.  » αρχική σελίδα

 :: Επιλέξτε θέμα προς προβολή ::



ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ Μκεφάλαια 11-15





κεφάλαια  11  ως  15

11. Τα ουρί και τα Λίμπερτι

melpokap  Melpo1007

  1. Ο  Άμπης Κάπαρης και η αδελφή  του  Μέλπω, μεσήλικες, ίσως να θυμούνται πόσο κοντά έζησαν στο στόλαρχο, αλλά και πόσο μακρυά του... 2. Η Μέλπω λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του Νιάρχου, λίγους μήνες πριν και το δικό της θάνατο...  (αρχείο Δημ.Λιμπερόπουλου)

 << Η ζωή αρχίζει για μας πιο χαρούμενη τώρα >>... Δεν μπορούσε να θυμηθεί αν αυτά τα λόγια, που είχε σε βινίλιο η Μέλπω, τα τραγουδούσε, στη λήξη του πολέμου, η Κάκια Μένδρη ή η Σοφία Βέμπο... Πάντως, η γυναίκα του είχε σπάσει το δίσκο από τα νεύρα της, γιατί ο άντρας της ήθελε διαζύγιο...

Μένανε στο αριστοκρατικό Λονγκ Νεκ, σε βίλα, και ο Σταύρος είχε αρχίσει να παρουσιάζει όλα τα γνωρίσματα του μεγαλοεφοπλιστή...Της είχε μαγείρισσα και κηπουρό, αλλά όταν ένα Σαββατοκύριακο τους προσκάλεσε στο αρχοντικό του, στο Σέντερ Άιλαντ, ο Νοτιοαμερικάνος κροίσος Αλμπέρτο Ντονέρο, τότε ο Νιάρχος κατάλαβε πόσο απείχε από τους μεγιστάνες του πλούτου... Ευρύχωρο καθιστικό για την υποδοχή, μετά δυο σαλόνια απέραντα και προσωπικό μια ντουζίνα άτομα... Και ευρύχωρες βεράντες, πισίνα, γκαζόν, τένις, παρτέρια, πανύψηλα δέντρα... Και στους μέσα χώρους, πολυέλαιοι κρυστάλλινοι, πανάκριβες αντίκες, πίνακες διάσημων ζωγράφων, έπιπλα φερμένα από την Ευρώπη. Κι όταν καθίσανε για το δείπνο, οι άντρες βρήκανε στο τραπέζι από μια χρυσή ταμπακιέρα κι οι γυναίκες, πλατινένιες αρωματοθήκες...

Ο νεόκοπος εφοπλιστής έπαθε σοκ, με τον πλούτο και τη χλιδή και η Μέλπω έμεινε έκθαμβη από το φόρεμα της κυρίας Ντονέρο - πρώην στάρλετ του Χόλιγουντ - που σίγουρα κόστιζε όσο ολόκληρη η δική της γκαρνταρόμπα... Ήταν καλεσμένος και ο Ωνάσης, αυτός ο κοντός γεροδεμένος μόρτης με τη μοτοσικλέτα και τα γκολφ παντελόνια, όπως τον θυυόταν προπολεμικά από το Νέο Φάληρο... Σαρανταπεντάρης τώρα, με χωρίστρα στα κολλητά μαλλιά, σταυρωτό κοστούμι, αλλά χωρίς γυαλιά σκούρα, που αργότερα τον καθιέρωσαν ως σήμα κατατεθέν. Ο Σπύρος Σκούρας, πρόεδρος της FΟΧ, τον πείραζε ότι θα έκανε για ρόλο μαφιόζου σε γκαγκστερική ταινία, αλλά εκείνος χασκογέλαγε ότι προτιμούσε να τον προσλάβει για εκπαιδευτή σε σταρ και στάρλετ που θα είχαν ερωτικές σκηνές... Ο γεροδεμένος Σμυρνιός γλιστρούσε σαν χέλι από σαλόνι σε σαλόνι, ώστε να βρει καλεσμένους που τον ενδιέφεραν, όπως αξιωματούχους σε ανώτατα κυβερνητικά πόστα, αλλά και ωραίες γυναίκες... Περιζήτητος για τα τολμηρά ανέκδοτα του, μάγεψε και τη Μέλπω, που τη συνόδευε από παρέα σε παρέα και τη σύστηνε σε αξιωματούχους, τραπεζίτες, χρηματιστές και καλλιτέχνες... Σε μια στιγμή, μάλιστα, τη σύστησε και στον... άντρα της, αλλά εκείνος είχε αλλού το νου του... Στα Λίμπερτι και ίσως στα τάνκερ Τ2, που θα έβγαζαν οι Αμερικάνοι οτο σφυρί για ένα κομμάτι ψωμί...

Ήσαν εκεί και κάποιοι Έλληνες μεγαλοεφοπλιστές και, όταν άκουσε τον Εμπειρίκο να λέει ότι τα Λίμπερτι ήσαν ατσαλωμένα βαριά και αργοκίνητα θωρηκτά, μόνο για ανάγκες πολέμου, παραξενεύτηκε...

— Εσείς τι γνώμη έχετε; ρώτησε τον Ωνάση.

Εκείνος σήκωσε τους ώμους, τάχα ανήξερος, πήρε μια ντάμα κι άρχισε να στροβιλίζεται στο αργεντίνικο ταγκό, που έπαιζε η ορχήστρα... Αργότερα τον ξαναρώτησε αν συμφωνεί με τη γνώμη του Εμπειρίκου κι ο Σμυρνιός χαμογέλασε: " Αν δεν είχε εμπειρίες, δεν θα τον λέγανε Εμπειρίκο.".  

Ο Νιάρχος χαμογέλασε, κι οι ματιές τους διασταυρώθηκαν, χωρίς να μαντεύουν οι δυο άντρες πόσο εχθρικά θα έβλεπαν ο ένας τον άλλο στο εγγύς μέλλον...

Ο οτόλαρχος έφερνε στη μνήμη του - όχι πάντοτε με χρονολογική σειρά - όλες αυτές τις εικόνες από την εποχή που ζούσε με τη Μέλπω κι ο Ωνάσης με τη Νορβηγίδα Ίνγκεμπορντ  κόρη και ζωντοχήρα εφοπλιστών, που τη φώναζε Ίνγκε και στα καλοπιάσματά του Μαμίτα, ίσως για να της υπενθυμίζει ότι όσο περνούσαν τα χρόνια την ένιωθε και σαν μανούλα του... Το είχε εξομολογηθεί η ίδια στη Μέλπω - όταν γίνανε φίλες - ότι ο δεσμός της με τον Άρη δεν είχε πια κανένα μέλλον... 

— Μα, Ίνγκε μου, ο Άρης σε αγαπάει, σου πήρε και αυτό τουπέροχο σαλέ στο δάσος του Λονγκ Νεκ...

— Ναι, το Φόρεστ Χάουζ, μέσα στην ερημιά, για να με κρατάει φυλακισμένη, παρέχοντας μου κάθε άνεση, ενώ εκείνος αλλάζει στη Νέα Υόρκη και στο Λος Άντζελες τις ερωμένες σαν πουκάμισα...

Κι όσο εξιστορούσε η Ίνγκε στη Μέλπω τις ανδραγαθίες του στο Κόπα Καμπάνα, στο Ελ Μαρόκο, στο πριβέ μπαρ του 21, τόσο της μπαίνανε ψύλλοι στα αυτιά ότι θα 'ρχότανε και η σειρά της, αφού ο Σταύρος είχε να μπει στην κρεβατοκάμαρα της καιρό... Οι τρεις Έλληνες γλεντζέδες της Νέας Υόρκης ήσαν γνωστοί... Ωνάσης, Γράτσος και τελευταία Νιάρχος... Ιδίως οι πρώτοι ταΐζανε χαβιάρι Μπελούγκα και ποτίζανε σαμπάνια και βότκα κατακόκκινα φιλήδονα χείλη στα μισοσκότεινα σεπαρέ, πολλές φορές με το γερο πόρνο Σπύρο Σκούρα, που έλεγε στη γυναίκα του Σαρούλα ότι έχει νυχτερινά συμβούλια... Τι την ένοιαζε όμως εκείνη, ταμία την είχε ταμία στον πρώτο του κινηματογράφο στο Σεν Λιούις, μετά την έκανε γυναίκα του. Είναι το γούρι σου Σπύρο γελούσε ο Ωνάσης και τον πείραζε:  Έχεις δώσει, Σπύρο, το κλειδί του χρηματοκιβωτίου σου στη Σαρούλα, το φυλάει κάτω από το μαξιλάρι της κι εσύ αλωνίζεις σε ξένα σεντόνια...

 — Κι εσύ το ίδιο δεν κάνεις;

— Εγώ δίνω το κλειδί του χρηματοκιβωτίου στην Ίνγκε, αλλά όχι και το συνδυασμό που ανοίγει...

Ο Νιάρχος είχε ρωτήσει την ξαδέρφη του Αγλαΐα Κουμάνταρου αν αληθεύανε τα θρυλούμενα για τις ερωτοδουλειές του κι εκείνη του είχε εξάψει ακόμη περισσότερο τη φαντασία: Ο Άρης, Σταύρο μου, την εποχή του πολέμου πέρασε από πολλές κρεβατοκάμαρες κι όχι μόνο στάρλετ, αλλά και σταρ, όπως της Γκλόρια Σβάνσον και της Μάρλεν Ντίτριχ! <<Θρυλικές γυναίκες, αλλά μάλλον σιτεμένες>>, σχολίασε ο Νιάρχος. Η ξαδέρφη του όμως του υπενθύμισε ότι ο Ωνάσης είχε φιλενάδα στο Λος Άντζελες την Τζέραλντιν Σπρεκλς, νέα, ωραία και ζάπλουτη κληρονόμο.

 Μετά το τέλος του Β΄παγκοσμίου πολέμου το ζεύγος Νιάρχου ζούσε στη Νέα Υόρκη και ο αδελφός της Μέλπως Άμπυ, γνώστης των λογιστικών αλλά και ναυτιλιακών, διαχειριζόταν τα επιχειρησιακά του Σταύρυ. Ο νεόκοπος εφοπλιστής ένιωθε σαν τον κολοσσό της Ρόδου, με το ένα πόδι στο Πειραιά και το άλλο στη Νέα Υόρκη. Μυστήριο πράγμα, αλλά από τότε ο Νιάρχος έμοιαζε με τον Ωνάση σε κάθε πράξη του και όπως ο Σμυρνιός είχε δεξί του χέρι τον Κώστα Γράτσο, αυτός είχε τον Άμπυ Κάππαρη. Πάντως τη Μέλπω, που διατηρούσε τη σιλουέτα και την ομορφιά της τη ζώνανε τα φίδια, γιατί ο άντρας της απόγευγε να κοινηθεί μαζί της, προφασιζόμενος διαρκώς κούραση και αγωνία στη προσπάθειά του ν΄αποκτήσει πλοία Λίμπερτυ, δεμένα κατά εκατοντάδες στα ντοκ μετά τον πόλεμο.

Κάποιες Κυριακές, που πήγαιναν στο Μανχάταν, βόλταραν μπροστά στις βιτρίνες της Πέμπτης Λεωφόρου, πριν καταλήξουν σε κάποιο πολυτελές εστιατόριο. Μια Κυριακή, μετά τις βιτρίνες, κατέληξαν στο Σέντραλ Παρκ, αγόρασαν κουλούρια, κάθισαν σε ένα παγκάκι κι άρχισαν να ταΐζουν τα σκιουράκια... Σε λίγο πέρασε μπροστά τους μια κοπέλα με το ποδήλατο και μετά, αναψοκοκκινισμένη, ήρθε και κάθισε δίπλα τους, να ξαποστάσει... Τους άκουσε που μιλούσαν και τους είπε: Ελληνίδα είμαι κι εγώ και μένω με τους γονείς μου στο Πλάζα. Τίνα Λιβανού.

— Του εφοπλιστή; ρώτησε ο Νιάρχος.

— Μάλιστα.

— Σταύρος Νιάρχος, κι εγώ εφοπλιστής. Από δω η γυναίκα μου Μέλπω. Εμείς μένουμε στο Λονγκ Νεκ.

Όχι ότι είδε ο γύφτος τη γενιά του και αναγάλλιασε η καρδιά του, αλλά το «Πλάζα» ήταν το ξενοδοχείο των Ελλήνων εφοπλιστών και το Λονγκ Νεκ περιοχή με βίλες ευπόρων και πλουσίων.

Τα κουλούρια τέλειωσαν, έφυγαν τα σκιουράκια, έφυγε και η δεκαεφτάχρονη με τα χυτά μπουτάκια και τα λακκάκια στα ρόδινα μάγουλα, που έμελλαν ν' ανάψουν φωτιές στον Έλληνα επίκουρο σημαιοφόρο της Μάχης του Ατλαντικού.
Την άλλη μέρα κιόλας κατέφυγε στην Αγλαΐα και πληροφορήθηκε τα πάντα για τη  μικρή. Είχε μια μεγαλύτερη αδερφή και ένα μικρότερο αδερφό. Ήταν γεννημένη πριν δεκαεφτά χρόνια στην Αγγλία. Έχει πάει σχολείο στο Χίθφιλντ, μετά εσώκλειστη στη Βίλα Μαρία στο Μόντρεαλ, όπου είχαν σταλεί πολλά παιδιά στον Καναδά, για να γλιτώσουν τους βομβαρδισμούς και μετά τέλειωσε το σχολείο στο οικοτροφείο Κονέκτικατ Γκρίνουιτς, που, για να σε δεχθούν, έπρεπε να είσαι παιδί επώνυμου.  "Και πόσων χρονών είναι"; ρώτησε ο Νιάρχος. Η ξαδέρφη του έκανε μια γκριμάτσα:  Δέκα εφτά, αλλά δεν είναι για τα μούτρα σου. 

Ο Νιάρχος, μετά τα Λίμπερτι, είχε βάλει στο μάτι και τη μικρή κόρη του Λιβανού, όχι μόνο γιατί του άρεσε, αλλά γιατί θα τον έμπαζε στην οικογένεια του ισχυρότερου Έλληνα εφοπλιστή, που ασφαλώς θα τον βοηθούσε να γίνει κι ο ίδιος μεγάλος... Γρήγορα η Μέλπω κατάλαβε τις επιδιώξεις και τα όνειρα του, αλλά, όταν μαθεύτηκε ότι η μικρή καραβοκύρισσα θα παντρευόταν τον Ωνάση, άρχισε να ελπίζει ότι ο Σταύρος θα γύριζε σ' αυτήν... Έπεσε όμως έξω, γιατί ο άντρας της, που στο μεταξύ σύχναζε στο «Πλάζα» και διέδιδε ότι από στιγμή σε στιγμή παίρνει διαζύγιο, επέμενε στο σκοπό του να γίνει γαμπρός του Χιώτη, ζητώντας σε γάμο τη μεγαλύτερη κόρη του, την Ευγενία... Η Μέλπω, που στα 35 της ήταν ακόμη κομψή και όμορφη, δεν καταδέχτηκε να μη δώσει διαζύγιο σε έναν άντρα που είχε πάψει από καιρό να κοιμάται μαζί της... Έτσι, μόλις τον είδε ψοφοδεή, να γονατίζει και να την παρακαλάει «όχι μόνο θα σε χρυσώσω, αλλά θα μπορείς να φέρεις διά βίου και το επώνυμο μου», έσκυψε με αξιοπρέπεια, τον άγγιξε στον ώμο και του είπε:  Σήκω, σκουλήκι της γης... Τόσο πολύ με ξεγέλασες, που είχα νομίσει ότι είχα παντρευτεί έναν αετό των ορέων... Η Μέλπω Κάππαρη υπέγραψε και του έδειξε τη πόρτα...

