.  » αρχική σελίδα

 :: Επιλέξτε θέμα προς προβολή ::



ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ κεφάλαια 12 - 22






12. Ευγενία  Λιβανού  Eugenia

Ο γέρος είχε πάλι εφιάλτη... Έβλεπε στον ύπνο του τη δεύτερη γυναίκα του, τη Μέλπω, νέα και ωραία, με νεαρούς καβαλιέρους, να χαριεντίζεται και να μην του δίνει σημασία, αν και της έγνεφε να τον προσέξει...


— Μέλπω, αγάπη μου, την εκλιπαρούσε.


 — Ψεύτη...
μπαγαπόντη...

 Αυτά τα λόγια, με την αντρική φωνή, δεν τα άκουσε η νοσοκόμα, αλλά μόνο ο άρρωστος, που, όπως φαίνεται, βρισκόταν ανάμεσα στο ξύπνιο και στον ύπνο, γιατί μισάνοιξε τα μάτια του και με το καλό του δεν είδε κανένα, εκτός από την κοπέλα που διάβαζε... Πως, λοιπόν, άκουσε εκεί δίπλα του αντρική φωνή να τον αποκαλεί ελληνικά ψεύτη και μπαγαπόντη... Έτσι τον είχε αποκαλέσει κάποτε ο Ωνάσης, αλλά αυτός είχε πεθάνει χρόνια τώρα... Ξανάκλεισε τα μάτια κι ανάμεσα στο ξύπνιο και στον ύπνο του, βρέθηκε στη Νέα Υόρκη του 1946, τότε που στο λόμπι του «Πλάζα» έπινε το μπουρμπόν του, παραμονεύοντας τη δεκαεφτάχρονη θυγατέρα του Λιβανού, την Αθηνά, που έβγαινε με τη μεγαλύτερη αδελφή της, την Ευγενία, για να πάνε στα μαγαζιά ή στο πάρκο, όπου η μικρή έκανε ποδήλατο ή ιππασία... Η μάνα τους, η Αριέτα, ήταν μια ψηλή κι αδύνατη δυναμική γυναίκα, πάντοτε καλοντυμένη και ευγενική... Κύριο μέλημα της, στην αρχή, ο άντρας της, που τον σουλούπωσε σιγά - σιγά και τον έμαθε να δέχεται συχνότερα τον κουρέα, τον πουκαμίσα και το ράφτη του... Λένε, ότι ο Χιώτης καραβοκύρης απόφευγε να μπανιαριστεί, χαριτολογώντας ότι δεν ήθελε το σώμα του να χάσει τη μυρωδιά της θάλασσας και της μαστίχας...

 Σκεφτόταν ο Νιάρχος: «Ενώ εγώ ο δανδής, μοσχομύριζα... Είχα και τα καραβάκια μου, αποκτημένα με την εργατικότητα και την εξυπνάδα μου.»

 — Μπαγαπόντη... Με λεφτά των μπαρμπάδων σου τα αγόρασες στο όνομα σου...

 Να πάλι αυτή η γεμάτη κακοήθεια φωνή... Έμοιαζε με του Άρη, αλλά αυτός είχε πεθάνει... Ας φωνάζει από ψηλά, ο ζουμπάς, ο φιγουρατζής, που μου έφαγε το ουρί του Παραδείσου... Σίγουρα στην Κόλαση θα βρίσκεται και παρεμβαίνει στις σκέψεις μου... Τι σκεφτόμουνα; Α, ναι, τη νεαρή τότε Τίνα που την ορεγόμουνα και τη λιμπιζόμουνα χωρίς όμως να μου δίνει σημασία... Και πως να μου δώσει αυτό το καστανό αγγελούδι με τα λακκάκια στα μάγουλα και τα χυτά μπουτάκια, που με αναστάτωνε ως το σώβρακο... Επιδίωκα ν' αποκτήσω οικειότητα με τη μητέρα της, σε κάποια τσάγια στο «Πλάζα», αλλά δεν το κατόρθωνα... Κάποιες φορές εμφανιζόταν η μικρή, αναψοκοκκινισμένη από το ποδήλατο ή την ιππασία που έκανε στο Σέντραλ Πάρκ, αλλά ούτε με πρόσεχε... Μόνο μια φορά, έτσι ξαφνικά, με ρώτησε, που αγόρασα την υπέροχη γραβάτα μου και μετά, ένιωσα την αναπνοή της, καθώς έσκυψε να μυρίσει το φρέσκο γαρίφαλο στην μπουτονιέρα μου... Η μητέρα της τη μάλωσε και μου δικαιολογήθηκε «είναι παιδί ακόμη» ... Το κατάλαβα σε λίγες ημέρες ότι δεν ήταν παιδί, αλλά μια ερωτευμένη κοπέλα, που είχε χαρίσει στον άντρα που θαύμαζε μια παρόμοια γραβάτα... Και εκείνος, που δεν ήταν άλλος από τον Αριστοτέλη Ωνάση, είχε στην μπουτονιέρα του ένα κατακόκκινο γαρίφαλο, κομμένο από την τεράστια ανθοδέσμη που είχε φέρει στην Αριέτα Λιβανού.

 Μια μέρα τον άκουσε τον Σμυρνιό να λέει στην καραβοκύρισσα, ότι συμπαθούσε τη μικρή, γιατί είχε αρχαιοελληνικό όνομα: Αθηνά! Και καμάρωνε ο πονηρός: Τους γονείς μου τους λένε Σωκράτη και Πηνελόπη, το θείο μου Αλέξανδρο, τις αδελφές μου Άρτεμη, Μερόπη, Καλλιρρόη...

Τα έφερνε στη μνήμη του ξανά και ξανά... Την ορεγότανε την Αθηνά, που τη φωνάζανε Τίνα, ο τριανταεφτάχρονος  Νιάρχος, αλλά σημασία δεν έδινε στη μεγαλύτερη αδελφή της, την Ευγενία, που τη φώναζαν Τζένη... Κι αυτή όμορφη ήταν, αλλά λίγο ψυχρή κι όχι σκερτσόζα σαν τη μικρή... Θα περιμένω - σκεφτότανε - να μεγαλώσει λίγο, να πάρω και το διαζύγιο από τη Μέλπω και θα τη ζητήσω από το Λιβανό... Μια μέρα, όμως, κατάλαβε, ότι η μικρή ανήκε στον Ωνάση, που από εκείνη τη στιγμή έγινε ο πιο μισητός εχθρός του... Έκανε βόλτα στο Σέντραλ Παρκ, όταν πέρασε δίπλα του σαν αστραπή με το ποδήλατο της και να την ακολουθεί ορθοπεταλιά, ο Αριστος ο γερομπαμπαλής... Κάθισε σ' ένα παγκάκι και μετά από λίγο τους είδε να επιστρέφουν με τα ποδήλατα τους, το ένα δίπλα στο άλλο, να κρατιούνται από τους ώμους και να χαριεντίζονται σαν ερωτευμένα μαθητούδια...

 Στο «Πλάζα» φιλοδώρησε τον κονσιέρζ και, το και το, έμαθε ότι από καιρό είχε βουίξει το ξενοδοχείο για τον ζουμπά και το δεκαεφτάρικο... Πήγε να κρεπάρει, δεν ήξερε πως ν' αντιδράσει και τι σχέδια να καταστρώσει για να του τη φάει, ώσπου η μικρή εξαφανίστηκε... Καινούργιο φιλοδώρημα, πρόσφατα νέα... Η Τίνα είχε σπάσει το πόδι της στην ιππασία, έμενε κλεισμένη στη σουίτα και καθώς ο Λιβανός έλειπε στο Λονδίνο, ο Ωνάσης της έκανε ώρες παρέα, με την αβάντα της Αριέτας, που τον ήθελε για γαμπρό της... Όταν το έμαθε ο Χιώτης, αγρίεψε, του έκλεισε την πόρτα, αλλά άμα θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να 'χει ο πεθερός...

Η μπόμπα έσκασε, όταν αναγγέλθηκε ο γάμος στις νεοϋορκέζικες και ομογενειακές εφημερίδες και η κοσμική στήλη των Τάιμς σχολίασε ότι ενώνονται δύο ναυτιλιακοί κολοσσοί... Ποιός κολοσσός -θύμωσε ο Λιβανός- αφού ο γαμπρός δεν είχε ούτε το ένα πέμπτο του στόλου του... Γελούσε ο Ωνάσης, σχολιάζοντας ότι όσα βαπόρια είχε ήσαν καταδικά του, ενώ εκείνος θα τα μοίραζε σε μερίδια, στα παιδιά του... Με αυτό το πλευρό να κοιμάται, ξαναθύμωνε ο πεθερός, που έκανε γαμήλιο δώρο στην κόρη του ένα βαπόρι κι αυτό με απλήρωτες τις μισές δόσεις αγοράς του...

Ο γάμος  έγινε τον  Δεκέμβρη του  1946  στον  Ορθόδοξο  Καθεδρικό  ναό  της  Νέας  Υόρκης  από  τον  αρχιεπίσκοπο  Αθηναγόρα  με   κουμπάρο  τον εφοπλιστή  Ανδρέα  Εμπειρίκο. Οι  εφοπλιστές  που  σνομπάριζαν  το  νεόκοπο  καραβοκύρη  Σμυρνιό  ήρθαν  τελικά  συν  γυναιξί  και  τέκνοις...   

Το  γαμήλιο  δείπνο  στη  μεγάλη  αίθουσα  του  ξενοδοχείου. Οι  νεόνυμφοι   ανάμεσα στον αρχιεπίσκοπο, στον πατριάρχη των Ελλήνων εφοπλιστών και πεθερό του γαμπρού Σταύρο Λιβανό και τη γυναίκα του Αριέτα, στον πρόεδρο της Τουέντιθ Σέντσουρι Φοξ Σπύρο Σκούρα και στις κεφαλές των μεγαλοεφοπλιστών και της ομογένειας ! Ο Νιάρχος είχε συγχαρεί το γαμπρό και τη νύφη με ψεύτικο χαμόγελο και πήγε στη θέση του, στα πίσω τραπέζια, με κάποιους μικροεφοπλιστές και κα-πετανέους... Φαγοπότι, δυο ορχήστρες - μια ξένη και μια ελληνική - προπόσεις κι ευχές, χορός που τον άνοιξαν η νύφη κι ο γαμπρός...

 Πανάθεμά σε μνήμη, που τα ξετρυπώνεις όλα...

 Να και η Ευγενία Λιβανού, μελαχρινή και όμορφη κι αυτή, αλλά όχι σαν τη νύφη, που χόρευε ένα αργεντίνικο παθητικό ταγκό με το γαμπρό... Σηκώθηκε ο Νιάρχος με το λυγερό κι ευκίνητο περπάτημα του, μέσα στο κομψό σμόκιν του και πλησίασε τη μεγάλη κόρη του Λιβανού:

 — Μπορώ να έχω αυτό το χορό;

 Η κόρη του μεγαλοεφοπλιστή, χαμογέλασε υπεροπτικά και άπλωσε το δαντελοφορεμένο ντελικάτο χέρι της στην πρόσκληση του κομψού άντρα, που την οδήγησε στην πίστα... Εκείνη τη στιγμή τέλειωνε το ταγκό κι άρχιζε το βαλς, όπου ο Ωνάσης υστερούσε. έναντι του νοτιοαμερικάνικου ρυθμού, που αποτελούσε το φόρτε του...

 Ο Νιάρχος στροβίλιζε την ντάμα του στα «Κύματα του Δουνάβεως» με αυτοπεποίθηση κι εκείνη είχε αφεθεί στην καθοδήγηση του με χάρη, μεθυσμένη από Γιόχαν Στράους... Όταν σταμάτησε η μουσική, όλοι χειροκρότησαν το ζευγάρι και μόνο τότε η Ευγενία Λιβανού πρόσεξε ότι τα υπόλοιπα ζευγάρια είχαν αποσυρθεί από την πίστα, για να τους θαυμάσουν... Δεν εντόπισε όμως τη ματιά του καβαλιέρου της, που έψαχνε να βρει τη νύφη, που αφοσιωμένη στο γαμπρό χαριεντιζόταν μαζί του τρισευτυχισμένη κι όπως δεν μπορούσε να το κρύψει από κανένα, ερωτευμένη... Εκείνη τη νύχτα ο Νιάρχος ένιωθε μέσα του να τον πλημμυρίζει και να τον καίει σαν λάβα, ο πόθος του για τη μικρή κόρη του Χιώτη καραβοκύρη, που θα την απολάμβανε ο άλλος... Λυσσομανούσε και δάγκωνε τα σκεπάσματα του, καθώς ο γαμπρός θα χαιρόταν τη νυφική παστάδα... Το είχε πει κι εκείνος ο σαλιάρης μπεκροκανάτας στο τραπέζι: Απόψε ο τυχερός γαμπρός, με τη μεγάλη πείρα που έχει στις γυναίκες, θα προβεί σε ανομολόγητες και ακατονόμαστες πράξεις...

