ώρες και μέσα στο βαθύ σκοτάδι και στην καταιγίδα, να σε βρέχει ή να σε πιτσιλάει η θάλασσα και να παγώνει πάνω σου... Και να σκάνε οι τορπίλες, να λαμπαδιάζει ο ωκεανός, να βουλιάζουν πλοία και οι άνθρωποι στη θάλασσα να παγώνουν σε δυο - τρία λεπτά και να γίνονται κουφάρια... Αμάν, Παναγιά μου, να γλιτώσω κι ούτε να ξαναδώ θάλασσα... Τορπίλες και νάρκες, πήγαινε - έλα, Αμερική - Ευρώπη... Βάρδιες αγωνίας και τρόμου, να υπολογίζεις το στίγμα, το ρεύμα, με τους οπτήρες διαρκώς στα μάτια και ν' ακούς από το φωναγωγό τον κυβερνήτη, να ρωτάει, να βλαστημάει, να διατάζει... Από τα σκάφη της νηοπομπής - ιδιαίτερα στις αρχές του πολέμου - να μη φτάνουν στον προορισμό τους ούτε τα μισά... Μόνο η ελληνική εμπορική ναυτιλία έχασε 350 μεγάλα φορτηγά και 46 επιβατηγά με 2.000 δικούς μας ναυτικούς σκοτωμένους και πνιγμένους και άλλους τόσους τραυματίες και ακρωτηριασμένους... Μακελειό... Αλλά εγώ σκεφτόμουνα ότι έπρεπε να ζήσω, γιατί δεν είχα εκπληρώσει ακόμη το όνειρο μου, τις παράλογες φιλοδοξίες μου... Στο καρέ των αξιωματικών μιλούσαν συνήθως πολιτικά, αλλά εγώ ξεμονάχιαζα το ναύτη Μίχαλο και του μιλούσα όλο για φορτηγά, τάνκερ και ναύλους κι εκείνος σίγουρα αναρωτιόταν πως ένας φιλόδοξος σαν κι εμένα είχε παρουσιαστεί να υπηρετήσει και δεν την είχε κοπανήσει για τη Νότια Αμερική... Ήμουνα 35 χρονών και δεν είχα καταφέρει ακόμη αυτά που ονειρευόμουνα στις πλαγιές του Πάρνωνα και στο λιμάνι του Πειραιά, αλλά, όταν πήρα απολυτήριο και πάτησα στη στεριά, ο νους μου γυρνούσε διαρκώς στη θάλασσα...Αυτή που καταπίνει βαπόρια κι΄ ανθρώπους, αλλά και φτιάχνει εφοπ0λιστές και πλούτο... Και να η μεγάλη ευκαιρία, με τη λήξη του πολέμου, όταν η Αμερική παραχωρούσε λίμπερι κοψοχρονιάς και οι Έλληνες εφοπλιστές, ξαναφτιάχνουν τους στόλους τους. Από κοντά και οι στεριανοί Ωνάσης και Νιάρχος, με νέες ιδέες και μεγαλόπνοα σχέδια για το ξεκίνημά της μεταπολεμικής αίγλης και δόξας των << Χρυσών Ελλήνων >>. ΚΛΙΚ ΕΔΩ για τη συνέχεια
προστέθηκε στις: Κυριακή 23.11.2014
|
|
|