Μετά από μισό σχεδόν αιώνα δεχόταν στο ρετιρέ της του Μανχάταν, ένα ρεπόρτερ που ζητούσε στοιχεία για τη βιογραφία του πρώην άντρα της , λίγο μετά το θάνατο του...Του έδειξε μερικές φωτογραφίες εκείνης της δεκαετίας του '40, αλλά σε καμιά δεν ήταν με το Σταύρο Νιάρχο. Σίγουρα θα τις είχε ξεσκίσει και κάψει, όσες τους έδειχναν μαζί ή μόνο του, με τη στολή του Βασιλικού Ναυτικού.

 Η Μέλπω Κάππαρη δεν ήθελε να θυμάται εκείνη την περίοδο της ζωής της, αλλά πως να ξεχάσει ότι για οχτώ χρόνια υπήρξε κυρία Νιάρχου και μετά, για μισό αιώνα, αποσύρθηκε στο σκοτάδι και στη σιωπή, ενώ αυτόν τον έλουζαν οι προβολείς της παγκόσμιας δημοσιότητας, γιατί είχε αποκτήσει  στόλο πετρελαιοφόρων, την ακριβότερη θαλαμηγό του κόσμου, ιδιόκτητο νησί και πλούτο αμύθητο... Και μαζί, συζύγους και ερωμένες. 

΄Οταν ο ρεπόρτερ τολμάει να της πει  <<αν  δεν είσαστε εσείς κυρία Κάππαρη...>>, η  ηλικιωμένη γυναίκα  μοιάζει με μαζεμένη  χελώνα που βγάζει το κεφάλι της απο το κέλυφος -για πρώτη φορά στη ζωή της- στη δημοσιότητα. Δεν είναι τόσο κουτή να μη καταλάβει ότι ο ρεπόρτερ, προσπαθεί  να τη κεντρίσει για να μιλήσει... Χαμογελάει:  Ναι, εγώ τον σύστησα να γίνει μέλος του Γιότινγκ Κλαμ, αυτή ήταν η μηδαμινή  προσφορά μου στη σταδιοφρομία του...  Αλλά και  χωρίς εμένα θα είχε εξελιχθεί στον κροίσο που ξέρουμε, ίσως να θέλει να πει η ματιά της, η θλιμμένη, που εκφράζει τον πόνο και την πίκρα, όχι μιας γυναίκας που υπήρξε καλλονή και μαράζωσε κλεισμένη σε ένα ρετιρέ πενήντα χρόνια, αλλά ενός ανθρώπου που παρακολουθούσε από τις εφημερίδες και τα περιοδικά την ιλιγγιώδη άνοδο του πρώην συντρόφου του... Ενός συντρόφου, που πριν τον παντρευτεί ήταν απλώς ο κομπιναδόρος ανιψιός των Κουμάνταρων... 

   

Τον έφερνε στη μνήμη της, ακόμη μια φορά, γονατιστό, ψοφοδεή, να την εκλιπαρεί: «Αν με αγαπάς, Μέλπω μου, δώσε μου το διαζύγιο»... Τον θυμότανε και το 1938 στην Αθήνα να τη γεμίζει φιλιά και να της λέει: «Και ο άντρας σου να ζούσε, θα σε έκλεβα και θα σε πήγαινα να ζήσουμε σε ένα έρημο νησί»...

 Ποιός θα γινόταν ερημίτης, αυτός που δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς κοσμική κίνηση, σαλόνια, ναύλους, φορτώματα, ασύρματα τηλέφωνα; Οι δικοί της, όσο σπουδαίος υποκριτής κι αν ήταν ο Σταύρος, της το είχαν πει: Αυτός δεν θέλει σύζυγο, αλλά σκάλα για να αναρριχηθεί. Και να που μετά οχτώ χρόνια γάμου της έλεγε, χωρίς ίχνος τσίπας, ότι καλά περάσανε, καιρός ήτανε να τραβήξει ο καθένας το δικό του δρόμο... Μα ο δρόμος ο δικός μου είσαι εσύ, ήθελε να του πει, αλλά εκείνος, το αρπακτικό, τι να το κάνει το σκουληκάκι, ήθελε σκουληκαντέρα  σαρανταποδαρούσα... Και μπορεί να του είχε αρπάξει ο Ωνάσης την Τίνα, καλή όμως ήταν και η αδερφή της... Κόρη Λιβανού  κι αυτή... Αν έμπαινε, όπως κι ο Σμυρνιός, στη φαμίλια του Χιώτη, θα παύανε οι Έλληνες εφοπλιστές να τον αποκαλούν κι αυτόν «αλεξιπτωτιστή» της ναυτιλίας...  

 Η Μέλπω απόφευγε με τις φίλες της να μιλάει για τα παλιά, δεν ήθελε ούτε νύξη για τον άντρα που κάποτε είχε αγαπήσει και της είχε φερθεί τόσο 'άνανδρα"... Ασφαλώς ζήλευε που τον έβλεπε στις φωτογραφίες με τόσο όμορφες και διάσημες γυναίκες... Αλλά, όταν πέθανε η Ευγενία και διάβασε αυτά που τον κατηγορούσαν κάποιες εφημερίδες, η Μέλπω, στα 59 χρόνια της, ένιωσε μια αναδρομική ανακούφιση που την είχε χωρίσει, γιατί ποιος ξέρει αν δεν ήταν αυτή η ίδια το θύμα του μεθυσιού και του έυέξαπτου χαρακτήρα του... Το εκμυστηρεύτηκε και στη γυναίκα του αδερφού της, τη Μαρλίν, ότι έπρεπε να περάσουν 23 χρόνια (1947 - 1970), για να ξεκομπλεξαριστεί από το χωρισμό της με το Σταύρο και να αισθανθεί πανευτυχής που είχε γλιτώσει από τυχόν περιπέτειες της, αν εξακολουθούσε να είναι ακόμη κυρία Νιάρχου. Έδωσε εντολή, μάλιστα, να βγάλουν από την πόρτα της και τον τηλεφωνικό κατάλογο το όνομα Νιάρχου, που συνόδευε το Κάππαρη... Ακούς εκεί, το κτήνος, να σκοτώσει με κλοτσιές την άτυχη γυναίκα, μουρμούριζε συχνά στη Μαρλίν... Μετά, όταν διάβασε για το γάμο του με την Αθηνά, πρώην Ωνάση, κόντεψε να πέσει ξερή... Θυμήθηκε τη σκηνή στο Σέντραλ Παρκ, με τη δεκαεφτάχρονη κόρη του Λιβανού κι άρχισε να μετράει στα δάχτυλα, πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε και άρχισε πάλι να ζηλεύει που ο Σταύρος εξακολουθούσε να είναι ερωτευμένος με την ίδια γυναίκα 24 χρόνια! Πάνω στην αναπηρική του καρέκλα ο Νιάρχος θυμότανε καμιά φορά και τη Μέλπω, που ήξερε ότι ζούσε λίγα τετράγωνα πιο εκεί... Ακόμη ήταν θυμωμένος μαζί της: Ακούς, τη σκρόφα, να μου αρνιέται το διαζύγιο.. Έπρεπε να τη χρυσώσω, για να υπογράψει και ν' αποκτήσω την ελευθερία μου... Όμως, ο ανήμπορος γέρος, έδιωχνε τη Μέλπω από τη μνήμη του, για να καταλήξει για μιά ακόμη φορά στη Τίνα...

Νέα Υόρκη 1946...

 Σύχναζε στο «Πλάζα», όπου έμενε το χειμώνα η φαμίλια του Χιώτη μεγαλοεφοπλιοτή... Το καλοκαίρι πήγαινε όλη η οικογένεια στο εξοχικό τους, στο Ίστερ Μπει, όπου ο επίδοξος γαμπρός κατόρθωσε να προσκληθεί ένα Σαββατοκύριακο από τον ίδιο τον Λιβανό. Ο οικοδεσπότης τον στρίμωξε στο κουβεντολόι, αλλά και στο τάβλι, δεν του έδινε την ευκαιρία να κατεβεί από τη βεράντα και να πάει να ζυγώσει την Αθηνά, που την άκουγε να παίζει τένις και να χασκογελάει μαζί με άλλες φωνές... Σε μια στιγμή πλησίασε η οικοδέσποινα που είπε στον άντρα της:

 — Ο άνθρωπος δεν ήρθε στην εξοχή να παίξει τάβλι, αλλά να τον δει ο ήλιος και να κολυμπήσει...

Ο Νιάρχος δεν ήξερε τι να πει, που να πρωτοκοιτάξει, την κυρία Αριέτα ή το τάβλι που παίζανε πεντοδόλαρα και τον έκλεβε ο Χιώτης, προσπαθώντας μάλιστα και να τον μεθύσει, γιατί έτρωγε τους μεζέδες και στον καλεσμένο του έριχνε συνέχεια ούζο στο ποτήρι του...

— Τα παιδιά θα πάνε βόλτα με τα ποδήλατα, είπε η Αριέτα και πρόσθεσε: Να προσέχετε, κύριε Νιάρχο, γιατί ο άντρας μου άλλα φέρνει κι άλλα παίζει...

— Να προσέχει τα παιδιά ο Αριστος, είπε ο ταβλαδόρος κι ενώ είχε ρίξει έξι πέντε, έπαιξε εξάρες και πλάκωσε την παρα- μαμά του συμπαίκτη του...

 Ο νους του Νιάρχου δεν πήγε στον Ωνάση, γιατί τον ήξερε Άρη, αλλά οι Σμυρνιοί και οι Χιώτες τον φώναζαν Αριστο. Όταν κατάλαβε ποιος θα συνόδευε τις κόρες του Λιβανού, θόλωσε το μυαλό του, ήθελε να πει «βάζετε το λύκο να προσέχει τα πρόβατα», αλλά δεν τολμούσε...

Το μεσημέρι στο τραπέζι, τσούπ, να ο Ωνάσης να χαριεντίζεται με τις θυγατέρες του σπιτιού και την οικοδέσποινα, να διηγείται ευτράπελες ιστορίες κι ο Νιάρχος να νιώθει ξένος κι αμέτοχος σ' αυτή την οικογενειακή πανδαισία. Μια δυο φορές προσπάθησε ο Νιάρχος να φέρει την κουβέντα στον πόλεμο και στις ανδραγαθίες του, αλλά η οικογένεια Λιβανού προτιμούσε τα κουτσομπολιά και τα ανέκδοτα του Σμυρνιού για τους χολιγουντιανούς σταρ... Έτσι ο Νιάρχος έμεινε ο κομπάρσος και ο Ωνάσης ο απόλυτος πρωταγωνιστής του γουικέντ...
Μόνο όταν μετά το φαγητό ξαναστρίμωξε στο τάβλι τον Πειραιώτη ο Χιώτης, μόνο τότε - χωρίς άλλους ακροατές - μίλησε ο Νιάρχος για τη δράση του στη Μάχη του Ατλαντικού, αλλά ο Λιβανός δεν ενδιαφερότανε για πόσα βαπόρια είχαν βουλιάξει, αλλά για πόσα είχε αυτός στην κατοχή του... Την άλλη μέρα ο Νιάρχος βρέθηκε, επιτέλους, κοντά στην Αθηνά και προσπάθησε να της προσελκύσει το ενδιαφέρον, λέγοντας της ότι διάσημοι ηθοποιοί είχαν υπηρετήσει την πατρίδα τους στον πόλεμο, όπως οι Κλάρκ Κέιμπλ, Τζέιμς Στούαρτ, αλλά μπήκε πάλι στη μέση ο Άρης, αναφέροντας κους κους για την Γκρέτα Γκάρμπο... Τετραπέρατος ο Χιώτης καραβοκύρης, μόλις φύγανε πάλι οι κόρες με τον Σμυρνιό για κολύμπι, τον ρώτησε αν νομίζει ότι η δράση του στον πόλεμο, θα τον ωφελήσει στη μετέπειτα ζωή του... Ο Νιάρχος σήκωσε τους ώμους κι ο Λιβανός του είπε:  Οι ήρωες του πολέμου μοιάζουν με αρνιά μπροστά στους καταφερτζήδες - λύκους της ειρηνικής ζωής... Προσαρμόσου, λοιπόν, στους λύκους, αν θέλεις να πετύχεις τις φιλοδοξίες σου, παλικάρι μου...
Ο  Νιάρχος δεν έλεγε λέξη, παριστάνοντας τον αμνό, αλλά μέσα του ήξερε πολύ καλά ότι ήταν κι αυτός λύκος απέναντι σε ένα γερόλυκο που τον συμβούλευε... Και μια μέρα - σύντομα μάλιστα - θα έδειχνε σε όλους τα κοφτερά του δόντια... Ο γιος της δράκαινας από τον Ταύγετο το είχε καταλάβει αμέσως μετά τον πόλεμο, ότι τα πρόβατα που είχαν γλιτώσει από τη σφαγή, επέστρεφαν για να πέσουν στα δόντια των λύκων...Το είχε δει στις τελετές, στις δεξιώσεις και στα πάρτι, αμέσως μετά τον πόλεμο, ότι πολλοί πολεμιστές δεν είχαν προλάβει να αλλάξουν τις στολές τους με τα πολιτικά και οι κουραμπιέδες - βιομήχανοι, εφοπλιστές, πολιτικοί, γραφειοκράτες - χαμογελούσαν ψεύτικα και δυσφορούσαν βλέποντας στολές και σιρίτια παρασήμων... Σύντομα, όμως, οι επευφημούμενοι κατάλαβαν ότι όσοι είχαν επιζήσει μπορεί να κέρδισαν δόξα, αλλά είχαν χάσει τις δουλειές τους και πολλοί και τις γυναίκες τους... Οι ήρωες είχαν πέσει θύματα των καλοπερασάκηδων...

 Οι στολές και τα παράσημα -του είπε ο Λιβανός- μπήκανε στα σεντούκια με τη ναφθαλίνη...

 Ο Νιάρχος, όμως, δεν ήταν από εκείνα τα παιδιά που θα θαβόντουσαν στη ναφθαλίνη... Κι όταν πήγε να ζητήσει από τον πρόεδρο των Ελλήνων εφοπλιστών Μανόλη Κουλουκουντή, το δίκιο του, είχε σκοπό να τα πει έξω από τα δόντια... Ο πρόεδρος ήταν τότε κοντά στα πενήντα και ο 38χρονος Νιάρχος μπαίνοντας στο γραφείο του, γεμάτο με μικρογραφίες και κάδρα πλοίων, ένιωσε δέος... Ερχότανε με αποφασιστικότητα και θράσος να επιδείξει τη δράση του στον Ατλαντικό, αλλά έχασε τη φωνή του, όταν ο πρόεδρος τον αποστόμωσε:

 - Έμαθα, κύριε Νιάρχο, ότι απαιτείτε να πάρετε διψήφιο αριθμό Λίμπερτι, κάτι που δεν ζήτησαν ούτε παραδοσιακοί ε φοπλιστές... Εμένα, που βλέπετε, μπήκα στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις του πατέρα μου στη Σύρο έφηβος και το 1921 εγκα ταστάθηκα στο Λονδίνο και με την έναρξη του πολέμου πρόλαβα κι ήρθα στη Νέα Υόρκη. Όχι μόνο είμαι αυθεντικός, αλλά και το νιώθω, γιατί ο παππούς μου το 1831 είχε ναυπηγήσει το πρώτο του ιστιοφόρο... Κι έρχεσαι εσύ τώρα, με κάποιο εύσημο υπηρεσίας προς την πατρίδα σου, να γίνεις από τη μια μέρα στην άλλη μεγαλοεφοπλιστής...