 Έμενε η σκέψη του στα τέλη του 1946, όταν το μελισσολόι της ελληνικής εφοπλιστικής οικογένειας της Νέας Υόρκης, βομβούσε γύρω από το γαμήλιο ταξίδι του σαραντάχρονου γαμπρού και της δεκαεφτάχρονης νυφούλας. Οι Έλληνες παράγουν μέλι, αλλά έχουν κεντριά σφήκας, έλεγε ο Σπύρος Σκούρας, που όλοι τον ρωτούσαν (λόγω της στενής φιλίας του με τον Ωνάση) που βρίσκονται οι νεόνυμφοι... Είχαν εξαφανιστεί για πενήντα μερόνυχτα - γεγονός εκπληκτικό για το γαμπρό, που ποτέ δεν είχε απομακρυνθεί τόσο διάστημα από το γραφείο του... Η Τίνα έστελνε απανωτές κάρτες στη μητέρα της Αριέτα κι εκείνη τις έδειχνε κατενθουσιασμένη στις φίλες της... Έτσι όλοι μάθαιναν ότι το ταξίδι του μέλιτος συνεχιζόταν με ποταμόπλοιο στο Νότο, ως κάτω τη Φλόριντα... Και μετά, στη Νότια Αμερική, όπου άνοιγαν φίλοι του γαμπρού τα σαλόνια τους, αλλά κι εκείνος έκανε δεξιώσεις - αστραπή, γιατί περισσότερο τον ενδιέφερε η κρεβατοκάμαρα των βασιλικών σουιτών που είχε κλείσει σε πολυτελή ξενοδοχεία..

 Ο Γράτσος είχε συχνή τηλεφωνική επαφή με τον Άρη κι ήταν ο μόνος που ήξερε τις μετακινήσεις του, γιατί είχε αναλάβει και τη φροντίδα να του ετοιμάσει το διαμέρισμα στο Σάτον Σκουέρ, όπου θα έμενε το ζεύγος... Ο Ωνάσης είχε αναθέσει σε αρχιτέκτονα - διακοσμητή, σύμφωνα, όμως, με τις δικές του προδιαγραφές, τη διαμόρφωση του κι όταν γύριζαν θα πρόσθετε και η Τίνα, με κάποιες αγορές, το δικό τους γούστο... Οι φήμες κυκλοφορούσαν για τη φωλιά του Άρη και της Τίνας, που είχε κοστίσει στον πεθερό 500.000 δολάρια, αλλά ο γαμπρός θα το διακοσμούσε με άλλα τόσα... Τα άκουγε όλα αυτά ο Νιάρχος, ακυβέρνητο καραβάκι ακόμη στο Μανχάταν, και ζήλευε τον Σμυρνιό, που όχι μόνο απολάμβανε στη Φλόριντα, στο Μπουένος Άιρες και στο Μοντεβίδεο το ουρί του παραδείσου, αλλά είχε ρίξει και άγκυρα στο απάνεμο λιμάνι του πατριάρχη των Ελλήνων εφοπλιστών... Ο χωρατατζής Σκούρας διέδιδε λεπτομέρειες για τη νύχτα που διακόρεψε ο γαμπρός τη νύφη κι ο Νιάρχος σκύλιαζε... Ήταν σίγουρος ότι ο Ωνάσης θα είχε γλυκάνει τη μικρούλα και θα της είχε αποκαλύψει τι εστί βερίκοκο από την εποχή που μπαινόβγαινε στο «Πλάζα»... Γι' αυτό η μικρή έκανε σαν τρελή να τον παντρευτεί, για να τον έχει διαρκώς στο κρεβάτι της...

 Κάθε μπαρ έχει τον πολυλογά μπεκρή του και το «Πλάζα» είχε εκείνο το γερο Έλληνα καπετάνιο, που σαλιάριζε και νευρίαζε το Νιάρχο. Έλεγε: «Ο Ωνάσης διαθέτει καουτσουκένιο κατάρτι, που το μπήγει σε βαρκούλες, σκούνες και φρεγάτες, που τις κάνει να αρμενίζουνε... Τον ξέρω καλά από τις μπουρ-δελότσαρκες που κάναμε μαζί στο Μπουένος Άιρες» ...

 Εκείνη την περίοδο ο Νιάρχος αντίκριζε με μίσος τον Λιβανό  κι αν τολμούσε θα τον σκαμπίλιζε δημοσίως, γιατί είχε ενδώσει στις ορέξεις του μεσήλικα εραστή της 17χρονης κόρης του και του την είχε παραδώσει... Και στην Ελλάδα και στην Ανατολή υπήρχε μια παράδοση οι τσιφλικάδες και οι πασάδες να απολαμβάνουν κοριτσόπουλα, αλλά πως ήταν δυνατόν ένας Λιβανός, ο πρύτανης της ελληνικής ναυτιλίας, να υποκύψει σε ένα αταίριαστο γάμο ανάμεσα στη μικρή του κόρη και στον κατά 23 ως 26 χρόνια μεγαλύτερο της γαμπρό... Μισούσε και το Σκούρα και το Γράτσο, που μαζί με τον ελληνικής καταγωγής ηθοποιό Αλεξάντερ Σκούρμπι, πίνανε τα ουζάκια τους και φανταζόντουσαν τα ακατονόμαστα όργια που θα έκανε ο εκμαυλιστής γαμπρός στη νυφούλα... Ο Κώστας Γράτσος, δεξί χέρι στις επιχειρήσεις του Ωνάση και τρόφιμος κι αυτός των μπαρ, αλλά και ελληνικών κέντρων, έλεγε συχνά με θαυμασμό: Ξέρεις τι εστί Άρης; Τρόφιμος μπορντέλων της Σμύρνης, του Πειραιά και του Μπουένος Άιρες, μόρτης, αγαπητικός ώριμων κυριών και εκμαυλιστής παρθένων, νυχτερινός τηλεφωνητής, καπνέμπορος του ποδαριού, κοντραμπατζής της θάλασσας και φαλαινοθήρας, μεγαλοφυής και παράτολμος, στόλαρχος, που αφού πιει την τζούρα του και τα κοπανήσει, τρελαίνει τη γυναίκα στο κρεβάτι και πριν κοιμηθεί κάνει γονατιστός την προσευχή του...

Τα έφερνε στη μνήμη του ο γέρος και σκύλιαζε, όπως τότε που είχε ρωτήσει μια κοινή τους ερωμένη - πόρνη πολυτελείας - τι είδους εραστής ήταν ο Σμυρνιός και του είχε πει: Ο Άρης χρησιμοποιεί κάθε μέλος του σώματος του, από τη γλώσσα, το σαγόνι, τα δάχτυλα του και το πέος του, που έχει το χάρισμα να το κατευθύνει και να μην τον κατευθύνει... Μουρμουρίζει λόγια αγάπης, πάθους και ξετσιπωσιάς, όλα τη στιγμή που πρέπει, καθώς μέσα στο σκοτάδι της καμπίνας του, η ανταύγεια του καντράν της τηλεόρασης πέφτει στα γυμνά κορμιά και τους δίνει υπερφυσικές διαστάσεις...

- Εκμαυλιστή, σάτυρε, μουρμούριζε ο γέρος στην πολυθρόνα του κι ο Φελίξ έσκυψε και τον ρώτησε ελληνικά:

 - Είσαστε καλά, σερ; Το αφεντικό του, κατάλαβε ότι παραμιλούσε, τον κοίταξε μισοκακόμοιρα με το ένα μάτι και του είπε οργισμένος: - Καλάμια...

Έγνεψε στη νοσοκόμα να καθίσει κοντά του, έχωσε το δάχτυλο στο αυτί του και προσπάθησε να στερεώσει το ακουστικό... «Πανάθεμα την επιστήμη και τις εφευρέσεις της- ψιθύρισε - γυαλιά, ακουστικά, τεχνητά χέρια και πόδια ανακάλυψε, μόνο όργανο δεν βρήκε για να γαμούν οι γέροι» ... Κοίταξε πονηρά το μίνι της νοσοκόμας... «Κι όμως, υπάρχουν κάποια γιαπωνέζικα εργαλεία, αλλά χωρίς σωματική διέγερση δεν υπάρχει ηδονή»...

 Ξαφνικά έγνεψε στον μπάτλερ να πλησιάσει και τον ρώτησε: «Πως είπαμε πως σε λένε εσένα;»

 - Φελίξ.

 - Δεν μου λες, Φελίξ, με θυμάσαι πως ήμουνα το 1946 - 47,τότε που αποφάσισα να παντρευτώ την κόρη του Λιβανού;

 Ο Φελίξ σάστισε, γιατί εκείνη την εποχή δεν είχε γεννηθεί ακόμη, αλλά ένας καλά εκπαιδευμένος μπάτλερ έχει πάντοτε μια απάντηση που να ικανοποιεί το αφεντικό του: Δεν είχα την τύχη, σερ, να σας υπηρετώ τότε... Σας έχω δει, όμως, σερ, σε φωτογραφίες... Κομψός, αεράτος, όμορφος, σικ, σβέλτος...

 - Όλα αυτά εγώ ήμουνα, κολακεύτηκε χαχανίζοντας ο γέρος.

 Ο Φελίξ παραμέρισε, γιατί είχε πλησιάσει ο γιατρός με το πιεσόμετρο και το θερμόμετρο στα χέρια, διακριτικά χαμογελαστός, σαν όλους τους υποτακτικούς του, που λες και είχαν φερμουάρ στο στόμα και το ανοιγόκλειναν ανάλογα με τις στιγμιαίες διαθέσεις του... Ξαφνικά του ήρθε στο νου ο Σταύρος Λιβανός... Έτσι, απότομα, έβγαζε πρόσωπα και γεγονότα από το παρελθόν και με την ανάμνηση τους ξεχνούσε την παρούσα τραγική του κατάσταση... Θυμότανε τον πεθερό του στο κρεβάτι, να μπαινοβγαίνει ο γιατρός και να ανησυχούν η γυναίκα του και οι κόρες του... Είχε την καρδιά του ο Λιβανός και κάθε φορά που πάθαινε, έστω και μικρή κρίση, τον έπιανε πανικός γιατί κάποιες δουλειές του βρισκόντουσαν σε εξέλιξη και δεν εμπιστευόταν κανένα να τις αναλάβει... 

 Όταν έφυγε ο γιατρός, ο γερος, ούτε είχε ακούσει το συμπέρασμα του («καλά πάμε και σήμερα, κύριε Σταύρο»), γιατί η σκέψη του ταξίδευε, ακόμη, πενήντα χρόνια πριν, όταν είχε στεφανωθεί τη μεγάλη κόρη του Χιώτη... Δεν ήθελε να του τη δώσει ο πατριάρχης των Ελλήνων εφοπλιστών, αλλά η καπετάνισσα Αριέτα τον είχε συμβουλέψει «να τη δώσουμε, γιατί, αφού παντρεύτηκε η μικρή, να μη μείνει το κουσούρι της γεροντοκόρης στη μεγάλη»...

 Είχε πλησιάσει η νοσοκόμα και του σκούπιζε το μέτωπο και το πρόσωπο με τα μυρωδάτα χαρτομάντιλα... Της έπιασε το χέρι και της έγνεψε να καθίσει κοντά του... Και νομίζοντας ότι αυτά που σκεφτόταν από το παρελθόν, τα διηγείτο, συνέχισε να εξιστορεί στα ελληνικά, χωρίς η κοπέλα να καταλαβαίνει ούτε λέξη:

 — Λοιπόν, τι έλεγα καλό μου κορίτσι; Α, ναι... Πρώτος στο ψηστήρι, είπα στην Ευγενία ότι είχα αποτύχει στους δύο γάμους μου, γιατί με είχε απορροφήσει η προσπάθεια μου να κάνω περιουσία... Πήγα κι εθελοντής στον πόλεμο, για την πατρίδα, έχασα τη σειρά μου... Αλλά, να, όμως, που την ξαναβρήκα, δημιουργώντας στόλο φορτηγών και τάνκερ... Το μόνο που μου λείπει - της είπα - είναι μια Ελληνίδα σύζυγος, να της αφοσιωθώ, να κάνουμε οικογένεια, παιδιά, ν' αγοράσουμε από ένα σπίτι στη Νέα Υόρκη και στο Λονδίνο, ένα σαλέ στην Ελβετία και μια παραθαλάσσια βίλα στην Ελλάδα...