 Ο γερο σακάτης λες κι έβλεπε μπροστά του τον πρόεδρο των εφοπλιστών, εκείνη την ημέρα στη Νέα Υόρκη, που τον επιτιμούσε για το θράσος του... Κάτι πήγε να πει, να δικαιολογηθεί, αλλά ο Κουλουκουντής σήκωσε το χέρι του, τον εμπόδισε να μιλήσει και συνέχισε:

— Αρκεί να σου πω ότι ο Κώστας Λαιμός, διπλωματούχος πλοίαρχος και με ναυτιλιακά γραφεία στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη, έχει πάρει ένα μόνο πλοίο... Κι εσύ ο άσχετος, που, επαναλαμβάνω, έκανες το καθήκον σου υπηρετώντας την πατρίδα, ξεχνάς ότι άλλοι Έλληνες ναυτικοί σκοτώθηκαν ή έμειναν ανάπηροι... Ποιος είσαι εσύ, που ζητάς να πάρεις πάνω από δέκα Λίμπερτι! Μπορείς να μου πεις ποιός νομίζεις ότι είσαι; Ο Κανάρης ή ο Τομπάζης;

 Είχε ρθει με πολλά επιχειρήματα ο Νιάρχος στο γραφείο του προέδρου της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών, αλλά έφυγε χωρίς να του δώσει την ευκαιρία ο παμπόνηρος εφοπλιστής να πει κουβέντα... Ο Νιάρχος πλησίασε εκείνο τον καιρό και τον υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας Νίκο Αβραάμ, που βρισκόταν στη Νέα Υόρκη, για το θέμα των Λίμπερτι, του είπε ότι είναι ανιψιός των Κουμάνταρων, αλλά εκείνος με το μειλίχιο ύφος του, τον παρέπεμψε στην Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών... Και πριν φύγει άπρακτος, ο ενημερωμένος υπουργός, τον ρώτησε ευγενικά, πόσο καιρό είχε να δει τους θείους του στον Πειραιά... Ο Νιάρχος τότε κατάλαβε ότι είχε κυκλοφορήσει ευρύτερα η φήμη ότι τον  είχαν στείλει οι Κουμάνταροι να αγοράσει κάποια πλοία, αλλά αυτός τα είχε πάρει στο όνομα του και αργότερα τους αποζημίωσε από τα κέρδη...

 Όλες τις πόρτες τις έβρισκε κλειστές, αλλά είχε τύχη βουνό... Σε ένα μπαρ συνάντησε τον παλιό του φίλο Γιώργο Εμμανουήλ, που μόλις είχε αποστρατευθεί από τον αμερικανικό στρατό και μαζί του ήταν ένας δικηγόρος, μάνα στα ναυτιλιακά... Τα ήπιαν και ο Νιάρχος τους εξέθεσε το πρόβλημα του... Για πόσα κομμάτια έχεις τις προκαταβολές; τον ρώτησε ο δικηγόρος κι εκείνος του απάντησε: Για μια δωδεκάδα... Σε μια βδομάδα θα είσαι ιδιοκτήτης τους, αν ο φίλος μας ο Γιώργος κι εσύ βρεθούμε αύριο στο γραφείο μου...

Βρέθηκαν κι΄εκεί  είχε κληθεί κι ένας απόστρατος ναύαρχος, ήρωας του πολέμου του Ειρηνικού και δια της πλαγίας οδού ο Νιάρχος απέκτησε μια ντουζίνα Λίμπερτι... Τον ίδιο αριθμό που είχε παραλάβει και ο Ωνάσης... Ποτέ δεν θα ξεχνούσε εκείνη την ημέρα ο Σταύρος Νιάρχος: Στο Νόρθφολκτης Βιρτζίνια οι παροπλισμένες σειρές των πλοίων κι ανάμεσα τους, τα δικά του, αυτά που θα τον αναγόρευαν σε μεγαλοεφοπλιστή!

  Ο Λιβανός, όταν το έμαθε, είπε παρουσία άλλων ότι ο Πειραιώτης κι ο Σμυρνιός αγόρασαν άχρηστα σκάφη - για να μην πέσουν όλοι στα Λίμπερτι - αλλά ο ίδιος είχε φροντίσει να εξασφαλίσει δέκα πέντε από αυτά... Ήταν η εποχή του ανταγωνισμού, που κανένας εφοπλιστής δεν ήθελε να έχει λιγότερα πλοία από τον άλλο, πόσο μάλλον ο παμπόνηρος Χιώτης, ο αρχιμάστορας στις αγορές ευκαιρίας... Συγκεκριμένα, τέλη 1947 ο Λιβανός είχε αγοράσει ένα κελεπούρι, το αυστραλέζικο πετρελαιοφόρο ΚΑΡΑΜΒΑ, 6.500 τόνων, αντί 25.000 λιρών Αγγλίας και στο πρώτο κιόλας ταξίδι ξεπλήρωσε την τιμή του, αφού πληρώθηκε 33 δολάρια τον τόνο, δηλαδή 350 τοις εκατό πάνω από το τότε διεθνές ναυλολόγιο! Ο Νιάρχος είχε δει το Λιβανό να τρίβει τα χέρια του και να χοροπηδάει σαν αρκούδα, γιατί με ακόμη δύο ταξίδια Αμπαντάν - Καζαμπλάνκα μετέφερε πετρέλαιο κι έβγαλε χρυσάφι...

 Τα θυμόταν όλα αυτά ο Νιάρχος, γιατί συνέπιπταν με το δικό του ξεκίνημα, τότε που απόκτησε το στολίσκο του κι αμέσως μετά τα τάνκερ Τ2 των 16.000 τόνων κι αυτά από την αμερικανική κυβέρνηση, που τα παραχωρούσε μόνο σε δικούς της πολίτες... Ο Ωνάσης ήταν εκείνος που καταστρατήγησε τους νόμους, δημιουργώντας σε μια νύχτα εταιρίες με Αμερικανούς μετόχους, αλλά που τις μετοχές τους τις κατείχε ο ίδιος... Το έκανε και ο Νιάρχος, ακολουθώντας το σύστημα του Σμυρνιού... Λιβανός και Ωνάσης! Οι αετονύχηδες των αγορών τάνκερ και των κερδοφόρων ναυλοφορτώσεων. Ο Ωνάσης είχε προχωρήσει και σε άλλα κόλπα: Κατέθετε τα συμβόλαια ναυλοφορτώσεων μαζούτ και πετρελαίου και τα ναυπηγεία του χτίζανε τάνκερ, που ξεκίνησαν από 25.000 τόνους για να φτάσουν τους κολοσσούς των 250.000! Λιβανός ο δάσκαλος, Ωνάσης ο καθηγητής και τσουπ ξαφνικά  ο Νιάρχος με ντοκτορά... 

12.  έστω  την  Ευγενία...

Ο γέρος είχε πάλι εφιάλτη... Έβλεπε στον ύπνο του τη δεύτερη γυναίκα του, τη Μέλπω, νέα και ωραία, με νεαρούς καβαλιέρους, να χαριεντίζεται και να μην του δίνει σημασία, αν και της έγνεφε να τον προσέξει...

 — Μέλπω, αγάπη μου, την εκλιπαρούσε.

 — Ψεύτη...

 Αυτά τα λόγια, με την αντρική φωνή, δεν τα άκουσε η νοσοκόμα, αλλά μόνο ο άρρωστος, που, όπως φαίνεται, βρισκόταν ανάμεσα στο ξύπνιο και στον ύπνο, γιατί μισάνοιξε τα μάτια του και με το καλό του δεν είδε κανένα, εκτός από την κοπέλα που διάβαζε... Πως, λοιπόν, άκουσε εκεί δίπλα του αντρική φωνή να τον αποκαλεί ελληνικά ψεύτη και μπαγαπόντη... Έτσι τον είχε αποκαλέσει κάποτε ο Ωνάσης, αλλά αυτός είχε πεθάνει χρόνια τώρα... Ξανάκλεισε τα μάτια κι ανάμεσα στο ξύπνιο και στον ύπνο του, βρέθηκε στη Νέα Υόρκη του 1946, τότε που στο λόμπι του «Πλάζα» έπινε το μπουρμπόν του, παραμονεύοντας τη δεκαεφτάχρονη θυγατέρα του Λιβανού, την Αθηνά, που έβγαινε με τη μεγαλύτερη αδελφή της, την Ευγενία, για να πάνε στα μαγαζιά ή στο πάρκο, όπου η μικρή έκανε ποδήλατο ή ιππασία... Η μάνα τους, η Αριέτα, ήταν μια ψηλή κι αδύνατη δυναμική γυναίκα, πάντοτε καλοντυμένη και ευγενική... Κύριο μέλημα της, στην αρχή, ο άντρας της, που τον σουλούπωσε σιγά - σιγά και τον έμαθε να δέχεται συχνότερα τον κουρέα, τον πουκαμίσα και το ράφτη του... Λένε, ότι ο Χιώτης καραβοκύρης απόφευγε να μπανιαριστεί, χαριτολογώντας ότι δεν ήθελε το σώμα του να χάσει τη μυρωδιά της θάλασσας και της μαστίχας...

 Σκεφτόταν ο Νιάρχος: «Ενώ εγώ ο δανδής, μοσχομύριζα... Είχα και τα καραβάκια μου, αποκτημένα με την εργατικότητα και την εξυπνάδα μου.»

 — Μπαγαπόντη... Με λεφτά των μπαρμπάδων σου τα αγόρασες στο όνομα σου...

 Να πάλι αυτή η γεμάτη κακοήθεια φωνή... Έμοιαζε με του Άρη, αλλά αυτός είχε πεθάνει... Ας φωνάζει από ψηλά, ο ζουμπάς, ο φιγουρατζής, που μου έφαγε το ουρί του Παραδείσου... Σίγουρα στην Κόλαση θα βρίσκεται και παρεμβαίνει στις σκέψεις μου... Τι σκεφτόμουνα; Α, ναι, τη νεαρή τότε Τίνα που την ορεγόμουνα και τη λιμπιζόμουνα χωρίς όμως να μου δίνει σημασία... Και πως να μου δώσει αυτό το καστανό αγγελούδι με τα λακκάκια στα μάγουλα και τα χυτά μπουτάκια, που με αναστάτωνε ως το σώβρακο... Επιδίωκα ν' αποκτήσω οικειότητα με τη μητέρα της, σε κάποια τσάγια στο «Πλάζα», αλλά δεν το κατόρθωνα... Κάποιες φορές εμφανιζόταν η μικρή, αναψοκοκκινισμένη από το ποδήλατο ή την ιππασία που έκανε στο Σέντραλ Πάρκ, αλλά ούτε με πρόσεχε... Μόνο μια φορά, έτσι ξαφνικά, με ρώτησε, που αγόρασα την υπέροχη γραβάτα μου και μετά, ένιωσα την αναπνοή της, καθώς έσκυψε να μυρίσει το φρέσκο γαρίφαλο στην μπουτονιέρα μου... Η μητέρα της τη μάλωσε και μου δικαιολογήθηκε «είναι παιδί ακόμη» ... Το κατάλαβα σε λίγες ημέρες ότι δεν ήταν παιδί, αλλά μια ερωτευμένη κοπέλα, που είχε χαρίσει στον άντρα που θαύμαζε μια παρόμοια γραβάτα... Και εκείνος, που δεν ήταν άλλος από τον Αριστοτέλη Ωνάση, είχε στην μπουτονιέρα του ένα κατακόκκινο γαρίφαλο, κομμένο από την τεράστια ανθοδέσμη που είχε φέρει στην Αριέτα Λιβανού.

 Μια μέρα τον άκουσε τον Σμυρνιό να λέει στην καραβοκύρισσα, ότι συμπαθούσε τη μικρή, γιατί είχε αρχαιοελληνικό όνομα: Αθηνά! Και καμάρωνε ο πονηρός: Τους γονείς μου τους λένε Σωκράτη και Πηνελόπη, το θείο μου Αλέξανδρο, τις αδελφές μου Άρτεμη, Μερόπη, Καλλιρρόη...

Τα έφερνε στη μνήμη του ξανά και ξανά... Την ορεγότανε την Αθηνά, που τη φωνάζανε Τίνα, ο τριανταεφτάχρονος  Νιάρχος, αλλά σημασία δεν έδινε στη μεγαλύτερη αδελφή της, την Ευγενία, που τη φώναζαν Τζένη... Κι αυτή όμορφη ήταν, αλλά λίγο ψυχρή κι όχι σκερτσόζα σαν τη μικρή... Θα περιμένω - σκεφτότανε - να μεγαλώσει λίγο, να πάρω και το διαζύγιο από τη Μέλπω και θα τη ζητήσω από το Λιβανό... Μια μέρα, όμως, κατάλαβε, ότι η μικρή ανήκε στον Ωνάση, που από εκείνη τη στιγμή έγινε ο πιο μισητός εχθρός του... Έκανε βόλτα στο Σέντραλ Παρκ, όταν πέρασε δίπλα του σαν αστραπή με το ποδήλατο της και να την ακολουθεί ορθοπεταλιά, ο Αριστος ο γερομπαμπαλής... Κάθισε σ' ένα παγκάκι και μετά από λίγο τους είδε να επιστρέφουν με τα ποδήλατα τους, το ένα δίπλα στο άλλο, να κρατιούνται από τους ώμους και να χαριεντίζονται σαν ερωτευμένα μαθητούδια...

 Στο «Πλάζα» φιλοδώρησε τον κονσιέρζ και, το και το, έμαθε ότι από καιρό είχε βουίξει το ξενοδοχείο για τον ζουμπά και το δεκαεφτάρικο... Πήγε να κρεπάρει, δεν ήξερε πως ν' αντιδράσει και τι σχέδια να καταστρώσει για να του τη φάει, ώσπου η μικρή εξαφανίστηκε... Καινούργιο φιλοδώρημα, πρόσφατα νέα... Η Τίνα είχε σπάσει το πόδι της στην ιππασία, έμενε κλεισμένη στη σουίτα και καθώς ο Λιβανός έλειπε στο Λονδίνο, ο Ωνάσης της έκανε ώρες παρέα, με την αβάντα της Αριέτας, που τον ήθελε για γαμπρό της... Όταν το έμαθε ο Χιώτης, αγρίεψε, του έκλεισε την πόρτα, αλλά άμα θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να 'χει ο πεθερός...

Η μπόμπα έσκασε, όταν αναγγέλθηκε ο γάμος στις νεοϋορκέζικες και ομογενειακές εφημερίδες και η κοσμική στήλη των Τάιμς σχολίασε ότι ενώνονται δύο ναυτιλιακοί κολοσσοί... Ποιός κολοσσός -θύμωσε ο Λιβανός- αφού ο γαμπρός δεν είχε ούτε το ένα πέμπτο του στόλου του... Γελούσε ο Ωνάσης, σχολιάζοντας ότι όσα βαπόρια είχε ήσαν καταδικά του, ενώ εκείνος θα τα μοίραζε σε μερίδια, στα παιδιά του... Με αυτό το πλευρό να κοιμάται, ξαναθύμωνε ο πεθερός, που έκανε γαμήλιο δώρο στην κόρη του ένα βαπόρι κι αυτό με απλήρωτες τις μισές δόσεις αγοράς του...

Ο γάμος  έγινε τον  Δεκέμβρη του  1946  στον  Ορθόδοξο  Καθεδρικό  ναό  της  Νέας  Υόρκης  από  τον  αρχιεπίσκοπο  Αθηναγόρα  με   κουμπάρο  τον εφοπλιστή  Ανδρέα  Εμπειρίκο. Οι  εφοπλιστές  που  σνομπάριζαν  το  νεόκοπο  καραβοκύρη  Σμυρνιό  ήρθαν  τελικά  συν  γυναιξί  και  τέκνοις...   

Το  γαμήλιο  δείπνο  στη  μεγάλη  αίθουσα  του  ξενοδοχείου. Οι  νεόνυμφοι   ανάμεσα στον αρχιεπίσκοπο, στον πατριάρχη των Ελλήνων εφοπλιστών και πεθερό του γαμπρού Σταύρο Λιβανό και τη γυναίκα του Αριέτα, στον πρόεδρο της Τουέντιθ Σέντσουρι Φοξ Σπύρο Σκούρα και στις κεφαλές των μεγαλοεφοπλιστών και της ομογένειας ! Ο Νιάρχος είχε συγχαρεί το γαμπρό και τη νύφη με ψεύτικο χαμόγελο και πήγε στη θέση του, στα πίσω τραπέζια, με κάποιους μικροεφοπλιστές και κα-πετανέους... Φαγοπότι, δυο ορχήστρες - μια ξένη και μια ελληνική - προπόσεις κι ευχές, χορός που τον άνοιξαν η νύφη κι ο γαμπρός...

 Πανάθεμά σε μνήμη, που τα ξετρυπώνεις όλα...

 Να και η Ευγενία Λιβανού, μελαχρινή και όμορφη κι αυτή, αλλά όχι σαν τη νύφη, που χόρευε ένα αργεντίνικο παθητικό ταγκό με το γαμπρό... Σηκώθηκε ο Νιάρχος με το λυγερό κι ευκίνητο περπάτημα του, μέσα στο κομψό σμόκιν του και πλησίασε τη μεγάλη κόρη του Λιβανού:

 — Μπορώ να έχω αυτό το χορό;

 Η κόρη του μεγαλοεφοπλιστή, χαμογέλασε υπεροπτικά και άπλωσε το δαντελοφορεμένο ντελικάτο χέρι της στην πρόσκληση του κομψού άντρα, που την οδήγησε στην πίστα... Εκείνη τη στιγμή τέλειωνε το ταγκό κι άρχιζε το βαλς, όπου ο Ωνάσης υστερούσε. έναντι του νοτιοαμερικάνικου ρυθμού, που αποτελούσε το φόρτε του...

 Ο Νιάρχος στροβίλιζε την ντάμα του στα «Κύματα του Δουνάβεως» με αυτοπεποίθηση κι εκείνη είχε αφεθεί στην καθοδήγηση του με χάρη, μεθυσμένη από Γιόχαν Στράους... Όταν σταμάτησε η μουσική, όλοι χειροκρότησαν το ζευγάρι και μόνο τότε η Ευγενία Λιβανού πρόσεξε ότι τα υπόλοιπα ζευγάρια είχαν αποσυρθεί από την πίστα, για να τους θαυμάσουν... Δεν εντόπισε όμως τη ματιά του καβαλιέρου της, που έψαχνε να βρει τη νύφη, που αφοσιωμένη στο γαμπρό χαριεντιζόταν μαζί του τρισευτυχισμένη κι όπως δεν μπορούσε να το κρύψει από κανένα, ερωτευμένη... Εκείνη τη νύχτα ο Νιάρχος ένιωθε μέσα του να τον πλημμυρίζει και να τον καίει σαν λάβα, ο πόθος του για τη μικρή κόρη του Χιώτη καραβοκύρη, που θα την απολάμβανε ο άλλος... Λυσσομανούσε και δάγκωνε τα σκεπάσματα του, καθώς ο γαμπρός θα χαιρόταν τη νυφική παστάδα... Το είχε πει κι εκείνος ο σαλιάρης μπεκροκανάτας στο τραπέζι: Απόψε ο τυχερός γαμπρός, με τη μεγάλη πείρα που έχει στις γυναίκες, θα προβεί σε ανομολόγητες και ακατονόμαστες πράξεις...

 Έμενε η σκέψη του στα τέλη του 1946, όταν το μελισσολόι της ελληνικής εφοπλιστικής οικογένειας της Νέας Υόρκης, βομβούσε γύρω από το γαμήλιο ταξίδι του σαραντάχρονου γαμπρού και της δεκαεφτάχρονης νυφούλας. Οι Έλληνες παράγουν μέλι, αλλά έχουν κεντριά σφήκας, έλεγε ο Σπύρος Σκούρας, που όλοι τον ρωτούσαν (λόγω της στενής φιλίας του με τον Ωνάση) που βρίσκονται οι νεόνυμφοι... Είχαν εξαφανιστεί για πενήντα μερόνυχτα - γεγονός εκπληκτικό για το γαμπρό, που ποτέ δεν είχε απομακρυνθεί τόσο διάστημα από το γραφείο του... Η Τίνα έστελνε απανωτές κάρτες στη μητέρα της Αριέτα κι εκείνη τις έδειχνε κατενθουσιασμένη στις φίλες της... Έτσι όλοι μάθαιναν ότι το ταξίδι του μέλιτος συνεχιζόταν με ποταμόπλοιο στο Νότο, ως κάτω τη Φλόριντα... Και μετά, στη Νότια Αμερική, όπου άνοιγαν φίλοι του γαμπρού τα σαλόνια τους, αλλά κι εκείνος έκανε δεξιώσεις - αστραπή, γιατί περισσότερο τον ενδιέφερε η κρεβατοκάμαρα των βασιλικών σουιτών που είχε κλείσει σε πολυτελή ξενοδοχεία..

 Ο Γράτσος είχε συχνή τηλεφωνική επαφή με τον Άρη κι ήταν ο μόνος που ήξερε τις μετακινήσεις του, γιατί είχε αναλάβει και τη φροντίδα να του ετοιμάσει το διαμέρισμα στο Σάτον Σκουέρ, όπου θα έμενε το ζεύγος... Ο Ωνάσης είχε αναθέσει σε αρχιτέκτονα - διακοσμητή, σύμφωνα, όμως, με τις δικές του προδιαγραφές, τη διαμόρφωση του κι όταν γύριζαν θα πρόσθετε και η Τίνα, με κάποιες αγορές, το δικό τους γούστο... Οι φήμες κυκλοφορούσαν για τη φωλιά του Άρη και της Τίνας, που είχε κοστίσει στον πεθερό 500.000 δολάρια, αλλά ο γαμπρός θα το διακοσμούσε με άλλα τόσα... Τα άκουγε όλα αυτά ο Νιάρχος, ακυβέρνητο καραβάκι ακόμη στο Μανχάταν, και ζήλευε τον Σμυρνιό, που όχι μόνο απολάμβανε στη Φλόριντα, στο Μπουένος Άιρες και στο Μοντεβίδεο το ουρί του παραδείσου, αλλά είχε ρίξει και άγκυρα στο απάνεμο λιμάνι του πατριάρχη των Ελλήνων εφοπλιστών... Ο χωρατατζής Σκούρας διέδιδε λεπτομέρειες για τη νύχτα που διακόρεψε ο γαμπρός τη νύφη κι ο Νιάρχος σκύλιαζε... Ήταν σίγουρος ότι ο Ωνάσης θα είχε γλυκάνει τη μικρούλα και θα της είχε αποκαλύψει τι εστί βερίκοκο από την εποχή που μπαινόβγαινε στο «Πλάζα»... Γι' αυτό η μικρή έκανε σαν τρελή να τον παντρευτεί, για να τον έχει διαρκώς στο κρεβάτι της...

 Κάθε μπαρ έχει τον πολυλογά μπεκρή του και το «Πλάζα» είχε εκείνο το γερο Έλληνα καπετάνιο, που σαλιάριζε και νευρίαζε το Νιάρχο. Έλεγε: «Ο Ωνάσης διαθέτει καουτσουκένιο κατάρτι, που το μπήγει σε βαρκούλες, σκούνες και φρεγάτες, που τις κάνει να αρμενίζουνε... Τον ξέρω καλά από τις μπουρ-δελότσαρκες που κάναμε μαζί στο Μπουένος Άιρες» ...

 Εκείνη την περίοδο ο Νιάρχος αντίκριζε με μίσος το Λιβανόκι αν τολμούσε θα τον σκαμπίλιζε δημοσίως, γιατί είχε ενδώσει στις ορέξεις του μεσήλικα εραστή της 17χρονης κόρης του και του την είχε παραδώσει... Και στην Ελλάδα και στην Ανατολή υπήρχε μια παράδοση οι τσιφλικάδες και οι πασάδες να απολαμβάνουν κοριτσόπουλα, αλλά πως ήταν δυνατόν ένας Λιβανός, ο πρύτανης της ελληνικής ναυτιλίας, να υποκύψει σε ένα αταίριαστο γάμο ανάμεσα στη μικρή του κόρη και στον κατά 23 ως 26 χρόνια μεγαλύτερο της γαμπρό... Μισούσε και το Σκούρα και το Γράτσο, που μαζί με τον ελληνικής καταγωγής ηθοποιό Αλεξάντερ Σκούρμπι, πίνανε τα ουζάκια τους και φανταζόντουσαν τα ακατονόμαστα όργια που θα έκανε ο εκμαυλιστής γαμπρός στη νυφούλα... Ο Κώστας Γράτσος, δεξί χέρι στις επιχειρήσεις του Ωνάση και τρόφιμος κι αυτός των μπαρ, αλλά και ελληνικών κέντρων, έλεγε συχνά με θαυμασμό: Ξέρεις τι εστί Άρης; Τρόφιμος μπορντέλων της Σμύρνης, του Πειραιά και του Μπουένος Άιρες, μόρτης, αγαπητικός ώριμων κυριών και εκμαυλιστής παρθένων, νυχτερινός τηλεφωνητής, καπνέμπορος του ποδαριού, κοντραμπατζής της θάλασσας και φαλαινοθήρας, μεγαλοφυής και παράτολμος, στόλαρχος, που αφού πιει την τζούρα του και τα κοπανήσει, τρελαίνει τη γυναίκα στο κρεβάτι και πριν κοιμηθεί κάνει γονατιστός την προσευχή του...

Τα έφερνε στη μνήμη του ο γέρος και σκύλιαζε, όπως τότε που είχε ρωτήσει μια κοινή τους ερωμένη - πόρνη πολυτελείας - τι είδους εραστής ήταν ο Σμυρνιός και του είχε πει: Ο Άρης χρησιμοποιεί κάθε μέλος του σώματος του, από τη γλώσσα, το σαγόνι, τα δάχτυλα του και το πέος του, που έχει το χάρισμα να το κατευθύνει και να μην τον κατευθύνει... Μουρμουρίζει λόγια αγάπης, πάθους και ξετσιπωσιάς, όλα τη στιγμή που πρέπει, καθώς μέσα στο σκοτάδι της καμπίνας του, η ανταύγεια του καντράν της τηλεόρασης πέφτει στα γυμνά κορμιά και τους δίνει υπερφυσικές διαστάσεις...

- Εκμαυλιστή, σάτυρε, μουρμούριζε ο γέρος στην πολυθρόνα του κι ο Φελίξ έσκυψε και τον ρώτησε ελληνικά:

 - Είσαστε καλά, σερ; Το αφεντικό του, κατάλαβε ότι παραμιλούσε, τον κοίταξε μισοκακόμοιρα με το ένα μάτι και του είπε οργισμένος: - Καλάμια...

Έγνεψε στη νοσοκόμα να καθίσει κοντά του, έχωσε το δάχτυλο στο αυτί του και προσπάθησε να στερεώσει το ακουστικό... «Πανάθεμα την επιστήμη και τις εφευρέσεις της- ψιθύρισε - γυαλιά, ακουστικά, τεχνητά χέρια και πόδια ανακάλυψε, μόνο όργανο δεν βρήκε για να γαμούν οι γέροι» ... Κοίταξε πονηρά το μίνι της νοσοκόμας... «Κι όμως, υπάρχουν κάποια γιαπωνέζικα εργαλεία, αλλά χωρίς σωματική διέγερση δεν υπάρχει ηδονή»...

 Ξαφνικά έγνεψε στον μπάτλερ να πλησιάσει και τον ρώτησε: «Πως είπαμε πως σε λένε εσένα;»

 - Φελίξ.

 - Δεν μου λες, Φελίξ, με θυμάσαι πως ήμουνα το 1946 - 47,τότε που αποφάσισα να παντρευτώ την κόρη του Λιβανού;

 Ο Φελίξ σάστισε, γιατί εκείνη την εποχή δεν είχε γεννηθεί ακόμη, αλλά ένας καλά εκπαιδευμένος μπάτλερ έχει πάντοτε μια απάντηση που να ικανοποιεί το αφεντικό του: Δεν είχα την τύχη, σερ, να σας υπηρετώ τότε... Σας έχω δει, όμως, σερ, σε φωτογραφίες... Κομψός, αεράτος, όμορφος, σικ, σβέλτος...

 - Όλα αυτά εγώ ήμουνα, κολακεύτηκε χαχανίζοντας ο γέρος.

 Ο Φελίξ παραμέρισε, γιατί είχε πλησιάσει ο γιατρός με το πιεσόμετρο και το θερμόμετρο στα χέρια, διακριτικά χαμογελαστός, σαν όλους τους υποτακτικούς του, που λες και είχαν φερμουάρ στο στόμα και το ανοιγόκλειναν ανάλογα με τις στιγμιαίες διαθέσεις του... Ξαφνικά του ήρθε στο νου ο Σταύρος Λιβανός... Έτσι, απότομα, έβγαζε πρόσωπα και γεγονότα από το παρελθόν και με την ανάμνηση τους ξεχνούσε την παρούσα τραγική του κατάσταση... Θυμότανε τον πεθερό του στο κρεβάτι, να μπαινοβγαίνει ο γιατρός και να ανησυχούν η γυναίκα του και οι κόρες του... Είχε την καρδιά του ο Λιβανός και κάθε φορά που πάθαινε, έστω και μικρή κρίση, τον έπιανε πανικός γιατί κάποιες δουλειές του βρισκόντουσαν σε εξέλιξη και δεν εμπιστευόταν κανένα να τις αναλάβει... 

 Όταν έφυγε ο γιατρός, ο γερος, ούτε είχε ακούσει το συμπέρασμα του («καλά πάμε και σήμερα, κύριε Σταύρο»), γιατί η σκέψη του ταξίδευε, ακόμη, πενήντα χρόνια πριν, όταν είχε στεφανωθεί τη μεγάλη κόρη του Χιώτη... Δεν ήθελε να του τη δώσει ο πατριάρχης των Ελλήνων εφοπλιστών, αλλά η καπετάνισσα Αριέτα τον είχε συμβουλέψει «να τη δώσουμε, γιατί, αφού παντρεύτηκε η μικρή, να μη μείνει το κουσούρι της γεροντοκόρης στη μεγάλη»...