Τα θυμόταν ο γέρος, σα να 'τανε τώρα, και συνέχισε, αυτή τη φορά στα αγγλικά:

 Δεν θυμάμαι, όμως, αν ήμουνα πραγματικά συγκινημένος ή υποκρινόμουνα στην εξομολόγηση μου στην Τζένη, γιατί της μιλούσα για μοναξιά και μελαγχολία... Της φίλησα το χέρι κι εξαφανίστηκα... Την άλλη ημέρα - όταν ξύπνησε η κόρη του Λιβανού - την περίμενε στο σαλόνι ο διευθυντής του Τίφανι με ένα ακριβό κόσμημα... Στην κάρτα, έγραφε: «Εις ανάμνησιν του μεθυστικού μας βαλς...» Είχα στείλει και ακριβό δώρο στο γάμο της Τίνας, οτο «Πλάζα», για να το δει ο Λιβανός... Και λουλούδια, τόσο στην Τζένη, όσο και στην Αριέτα Λιβανού...

 Το μπαρμπούτι θέλει μπαλαμουτι, κατέληξε ελληνικά ο γέρος και η νοσοκόμα σκεφτότανε την γκίνια της, να της πέσει ένας τόσο διάσημος ασθενής, αλλά ξοφλημένος ως άντρας...

 Η κοπέλα σκεφτότανε τα δικά της, ενώ ο γέρος εξακολουθούσε να βρίσκεται μισό αιώνα πίσω, όταν έγινε γαμπρός του Λιβανού, αλλά και μπατζανάκης του Ωνάση... Κομψό το ζευγάρι, είχε ανοίξει το χορό στη γαμήλια δεξίωση κι οι προσκεκλημένοι - Έλληνες εφοπλιστές οι περισσότεροι - σχολίαζαν ότι μετά τον ένα «αλεξιπτωτιστή», μπήκε κι ο δεύτερος στο Λιβανέικο...

 Ο στόλαρχος θυμότανε που η πεθερά - ατσίδα, τον είχε προειδοποιήσει:

 — Πρόσεξε, Σταύρο, γαμπρούλη μου, γιατί μπορεί να είσαι λύκος, αλλά δεν θα σε αφήσω να καταβροχθίσεις την κοκκινοσκουφίτσα... Θα είσαι υπό την άγρυπνη παρακολούθηση μου...

— Σιγά τον πολυέλαιο, είπε από μέσα του ο γαμπρός και υποκριτικά της φίλησε το χέρι... Ποιός τον έπιανε μετά, με δεκάξι Λίμπερτι και πεθερό το Σταύρο Λιβανό, άρχισε να αλωνίζει τα σαλόνια και να αυλακώνει με το αυτοκρατορικό του «Ν» στις τσιμινιέρες σε θάλασσες κι ωκεανούς...

 — Τοοόμ... Βάλε μου το φασινέισον, που μ' αρέσει.

 Η φωνή του Νατ Κιγκ Κολ, άρχισε να σεργιανάει στους πανάκριβους πίνακες, στους κρυστάλλινους πολυελαίους, στις αντίκες, στα περσικά χαλιά... Ο Νιάρχος, για μια στιγμή μόνο, νόμισε ότι βρισκόταν πενήντα χρόνια πίσω κι είχε στην αγκαλιά του την κόρη του Λιβανού... Όχι όμως αυτή που έκανε γυναίκα του, αλλά την αδελφή της που είχε παντρευτεί τον Άρη...

 — Τοοοόμ, το ηδύποτό μου, φώναξε ξαφνικά, καταλαβαίνοντας ότι είχε κυλίσει μισός αιώνας...

 Ο Κεφαλονίτης χαμογέλασε, γιατί από τότε που είχαν δει μια κασέτα με τον κωμικό Νίκο Ρίζο (που αποκαλούσε το λικέρ ηδύποτο) ζητούσε με αυτό τον χαρακτηρισμό την τζούρα του... Ο γέρος είπε στην κοπέλα:

— Πήγαινε στον καναπέ σου, ν' απολαύσεις, μακριά από ένα γέρικο κουφάρι, το φασινέισον... Και όταν τελειώσει η βάρδια σου, τρέχα όσο μπορείς πιο γρήγορα στο αγόρι σου, γιατί ούτε που θα καταλάβεις πότε θα γεράσεις κι εσύ, όπως τόσα άλλα ολόφρεσκα λουλούδια που ήξερα...

 Έβρεξε τα αποστεγνωμένα χείλη του με το ποτό, γλάρωσε και ο Τομ, έτοιμος, του πήρε από το χέρι το ποτήρι - κρύσταλλο, πριν αποκοιμηθεί... Η νεαρή και όμορφη νοσοκόμα έβγαλε από την τσάντα της ένα καθρεπτάκι, κοιτάχτηκε με κοκεταρία και αυτοπεποίθηση... Είχε τόσα χρόνια ακόμη μπροστά της για να γεράσει, αλλά και ελπίδες να της πέσει, όχι ένα χούφταλο, αλλά ένας νέος και πλούσιος ασθενής...

 Ο μπάτλερ είχε βυθιστεί στις δικές του σκέψεις... Τα στοιχεία που είχε για το Σταύρο Λιβανό, έπρεπε να τα συγκεντρώσει σε ένα ειδικό κεφάλαιο για το Χιώτη καραβοκύρη...

13. βίος Σταύρου  Λιβανού . 

1073210731

 Σταύρος και Ευγενία Λιβανού  -  Λιβανός Ωνάσης Νιάρχος

Ένα από τα πρόσωπα  που έφερνε  συχνά  στη  μνήμη  του ο στόλαρχος  ήταν ο Σταύρος Λιβανός ο  πατριάρχης  των  Ελλήνων  εφοπλιστών. Ήταν  τυχερός  που  δεν  έζησε  ως  την  εποχή  των  τραγικών  θανάτων των  κοριτσιών του  και  των  εγγονιών του. Τον  θυμότανε  τον  Χιωτη  στο  ξενοδοχείο <<Πλάζα>> με  τη  γυναίκα  του  τις  θυγατέρες του  και  το  γιό  του. Μονόχνωτος, με  κάλους στις  παλάμες  από το κουπί  που τραβούσε νέος, ποτέ  δεν  σε  κοίταζε  στα  μάτια  κι΄ ακόμη  όταν  σε  χαιρετούσε  διά  χειραψίας...  Για  καιρό  ο  Νιάρχος  δεν  ήταν  σίγουρος  ότι  ο  πεθερός  του  γνώριζε  τα  χαρακτηριστικά  του  προσώπου  του  γαμπρού  του.  Ο άλλος  γαμπρός όμως,  ο  Ωνάσης,  όταν  κατάλαβε  ότι  ο  Χι'ωτης  φερόταν  έτσι,  δεν  του  άφησε  το  χέρι  και  τον  ανάγκασε  να  τον  κοιτάξει τον  Σμυρνιό,  κατάματα.       

 Τι ήταν ο Σταύρος Λιβανός όταν ξεκίνησε; Ένας ναύτης στο καΐκι του πατέρα του, που κουβαλούσε Χιώτες και φορτίο στα νησιά κι αργότερα, όταν μεγάλωσε το σκάφος και ο ίδιος, έφτανε ως το Μισίρι, δηλαδή την Αίγυπτο... Όπως ο Νιάρχος, έτσι και ο Θωμάς, ήξερε απ' έξω κι ανακατωτά τη σταδιοδρομία του Λιβανού. Και τώρα που ο Κεφαλονίτης άκουγε κάποιες λέξεις και ονόματα στα παραμιλητά του αφεντικού του, έβγαζε από το ντοσιέ τις σημειώσεις του και τα αποκόμματα και τα συμβουλευότανε για το βιβλίο του:

Ο χιώτης ξεκίνησε τη σερμαγιά του με καΐκια, μετά αγόρασε ένα σαπιοκάραβο και το συμμόρφωσε σε πλεούμενο, αλλά πάντοτε με κίνδυνο να βρεθούνε στη θάλασσα πλήρωμα και φορτίο... Το 1927 ο Σταύρος Λιβανός είναι 36 χρονών, παντρεμένος με μια όμορφη κοπέλα, που έχει σχεδόν τα μισά του χρόνια, την Αριέτα. Ζουν σε ένα μικροαστικό σπίτι στο Λονδίνο κι από εκεί κοντά - σε ένα γραφειάκι - κλείνει ναυλοφορτώσεις στα καραβάκια του - όλα παλιά, μεταποιημένα - όπως λέει η γυναίκα του, που ράβει μόνη της τα φουστάνια της και μπαλώνει ακόμη τα εσώρουχα και μαντάρει τις κάλτσες του τσιγκούνη, όπως διηγείται αργότερα στους γαμπρούς της...

Είναι χρόνια που φτουράνε, γιατί ο Χιώτης καραβοκύρης, σφιχτοδεμένος με το πουγγί του και τη σωφροσύνη του, δεν αγοράζει μόνο σαράβαλα σκαριά, που τα μεταμορφώνει σε κερδοφόρα πλεούμενα, αλλά χτίζει και το πρώτο του φορτηγό σε βρετανικό ναυπηγείο... Και επειδή - όπως έλεγε - το καράβι είναι κουνέλα που γεννάει το ένα πίσω από το άλλο, πριν το 1930 έχει εφτά καινούργια πλοία και δύο κόρες. Μετά το 1930 έχει εξελιχθεί σε μεγάλο εφοπλιστικό όνομα του Σίτι και κανένας δεν σκέφτεται να σχολιάσει τα παλιομοδίτικα κοστούμια του και τα φτηνά ελληνικά τσιγάρα «Έθνος», που κάπνιζε ακόμη...

 Εκείνους τους καιρούς ο καπετάν Σταύρος ταξιδεύει - διά θαλάσσης - από το Λονδίνο, ως τον Πειραιά, τον Περσικό Κόλπο, τη Βόρεια και Νότια Αμερική και απουσιάζει από το σπίτι του ένα και δυο μήνες... Εδραιώνει αντιπροσώπους και γραφεία του παντού, γίνεται διεθνής, ενώ η Αριέτα στο Λονδίνο μετακομίζει με τα παιδιά της σε μεγαλύτερο σπίτι, αποκτά καμαριέρα, που έχει και καθήκοντα νταντάς για τις κόρες της και βοηθού μαγείρισσας, γιατί στην κουζίνα θέλει να έχει η ίδια τον πρώτο λόγο... Μετά, αποκτά και υπηρέτη -μπάτλερ τον λέγανε οι Εγγλέζοι-και σοφέρ... Δίνει και τσάγια με καλεσμένες αξιοπρεπείς κυρίες του Σίτι, που ξετρελαίνονται για τους μεζέδες καιτα γλυκά της τα χιώτικα... Ο άντρας της έχει αποκτήσει γνωριμίες και συναλλαγές με επώνυμους του ναυτιλιακού και επιχειρηματικού κύκλου της Αλβιόνας και τους εισάγει στο γαργάλημα του ουρανίσκου και στην απόλαυση του στομαχιού: Μαστίχα, ούζο, ελιές, σαρδελίτσα και φέτα... Το ζεύγος Λιβανού γίνεται περιζήτητο και οι θυγατέρες τους πηγαίνουν σε ακριβά σχολεία και αποκτούν αριστοκράτισσες φίλες...

Τα καλοκαίρια ο καπετάν Σταύρος έρχεται στη Χιό, προσκυνάει με κατάνυξη τις εικόνες, μεταλαμβάνει των Αχράντων Μυστηρίων... Είναι η εποχή των "Χρυσών Ελλήνων" καραβοκύρηδων, που δωρίζουν χρυσοποίκιλτα τέμπλα στις εκκλησίες του νησιού τους και κάνουν διακοπές σε καίκια-γιότ, ενώ ο Ωνάσης και ο Νιάρχος σκέφτονται ν΄αποχτήσουν θαλαμηγούς ακριβοθώτητες... Έφυγαν οι μαχαραγιάδες με τα παλάτια και τους ελέφαντες, έρχοναι οι στόλαρχοι με τα πλεούμενα...

Αυτά έβλεπε στον ύπνο του ο Νιάρχος, αυτά σκεφτότανε στο ξύπνιο του ο Τομ και όσο κι αν τον ταλαιπωρούσε τριάντα τόσα χρόνια ο τζαναμπέτης σερ, δεν μπορούσε παρά να τον θαυμάζει και να νιώθει δέος γι' αυτό το ιερό τέρας, τον τελευταίο Χρυσό Έλληνα, που ανεξάρτητα πως φερόταν στα νεύρα του, στο φυσιολογικό του ήταν ο πιο αριστοκράτης από οποιοδήποτε Ρωμιό εφοπλιστή... Ο πεθερός του υπήρξε πράγματι πρωτομάστορας των Ελλήνων εφοπλιστών με τις ροζιασμένες παλάμες, αλλά ο Ωνάσης και ο Νιάρχος ήσαν πρωτοπόροι αριστοκράτες της σύγχρονης ναυτιλίας, μαζί με τους άλλους Χρυσούς Έλληνες που κατηύγασαν το περίλαμπρο οικοδόμημά της. 