 Είχε πλησιάσει η νοσοκόμα και του σκούπιζε το μέτωπο και το πρόσωπο με τα μυρωδάτα χαρτομάντιλα... Της έπιασε το χέρι και της έγνεψε να καθίσει κοντά του... Και νομίζοντας ότι αυτά που σκεφτόταν από το παρελθόν, τα διηγείτο, συνέχισε να εξιστορεί στα ελληνικά, χωρίς η κοπέλα να καταλαβαίνει ούτε λέξη:

 — Λοιπόν, τι έλεγα καλό μου κορίτσι; Α, ναι... Πρώτος στο ψηστήρι, είπα στην Ευγενία ότι είχα αποτύχει στους δύο γάμους μου, γιατί με είχε απορροφήσει η προσπάθεια μου να κάνω περιουσία... Πήγα κι εθελοντής στον πόλεμο, για την πατρίδα, έχασα τη σειρά μου... Αλλά, να, όμως, που την ξαναβρήκα, δημιουργώντας στόλο φορτηγών και τάνκερ... Το μόνο που μου λείπει - της είπα - είναι μια Ελληνίδα σύζυγος, να της αφοσιωθώ, να κάνουμε οικογένεια, παιδιά, ν' αγοράσουμε από ένα σπίτι στη Νέα Υόρκη και στο Λονδίνο, ένα σαλέ στην Ελβετία και μια παραθαλάσσια βίλα στην Ελλάδα...

Τα θυμόταν ο γέρος, σα να 'τανε τώρα, και συνέχισε, αυτή τη φορά στα αγγλικά:

 Δεν θυμάμαι, όμως, αν ήμουνα πραγματικά συγκινημένος ή υποκρινόμουνα στην εξομολόγηση μου στην Τζένη, γιατί της μιλούσα για μοναξιά και μελαγχολία... Της φίλησα το χέρι κι εξαφανίστηκα... Την άλλη ημέρα - όταν ξύπνησε η κόρη του Λιβανού - την περίμενε στο σαλόνι ο διευθυντής του Τίφανι με ένα ακριβό κόσμημα... Στην κάρτα, έγραφε: «Εις ανάμνησιν του μεθυστικού μας βαλς...» Είχα στείλει και ακριβό δώρο στο γάμο της Τίνας, οτο «Πλάζα», για να το δει ο Λιβανός... Και λουλούδια, τόσο στην Τζένη, όσο και στην Αριέτα Λιβανού...

 Το μπαρμπούτι θέλει μπαλαμουτι, κατέληξε ελληνικά ο γέρος και η νοσοκόμα σκεφτότανε την γκίνια της, να της πέσει ένας τόσο διάσημος ασθενής, αλλά ξοφλημένος ως άντρας...

 Η κοπέλα σκεφτότανε τα δικά της, ενώ ο γέρος εξακολουθούσε να βρίσκεται μισό αιώνα πίσω, όταν έγινε γαμπρός του Λιβανού, αλλά και μπατζανάκης του Ωνάση... Κομψό το ζευγάρι, είχε ανοίξει το χορό στη γαμήλια δεξίωση κι οι προσκεκλημένοι - Έλληνες εφοπλιστές οι περισσότεροι - σχολίαζαν ότι μετά τον ένα «αλεξιπτωτιστή», μπήκε κι ο δεύτερος στο Λιβανέικο...

 Ο στόλαρχος θυμότανε που η πεθερά - ατσίδα, τον είχε προειδοποιήσει:

 — Πρόσεξε, Σταύρο, γαμπρούλη μου, γιατί μπορεί να είσαι λύκος, αλλά δεν θα σε αφήσω να καταβροχθίσεις την κοκκινοσκουφίτσα... Θα είσαι υπό την άγρυπνη παρακολούθηση μου...

— Σιγά τον πολυέλαιο, είπε από μέσα του ο γαμπρός και υποκριτικά της φίλησε το χέρι... Ποιός τον έπιανε μετά, με δεκάξι Λίμπερτι και πεθερό το Σταύρο Λιβανό, άρχισε να αλωνίζει τα σαλόνια και να αυλακώνει με το αυτοκρατορικό του «Ν» στις τσιμινιέρες σε θάλασσες κι ωκεανούς...

 — Τοοόμ... Βάλε μου το φασινέισον, που μ' αρέσει.

 Η φωνή του Νατ Κιγκ Κολ, άρχισε να σεργιανάει στους πανάκριβους πίνακες, στους κρυστάλλινους πολυελαίους, στις αντίκες, στα περσικά χαλιά... Ο Νιάρχος, για μια στιγμή μόνο, νόμισε ότι βρισκόταν πενήντα χρόνια πίσω κι είχε στην αγκαλιά του την κόρη του Λιβανού... Όχι όμως αυτή που έκανε γυναίκα του, αλλά την αδελφή της που είχε παντρευτεί τον Άρη...

 — Τοοοόμ, το ηδύποτό μου, φώναξε ξαφνικά, καταλαβαίνοντας ότι είχε κυλίσει μισός αιώνας...

 Ο Κεφαλονίτης χαμογέλασε, γιατί από τότε που είχαν δει μια κασέτα με τον κωμικό Νίκο Ρίζο (που αποκαλούσε το λικέρ ηδύποτο) ζητούσε με αυτό τον χαρακτηρισμό την τζούρα του... Ο γέρος είπε στην κοπέλα:

— Πήγαινε στον καναπέ σου, ν' απολαύσεις, μακριά από ένα γέρικο κουφάρι, το φασινέισον... Και όταν τελειώσει η βάρδια σου, τρέχα όσο μπορείς πιο γρήγορα στο αγόρι σου, γιατί ούτε που θα καταλάβεις πότε θα γεράσεις κι εσύ, όπως τόσα άλλα ολόφρεσκα λουλούδια που ήξερα...

 Έβρεξε τα αποστεγνωμένα χείλη του με το ποτό, γλάρωσε και ο Τομ, έτοιμος, του πήρε από το χέρι το ποτήρι - κρύσταλλο, πριν αποκοιμηθεί... Η νεαρή και όμορφη νοσοκόμα έβγαλε από την τσάντα της ένα καθρεπτάκι, κοιτάχτηκε με κοκεταρία και αυτοπεποίθηση... Είχε τόσα χρόνια ακόμη μπροστά της για να γεράσει, αλλά και ελπίδες να της πέσει, όχι ένα χούφταλο, αλλά ένας νέος και πλούσιος ασθενής...

 Ο μπάτλερ είχε βυθιστεί στις δικές του σκέψεις... Τα στοιχεία που είχε για το Σταύρο Λιβανό, έπρεπε να τα συγκεντρώ¬σει σε ένα ειδικό κεφάλαιο για το Χιώτη καραβοκύρη...

13. βίος Σταύρου  Λιβανού . 

.........

 Τι ήταν ο Σταύρος Λιβανός όταν ξεκίνησε; Ένας ναύτης στο καΐκι του πατέρα του, που κουβαλούσε Χιώτες και φορτίο στα νησιά κι αργότερα, όταν μεγάλωσε το σκάφος και ο ίδιος, έφτανε ως το Μισίρι, δηλαδή την Αίγυπτο... Όπως ο Νιάρχος, έτσι και ο Θωμάς, ήξερε απ' έξω κι ανακατωτά τη σταδιοδρομία του Λιβανού. Και τώρα που ο Κεφαλονίτης άκουγε κάποιες λέξεις και ονόματα στα παραμιλητά του αφεντικού του, έβγαζε από το ντοσιέ τις σημειώσεις του και τα αποκόμματα και τα συμβουλευότανε για το βιβλίο του:

Ο χιώτης ξεκίνησε τη σερμαγιά του με καΐκια, μετά αγόρασε ένα σαπιοκάραβο και το συμμόρφωσε σε πλεούμενο, αλλά πάντοτε με κίνδυνο να βρεθούνε στη θάλασσα πλήρωμα και φορτίο... Το 1927 ο Σταύρος Λιβανός είναι 36 χρονών, παντρεμένος με μια όμορφη κοπέλα, που έχει σχεδόν τα μισά του χρόνια, την Αριέτα. Ζουν σε ένα μικροαστικό σπίτι στο Λονδίνο κι από εκεί κοντά - σε ένα γραφειάκι - κλείνει ναυλοφορτώσεις στα καραβάκια του - όλα παλιά, μεταποιημένα - όπως λέει η γυναίκα του, που ράβει μόνη της τα φουστάνια της και μπαλώνει ακόμη τα εσώρουχα και μαντάρει τις κάλτσες του τσιγκούνη, όπως διηγείται αργότερα στους γαμπρούς της...

Είναι χρόνια που φτουράνε, γιατί ο Χιώτης καραβοκύρης, σφιχτοδεμένος με το πουγγί του και τη σωφροσύνη του, δεν αγοράζει μόνο σαράβαλα σκαριά, που τα μεταμορφώνει σε κερδοφόρα πλεούμενα, αλλά χτίζει και το πρώτο του φορτηγό σε βρετανικό ναυπηγείο... Και επειδή - όπως έλεγε - το καράβι είναι κουνέλα που γεννάει το ένα πίσω από το άλλο, πριν το 1930 έχει εφτά καινούργια πλοία και δύο κόρες. Μετά το 1930 έχει εξελιχθεί σε μεγάλο εφοπλιστικό όνομα του Σίτι και κανένας δεν σκέφτεται να σχολιάσει τα παλιομοδίτικα κοστούμια του και τα φτηνά ελληνικά τσιγάρα «Έθνος», που κάπνιζε ακόμη...

 Εκείνους τους καιρούς ο καπετάν Σταύρος ταξιδεύει - διά θαλάσσης - από το Λονδίνο, ως τον Πειραιά, τον Περσικό Κόλπο, τη Βόρεια και Νότια Αμερική και απουσιάζει από το σπίτι του ένα και δυο μήνες... Εδραιώνει αντιπροσώπους και γραφεία του παντού, γίνεται διεθνής, ενώ η Αριέτα στο Λονδίνο μετακομίζει με τα παιδιά της σε μεγαλύτερο σπίτι, αποκτά καμαριέρα, που έχει και καθήκοντα νταντάς για τις κόρες της και βοηθού μαγείρισσας, γιατί στην κουζίνα θέλει να έχει η ίδια τον πρώτο λόγο... Μετά, αποκτά και υπηρέτη -μπάτλερ τον λέγανε οι Εγγλέζοι-και σοφέρ... Δίνει και τσάγια με καλεσμένες αξιοπρεπείς κυρίες του Σίτι, που ξετρελαίνονται για τους μεζέδες καιτα γλυκά της τα χιώτικα... Ο άντρας της έχει αποκτήσει γνωριμίες και συναλλαγές με επώνυμους του ναυτιλιακού και επιχειρηματικού κύκλου της Αλβιόνας και τους εισάγει στο γαργάλημα του ουρανίσκου και στην απόλαυση του στομαχιού: Μαστίχα, ούζο, ελιές, σαρδελίτσα και φέτα... Το ζεύγος Λιβανού γίνεται περιζήτητο και οι θυγατέρες τους πηγαίνουν σε ακριβά σχολεία και αποκτούν αριστοκράτισσες φίλες...

Τα καλοκαίρια ο καπετάν Σταύρος έρχεται στη Χιό, προσκυνάει με κατάνυξη τις εικόνες, μεταλαμβάνει των Αχράντων Μυστηρίων... Είναι η εποχή των "Χρυσών Ελλήνων" καραβοκύρηδων, που δωρίζουν χρυσοποίκιλτα τέμπλα στις εκκλησίες του νησιού τους και κάνουν διακοπές σε καίκια-γιότ, ενώ ο Ωνάσης και ο Νιάρχος σκέφτονται ν΄αποχτήσουν θαλαμηγούς ακριβοθώτητες... Έφυγαν οι μαχαραγιάδες με τα παλάτια και τους ελέφαντες, έρχοναι οι στόλαρχοι με τα πλεούμενα...

Αυτά έβλεπε στον ύπνο του ο Νιάρχος, αυτά σκεφτότανε στο ξύπνιο του ο Τομ και όσο κι αν τον ταλαιπωρούσε τριάντα τόσα χρόνια ο τζαναμπέτης σερ, δεν μπορούσε παρά να τον θαυμάζει και να νιώθει δέος γι' αυτό το ιερό τέρας, τον τελευταίο Χρυσό Έλληνα, που ανεξάρτητα πως φερόταν στα νεύρα του, στο φυσιολογικό του ήταν ο πιο αριστοκράτης από οποιοδήποτε Ρωμιό εφοπλιστή... Ο πεθερός του υπήρξε πράγματι πρωτομάστορας των Ελλήνων εφοπλιστών με τις ροζιασμένες παλάμες, αλλά ο Ωνάσης και ο Νιάρχος ήσαν πρωτοπόροι αριστοκράτες της σύγχρονης ναυτιλίας, μαζί με τους άλλους Χρυσούς Έλληνες που κατηύγασαν το περίλαμπρο οικοδόμημά της. 

Η σκέψη του, όλες αυτές τις τελευταίες ημέρες της πνευματικής ανάκαμψης, απογειωνόταν από το ερειπωμένο σώμα του και γύριζε στα παλιά, ταξίδευε με τους πεθαμένους, που κάποτε ήσαν όχι μόνο ζωντανοί, αλλά και παντοδύναμοι οι άντρες, πανέμορφες οι γυναίκες... Να, ο Σταύρος Λιβανός, ανάμεσα στους δυο γαμπρούς του... Άξεστος, αθυρόστομος, απαιτητικός, δολοπλόκος, άπληστος, αλλά και γαλίφης όταν χρειαζόταν, ιδίως στη γυναίκα του, που κρατούσε την αρμαθιά με τα κλειδιά σε ντουλάπες, κασέλες και χρηματοκιβώτια... Όταν για πρώτη φορά φωτογραφήθηκαν οι τρεις τους - ήθελε το κάδρο η Αριέτα στο σαλόνι της - ο Χιώτης καραβοκύρης αναρωτήθηκε φωναχτά «ήθελα να 'ξερα,τι σας βρήκαν οι θυγατέρες μου και ξελογιαστήκνε: μπόι, ομορφιά, νταηλίκι;» Η γυναίκα του ήξερε τι βρήκαν οι κόρες τους στους γαμπρούς τους και του το 'πε: «Κάθε γυναίκα ονειρεύεται τον αδίστακτο κι άγριο αγαπητικό, που αν έχει αυτά τα προσόντα στη δουλειά του, θα τα διαθέτει και στο κρεβάτι.»

 " Βρε Άρη - ρώτησε μια μέρα ο πεθερός το γαμπρό του - έχεις τα προσόντα που χρειάζονται σ' ένα εφοπλιστή; Γιατί πολύ ντιστεγκέ σε βλέπω"... Ο Σμυρνιός του χαμογέλασε και καθώς παίζανε τάβλι - ο Χιώτης όλο τον έκλεβε - πιάσανε κουβέντα για ναύλους, φορτία και βαπόρια και να σε μια στιγμή ο πεθερός του εξομολογήθηκε ότι βρήκε σε στένεψη τον τάδε εφοπλιστή και θα του 'παιρνε το βαπόρι για ένα κομμάτι ψωμί... Παίξανε μια, δυο, τρεις παρτίδες, ο Λιβανός έτριβε τα χέρια που κέρδισε κι ο Ωνάσης πήγε προς νερού του σε μια στιγμή... Αργοπόρησε να γυρίσει. Που χάθηκες; τον ρώτησε... Τηλεφώνησα κι αγόρασα το καράβι για την Τίνα, είπε κι ο Χιώτης φρύαξε, αλλά η Αριέτα τον ηρέμησε: " Μη φωνάζεις, Σταύρο μου, γιατί το καράβι στην οικογένεια ήρθε"...

 Κάτι τέτοιες στιγμές, που ο Λιβανός τις διατυμπάνιζε, για να δείξει τι ξύπνιο γαμπρό έκανε, ο Νιάρχος ένιωθε έξω από την οικογένεια... Και για να μπει μέσα, έστυβε το μυαλό του και σοφιζόταν ιδέες και μεγαλεπίβολα σχέδια, την ίδια στιγμή που και ο μπατζανάκης του μεγαλουργούσε... Η αντιζηλία των δυο τους, έφερε τον ανταγωνισμό και το μίσος, που αν περιοριζότανε σ' ένα ρινγκ, σίγουρα θα ήτανε μέχρι τελικής πτώσεως... Ο πεθερός έτριβε τις ροζιασμένες παλάμες του - απομεινάρια από πριονίσματα και καλαφατίσματα παλιού καραβοκύρη - και χαιρότανε για την πρόοδο των γαμπρών του μέσω του ανταγωνισμού... Για στάσου, όμως, βρε γυναίκα - αναρωτιότανε συχνά - πολλούς παράδες σκορπίζουνε για το θεαθήναι οι πεζεβέγκηδες... Σπίτια στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στην Ελλάδα, φιγουροβάπορα (έτσι αποκαλούσετα γιότ), ιδιωτικά αεροπλάνα, ναύτες, πιλότοι, προσωπικό, καμαριέρες, μάγειροι, σοφέρ, κηπουροί, φύλακες σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης...

Γελούσε η καραβοκύρισσα, που με τη δική της επιμονή, διατηρούσαν σπίτια ανάλογα με τον πλούτο τους κι είχε στείλει τα παιδιά της να σπουδάσουν σε αριστοκρατικά σχολεία: Αμέ τι νόμισες, Σταύρο μου, ότι θα μπαίνανε οι γαμπροί και οι θυγατέρες μας στις κοσμικές στήλες, αν δεν ήσαν ανοιχτοχέρηδες;

— Σκορποχέρηδες, θέλεις να πεις, κοκόνα μου, γιατί αυτοί πετάνε τους παράδες από τα παράθυρα...

— Τα χρόνια πέρασαν, καπετάνιε μου, άλλαξαν οι καιροί... Εσύ όμως μένεις, ακόμη, στην εποχή «Λασπάκης - τροφοδοσία τέσσερα...»

— Εσύ, που τα έμαθες αυτά; θύμωσε ο Λιβανός.

— Πίσω από την πλάτη σου, άντρα μου, όλο τέτοια λένε και σε κουτσομπολεύουνε...

 — Τους έχω χεσμένους όλους, φρύαξε ο Λιβανός. — Κι εκείνοι, εσένα, μουρμούρισε η καπετάνισσα. 

  1073210731

*** Σταύρος και Ευγενία Λιβανού *** οι τρεις στόλαρχοι του 20ού αιώνα: Λιβανός Ωνάσης Νιάρχος

14. Αναμνήσεις καπετάν Ανδρέα

'Eνιωσε πάνω του τη σκιά του Κεφαλονίτη, έφυγαν οι αναμνήσεις, βρέθηκε στο σήμερα... Ήθελε όμως να ξαναγυρίσει στο παρελθόν και ρώτησε τον μπάτλερ του: Ρε κοπρίτη, τον θυμάσαι το Λιβανό, τότε που σου έδινε φτηνά φιλοδωρήματα για να μάθει πως φερόμουνα στη θυγατέρα του, τη μοσχαναθρεμμένη;

— Μα, τι λέτε, σερ... Ποτέ δεν έκανε κάτι τέτοιο...

— Αν ήσουνα από την Κορνουάλη, όπως διέδιδα, πιθανόν να μη με ρουφιάνευες... Περασμένα, ξεχασμένα όμως, διηγήσου μου σήμερα που έχω κέφια, κάνα περιστατικό από αυτά που μαζεύεις... Ή μήπως νομίζεις ότι δεν ξέρω ότι κόβεις αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά για τους εφοπλιστές κι εμ'ένα... Γιατί το κάνεις;

Ο Τομ είχε ξαφνιαστεί, αλλά, διαβόλου κάλτσα, σοφίστηκε μια δικαιολογία: Ξέρετε, σερ, ψέλλισε: Άλλοι μαζεύουν αποκόμματα για ηθοποιούς και τραγουδιστές, αθλητές... Εγώ έχω χόμπι με τους εφοπλιστές...

— Και κυρίως εμένα.

— Βέβαια, σερ, γιατί σας θαυμάζω.

-  Καλά... Για  θυμήσου  κάποιο  ευτράπελο  τιου  καπετάν  Σταύρου.

— Μπορώ να κάνω κάτι καλύτερο, σερ. Θυμόσαστε τον καπετάν Αντρέα Τσεσμελή,τον καπετάνιο που πριν έρθει σ' εσάς, δούλευε στο Λιβανό. Έβγαλε ένα βιβλιαράκι, με τις ναυτικές αναμνήσεις του κι εκεί μέσα έχει αρκετά περιστατικά, τόσο με το Λιβανό όσο και μ' εσάς. Το έχω στο δωμάτιο μου...

— Ακόμα εδώ είσαι; Πετάξου να το φέρεις.

Ώσπου να πάει να το βρει και να το φέρει ο μπάτλερ, το μεγάλο αφεντικό αποκοιμήθηκε, αλλά όταν ξύπνησε το βρήκε μπροστά στην πολυθρόνα του, έγνεψε στη νοσοκόμα να του το δώσει και βάζοντας τα γυαλιά με το φακό, άρχισε να το ξεφυλλίζει... Ένα βιβλιαράκι, ούτε 70 σελίδες, με τίτλο «Το οδοιπορικό ενός παλιού ναυτικού»... Εξώφυλλο, ένα μικρό επιβατηγό πλοίο με φουγάρο που κάπνιζε, ελληνική σημαία... Και πόλη και ημερομηνία έκδοσης: Αθήνα 1994... Είχε και φωτογραφίες πλοίων και ναυτικών... Δεν καλόβλεπε να διαβάσει και έβαλε τις φωνές: Τομ, Τομ... Σαν αστραπή βρέθηκε μπροστά του ο μπάτλερ, του έδωσε το βιβλίο: Διάβασε μου, πρόσταξε.

Ο Τομ είχε υπογραμμίσει ό,τι αναφερόταν στο Νιάρχο με κόκκινο κραγιόνι κι ό,τι στο Λιβανό με μπλε. Άρχισε να διαβάζει:

«Το 1958 μια μεγάλη κάμψη έγινε στη διεθνή εμπορική ναυτιλία και επέφερε αλλαγές στους μισθούς και στις υπερωρίες των πληρωμάτων, προς τα κάτω. Επίσης έγιναν περικοπές στα υλικά, στα χρώματα και στις τροφοδοσίες. Έδεσαν πολλά καράβια του Νιάρχου στο θαλάσσιο χώρο του Σκαραμαγκά, σε δέσμες το ένα δίπλα στο άλλο. Τα ναυπηγεία του Πολεμικού Ναυτικού αγοράστηκαν από την εταιρία του Νιάρχου, για να γίνουν ανανεωμένη επισκευαστική μονάδα, η μεγαλύτερη στην Ελλάδα, που σιγά σιγά έφτασε ν' απασχολεί 5.500 άτομα. Εργατοτεχνίτες, ναυπηγούς, μηχανικούς, προσωπικό λογιστηρίου κ.λπ. Δηλαδή, έγινε μια από τις μεγαλύτερες επισκευαστικές μονάδες της Ευρώπης.» Ο γέρος τον διέκοψε: «Για μένα, προσωπικά, τι γράφει;» Ο Τομ συνέχισε να διαβάζει: «Ο Νιάρχος μου ανέθεσε να βρω ένα κατάλληλο πρόσωπο, κατά προτίμηση ναυτικό, για να ελέγχει τις υπερωρίες των αξιωματικών, των μηχανικών και των πληρωμάτων των πλοίων, στο γραφείο του Λονδίνου. Εγώ πρότεινα όλο Έλληνες, αλλά ο Γκρέγκορι, ισχυρός διευθύνων της Νιάρχος Λόντον Λίμιτεντ, ήθελε Άγγλο και κωλυσιεργούσε... Τότε ήρθε ο Νιάρχος στο Λονδίνο και με κάλεσε στο γραφείο του και πολύ θυμωμένος μου λέγει: "Σου είπα να βρεις έναν άνθρωπο, ελεγκτή υπερωριών και συ δεν έκανες τίποτα..." Για να μην εκθέσω τους τότε διευθύνοντες, του απάντησα: "Μάλιστα, κύριε Νιάρχο, αλλά προσπαθούμε να βρούμε τον κατάλληλο..." "Τότε", μου λέγει, "τι σε πληρώνω;" Και σε πάρα πολύ θυμωμένο τόνο προσθέτει: "Να πας να φύγεις."»

Ο Τομ δίστασε να συνεχίσει, αλλά ο γέρος τον διέταξε: Διάβαζε ό,τι κι αν γράφει.

«Δεν άντεξα τότε και του λέγω μπροστά στον αείμνηστο Τρυπάνη: Σας δίνω μια βδομάδα ειδοποίηση να φέρετε αντικαταστάτη μου και να πάτε να, να...»

— Να γαμηθείτε... Έτσι μου είπε ο αρχικαπετάνιος... Συνέχισε.

«Να πάτε να να να... εγώ δεν ξεσκονίζω για την καρέκλα μου... Ας είναι, στο τέλος οι διευθυντές κατάλαβαν το λάθος τους και με πίεσαν να μη φύγω, λέγοντας μου ότι ο Νιάρχος όποιον αγαπάει τον βρίζει... Τελικά έμεινα, μου έκαναν και αύξηση".»

— Όλα αυτά έτσι ακριβώς έγιναν, όπως τα γράφει ο καπετάν Τσεσμελής... Πότε το έβγαλε το βιβλίο; Το 1994, δηλαδή πέρυσι. Τότε θα ζει ακόμη ο μπαγάσας... Τι με κοιτάζεις σαν ηλίθιος; Το διάβασες πριν λίγο... Πεντέμισι χιλιάδες προσωπικό είχα μόνο στα ναυπηγεία! Και στα βαπόρια μου πόσος κόσμος δεν έφαγε, όχι μόνο ψωμί, αλλά νοικοκυρεύτηκε, αγόρασε σπίτια, σπούδασε παιδιά, έδωσε προίκες... Θυμάσαι, Τομ, πόσα φορτηγά και τάνκερ είχα;

— Δεν θυμάμαι ακριβώς, σερ.

— Ούτε εγώ, αλλά τότε είχα το μεγαλύτερο στόλο φορτηγών και τάνκερ του κόσμου, περισσότερο από το μισό εμπορικό στόλο της Γαλλίας! Θεέ μου και τι δεν είχα: Έξι φορτηγά των 20 χιλιάδων τόνων, πέντε των 25, δώδεκα των 40! Και τάνκερ: Δέκα των 46 χιλιάδων τόνων, τέσσερα των 110, πέντε σούπερ των 240 χιλιάδων τόνων! Και πόσα άλλα...

Ο μπάτλερ έκανε πως κοίταζε το γέρο, αλλά μόνο τη φωνή του άκουγε, γιατί η σκέψη του έτρεχε, πίσω την εποχή του στόλαρχου, με το τεράστιο «Ν» στις τσιμινιέρες των πλοίων του... Δίπλα ο Φελίξ ποτέ δεν θα καταλάβαινε σε ποιο άντρο, ποιανού ανήμερου θεριού είχε μπει... Ο Τομ θυμότανε και τα είχε καταγράψει στο ντοσιέ του, ότι εκείνη την εποχή τα βαπόρια του Μεγάλου είχαν πληρώματα, τα 22 Έλληνες, τα 12 Γερμανούς, τα 10 Εγγλέζους, τα 8 Ιταλούς και βάλε και τους Ινδούς με τα σαρίκια...

— Θυμάσαι Τομ; Από το Λονδίνο κατευθύναμε τις ναυλώσεις και κάναμε τις ασφάλειες, στον Πειραιά φτιάχναμε τα ελληνικά πληρώματα, στο Αμβούργο τους Γερμανούς, στη Γένοβα τους Ιταλούς...

Ο γιατρός πλησίασε και στάθηκε πάνω από το γέρο: Καλημέρα σας κύριε Νιάρχο. Μια χαρά σας βλέπω σήμερα.

— Μια χαρά και δυο τρομάρες, είπε ελληνικά και μετά συμπλήρωσε αγγλικά: Γιατρέ, προσπαθώ να κάνω δυο πράματαπου κανένας από εσάς τους φωστήρες της επιστήμης δεν με συμβούλεψε να κάνω: Σκέφτομαι συνέχεια και μιλάω όσο μπορώ περισσότερο, για να προπονώ το μυαλό μου και τη γλώσσα μου. Τι άλλο να κάνω; Δεν μου επιτρέπετε να φάω καπνιστό σολομό, να πιω ούζο και να κατευθύνω τις επιχειρήσεις μου... Και ασφαλώς, ούτε να κάνω έρωτα μπορώ... Τι άλλο μου μέ¬νει, για να μη καταντήσω φυτό; Η συνεχής σκέψη και λογο-διάρροια...

Ο γιατρός έκανε τα συνηθισμένα, για να δικαιολογήσει την παρουσία του, υποκλίθηκε ταπεινά κι έφυγε να πάει στο δωμάτιο του, ώσπου να αλλάξει η βάρδια του... Την ίδια στιγμή επέστρεφε ο Τομ με κάτι αποκόμματα στα χέρια κι ο γέρος τον ρώτησε, τι είναι αυτά; Ο Κεφαλονίτης του είπε:

— Μου είχατε ζητήσει, σερ, αναμνήσεις από το Λιβανό. Σας τις έφερα κι αν δεν είσαστε κουρασμένος, να σας διαβάσω μερικές.

Ο στόλαρχος έκανε μια γκριμάτσα χαμόγελου, έγνεψε στη νοσοκόμα να τον βολέψει καλύτερα στην πολυθρόνα και είπε ελληνικά στον Τομ:

— Ούτε έσκαβα, ούτε όργωνα, έλεγε ο πατέρας μου... Έλα, λοιπόν, πιο κοντά και διάβασε μου.

— Είναι αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά... Α¬ κούστε, λοιπόν, τι γράφανε για το συχωρεμένο:

«Ο Σταύρος Λιβανός έλεγε: Η πρώτη γέννα βαποριού είναι δύσκολη. Τα φορτία και οι ναύλοι κοιλοπονάνε και να, αρχίζουν και ξεπετάγονται το δεύτερο, το τρίτο, σαν κουνέλια, που σκαρίζουνε σε λιμάνια και θάλασσες... Παρακάτω, απαντούσε σε ερώτηση δημοσιογράφου ναυ¬τιλιακού περιοδικού: Με κατηγορούν για τσιγκούνη, αλλά δεν είμαι σκορποχέρης και φιγουρατζής, σαν κάποιους νε¬όκοπους εφοπλιστές. Το έχω ξαναπεί, έτσι είμαστε εμείς οι Χιώτες, νοικοκύρηδες, που ανεβήκαμε τάξη, παλεύοντας με τη θάλασσα κι από βαρκάρηδες γίναμε καϊκτζήδες, καραβοκύρηδες και ποιος μας πιάνει πια, εφοπλιστές στο Σίτι.»