Η σκέψη του, όλες αυτές τις τελευταίες ημέρες της πνευματικής ανάκαμψης, απογειωνόταν από το ερειπωμένο σώμα του και γύριζε στα παλιά, ταξίδευε με τους πεθαμένους, που κάποτε ήσαν όχι μόνο ζωντανοί, αλλά και παντοδύναμοι οι άντρες, πανέμορφες οι γυναίκες... Να, ο Σταύρος Λιβανός, ανάμεσα στους δυο γαμπρούς του... Άξεστος, αθυρόστομος, απαιτητικός, δολοπλόκος, άπληστος, αλλά και γαλίφης όταν χρειαζόταν, ιδίως στη γυναίκα του, που κρατούσε την αρμαθιά με τα κλειδιά σε ντουλάπες, κασέλες και χρηματοκιβώτια... Όταν για πρώτη φορά φωτογραφήθηκαν οι τρεις τους - ήθελε το κάδρο η Αριέτα στο σαλόνι της - ο Χιώτης καραβοκύρης αναρωτήθηκε φωναχτά «ήθελα να 'ξερα,τι σας βρήκαν οι θυγατέρες μου και ξελογιαστήκνε: μπόι, ομορφιά, νταηλίκι;» Η γυναίκα του ήξερε τι βρήκαν οι κόρες τους στους γαμπρούς τους και του το 'πε: «Κάθε γυναίκα ονειρεύεται τον αδίστακτο κι άγριο αγαπητικό, που αν έχει αυτά τα προσόντα στη δουλειά του, θα τα διαθέτει και στο κρεβάτι.»

 " Βρε Άρη - ρώτησε μια μέρα ο πεθερός το γαμπρό του - έχεις τα προσόντα που χρειάζονται σ' ένα εφοπλιστή; Γιατί πολύ ντιστεγκέ σε βλέπω"... Ο Σμυρνιός του χαμογέλασε και καθώς παίζανε τάβλι - ο Χιώτης όλο τον έκλεβε - πιάσανε κουβέντα για ναύλους, φορτία και βαπόρια και να σε μια στιγμή ο πεθερός του εξομολογήθηκε ότι βρήκε σε στένεψη τον τάδε εφοπλιστή και θα του 'παιρνε το βαπόρι για ένα κομμάτι ψωμί... Παίξανε μια, δυο, τρεις παρτίδες, ο Λιβανός έτριβε τα χέρια που κέρδισε κι ο Ωνάσης πήγε προς νερού του σε μια στιγμή... Αργοπόρησε να γυρίσει. Που χάθηκες; τον ρώτησε... Τηλεφώνησα κι αγόρασα το καράβι για την Τίνα, είπε κι ο Χιώτης φρύαξε, αλλά η Αριέτα τον ηρέμησε: " Μη φωνάζεις, Σταύρο μου, γιατί το καράβι στην οικογένεια ήρθε"...

 Κάτι τέτοιες στιγμές, που ο Λιβανός τις διατυμπάνιζε, για να δείξει τι ξύπνιο γαμπρό έκανε, ο Νιάρχος ένιωθε έξω από την οικογένεια... Και για να μπει μέσα, έστυβε το μυαλό του και σοφιζόταν ιδέες και μεγαλεπίβολα σχέδια, την ίδια στιγμή που και ο μπατζανάκης του μεγαλουργούσε... Η αντιζηλία των δυο τους, έφερε τον ανταγωνισμό και το μίσος, που αν περιοριζότανε σ' ένα ρινγκ, σίγουρα θα ήτανε μέχρι τελικής πτώσεως... Ο πεθερός έτριβε τις ροζιασμένες παλάμες του - απομεινάρια από πριονίσματα και καλαφατίσματα παλιού καραβοκύρη - και χαιρότανε για την πρόοδο των γαμπρών του μέσω του ανταγωνισμού... Για στάσου, όμως, βρε γυναίκα - αναρωτιότανε συχνά - πολλούς παράδες σκορπίζουνε για το θεαθήναι οι πεζεβέγκηδες... Σπίτια στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στην Ελλάδα, φιγουροβάπορα (έτσι αποκαλούσετα γιότ), ιδιωτικά αεροπλάνα, ναύτες, πιλότοι, προσωπικό, καμαριέρες, μάγειροι, σοφέρ, κηπουροί, φύλακες σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης...

Γελούσε η καραβοκύρισσα, που με τη δική της επιμονή, διατηρούσαν σπίτια ανάλογα με τον πλούτο τους κι είχε στείλει τα παιδιά της να σπουδάσουν σε αριστοκρατικά σχολεία: Αμέ τι νόμισες, Σταύρο μου, ότι θα μπαίνανε οι γαμπροί και οι θυγατέρες μας στις κοσμικές στήλες, αν δεν ήσαν ανοιχτοχέρηδες;

— Σκορποχέρηδες, θέλεις να πεις, κοκόνα μου, γιατί αυτοί πετάνε τους παράδες από τα παράθυρα...

— Τα χρόνια πέρασαν, καπετάνιε μου, άλλαξαν οι καιροί... Εσύ όμως μένεις, ακόμη, στην εποχή  που  οι  ναύτες  φορούσαν  μπαλωμένα  ρούχα... 

— Εσύ, που τα έμαθες αυτά; θύμωσε ο Λιβανός.

— Πίσω από την πλάτη σου, άντρα μου, όλο τέτοια λένε και σε κουτσομπολεύουνε...

 — Τους έχω χεσμένους όλους, φρύαξε ο Λιβανός. — Κι εκείνοι, εσένα, μουρμούρισε η καπετάνισσα. 

0012  0027

Ο καπετάν Ανδρέας Τσεσμελής  και ο καπετάν Μιχάλης Πειθής, δίπλα στο Λιβανό. τέτοιοι θαλασσόλυκοι στήριξαν τους Έλληνες στόλαρχους που κυριάρχησαν στους ωκεανούς και κατέστησαν  την εμπορική μας ναυτιλία πρώτη στο κόσμο.

14. Αναμνήσεις καπετάν Ανδρέα

'Eνιωσε πάνω του τη σκιά του Κεφαλονίτη, έφυγαν οι αναμνήσεις, βρέθηκε στο σήμερα... Ήθελε όμως να ξαναγυρίσει στο παρελθόν και ρώτησε τον μπάτλερ του: Ρε κοπρίτη, τον θυμάσαι το Λιβανό, τότε που σου έδινε φτηνά φιλοδωρήματα για να μάθει πως φερόμουνα στη θυγατέρα του, τη μοσχαναθρεμμένη;

— Μα, τι λέτε, σερ... Ποτέ δεν έκανε κάτι τέτοιο...

— Αν ήσουνα από την Κορνουάλη, όπως διέδιδα, πιθανόν να μη με ρουφιάνευες... Περασμένα, ξεχασμένα όμως, διηγήσου μου σήμερα που έχω κέφια, κάνα περιστατικό από αυτά που μαζεύεις... Ή μήπως νομίζεις ότι δεν ξέρω ότι κόβεις αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά για τους εφοπλιστές κι εμ'ένα... Γιατί το κάνεις;

Ο Τομ είχε ξαφνιαστεί, αλλά, διαβόλου κάλτσα, σοφίστηκε μια δικαιολογία: Ξέρετε, σερ, ψέλλισε: Άλλοι μαζεύουν αποκόμματα για ηθοποιούς και τραγουδιστές, αθλητές... Εγώ έχω χόμπι με τους εφοπλιστές...

— Και κυρίως εμένα.

— Βέβαια, σερ, γιατί σας θαυμάζω.

-  Καλά... Για  θυμήσου  κάποιο  ευτράπελο  τιου  καπετάν  Σταύρου.

— Μπορώ να κάνω κάτι καλύτερο, σερ. Θυμόσαστε τον καπετάν Αντρέα Τσεσμελή,τον καπετάνιο που πριν έρθει σ' εσάς, δούλευε στο Λιβανό. Έβγαλε ένα βιβλιαράκι, με τις ναυτικές αναμνήσεις του κι εκεί μέσα έχει αρκετά περιστατικά, τόσο με το Λιβανό όσο και μ' εσάς. Το έχω στο δωμάτιο μου...

— Ακόμα εδώ είσαι; Πετάξου να το φέρεις.

Ώσπου να πάει να το βρει και να το φέρει ο μπάτλερ, το μεγάλο αφεντικό αποκοιμήθηκε, αλλά όταν ξύπνησε το βρήκε μπροστά στην πολυθρόνα του, έγνεψε στη νοσοκόμα να του το δώσει και βάζοντας τα γυαλιά με το φακό, άρχισε να το ξεφυλλίζει... Ένα βιβλιαράκι, ούτε 70 σελίδες, με τίτλο «Το οδοιπορικό ενός παλιού ναυτικού»... Εξώφυλλο, ένα μικρό επιβατηγό πλοίο με φουγάρο που κάπνιζε, ελληνική σημαία... Και πόλη και ημερομηνία έκδοσης: Αθήνα 1994... Είχε και φωτογραφίες πλοίων και ναυτικών... Δεν καλόβλεπε να διαβάσει και έβαλε τις φωνές: Τομ, Τομ... Σαν αστραπή βρέθηκε μπροστά του ο μπάτλερ, του έδωσε το βιβλίο: Διάβασε μου, πρόσταξε.

Ο Τομ είχε υπογραμμίσει ό,τι αναφερόταν στο Νιάρχο με κόκκινο κραγιόνι κι ό,τι στο Λιβανό με μπλε. Άρχισε να διαβάζει:

«Το 1958 μια μεγάλη κάμψη έγινε στη διεθνή εμπορική ναυτιλία και επέφερε αλλαγές στους μισθούς και στις υπερωρίες των πληρωμάτων, προς τα κάτω. Επίσης έγιναν περικοπές στα υλικά, στα χρώματα και στις τροφοδοσίες. Έδεσαν πολλά καράβια του Νιάρχου στο θαλάσσιο χώρο του Σκαραμαγκά, σε δέσμες το ένα δίπλα στο άλλο. Τα ναυπηγεία του Πολεμικού Ναυτικού αγοράστηκαν από την εταιρία του Νιάρχου, για να γίνουν ανανεωμένη επισκευαστική μονάδα, η μεγαλύτερη στην Ελλάδα, που σιγά σιγά έφτασε ν' απασχολεί 5.500 άτομα. Εργατοτεχνίτες, ναυπηγούς, μηχανικούς, προσωπικό λογιστηρίου κ.λπ. Δηλαδή, έγινε μια από τις μεγαλύτερες επισκευαστικές μονάδες της Ευρώπης.» Ο γέρος τον διέκοψε: «Για μένα, προσωπικά, τι γράφει;» Ο Τομ συνέχισε να διαβάζει: «Ο Νιάρχος μου ανέθεσε να βρω ένα κατάλληλο πρόσωπο, κατά προτίμηση ναυτικό, για να ελέγχει τις υπερωρίες των αξιωματικών, των μηχανικών και των πληρωμάτων των πλοίων, στο γραφείο του Λονδίνου. Εγώ πρότεινα όλο Έλληνες, αλλά ο Γκρέγκορι, ισχυρός διευθύνων της Νιάρχος Λόντον Λίμιτεντ, ήθελε Άγγλο και κωλυσιεργούσε... Τότε ήρθε ο Νιάρχος στο Λονδίνο και με κάλεσε στο γραφείο του και πολύ θυμωμένος μου λέγει: "Σου είπα να βρεις έναν άνθρωπο, ελεγκτή υπερωριών και συ δεν έκανες τίποτα..." Για να μην εκθέσω τους τότε διευθύνοντες, του απάντησα: "Μάλιστα, κύριε Νιάρχο, αλλά προσπαθούμε να βρούμε τον κατάλληλο..." "Τότε", μου λέγει, "τι σε πληρώνω;" Και σε πάρα πολύ θυμωμένο τόνο προσθέτει: "Να πας να φύγεις."»

Ο Τομ δίστασε να συνεχίσει, αλλά ο γέρος τον διέταξε: Διάβαζε ό,τι κι αν γράφει.

«Δεν άντεξα τότε και του λέγω μπροστά στον αείμνηστο Τρυπάνη: Σας δίνω μια βδομάδα ειδοποίηση να φέρετε αντικαταστάτη μου και να πάτε να, να...»

— Να γαμηθείτε... Έτσι μου είπε ο αρχικαπετάνιος... Συνέχισε.