Ο Τομ πήρε μια ανάσα και συνέχισε:

«Η Αριέτα Λιβανού έλεγε στις κόρες της ότι ο πατέρας τους την έβαζε να του αλλάζει τους τριμμένους καβάλους στα παντελόνια... Ο Ωνάσης, όταν ήταν πρόξενος στο Μπουένος Άιρες, ερχότανε σ' επαφή με πλοιοκτήτες και καπετάνιους κι είχε μάθει φοβερές ιστορίες... Στα πρώτα του βαπόρια ο Λιβανός έστελνε στα πληρώματα σκουλι-κιασμένο αλεύρι και πολυκαιρινές κονσέρβες κι απόφευγε να τα αναθέτει σε καπετάνιους που απαιτούσανε καλή τροφοδοσία... Στα τέλη της δεκαετίας του 50, σ' ένα γκαζάδικο, είχε για καπετάνιο κάποιον Λασπάκη, που δεχότανε για κάθε μέλος του πληρώματος του το ευτελές ποσό των τεσσάρων σελινιών την ημέρα, όταν οι δυο γαμπροί του Λιβανού πλήρωναν δέκα σελίνια... Περιβόητα ήσαν τα τηλεγραφήματα, από τα ναυτιλιακά γραφεία της εταιρίας Σταύρου Λιβανού, στους καπετάνιους των πλοίων του πριν σαλπάρουν: Τροφοδοσία Λασπάκη -τέσσερα σελίνια!» - Χι, χι, χι...

Το γέλιο του οτόλαρχου αντήχησε και πάλι, μόλις τέλειωσε το διάβασμα του Τομ κι ο Φελίξ κατάλαβε ότι ο παλιός του είχε πάρει, ουσιαστικά, τη θέση...

— Ξεκουμπιστείτε κι οι δύο, θέλω να κοιμηθώ, μουρμούρισε ο Μεγάλος κι έγειρε το κεφάλι στην πολυθρόνα.

Η νοσοκόμα έβαλε την παλάμη της στο μέτωπο του και ψιθύρισε στο γιατρό, που είχει προβάλει από την πόρτα, «έχει λίγο πυρετό»... Άγγιξε κι εκείνος την παλάμη του στο μέτωπο του και τους έγνεψε να απομακρυνθούν... Πήγαν όλοι στην άλλη άκρη του σαλονιού και ο γιατρός τους είπε «ας τον αφή¬σουμε να αποκοιμηθεί»... Βγήκαν, εκτός από τη νοσοκόμα, που έμεινε καθισμένη με ένα περιοδικό στα χέρια...

Ο Τομ, με τα αποκόμματα στα χέρια, αποσύρθηκε στην άλλη άκρη του καθιστικού και συνέχισε να διαβάζει... Σε λίγο, όμως, ακούστηκε η φωνή του γέρου, που συνήθιζε να λαγοκοιμάται κάνα δεκάλεπτο και μετά θυμότανε -ο ακατάβλητος γέρος- τα πριν λίγο καθέκαστα!

Ο στόλαρχος γρύλλιζε πάλι: Τεμπέλαρε, γιατί σταμάτησες να μου διαβάζεις;

Ο Τομ πλησίασε, κάθισε κοντά του κι άρχισε να διαβάζει πάλι:

«Όταν ο γερο Λιβανός, μάθαινε ότι το πλήρωμα θα του ζητούσε καλύτερη τροφοδοσία, τους μάζευε γύρω του και τους ξάφνιαζε, ανακοινώνοντας τους νέα από τις οικογένειες τους... Είχε φροντίσει να μάθει τα μικρά ονόματα και τις ασχολίες του κάθε οικείου τους και έλεγε ότι μόλις είχε γυρίσει από τη Χίο: — Λοστρόμε, έχεις πολλούς χαιρετισμούς από τη γυναίκα σου Άννα και το γιο σου Θοδωρή... Λαδωτή, ο γιος σου Μιχαλάκης πήρε άριστα στην αριθμητική -καπετάνιο θα τον κάνουμε. Κι εσένα καμαρότε, γέννησε η γουρούνα της μάνας σου έξι γουρουνάκια... Μετά, άρχιζε τις ορμήνιες και τις συμβουλές και τα παράπονα, ότι δεν πήγαιναν καλά οι ναύλοι και να τον βοηθή¬σουν όλοι, να μη δέσει το καράβι... — Είμαστε όλοι μια οικογένεια κι εγώ ο πατέρας σας, έστειλα στα σπίτια σας από ένα τσουβάλι αλεύρι και από ένα μπετόνι λάδι...»

— Αυτά, σερ, είπε ο Τομ.

Ο γέρος γελούσε ξεψυχισμένα και σχολίασε: Αυτός ήταν ο Λιβανός... Στο τέλος όλοι του φιλούσαν το χέρι... Χι, χι, χι...

Ο Νιάρχος σταμάτησε το χάχανο, γιατί δεν είχε άλλη δύναμη κι ο μπάτλερ χαιρότανε που, όχι μόνο δεν τον είχε αποπάρει, αλλά έδειχνε κατενθουσιασμένος με το κείμενο.

— Σε καλό σου, Τομ, καιρό είχα να γελάσω... Για συνέχισε. Ο Κεφαλονίτης ξανάσκυψε στα χαρτιά του:

«Την εποχή της ηρωικής ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, υπήρχε ένας καπετάνιος του Λιβανού, που αργότερα απόκτησε δικό του καράβι, ονόματι Αγγελικούσης. Τι σοφίστηκε, λοιπόν... Σε μια περίοδο που ένα ή δύο αυγά την εβδομάδα για το μέλος του πληρώματος ήταν πολυ¬τέλεια, εκείνος καλούσε ιδιαίτερα στην καμπίνα τον κάθε ναύτη και του έδινε ένα αυγό, με την εντολή να το φάει κρυφά από τους άλλους και να πετάξει τα τσόφλια στη θάλασσα... Όταν, λοιπόν, οι ναύτες δούλευαν στο αμπάρι, έσκυβε ο καπετάνιος από το άνοιγμα του και φώναζε: "Όποιος πήρε το αυγό, να δουλεύει περισσότερο"...»

Την άλλη μέρα ο γέρος είχε πάλι όρεξη για κουβέντα και φώναξε τον Τομ να του διαβάσει από το βιβλιαράκι του Τσεσμελή. «Δεν μου το τέλειωσες», του είπε. Ο μπάτλερ ήταν διστακτικός:

— Ο γιατρός, σερ, απαγορεύει τα δυσάρεστα.

— Και ποια είναι αυτά;

— Οι ναυτικές τραγωδίες και οι πνιγμοί.

— Εδώ που έφτασα, τι πιο τραγικό από την κατάντια μου; Διάβασε μου, λοιπόν, σε διατάζω.

— Ότι πείτε, σερ. Σας τα διαβάζω όπως είναι γραμμένα:

«Και τελικά, για να πληρώσω φόρο τιμής στους ναυτικούς που χάθηκαν σε ατυχήματα των καραβιών της εταιρίας του Ομίλου Νιάρχου, επωνύμων και ανωνύμων, παρόλο που έχουν περάσει μέχρι σήμερα πολλά χρόνια, ας ευχηθούμε όλοι εμείς που απομείναμε, αιωνία η μνήμη τους και κάθε ευτυχία στις οικογένειες τους, αν μπορεί να λεχθεί έτσι...»

Ο Τομ κοντοστάθηκε, αλλά ο αφεντικός του μουρμούρισε «όπο.)ς και να λεχθεί, έτσι ή αλλιώς, η ζωή συνεχίζεται» και του έγνεψε να διαβάσει παρακάτω:

«Ατύχημα «Ουόρλντ Γκλόρι» στις ακτές της Νότιας Αφρικής, 1957. Νεκροί, ο πλοίαρχος Δ. Ανδρουτσόπουλος, ο υποπλοίαρχος, ο πρώτος μηχανικός και άλλα δέκα μέλη του πληρώματος. Ατύχημα «Ουόρλντ Άρμονι» στο Βόσπορο, Δεκέμβριος 1960. Νεκροί ο πλοίαρχος Α. Μπαρτζής, ο υποπλοίαρχος Χριστοδούλου, μετά της συζύγου του, ο πρώτος μηχανικός και άλλα δέκα μέλη του πληρώματος. Ατύχημα «Ουόρλντ Σκάι» στις ακτές της Αραβίας. Νε¬κροί ο ανθυποπλοίαρχος Γ. Κιβωτός και άλλα δέκα μέλη του πληρώματος. Ατύχημα «Ουόρλντ Σπλέντουρ» στις ακτές της Πορτογαλίας. Νεκρός ο υποπλοίαρχος Μ. Ισμιρίδης και μαζί του οκτώ Ινδοί, μέλη του πληρώματος. Ατύχημα «Ουόρλντ Ντέιλ» στην Αραβική θάλασσα. Νεκρός ο αντλιωρός Αντώνης Χαλαβατζής...»

— Μη συνεχίζεις. Επίλογο έχει;

«Στις οικογένειες των παραπάνω ο Όμιλος Νιάρχου προ¬σπάθησε να απαλύνει τον πόνο τους, κατά κάποιο τρόπο, και όσο ήτανε δυνατό, ηθικά και οικονομικά.»

Ο γέρος άκουγε σκυφτός, δεν έβγαζε άχνα, ώσπου ρώτησε αν υπάρχουν και λεπτομέρειες. Κι όταν ο Τομ του είπε «λίγες», του έγνεψε να συνεχίσει.

«Προσάραξη του «Ουόρλντ Σκάι» και βύθιση στα Κούρια Μουριά της Αραβίας. Σ' αυτό το ατύχημα χάθηκαν 11 άνδρες του πληρώματος.

— Αυτά μόνο; Για μένα δεν γράφει τίποτε άλλο;

— Γράφει:

«Χειμώνας 1960, Δεκέμβριος. Το πρώτο σούπερ τάν-κερ, που η βασίλισσα Φρειδερίκη βάφτισε στο λιμάνι του Πειραιά, με ελληνική σημαία, ήταντο «Παγκόσμιος Αρμονία». Ταξίδευε προς το Νοβοροσίσκ, στο Βόσπορο κοντά στην έξοδο της Μαύρης Θάλασσας, όταν σε μια στροφή 90 μοι¬ρών τράκαρε με ένα γιουγκοσλάβικο τάνκερ, φορτωμένο βενζίνη... Προκλήθηκε τρομερή έκρηξη και η γύρω θάλασσα καιγόταν για πολλές ώρες... Από τους Γιουγκοσλάβους χάθηκαν πάρα πολλοί, από τους δικούς μας 13... Ανάμεσα τους ο πλοίαρχος Αριστείδης Μπαρτζής, ο νεαρός υποπλοίαρχος Ιάσων Χριστοδουλου με τη νεαρή σύζυγο του... Το ζεύγος Χριστοδουλου άφησε ορφανό το αγοράκι τους που ήταν 6 μηνών και το βάφτισαν με το όνομα του πατέρα του... Μεγάλωσε με τους παππούδες του και με κάποια υλική βοήθεια από την εταιρία Νιάρχου μέχρι να ενηλικιωθεί...»

Ο γέρος είχε γίνει πιο κίτρινος, από ό,τι ήτανε πριν, σαν φλουρί και ψιθύρισε: Εκεί στο Βόσπορο χάθηκε και ο πρώτος μηχανικός Βασίλης Βασιλείου... Συνέχισε.

«Μετά το σήμα που πήραμε στον Πειραιά, για το ατύ¬χημα, ο υποφαινόμενος πέταξε στο μέρος της τραγωδίας και μετά πήγε στο νοσοκομείο της ανατολικής πλευράς του Βοσπόρου, όπου είχαν μεταφερθεί με εγκαύματα οι διασωθέντες... Το ίδιο βράδυ, στις 2 η ώρα, έφθασε με το αεροπλάνο του ο Σταύρος Νιάρχος, που τον περίμε¬να στο αεροδρόμιο και μου ζήτησε να τον πάω στο νο¬σοκομείο... Του λέγω, δεν θα μας δεχθούν τέτοια ώρα, όπως δεν μας δέχθηκαν, στις 3 η ώρα που φτάσαμε... Το πρωί της άλλης μέρας ο Νιάρχος ζήτησε αυτοκίνητο α¬πό το στέλεχος του στην Πόλη Άλντο Καμπανέρ και του το έφερε στην πίσω πόρτα του ξενοδοχείου, γιατί το α¬φεντικό δεν ήθελε δημοσιότητα... Όταν μπήκαμε στο αυ¬τοκίνητο ο Άλντο τον ρωτάει "για που κύριε Νιάρχο" κι εκείνος του λέει με σιγανή φωνή "πρώτα στον παπά"... Ο άλλος δεν κατάλαβε και ο Νιάρχος του ξαναλέει "στον παπά, δηλαδή στον πατριάρχη, ρε γαμώ το»... Πήγαμε πρώτα στον πατριάρχη Αθηναγόρα, που τον ήξερε από τη Νέα Υόρκη, τότε που είχε παντρέψει τον Ωνάση και μετά τον ίδιο, με τις θυγατέρες του Λιβανού... Μετά από πολλές ημέρες, όταν οι τραυματίες έφυγαν, έγινε από τον πατριάρχη μνημόσυνο των θανόντων και μετά φύγα¬με από την Πόλη με τα στελέχη της εταιρίας Λογοθέτη και Αντζουλάτο...» Ο στόλαρχος, ζαρωμένος στην πολυθρόνα του, έκανε νόημα στον μπάτλερ να φύγει. Εκείνος μάζεψε τα χαρτιά του και καθώς πήγαινε στο δωμάτιο του, σκεφτόταν ότι ο Νιάρχος δεν είχε κάνει την τεράστια περιουσία του μόνο με τις μεγαλοφυείς ιδέες του... Γι' αυτό, το απόγευμα ξανάφερε το βιβλια¬ράκι του καπετάν Τσεσμελη και με τη συγκατάθεση του αφεντικού, του διάβασε:

Το «Ουόρλντ Κόνκορντ», τάνκερ 35.000 τόνων, το χει¬μώνα του 1954, πλέοντος στην Ιρλανδική θάλασσα συνά¬ντησε τρομερή θαλασσοταραχή με κύματα 25 ποδών... Σε μια στιγμή το καράβι βρέθηκε σε δύο κορυφές κυμάτων, η μέση του έμεινε στο κενό, με αποτέλεσμα να κοπεί στα δύο, αλλά ευτυχώς, χωρίς να χαθούν ανθρώπινες ζωές... Όταν κόπασε η μεγάλη θαλασσοταραχή ο πλοίαρχος Νί- κος Αθανασίου μου ανέθεσε μια ριψοκίνδυνη αποστολή... Με μηχανικούς, ηλεκτρολόγους και θερμαστές -όλους Έλληνες- περάσαμε με ρυμουλκό στο πρυμιό κομμάτι του πλοίου, που επέπλεε, ανάψαμε τα καζάνια, που α-τμοποίησαν και έκαναν να λειτουργήσουν οι ηλεκτρομη¬χανές, αντλίες και όλα τα βοηθητικά μηχανήματα... Το πρυμιό ρυμουλκήθηκε στο λιμάνι ΟΑΗΕίΟΟΚ κοντά στη Γλασκόβη... Μετά με τον κάπτεν Τζορτζ Τέιλορ και συ¬νεργείο, ανεβήκαμε στο πλωριό κομμάτι του πλοίου, που είχε παρασυρθεί από τα ρεύματα και είχε προσαράξει στην ανατολική πλευρά της Βόρειας Ιρλανδίας... Με μια μικρή ομάδα ανδρών, κάτω από συνθήκες παγωνιάς, ερ¬γαζόμαστε σχεδόν νηστικοί, με μια μικρή θερμάστρα πε¬τρελαίου, αποκομμένοι από τον κόσμο... Τρώγαμε κρύο φαγητό από κονσέρβες, σαρδέλες και ρέγγες, με μονα¬δικό ζεστό ρόφημα τσάι... Τελικά έγινε το θαύμα, ρυ¬μουλκήθηκε και το πλωριό και έγινε η συγκόλληση του «Ουόρλντ Κόνκορντ» στα ναυπηγεία ΜΕΠΟΑΝΤΕϋΕ στην Αμβέρσα... Μετά έξι μήνες το σούπερ τάνκερ εκείνης της εποχής ήταν και πάλι καλοτάξιδο...»