«Να πάτε να να να... εγώ δεν ξεσκονίζω για την καρέκλα μου... Ας είναι, στο τέλος οι διευθυντές κατάλαβαν το λάθος τους και με πίεσαν να μη φύγω, λέγοντας μου ότι ο Νιάρχος όποιον αγαπάει τον βρίζει... Τελικά έμεινα, μου έκαναν και αύξηση".»

— Όλα αυτά έτσι ακριβώς έγιναν, όπως τα γράφει ο καπετάν Τσεσμελής... Πότε το έβγαλε το βιβλίο; Το 1994, δηλαδή πέρυσι. Τότε θα ζει ακόμη ο μπαγάσας... Τι με κοιτάζεις σαν ηλίθιος; Το διάβασες πριν λίγο... Πεντέμισι χιλιάδες προσωπικό είχα μόνο στα ναυπηγεία! Και στα βαπόρια μου πόσος κόσμος δεν έφαγε, όχι μόνο ψωμί, αλλά νοικοκυρεύτηκε, αγόρασε σπίτια, σπούδασε παιδιά, έδωσε προίκες... Θυμάσαι, Τομ, πόσα φορτηγά και τάνκερ είχα;

— Δεν θυμάμαι ακριβώς, σερ.

— Ούτε εγώ, αλλά τότε είχα το μεγαλύτερο στόλο φορτηγών και τάνκερ του κόσμου, περισσότερο από το μισό εμπορικό στόλο της Γαλλίας! Θεέ μου και τι δεν είχα: Έξι φορτηγά των 20 χιλιάδων τόνων, πέντε των 25, δώδεκα των 40! Και τάνκερ: Δέκα των 46 χιλιάδων τόνων, τέσσερα των 110, πέντε σούπερ των 240 χιλιάδων τόνων! Και πόσα άλλα...

Ο μπάτλερ έκανε πως κοίταζε το γέρο, αλλά μόνο τη φωνή του άκουγε, γιατί η σκέψη του έτρεχε, πίσω την εποχή του στόλαρχου, με το τεράστιο «Ν» στις τσιμινιέρες των πλοίων του... Δίπλα ο Φελίξ ποτέ δεν θα καταλάβαινε σε ποιο άντρο, ποιανού ανήμερου θεριού είχε μπει... Ο Τομ θυμότανε και τα είχε καταγράψει στο ντοσιέ του, ότι εκείνη την εποχή τα βαπόρια του Μεγάλου είχαν πληρώματα, τα 22 Έλληνες, τα 12 Γερμανούς, τα 10 Εγγλέζους, τα 8 Ιταλούς και βάλε και τους Ινδούς με τα σαρίκια...

— Θυμάσαι Τομ; Από το Λονδίνο κατευθύναμε τις ναυλώσεις και κάναμε τις ασφάλειες, στον Πειραιά φτιάχναμε τα ελληνικά πληρώματα, στο Αμβούργο τους Γερμανούς, στη Γένοβα τους Ιταλούς...

Ο γιατρός πλησίασε και στάθηκε πάνω από το γέρο: Καλημέρα σας κύριε Νιάρχο. Μια χαρά σας βλέπω σήμερα.

— Μια χαρά και δυο τρομάρες, είπε ελληνικά και μετά συμπλήρωσε αγγλικά: Γιατρέ, προσπαθώ να κάνω δυο πράματαπου κανένας από εσάς τους φωστήρες της επιστήμης δεν με συμβούλεψε να κάνω: Σκέφτομαι συνέχεια και μιλάω όσο μπορώ περισσότερο, για να προπονώ το μυαλό μου και τη γλώσσα μου. Τι άλλο να κάνω; Δεν μου επιτρέπετε να φάω καπνιστό σολομό, να πιω ούζο και να κατευθύνω τις επιχειρήσεις μου... Και ασφαλώς, ούτε να κάνω έρωτα μπορώ... Τι άλλο μου μέ¬νει, για να μη καταντήσω φυτό; Η συνεχής σκέψη και λογο-διάρροια...

Ο γιατρός έκανε τα συνηθισμένα, για να δικαιολογήσει την παρουσία του, υποκλίθηκε ταπεινά κι έφυγε να πάει στο δωμάτιο του, ώσπου να αλλάξει η βάρδια του... Την ίδια στιγμή επέστρεφε ο Τομ με κάτι αποκόμματα στα χέρια κι ο γέρος τον ρώτησε, τι είναι αυτά; Ο Κεφαλονίτης του είπε:

— Μου είχατε ζητήσει, σερ, αναμνήσεις από το Λιβανό. Σας τις έφερα κι αν δεν είσαστε κουρασμένος, να σας διαβάσω μερικές.

Ο στόλαρχος έκανε μια γκριμάτσα χαμόγελου, έγνεψε στη νοσοκόμα να τον βολέψει καλύτερα στην πολυθρόνα και είπε ελληνικά στον Τομ:

— Ούτε έσκαβα, ούτε όργωνα, έλεγε ο πατέρας μου... Έλα, λοιπόν, πιο κοντά και διάβασε μου.

— Είναι αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά... Α¬ κούστε, λοιπόν, τι γράφανε για το συχωρεμένο:

«Ο Σταύρος Λιβανός έλεγε: Η πρώτη γέννα βαποριού είναι δύσκολη. Τα φορτία και οι ναύλοι κοιλοπονάνε και να, αρχίζουν και ξεπετάγονται το δεύτερο, το τρίτο, σαν κουνέλια, που σκαρίζουνε σε λιμάνια και θάλασσες... Παρακάτω, απαντούσε σε ερώτηση δημοσιογράφου ναυ¬τιλιακού περιοδικού: Με κατηγορούν για τσιγκούνη, αλλά δεν είμαι σκορποχέρης και φιγουρατζής, σαν κάποιους νε¬όκοπους εφοπλιστές. Το έχω ξαναπεί, έτσι είμαστε εμείς οι Χιώτες, νοικοκύρηδες, που ανεβήκαμε τάξη, παλεύοντας με τη θάλασσα κι από βαρκάρηδες γίναμε καϊκτζήδες, καραβοκύρηδες και ποιος μας πιάνει πια, εφοπλιστές στο Σίτι.»

Ο Τομ πήρε μια ανάσα και συνέχισε:

«Η Αριέτα Λιβανού έλεγε στις κόρες της ότι ο πατέρας τους την έβαζε να του αλλάζει τους τριμμένους καβάλους στα παντελόνια... Ο Ωνάσης, όταν ήταν πρόξενος στο Μπουένος Άιρες, ερχότανε σ' επαφή με πλοιοκτήτες και καπετάνιους κι είχε μάθει φοβερές ιστορίες... Στα πρώτα του βαπόρια ο Λιβανός έστελνε στα πληρώματα σκουλι-κιασμένο αλεύρι και πολυκαιρινές κονσέρβες κι απόφευγε να τα αναθέτει σε καπετάνιους που απαιτούσανε καλή τροφοδοσία... Στα τέλη της δεκαετίας του 50, σ' ένα γκαζάδικο, είχε για καπετάνιο κάποιον Λασπάκη, που δεχότανε για κάθε μέλος του πληρώματος του το ευτελές ποσό των τεσσάρων σελινιών την ημέρα, όταν οι δυο γαμπροί του Λιβανού πλήρωναν δέκα σελίνια... Περιβόητα ήσαν τα τηλεγραφήματα, από τα ναυτιλιακά γραφεία της εταιρίας Σταύρου Λιβανού, στους καπετάνιους των πλοίων του πριν σαλπάρουν: Τροφοδοσία Λασπάκη -τέσσερα σελίνια!» - Χι, χι, χι...

Το γέλιο του οτόλαρχου αντήχησε και πάλι, μόλις τέλειωσε το διάβασμα του Τομ κι ο Φελίξ κατάλαβε ότι ο παλιός του είχε πάρει, ουσιαστικά, τη θέση...

— Ξεκουμπιστείτε κι οι δύο, θέλω να κοιμηθώ, μουρμούρισε ο Μεγάλος κι έγειρε το κεφάλι στην πολυθρόνα.

Η νοσοκόμα έβαλε την παλάμη της στο μέτωπο του και ψιθύρισε στο γιατρό, που είχει προβάλει από την πόρτα, «έχει λίγο πυρετό»... Άγγιξε κι εκείνος την παλάμη του στο μέτωπο του και τους έγνεψε να απομακρυνθούν... Πήγαν όλοι στην άλλη άκρη του σαλονιού και ο γιατρός τους είπε «ας τον αφή¬σουμε να αποκοιμηθεί»... Βγήκαν, εκτός από τη νοσοκόμα, που έμεινε καθισμένη με ένα περιοδικό στα χέρια...

Ο Τομ, με τα αποκόμματα στα χέρια, αποσύρθηκε στην άλλη άκρη του καθιστικού και συνέχισε να διαβάζει... Σε λίγο, όμως, ακούστηκε η φωνή του γέρου, που συνήθιζε να λαγοκοιμάται κάνα δεκάλεπτο και μετά θυμότανε -ο ακατάβλητος γέρος- τα πριν λίγο καθέκαστα!

Ο στόλαρχος γρύλλιζε πάλι: Τεμπέλαρε, γιατί σταμάτησες να μου διαβάζεις;

Ο Τομ πλησίασε, κάθισε κοντά του κι άρχισε να διαβάζει πάλι:

«Όταν ο γερο Λιβανός, μάθαινε ότι το πλήρωμα θα του ζητούσε καλύτερη τροφοδοσία, τους μάζευε γύρω του και τους ξάφνιαζε, ανακοινώνοντας τους νέα από τις οικογένειες τους... Είχε φροντίσει να μάθει τα μικρά ονόματα και τις ασχολίες του κάθε οικείου τους και έλεγε ότι μόλις είχε γυρίσει από τη Χίο: — Λοστρόμε, έχεις πολλούς χαιρετισμούς από τη γυναίκα σου Άννα και το γιο σου Θοδωρή... Λαδωτή, ο γιος σου Μιχαλάκης πήρε άριστα στην αριθμητική -καπετάνιο θα τον κάνουμε. Κι εσένα καμαρότε, γέννησε η γουρούνα της μάνας σου έξι γουρουνάκια... Μετά, άρχιζε τις ορμήνιες και τις συμβουλές και τα παράπονα, ότι δεν πήγαιναν καλά οι ναύλοι και να τον βοηθή¬σουν όλοι, να μη δέσει το καράβι... — Είμαστε όλοι μια οικογένεια κι εγώ ο πατέρας σας, έστειλα στα σπίτια σας από ένα τσουβάλι αλεύρι και από ένα μπετόνι λάδι...»

— Αυτά, σερ, είπε ο Τομ.

Ο γέρος γελούσε ξεψυχισμένα και σχολίασε: Αυτός ήταν ο Λιβανός... Στο τέλος όλοι του φιλούσαν το χέρι... Χι, χι, χι...

Ο Νιάρχος σταμάτησε το χάχανο, γιατί δεν είχε άλλη δύναμη κι ο μπάτλερ χαιρότανε που, όχι μόνο δεν τον είχε αποπάρει, αλλά έδειχνε κατενθουσιασμένος με το κείμενο.

— Σε καλό σου, Τομ, καιρό είχα να γελάσω... Για συνέχισε. Ο Κεφαλονίτης ξανάσκυψε στα χαρτιά του:

«Την εποχή της ηρωικής ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, υπήρχε ένας καπετάνιος του Λιβανού, που αργότερα απόκτησε δικό του καράβι, ονόματι Αγγελικούσης. Τι σοφίστηκε, λοιπόν... Σε μια περίοδο που ένα ή δύο αυγά την εβδομάδα για το μέλος του πληρώματος ήταν πολυ¬τέλεια, εκείνος καλούσε ιδιαίτερα στην καμπίνα τον κάθε ναύτη και του έδινε ένα αυγό, με την εντολή να το φάει κρυφά από τους άλλους και να πετάξει τα τσόφλια στη θάλασσα... Όταν, λοιπόν, οι ναύτες δούλευαν στο αμπάρι, έσκυβε ο καπετάνιος από το άνοιγμα του και φώναζε: "Όποιος πήρε το αυγό, να δουλεύει περισσότερο"...»

Την άλλη μέρα ο γέρος είχε πάλι όρεξη για κουβέντα και φώναξε τον Τομ να του διαβάσει από το βιβλιαράκι του Τσεσμελή. «Δεν μου το τέλειωσες», του είπε. Ο μπάτλερ ήταν διστακτικός:

— Ο γιατρός, σερ, απαγορεύει τα δυσάρεστα.

— Και ποια είναι αυτά;

— Οι ναυτικές τραγωδίες και οι πνιγμοί.

— Εδώ που έφτασα, τι πιο τραγικό από την κατάντια μου; Διάβασε μου, λοιπόν, σε διατάζω.

— Ότι πείτε, σερ. Σας τα διαβάζω όπως είναι γραμμένα:

«Και τελικά, για να πληρώσω φόρο τιμής στους ναυτικούς που χάθηκαν σε ατυχήματα των καραβιών της εταιρίας του Ομίλου Νιάρχου, επωνύμων και ανωνύμων, παρόλο που έχουν περάσει μέχρι σήμερα πολλά χρόνια, ας ευχηθούμε όλοι εμείς που απομείναμε, αιωνία η μνήμη τους και κάθε ευτυχία στις οικογένειες τους, αν μπορεί να λεχθεί έτσι...»

Ο Τομ κοντοστάθηκε, αλλά ο αφεντικός του μουρμούρισε «όπο.)ς και να λεχθεί, έτσι ή αλλιώς, η ζωή συνεχίζεται» και του έγνεψε να διαβάσει παρακάτω:

«Ατύχημα «Ουόρλντ Γκλόρι» στις ακτές της Νότιας Αφρικής, 1957. Νεκροί, ο πλοίαρχος Δ. Ανδρουτσόπουλος, ο υποπλοίαρχος, ο πρώτος μηχανικός και άλλα δέκα μέλη του πληρώματος. Ατύχημα «Ουόρλντ Άρμονι» στο Βόσπορο, Δεκέμβριος 1960. Νεκροί ο πλοίαρχος Α. Μπαρτζής, ο υποπλοίαρχος Χριστοδούλου, μετά της συζύγου του, ο πρώτος μηχανικός και άλλα δέκα μέλη του πληρώματος. Ατύχημα «Ουόρλντ Σκάι» στις ακτές της Αραβίας. Νε¬κροί ο ανθυποπλοίαρχος Γ. Κιβωτός και άλλα δέκα μέλη του πληρώματος. Ατύχημα «Ουόρλντ Σπλέντουρ» στις ακτές της Πορτογαλίας. Νεκρός ο υποπλοίαρχος Μ. Ισμιρίδης και μαζί του οκτώ Ινδοί, μέλη του πληρώματος. Ατύχημα «Ουόρλντ Ντέιλ» στην Αραβική θάλασσα. Νεκρός ο αντλιωρός Αντώνης Χαλαβατζής...»

— Μη συνεχίζεις. Επίλογο έχει;

«Στις οικογένειες των παραπάνω ο Όμιλος Νιάρχου προ¬σπάθησε να απαλύνει τον πόνο τους, κατά κάποιο τρόπο, και όσο ήτανε δυνατό, ηθικά και οικονομικά.»

Ο γέρος άκουγε σκυφτός, δεν έβγαζε άχνα, ώσπου ρώτησε αν υπάρχουν και λεπτομέρειες. Κι όταν ο Τομ του είπε «λίγες», του έγνεψε να συνεχίσει.

«Προσάραξη του «Ουόρλντ Σκάι» και βύθιση στα Κούρια Μουριά της Αραβίας. Σ' αυτό το ατύχημα χάθηκαν 11 άνδρες του πληρώματος.

— Αυτά μόνο; Για μένα δεν γράφει τίποτε άλλο;

— Γράφει:

«Χειμώνας 1960, Δεκέμβριος. Το πρώτο σούπερ τάν-κερ, που η βασίλισσα Φρειδερίκη βάφτισε στο λιμάνι του Πειραιά, με ελληνική σημαία, ήταντο «Παγκόσμιος Αρμονία». Ταξίδευε προς το Νοβοροσίσκ, στο Βόσπορο κοντά στην έξοδο της Μαύρης Θάλασσας, όταν σε μια στροφή 90 μοι¬ρών τράκαρε με ένα γιουγκοσλάβικο τάνκερ, φορτωμένο βενζίνη... Προκλήθηκε τρομερή έκρηξη και η γύρω θάλασσα καιγόταν για πολλές ώρες... Από τους Γιουγκοσλάβους χάθηκαν πάρα πολλοί, από τους δικούς μας 13... Ανάμεσα τους ο πλοίαρχος Αριστείδης Μπαρτζής, ο νεαρός υποπλοίαρχος Ιάσων Χριστοδουλου με τη νεαρή σύζυγο του... Το ζεύγος Χριστοδουλου άφησε ορφανό το αγοράκι τους που ήταν 6 μηνών και το βάφτισαν με το όνομα του πατέρα του... Μεγάλωσε με τους παππούδες του και με κάποια υλική βοήθεια από την εταιρία Νιάρχου μέχρι να ενηλικιωθεί...»

Ο γέρος είχε γίνει πιο κίτρινος, από ό,τι ήτανε πριν, σαν φλουρί και ψιθύρισε: Εκεί στο Βόσπορο χάθηκε και ο πρώτος μηχανικός Βασίλης Βασιλείου... Συνέχισε.

«Μετά το σήμα που πήραμε στον Πειραιά, για το ατύ¬χημα, ο υποφαινόμενος πέταξε στο μέρος της τραγωδίας και μετά πήγε στο νοσοκομείο της ανατολικής πλευράς του Βοσπόρου, όπου είχαν μεταφερθεί με εγκαύματα οι διασωθέντες... Το ίδιο βράδυ, στις 2 η ώρα, έφθασε με το αεροπλάνο του ο Σταύρος Νιάρχος, που τον περίμε¬να στο αεροδρόμιο και μου ζήτησε να τον πάω στο νο¬σοκομείο... Του λέγω, δεν θα μας δεχθούν τέτοια ώρα, όπως δεν μας δέχθηκαν, στις 3 η ώρα που φτάσαμε... Το πρωί της άλλης μέρας ο Νιάρχος ζήτησε αυτοκίνητο α¬πό το στέλεχος του στην Πόλη Άλντο Καμπανέρ και του το έφερε στην πίσω πόρτα του ξενοδοχείου, γιατί το α¬φεντικό δεν ήθελε δημοσιότητα... Όταν μπήκαμε στο αυ¬τοκίνητο ο Άλντο τον ρωτάει "για που κύριε Νιάρχο" κι εκείνος του λέει με σιγανή φωνή "πρώτα στον παπά"... Ο άλλος δεν κατάλαβε και ο Νιάρχος του ξαναλέει "στον παπά, δηλαδή στον πατριάρχη, ρε γαμώ το»... Πήγαμε πρώτα στον πατριάρχη Αθηναγόρα, που τον ήξερε από τη Νέα Υόρκη, τότε που είχε παντρέψει τον Ωνάση και μετά τον ίδιο, με τις θυγατέρες του Λιβανού... Μετά από πολλές ημέρες, όταν οι τραυματίες έφυγαν, έγινε από τον πατριάρχη μνημόσυνο των θανόντων και μετά φύγα¬με από την Πόλη με τα στελέχη της εταιρίας Λογοθέτη και Αντζουλάτο...» Ο στόλαρχος, ζαρωμένος στην πολυθρόνα του, έκανε νόημα στον μπάτλερ να φύγει. Εκείνος μάζεψε τα χαρτιά του και καθώς πήγαινε στο δωμάτιο του, σκεφτόταν ότι ο Νιάρχος δεν είχε κάνει την τεράστια περιουσία του μόνο με τις μεγαλοφυείς ιδέες του... Γι' αυτό, το απόγευμα ξανάφερε το βιβλια¬ράκι του καπετάν Τσεσμελη και με τη συγκατάθεση του αφεντικού, του διάβασε:

Το «Ουόρλντ Κόνκορντ», τάνκερ 35.000 τόνων, το χει¬μώνα του 1954, πλέοντος στην Ιρλανδική θάλασσα συνά¬ντησε τρομερή θαλασσοταραχή με κύματα 25 ποδών... Σε μια στιγμή το καράβι βρέθηκε σε δύο κορυφές κυμάτων, η μέση του έμεινε στο κενό, με αποτέλεσμα να κοπεί στα δύο, αλλά ευτυχώς, χωρίς να χαθούν ανθρώπινες ζωές... Όταν κόπασε η μεγάλη θαλασσοταραχή ο πλοίαρχος Νί- κος Αθανασίου μου ανέθεσε μια ριψοκίνδυνη αποστολή... Με μηχανικούς, ηλεκτρολόγους και θερμαστές -όλους Έλληνες- περάσαμε με ρυμουλκό στο πρυμιό κομμάτι του πλοίου, που επέπλεε, ανάψαμε τα καζάνια, που α-τμοποίησαν και έκαναν να λειτουργήσουν οι ηλεκτρομη¬χανές, αντλίες και όλα τα βοηθητικά μηχανήματα... Το πρυμιό ρυμουλκήθηκε στο λιμάνι ΟΑΗΕίΟΟΚ κοντά στη Γλασκόβη... Μετά με τον κάπτεν Τζορτζ Τέιλορ και συ¬νεργείο, ανεβήκαμε στο πλωριό κομμάτι του πλοίου, που είχε παρασυρθεί από τα ρεύματα και είχε προσαράξει στην ανατολική πλευρά της Βόρειας Ιρλανδίας... Με μια μικρή ομάδα ανδρών, κάτω από συνθήκες παγωνιάς, ερ¬γαζόμαστε σχεδόν νηστικοί, με μια μικρή θερμάστρα πε¬τρελαίου, αποκομμένοι από τον κόσμο... Τρώγαμε κρύο φαγητό από κονσέρβες, σαρδέλες και ρέγγες, με μονα¬δικό ζεστό ρόφημα τσάι... Τελικά έγινε το θαύμα, ρυ¬μουλκήθηκε και το πλωριό και έγινε η συγκόλληση του «Ουόρλντ Κόνκορντ» στα ναυπηγεία ΜΕΠΟΑΝΤΕϋΕ στην Αμβέρσα... Μετά έξι μήνες το σούπερ τάνκερ εκείνης της εποχής ήταν και πάλι καλοτάξιδο...»

Ο Σταύρος Νιάρχος, ακούγοντας αυτό το κείμενο -ανάμνηση του καπετάν Αντρέα Τσεσμελή, έκλαιγε, ενώ ο μπάτλερ και η νοσοκόμα, βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, μη ξέροντας πως ν' αντιδράσουν... Ο στόλαρχος τους έκανε νόημα να απομακρυνθούν και καθώς προσπαθούσε να σκουπίσει τα μάτια του, μουρμούρισε: Μόνο εγώ ο δύστυχος δεν θα μπορέσω να συγκολληθώ ποτέ πια... tanker300

15. Σπαρτιάτικη αγωγή

Ο Θανάσης Αντωνόπουλος, θυμάται τότε που έκανε μάθημα ελληνικών στο Φίλιππο Νιάρχο, παιδί υπάκουο, πλήρως υποταγμένο στον πατέρα του, που κυριολεκτικά τον έτρεμε. Αποκτήστε εφόδια, έλεγε στα παιδιά του, γιατί με μόνο τα λεφτά μου δεν θα έχετε εξασφαλισμένο μέλλον... Έχω δει ζάπλουτους που τα παιδιά τους έμειναν στο δρόμο γιατί δεν ήσαν σε θέση να τα καθοδηγήσουν σωστά και η επανάπαυσή τους και ο εφησυχασμός στην κληρονομιά των γονιών τους, τα οδήγησαν στην πτώχευση... Αν δεν μπορείς ο ίδιος να εποπτεύεις τις επιχειρήσεις σου, τότε σίγουρα οι νομικοί σύμβουλοι, οι διευθυντές σου, οι συμβουλάτορες και οι τράπεζες, θα σε αφήσουν στο δρόμο...

Ο Νιάρχος είχε τα  παιδιά του, από μικρά σούζα, και τα δασκάλευε: Ήρθατε σε έναν κόσμο άγριο, απάνθρωπο... Αν δεν σφυρηλατηθείτε  με πονηριά και σκληράδα, σε συνδυασμό με την εργατικότητα, πάει, χάθηκατε, θα σας κατασπαράξουν...

— Μα, τι κάθεσαι και λες στα  παιδιά ; επενέβαινε η γυναίκα  του.

Ξέρω τι λέω...  Είναι τυχερά  παιδιά  που έχουν εμένα πατέρα και φρόντισα να μη τους λείψει τίποτε, αλλά πρέπει να τα προει­δοποιήσω... Η κοινωνία είναι γεμάτη από  άφρο­νες και ηλίθιους απογόνους πανέξυπνων προγόνων...