Ο Σταύρος Νιάρχος, ακούγοντας αυτό το κείμενο -ανάμνηση του καπετάν Αντρέα Τσεσμελή, έκλαιγε, ενώ ο μπάτλερ και η νοσοκόμα, βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, μη ξέροντας πως ν' αντιδράσουν... Ο στόλαρχος τους έκανε νόημα να απομακρυνθούν και καθώς προσπαθούσε να σκουπίσει τα μάτια του, μουρμούρισε: Μόνο εγώ ο δύστυχος δεν θα μπορέσω να συγκολληθώ ποτέ πια...

0012  0027

Ο καπετάν Ανδρέας Τσεσμελής  και ο καπετάν Μιχάλης Πειθής, δίπλα στο Λιβανό. τέτοιοι θαλασσόλυκοι στήριξαν τους Έλληνες στόλαρχους που κυριάρχησαν στους ωκεανούς και κατέστησαν  την εμπορική μας ναυτιλία πρώτη στο κόσμο

15. Σπαρτιάτικη αγωγή

Ο Θανάσης Αντωνόπουλος, έγκριτος δημοσιογράφος σήμερα, θυμάται τότε που έκανε μάθημα ελληνικών στο Φίλιππο Νιάρχο, ένα παιδί υπάκουο, πλήρως υποταγμένο στον πατέρα του, που κυριολεκτικά τον έτρεμε: Αποκτήστε εφόδια, έλεγε στα παιδιά του, γιατί με μόνο τα λεφτά μου δεν θα έχετε εξασφαλισμένο μέλλον... Έχω δει ζάπλουτους που τα παιδιά τους έμειναν στο δρόμο γιατί δεν ήσαν σε θέση να τα καθοδηγήσουν σωστά και η επανάπαυσή τους και ο εφησυχασμός στην κληρονομιά των γονιών τους, τα οδήγησαν στην πτώχευση... Αν δεν μπορείς ο ίδιος να εποπτεύεις τις επιχειρήσεις σου, τότε σίγουρα οι νομικοί σύμβουλοι, οι διευθυντές σου, οι συμβουλάτορες και οι τράπεζες, θα σε αφήσουν στο δρόμο...

Ο Νιάρχος είχε τα παιδιά του, από μικρά σούζα, και τα δασκάλευε: Ήρθατε σε έναν κόσμο άγριο, απάνθρωπο... Αν δεν σφυρηλατηθείτε με πονηριά και σκληράδα, σε συνδυασμό με την εργατικότητα, πάει, χαθήκατε, θα σας κατασπαράξουν...

— Μα, τι κάθεσαι και λες στα παιδιά; επενέβαινε η μάνα τους.

         Ξέρω τι λέω... Είναι τυχερά που έχουν εμένα πατέρα και φρόντισα να μη τους λείψει τίποτε, αλλά πρέπει να τα προει­ δοποιήσω... Η κοινωνία είναι γεμάτη από ξεπεσμένους άφρο­ νες, και ηλίθιους απογόνους πανέξυπνων προγόνων...

Ένα καλοκαίρι τα είχε στείλει με το δάσκαλο τους σε ένα βρετανικό πύργο, που για να τον συντηρήσει ο απόγονος της κομητείας, δεχόταν τουρίστες με εισιτήριο... Όταν επέστρε­ψαν στο δικό τους μέγαρο κι έτρωγαν με χρυσά μαχαιροπίρου­να, ο πατέρας τους είπε:            Η κάστα των άλλοτε ευγενών και πλουσίων έχει παρακμά­ σει και αντικαθίσταται κι εναλλάσσεται από καινούργιους... Οι θυρεοί, τα οικοσημα σκουριασανε, οι στολές των θαλαμηπόλων και των υποτακτικών λειώσανε... Τίτλοι, φίρμες, τραπεζίτες, ερ­γοστασιάρχες, εφοπλιστές, τσιφλικάδες, ξέπεσαν... Περιουσί­ες κολοσσιαίες χάθηκαν... Οι παππούδες και το πολύ οι πατε­ράδες χτίζουν, οι γιοι και τα εγγόνια γκρεμίζουν... Παλιά, οι ευ­γενείς και οι πλούσιοι ήσαν σοφότεροι των σημερινών... Στον πρωτότοκο κληροδοτούσαν τον τίτλο, τον πύργο, τα κτήματα,το δεύτερο τον έκαναν κληρικό, για να τον ζουν οι θρησκευόμε­νοι, και τον τρίτο τον έστελναν στο στρατό, για να εξασφαλίσει τροφή, ντύσιμο, μισθό και πλιάτσικο... Ο πρώτος, κρατούσε ψη­λά το οικόσημο και την περιουσία κι οι άλλοι δύο, μπορούσανε να γίνουν επίσκοποι, αρχιεπίσκοποι, καρδινάλιοι, ανώτεροι α­ξιωματικοί, στρατηγοί, μεγάλοι πολέμαρχοι... Κάτι, λοιπόν, πρέ­πει να σκεφτώ και για σας, για να μη μου σκορπίσετε το βίος μου...

Ο μικρότερος, ο Κωνσταντίνος, που του είχε δώσει το όνο­μα του νεαρού βασιλιά της Ελλάδας, όσο μεγάλωνε, άκουγε τις παραινέσεις του πατέρα του και χασκογελούσε... Σκεφτόταν ότι, όταν μεγάλωνε, δεν ήταν ανάγκη να δουλεύει τόσο σκληρά σαν τον πατέρα του, που τον ξυπνούσαν τα τηλέφωνα και τα fax, ημέρα και νύχτα.   Γιατί, μπαμπά, σε ξυπνάνε και τη νύχτα; τον είχε ρωτήσει όταν ήταν ακόμη μικρούλης.

         Γιατί, γιε μου, η Γη είναι στρογγυλή κι όταν εμείς κοιμό­ μαστηνύχτα, αυτοί που είναι κάτω από τα πόδια μας, έχουν ημέρα και εργάζονται...

Μετά, του έδειξε το χάρτη, με τα καρφιτσωμένα σημαιάκια των φορτηγών και των τάνκερ (που είχε σε όλα τα γραφεία, τα σπίτια του και στη θαλαμηγό του) και του είπε: Βλέπεις, Κωνσταντίνε, αυτά τα βαποράκια σε θάλασσες, ωκεανούς και λιμάνια; Δικά μας είναι και οι καπετάνιοι τους με συμβουλεύονται με το ραδιοτηλέφωνο σε κάθε στιγμή... Γι' αυτό, αγόρι μου, επειδή βλέπω ότι αγαπάς τα βαπόρια, όταν μεγαλώσεις θα σε κάνω αρχικαπετάνιο τους.

Ο Κωνσταντίνος αγαπούσε τη θάλασσα και τα πλεούμενα, ιδιαίτερα τα κρις κραφτ, αλλά δεν ήταν υπάκουος και εργατικός σαν τα μεγαλύτερα αδέλφια του... Κι όταν ο πατέρας του τον παρατηρούσε για τους μέτριους βαθμούς του, τον αφόπλιζε με ένα υπέροχο χαμόγελο: Μα, μπαμπακούλη μου, δεν είπαμε ότι εγώ θα ασχοληθώ με τη θάλασσα; Να, κοίταξε, στη Γεωγραφία έχω άριστα.

— Κατεργαρούλη, γελούσε ο Νιάρχος και οι μεγαλύτεροι γιοι του ζήλευαν που δεν τον μάλωνε, όπως αυτούς.

Ατσίδα το στερνοπούλι, όσο μεγάλωνε, ένιωθε πολύ τυχερό παιδί, αφού το καλοκαίρι απολάμβανε τη θάλασσα και τον ήλιο στη Σπετσοπούλα κι έσκιζε τα κύματα με το κρις κραφτ του... Και το χειμώνα, στις διακοπές των Χριστουγέννων, τα Σαββατοκύριακα, έπαιζε στα χιόνια και απολάμβανε τη θαλπωρή στο τζάκι... Ό,τι παιγνίδι ήθελε κι ό,τι ποθούσε η ψυχή του, το αποκτούσε, κι αν δυστροπούσε ο πατέρας του, του το αγόραζε η μητέρα του... Στην εφηβεία του ο Κωνστανίνος αμπελοφιλοσοφούσε (τη λέξη την είχε μάθει από τον πατέρα του) και έβγαζε το συμπέρασμα ότι θα ήταν ηλίθιος να δουλέψει τόσο σκληρά όσο ο γονιός του, που είχε φροντίσει να εξασφαλίσει όλο το Νιαρχέικο και τα εγγόνια και τα δισέγγονα του... Ήθελε να τον ρωτήσει, γιατί εξακολουθούσε να κοιμάται ελάχιστες ώρες και τις περισσότερες, ακόμη και μέσα στο αεροπλάνο, ήταν απασχολημένος με τα τηλέφωνα και τα fax και παίδευε διαρκώς τους υποτακτικούς του;

Ας τόνε να λέει -σκεφτόταν ο μικρός- μόλις τελειώσω τις σπουδές μου, θα μπω σε ένα κότερο με φίλους και γκόμενες και θα οργώσω τη Μεσόγειο και μετά την Καραϊβική... Τον καλόπιανε από τώρα τον πατέρα του και όταν τον έβρισκε εύκαιρο -κάνα Σαββατοκύριακο ή στις γιορτές- τον ρωτούσε για τα κατορθώματα του στη Μάχη του Ατλαντικού... Οπότε μια μέρα, του ξεφούρνισε μια ερώτηση-μπόμπα: Πατέρα, μήπως προοδεύουν στη ζωή, όχι τόσο οι άξιοι, όσο οι ριψοκίνδυνοι και οι τυχεροί;

— Εξήγησε μου τι ακριβώς θέλεις να πεις; απόρησε ο Νιάρ¬ χος, γιατί ο μικρός έκανε ερωτήσεις, που ποτέ δεν είχαν τολ¬ μήσει τα μεγαλύτερα αδέλφια του.

— Θέλω να πω, πατέρα, ότι πολλοί επιτυχημένοι περνιού¬ νται για ξύπνιοι, επειδή ευνοήθηκαν από την τύχη...

— Μέσα σ' αυτούς είμαι κι εγώ; Μη φοβάσαι, απάντησε μου αυτό που πιστεύεις...

— Πατέρα, σε έχω ακούσει να λες, ότι γλίτωσες από θαύμα στους τορπιλισμούς των Γερμανών κι ότι ήταν σαν να πέρασες πάνω από ναρκοπέδιο χωρίς να πατήσεις νάρκη...

Ο γέρος θυμότανε αυτό το διάλογο με το μικρό -που σίγουρα ήταν το θρασύ του παιδί- και προσπαθούσε να φέρει στη μνήμη του πως είχε τελειώσει αυτή τους η στιχομυθία... Α, ναι... Το είχε χαϊδέψει στο κεφάλι και του είχε πει με ύφος πολύξερου και πεπειραμένου: Οι ευκαιρίες Κωνσταντίνε, παιδί μου, είναι και τυχερές... Τολμάς και περνάς ένα ναρκοπέδιο και όλοι λένε, τι θάρρος, τι τόλμη! Σε κάνουν ήρωα! Πατάς τη νάρκη, γίνεσαι κομμάτια και κουνάνε το κεφάλι: Τον ηλίθιο, το μαλάκα, θα πουν...

— Δηλαδή, μπαμπά -είχε συμπεράνει ο μικρός- κάποιοι παραλίγο μαλάκες, γίνονται ήρωες!

— Χίλαριιιιιι...

Η γραμματέας έτρεξε κοντά του: Μάλιστα, σερ.

— Πάρε χαρτί και μολύβι και γράψε: Κωνσταντίνε, παιδί μου, κάποτε μου είπες ότι κάποιοι παραλίγο μαλάκες γίνονται ήρωες... Μάθε, λοιπόν, ότι η αντίστροφη μέτρηση άρχισε κι ένας τέτοιος ήρωας εξελίχθηκε σε μαλάκα καθηλωμένο πάνω σε αναπηρική πολυθρόνα...

Ο γέρος, με βουρκωμένο το ένα μάτι, συνέχισε: Στείλ' το αμέσως στο προσωπικό φαχ του Κωνσταντίνου... Κι εξαφανιστείτε όλοι σας από μπροστά μου.

Ο γέρος ακούμπησε πίσω το κεφάλι κι άρχισε να σκέφτεται ότι οι γιοι του τον κρατούσαν έγκλειστο σε 600 τετραγωνικά μέτρα, ώσπου να τον χώσουν στο φέρετρο, που θα ταξίδευε, πάνω από τον Ατλαντικό, που σίγουρα στα κύματα του θα έ¬πλεαν τα καράβια του... Έφερε στη μνήμη του τον καπετάν Ανδρέα Βεργωτή, που εφτά ολόκληρα χρόνια ένα τάνκερ του περιέφερε το φέρετρο του σε θάλασσες και ωκεανούς... Αυτή ήταν η τελευταία του θέληση: Να τοποθετηθεί το εφτασφράγιστο φέρετρο του στην καμπίνα του πλοιοκτήτη και να ταξιδέ¬ψει σε όλα τα λιμάνια της οικουμένης, πριν ενταφιαστεί στην Κεφαλονιά.

Ο Νιάρχος μονολογούσε πάλι: Εγώ, ο μέγας στόλαρχος, που γλίτωσα από νάρκες και τορπίλες, που απόκτησα τα περισσότερα πλούτη από κάθε άλλο Έλληνα, αλλά και Ευρωπαίο, τι είδους κηδεία μου αρμόζει;

Καθώς η νοσοκόμα -που ήταν υποχρεωμένη να μένει κοντά του, ακόμη κι όταν φώναζε να φύγουν όλοι- του σκούπιζε το ιδρωμένο μέτωπο με χαρτομάντιλα που μοσχοβολούσαν λεμονανθό, ο Νιάρχος αμπελοφιλοσοφούσε πάλι... Παρομοίαζε τον εαυτό του με στυμμένο λεμόνι, που το είχαν πετάξει σαν μουχλιασμένη λεμονόκουπα... Για μια ακόμη φορά, μέσα στην αδυναμία του ν΄αντιδράσει, ήταν τρομοκρατημένος. Είχε μάθει ότι ο Τομ Πάππας,αετονύχης κι΄αυτός, είχε καταντήσει εγκαταλειμμένος σε γηροκομείο... Συτό το φοβερό μυαλό σε ιδέες και ενεργητικότητα, είχε πάθει μαλάκυνση του εγκεφάλου... Όχι θεέ μου,μή... Κανένας δεν ξέρει τί τέλος θά έχει...

ΚΛΙΚ  ΕΔΩ  για  τη  συνέχεια


προστέθηκε στις: Τρίτη 25.11.2014

 
 

:: αρχική :: προφίλ :: επικοινωνία :: εικόνες

© Δημήτρης Λιμπερόπουλος :: ...Webmaster