Ένα καλοκαίρι τα είχε στείλει με το δάσκαλο τους σε ένα βρετανικό πύργο, που για να τον συντηρήσει ο απόγονος της κομητείας, δεχόταν τουρίστες με εισιτήριο... Όταν επέστρε­ψαν στο δικό τους μέγαρο κι έτρωγαν με χρυσά μαχαιροπίρου­να, ο πατέρας τους είπε:   - Η κάστα των άλλοτε ευγενών και πλουσίων έχει παρακμά­σει και αντικαθίσταται κι εναλλάσσεται από καινούργιους... Οι θυρεοί, τα οικοσημα σκουριασανε, οι στολές των θαλαμηπόλων και των υποτακτικών λειώσανε... Τίτλοι, φίρμες, τραπεζίτες, ερ­γοστασιάρχες, εφοπλιστές, τσιφλικάδες, ξέπεσαν... Περιουσί­ες κολοσσιαίες χάθηκαν... Οι παππούδες και το πολύ οι πατε­ράδες χτίζουν, οι γιοι και τα εγγόνια γκρεμίζουν... Παλιά, οι ευ­γενείς και οι πλούσιοι ήσαν σοφότεροι των σημερινών. Στον πρωτότοκο κληροδοτούσαν τον τίτλο, τον πύργο, τα κτήματα,τον δεύτερο τον έκαναν κληρικό, για να τον ζουν οι θρησκευόμε­νοι και τον τρίτο τον έστελναν στο στρατό, για να εξασφαλίσει τροφή, ντύσιμο, μισθό και πλιάτσικο... Ο πρώτος, κρατούσε ψη­λά το οικόσημο και την περιουσία κι οι άλλοι δύο, μπορούσανε να γίνουν επίσκοποι, αρχιεπίσκοποι, καρδινάλιοι, ανώτεροι α­ξιωματικοί, στρατηγοί, μεγάλοι πολέμαρχοι...

Και  κατέληγε :  Κάτι, λοιπόν, πρέ­πει να σκεφτώ και για σας, για να μη μου σκορπίσετε το βίος μου...

Ο μικρότερος, ο Κωνσταντίνος όσο μεγάλωνε άκουγε τις παραινέσεις του πατέρα του και χασκογελούσε... Σκεφτόταν ότι, όταν μεγάλωνε, δεν ήταν ανάγκη να δουλεύει τόσο σκληρά σαν τον πατέρα του, που τον ξυπνούσαν τα τηλέφωνα και τα fax, ημέρα και νύχτα.   Γιατί, μπαμπά, σε ξυπνάνε και τη νύχτα; τον είχε ρωτήσει όταν ήταν ακόμη μικρούλης.

Γιατί, γιε μου, η Γη είναι στρογγυλή κι όταν εμείς κοιμό­μαστε  τη  νύχτα, αυτοί που είναι κάτω από τα πόδια μας, έχουν ημέρα και εργάζονται...

Μετά, του έδειξε το χάρτη, με τα καρφιτσωμένα σημαιάκια των φορτηγών και των τάνκερ (που είχε σε όλα τα γραφεία, τα σπίτια του και στη θαλαμηγό του) και του είπε: Βλέπεις, Κωνσταντίνε, αυτά τα βαποράκια σε θάλασσες, ωκεανούς και λιμάνια; Δικά μας είναι και οι καπετάνιοι τους με συμβουλεύονται με το ραδιοτηλέφωνο σε κάθε στιγμή... Γι' αυτό, αγόρι μου, επειδή βλέπω ότι αγαπάς τα βαπόρια, όταν μεγαλώσεις θα σε κάνω αρχικαπετάνιο τους.

Ο Κωνσταντίνος αγαπούσε τη θάλασσα και τα πλεούμενα, ιδιαίτερα τα κρις κραφτ, αλλά δεν ήταν υπάκουος και εργατικός σαν τα μεγαλύτερα αδέλφια του... Κι όταν ο πατέρας του τον παρατηρούσε για τους μέτριους βαθμούς του, τον αφόπλιζε με ένα υπέροχο χαμόγελο: Μα, μπαμπακούλη μου, δεν είπαμε ότι εγώ θα ασχοληθώ με τη θάλασσα; Να, κοίταξε, στη Γεωγραφία έχω άριστα.

— Κατεργαρούλη, γελούσε ο Νιάρχος και οι μεγαλύτεροι γιοι του ζήλευαν που δεν τον μάλωνε, όπως  αυτούς.

Ατσίδα το στερνοπούλι, όσο μεγάλωνε, ένιωθε πολύ τυχερό παιδί, αφού το καλοκαίρι απολάμβανε τη θάλασσα και τον ήλιο στη Σπετσοπούλα κι έσκιζε τα κύματα με το κρις κραφτ του... Και το χειμώνα, στις διακοπές των Χριστουγέννων, τα Σαββατοκύριακα, έπαιζε στα χιόνια και απολάμβανε τη θαλπωρή στο τζάκι... Ό,τι παιγνίδι ήθελε κι ό,τι ποθούσε η ψυχή του, το αποκτούσε, κι αν δυστροπούσε  ο πατέρας του, του το αγόραζε η μητέρα του... Στην εφηβεία του ο Κωνστανίνος αμπελοφιλοσοφούσε (τη λέξη την είχε μάθει από τον πατέρα του) και έβγαζε το συμπέρασμα ότι θα ήταν ηλίθιος να δουλέψει τόσο σκληρά όσο ο γονιός του, που είχε φροντίσει να εξασφαλίσει όλο το Νιαρχέικο και τα εγγόνια και τα δισέγγονα του... Ήθελε να τον ρωτήσει, γιατί εξακολουθούσε να κοιμάται ελάχιστες ώρες και τις περισσότερες, ακόμη και μέσα στο αεροπλάνο, ήταν απασχολημένος με τα τηλέφωνα και τα fax και παίδευε διαρκώς τους υποτακτικούς του;

Ας τόνε να λέει -σκεφτόταν ο μικρός- μόλις τελειώσω τις σπουδές μου, θα μπω σε ένα κότερο με φίλους και γκόμενες και θα οργώσω τη Μεσόγειο και μετά την Καραϊβική... Τον καλόπιανε από τώρα τον πατέρα του και όταν τον έβρισκε εύκαιρο -κάνα Σαββατοκύριακο ή στις γιορτές- τον ρωτούσε για τα κατορθώματα του στη Μάχη του Ατλαντικού... Οπότε μια μέρα, του ξεφούρνισε μια ερώτηση-μπόμπα: Πατέρα, μήπως προοδεύουν στη ζωή, όχι τόσο οι άξιοι, όσο οι ριψοκίνδυνοι και οι τυχεροί;

— Εξήγησε μου τι ακριβώς θέλεις να πεις; απόρησε ο Νιάρχος, γιατί ο μικρός έκανε ερωτήσεις, που ποτέ δεν είχαν τολμήσει τα μεγαλύτερα αδέλφια του.

— Θέλω να πω, πατέρα, ότι πολλοί επιτυχημένοι περνιούνται για ξύπνιοι, επειδή ευνοήθηκαν από την τύχη...

— Μέσα σ' αυτούς είμαι κι εγώ; Μη φοβάσαι, απάντησε μου αυτό που πιστεύεις...

— Πατέρα, σε έχω ακούσει να λες, ότι γλίτωσες από θαύμα στους τορπιλισμούς των Γερμανών στον  Ατλαντικό κι ότι ήταν σαν να πέρασες πάνω από ναρκοπέδιο χωρίς να πατήσεις νάρκη...

Ο γέρος θυμότανε αυτό το διάλογο με το μικρό -που σίγουρα ήταν το θρασύ του παιδί- και προσπαθούσε να φέρει στη μνήμη του πως είχε τελειώσει αυτή τους η στιχομυθία... Α, ναι... Το είχε χαϊδέψει στο κεφάλι και του είχε πει με ύφος πολύξερου και πεπειραμένου: Οι ευκαιρίες Κωνσταντίνε, παιδί μου, είναι και τυχερές... Τολμάς και περνάς ένα ναρκοπέδιο και όλοι λένε, τι θάρρος, τι τόλμη! Σε κάνουν ήρωα! Πατάς τη νάρκη, γίνεσαι κομμάτια και κουνάνε το κεφάλι: Τον ηλίθιο, το μαλάκα, θα πουν...

— Δηλαδή, μπαμπά -είχε συμπεράνει ο μικρός- κάποιοι παραλίγο μαλάκες, γίνονται ήρωες!

— Χίλαριιιιιι...

Η γραμματέας έτρεξε κοντά του: Μάλιστα, σερ.

— Πάρε χαρτί και μολύβι και γράψε: Κωνσταντίνε, παιδί μου, κάποτε μου είπες ότι κάποιοι παραλίγο μαλάκες γίνονται ήρωες... Μάθε, λοιπόν, ότι η αντίστροφη μέτρηση άρχισε κι ένας τέτοιος ήρωας εξελίχθηκε σε μαλάκα καθηλωμένο πάνω σε αναπηρική πολυθρόνα...

Ο γέρος, με βουρκωμένο το ένα μάτι, συνέχισε: Στείλ' το αμέσως στο προσωπικό φαχ του Κωνσταντίνου... Κι εξαφανιστείτε όλοι σας από μπροστά μου.

Ο γέρος ακούμπησε πίσω το κεφάλι κι άρχισε να σκέφτεται ότι οι γιοι του τον κρατούσαν έγκλειστο σε 600 τετραγωνικά μέτρα, ώσπου να τον χώσουν στο φέρετρο, που θα ταξίδευε, πάνω από τον Ατλαντικό, που σίγουρα στα κύματα του θα έπλεαν τα καράβια του... Έφερε στη μνήμη του τον καπετάν Ανδρέα Βεργωτή, που εφτά ολόκληρα χρόνια ένα τάνκερ του περιέφερε το φέρετρο του σε θάλασσες και ωκεανούς... Αυτή ήταν η τελευταία του θέληση: Να τοποθετηθεί το εφτασφράγιστο φέρετρο του στην καμπίνα του πλοιοκτήτη και να ταξιδέψει σε όλα τα λιμάνια της οικουμένης, πριν ενταφιαστεί στην Κεφαλονιά.

Ο Νιάρχος μονολογούσε πάλι: Εγώ, ο μέγας στόλαρχος, που γλίτωσα από νάρκες και τορπίλες, που απόκτησα τα περισσότερα πλούτη από κάθε άλλο Έλληνα, τι είδους κηδεία μου αρμόζει;

Καθώς η νοσοκόμα -που ήταν υποχρεωμένη να μένει κοντά του, ακόμη κι όταν φώναζε να φύγουν όλοι- του σκούπιζε το ιδρωμένο μέτωπο με χαρτομάντιλα που μοσχοβολούσαν λεμονανθό, ο Νιάρχος αμπελοφιλοσοφούσε πάλι... Παρομοίαζε τον εαυτό του με στυμμένο λεμόνι, που το είχαν πετάξει σαν μουχλιασμένη λεμονόκουπα... Για μια ακόμη φορά, μέσα στην αδυναμία του ν΄αντιδράσει, ήταν τρομοκρατημένος. Είχε μάθει ότι ο Τομ Πάππας, αετονύχης κι΄αυτός, είχε καταντήσει εγκαταλειμμένος σε γηροκομείο... Αυτό το φοβερό μυαλό σε ιδέες και ενεργητικότητα, είχε πάθει μαλάκυνση του εγκεφάλου... Όχι θεέ μου, μή... Κανένας δεν ξέρει τί τέλος θά έχει.

16. Η ζωγραφική δεν σκουριάζει

Η  σκέψη  απογειωνόταν  πάνω  από  την  αναπηρική  πολυθρόνα  και  πετούσε  πίσω, στις  αρχές  της  δεκαετίας  του  50,  τότε  που  η  Ευγενία  τον  πήγε  στο  Λούβρο  κι΄ έμεινε  άφωνος  όχι  μόνο  μπροστά  στην  Αφροδίτη  της  Μήλου  αλλά  και  στα  άλλα  αριστουργήματα.  Δεν  χρειαζόταν  ξεναγός  γιατί  η  γυναίκα  του  τα  ήξερε  όλα. 

— Μπράβο, Τζένη, δεν είσαι μόνο καταπληκτική μαγείρισσα και διακοσμήτριατων σπιτιών μας, αλλά έχεις μεγάλες γνώσεις και στην τέχνη, της είπε ο Νιάρχος κι εκείνη του ξεφούρνισε:

— Η καλύτερη τοποθέτηση χρημάτων δεν είναι ο χρυσός,τα κοσμήματα και οι μετοχές, αλλά τα έργα τέχνης... Το ξέρεις ότι πριν λίγα χρόνια ένας πίνακας του Ελ Γκρέκο είχε διακόσιες πενήντα χιλιάδες δολάρια και σήμερα κοστίζει τετρακόσιες!

— Βρες μου ένα και στον αγόρασα, γέλασε εκείνος.

Με αυτό τον τρόπο η κόρη του Χιώτη καραβοκύρη, που ο πατέρας της είχε βάλει στο πρώτο γραφειάκι του στο Λονδίνο μια «Γενοβέφα» κι ένα «ο πωλών τοις μετρητοίς κι ο πωλών επί πιστώσει», παρέσυρε τον άντρα της να αγοράσει το 1954 την «Πιετά»του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου αντί 400.000 δολαρίων!

 Κι όταν έγραψε μια εφημερίδα ότι ο Έλληνας μεγαλοεφοπλιστής Νιάρχος εισέρχεται στο κλαμπ των μεγαλοσυλλεκτών, καμάρωνε... Πίνακες και άλογα, ήταν το σήμα κατατεθέν των μεγιστάνων του πλούτου, γιατί, λοιπόν, να υστερήσει αυτός, αφού μάλιστα βρέθηκε αμέσως αγοραστής της «Πιετά» του με μισό εκατομμύριο δολάρια! Φυσικά δεν την έδωσε. Το μυαλό του, μετά την επίσκεψη στο Λούβρο και την αγορά του έργου του Ελ Γκρέκο, έπαιρνε γρήγορες στροφές. Σκεφτόταν: Αφού και τα πιο πανάκριβα σκαριά της θάλασσας -που τα λάτρευε- οπωσδήποτε μια μέρα θα φθαρούν από το χρόνο και την αρμύρα, γιατί οι πίνακες ζωγραφικής, όσο παλιώνουν όχι μόνο δεν φθείρονται αλλά αποκτούν πολλαπλάσια αξία; Γιατί, Τζενούλα μου, γιατί;

— Γιατί, Σταύρο μου, τα σκάφη τα σχεδιάζουν άνθρωποι, αλλά τα συναρμολογούν μηχανικά μέσα... Ενώ τα έργα τέχνης τα φτιάχνουν οι άνθρωποι πινελιά-πινελιά με τα ίδια τους τα χέρια, δηλαδή με την ψυχή τους, που δύσκολα μπορείς να καταλάβεις εσύ...

Ο Νιάρχος σάλταρε από χαρά, φώναξε μέσα του «εύρηκα» κι από την άλλη μέρα άρχισε να καλεί στη θαλαμηγό του και στα σαλόνια του ανθρώπους της τέχνης, να διαβάζει ανάλογα βιβλία και περιοδικά για συλλέκτες υψηλού επιπέδου και να συγκεντρώνει πληροφορίες για τιμές έργων ζωγραφικής. Από όλες τις τεχνοτροπίες και τις σχολές τον τράβηξαν οι ιμπρεσιονιστές, ίσως γιατί τον μύησε σ' αυτούς ο μεγάλος τεχνοκρίτης Χάρι Μπρουκς, που τον έπεισε να μη βιαστεί ν' αγοράζει ένα ένα τους πίνακες που του άρεσαν, αλλά να περιμένει την ευκαιρία να του βρει, με μιάς, ολόκληρη συλλογή... Πάντως κάπου βρήκε ένα Βαν Γκόγκ και τον αγόρασε, μετά πέτυχε σε ευκαιρία ένα Σεζάν και το 1957 ο Μπρουκς του παρουσίασε τη μεγάλη ευκαιρία, τους 58 πίνακες της συλλογής του ηθοποιού Έντουαρντ Ρόμπινσον... - Μη μου πεις -απόρησε ο μεγαλοεφοπλιστής- ότι αυτός ο ανθρωπάκος που υποδύεται τους γκάγκστερ, είναι τόσο σπουδαίος συλλέκτης. Και γιατί βγάζει τέτοιο θησαυρό στο σφυρί;

— Γιατί χωρίζει και η γυναίκα του θέλει σε ρευστό τη μισή περιουσία του...

art0004 art10203

Ο Ωνάσης δεν υπήρξε συλλέκτης έργων τέχνης και στη καμπίνα-γραφείο του στη "Χριστίνα" είχε το πορτρέτο της μητέρας του. Ο Νιάρχος, μέγας συλλέκτης έργων ζωγραφικής, ποζάρει στο σαλόνι της "Κρεολής" μπροστά στη "χορεύτρια" του Τουλούζ Λοτρέκ και δίπλα, στο σαλόνι του στην Ελβετία, στην "αποκαθήλωση"  του Θεοτοκόπουλου-Γκρέκο.  

Ο Νιάρχος έσκασε έξι εκατομμύρια δολλάρια και μέσα σε μια μέρα έγινε ένας από τους μεγαλύτερους -και διασημότερους- συλλέκτες της Υφηλίου.

Θυμότανε μια φοβερή σκηνή με τον Έντουαρντ Ρόμπινσον, που τον επισκέφτηκε το 1959, δυο χρόνια μετά την απόκτηση της συλλογής του, και τον θερμοπαρακαλούσε να του δώσει πίσω τον «γέρο κλόουν» του Ρουό... Σας τον πληρώνω όσο κι όσο, του είπε, γιατί αυτός ο πίνακας εκπροσωπεί εμένα τον ίδιο, τη ζωή μου ως ηθοποιού... Του αρνήθηκε κι ο μεγάλος ηθοποιός, έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι... Όταν πέθανε ο Ρόμπινσον το 1973, ο Νιάρχος του έστειλε στεφάνι που έγραφε «στον γέρο κλόουν, από τον γέρο κλόουν».

— Χίλαριιιιι... Γρήγορα, τσουλίστε με στο κομπιούτερ.

Από τη μια η γραμματέας κι από την άλλη ο μπάτλερ, οδήγησαν το αφεντικό τους στο διάδρομο, έχοντας το νου τους μην τρακάρει με τις ρόδες της πολυθρόνας του καμιά βιτρίνα με τις μικρογραφίες των πλοίων του, κι όταν έφτασαν στο γραφείο του, τους έγνεψε να τον αφήσουν μόνο... Στάθηκε μπροστά στο προσωπικό του κομπιούτερ κι άρχισε να πατάει τα πλήκτρα, συνθέτοντας τους αριθμούς που μόνο αυτός ήξερε... Το φωτεινό καντράν παρουσίασε τη σελίδα «πίνακες ζωγραφικής» κι ο γέρος έσκυψε με βουλιμία -λες κι επρόκειτο να καταβροχθίσει εύγευστους μεζέδες- κι άρχισε να αθροίζει: Εννέα Ρενουάρ, εφτά Βαν Γκογκ, πέντε Τουλούζ Λοτρέκ, τέσσερις Σεζάν, τέσσερις Ροναβέ, τέσσερις Ντεγκά, και και... Είχε και Ματίς και Ουτρίλο και Πικάσο και Μοντιλιάνι και Ελ Γκρέκο και τι δεν είχε... Να, εκεί έξω στο χολ, είχε έναν Ελ Γκρέκο και πάνω από το τζάκι του, ακόμη ένα... Ξανάσκυψε στο καντράν κι άρχισε να βλέπει που και πόσα έργα είχε σε κάθε σπίτι του, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στο Σεν Μόριτς, στη γαλλική Ριβιέρα, εδώ στη Νέα Υόρκη... Από τη Σπετσοπούλα και τη θαλαμηγό του τα είχε αποσύρει, γιατί φοβότανε μη του τα κλέψουν...

— Χίλαρι

Έσπευσε η γραμματέας του, που την κεραύνωσε: Είχα διατάξει να μου τηλεφωνήσει ο Μπρουκς κι ακόμη περιμένω... Τσακίδια αμέσως, να μου τον βρείτε...

Τελευταία δεν σκεφτόταν τόσο τα βαπόρια του και τα υπόλοιπα περιουσιακά του στοιχεία, όσο τα έργα ζωγραφικής που είχε στη συλλογή του... Φόβος και τρόμος τον κατείχε ότι οι κληρονόμοι του θα τη χώριζαν και πίνακες του θα κατέληγαν σε δημοπρασίες του Σόθμπι... Γι' αυτό έπρεπε να συμβουλευτεί τον Μπρουκς και να αποφασίσει γρήγορα, πριν είναι αργά, να διασφαλίσει τη συλλογή του από τους διαγουμιστές της...

— Κύριε Νιάρχο, στο τηλέφωνο ο κύριος Μπρουκς.

Ο γέρος, αφού βεβαιώθηκε ότι όλοι είχαν βγει και κλείσει οι πόρτες, μίλησε τρυφερά στο μόνο άνθρωπο που σεβόταν κι εκτιμούσε, όχι μόνο για τις γνώσεις του στην τέχνη, αλλά και γιατί του είχε αγοράσει τις δεκάδες των έργων με μερικά εκατομμύρια δολάρια και τώρα η αξία τους ξεπερνούσε το ένα δισεκατομμύριο διακόσια εκατομμύρια ! Ο Χάρι Μπρουκς τον είχε ρωτήσει κάποτε, πως έκλεβε τόσες ώρες από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του για τους πίνακες και τους ζωγράφους κι εκείνος του είχε απαντήσει: «Μα, αγαπητέ μου, τα αριστουργήματα ζωγραφικής είναι για μένα όπως τα σκάφη κομψοτεχνήματα και οι μεγάλοι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι όπως οι μεγαλοφυείς ναυπηγοί»... Τα θυμόταν και φούσκωνε από υπερηφάνεια και εγωισμό, όπως τότε που επιστατούσε ο ίδιος και του φτιάχνανε την «Κρεολή», το πιο όμορφο και πιο ακριβό τρικάταρτο πλεούμενο του κόσμου. Ήταν η μόνη φορά που είχε παραμελήσει την άγρυπνη παρακολούθηση των ναύλων, των φορτίων και της ναυλαγοράς, γιατί λαχταρούσε και βιαζόταν να του φτιάξουν το ωραιότερο σκαρί της Υδρογείου, ένα πλωτό μουσείο των διασημότερων ζωγράφων... Κι όταν διάβαζε ή άκουγε να εκθειάζουν τη σιδερένια κορβέτα του μπατζανάκη του, που είχε διακόσμηση ποικιλόμορφες αντίκες, από κινέζικα βάζα ως ινδικούς Βούδες, έσκαγε στα γέλια χι-χι-χι κι έβαζε τον Μπρουκς να καλέσει διάσημους τεχνοκρίτες, να τους φιλοξενήσει και να θαυμάσουν τη συλλογή του... Κι έπινε μαζί τους στο μεγάλο σαλόνι με τους ιμπρεσιονιστές και κομπορρημονούσε: Οι μεγάλοι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι με συναρπάζουν, γιατί η αισθητική τους επιδιώκει την άμεση έκφραση των ψυχικών εντυπώσεων, μέσω των επιδράσεων του φωτός και των χρωμάτων ! Ο Ωνάσης, που τον είχε ακούσει να παπαγαλίζει αυτα τα λόγια, συχνά, συμπέρανε ότι την είχε διαβάσει κάπου... Του το είπαν του Νιάρχου και εξεμάνη:

— Ποιός είναι αυτός ο άξεστος πρόσφυγας... Ένας ανατολίτης σαβουροσυλλέκτης, που μαζεύει κομπολόγια, μπουζούκια και ναργιλέδες... Και σαν πασάς, στον οντά του, ξαπλωμένος σε μαξιλάρες, του χορεύουν και του τραγουδάνε οδαλίσκες.και πριμαντόνες.

 Ποιές ήσαν όμως αυτές οι γυναίκες που δεν τολμούσε να τις αναφέρει ο Νιάρχος, γιατί ο Ωνάσης ήταν τόσο εκλεκτικός-όχι στους πίνακες, αλλά στις γυναίκες-που είχε κατά περιόδους για συντροφιά του την Γκλόρια Σβάνσον και την Γκρέτα Γκάρμπο παλιά, και μετά την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, τη Μαρία Κάλλας, την Τζάκι Κένεντι, ως και την Εβίτα Περόν, για μια νύχτα... Κι εκείνη η μανία του με τους μπουζουκτσήδες, να του παίζουν ταξίμια με το μπαγλαμαδάκι κι εκείνος να χορεύει ξυπόλυτος στα χαλίκια, με σηκωμένα τα μπατζάκια, για να επιδεικνύει τις νευρώδεις γάμπες του... Μουρμούριζε πάλι στον ύπνο του ο γερο Σταύρος, χλευάζοντας για πολλοστή φορά τον άνθρωπο που μισούσε όσο κανέναν άλλο στη ζωή του: Ποιος είδε τον Άρη με σμόκιν και δεν τον λυπήθηκε, τον ασουλούπωτο... Ενώ εγώ ήμουνα κομψός και ραφινάτος, με αριστοκρατικά δάχτυλα που χάιδευαν το ντελικάτο χέρι της ντάμας κι όχι να το χουφτώνουν -όπως εκείνος- με μια παλάμη κακοτράχαλη σαν μπετατζή ή βαρκάρη... ο Αρίστος , μάτια μου, είχε σουλούπι, κάτι ανάμεσα σε μαουνιέρη Λιβανό και βαρκάρη Λάτση... Φτου σου, χρήμα ασύστολο, που παραβιάζεις εφτασφράγιστα παλάτια και μέγαρα... Ακούς εκεί, ο μπαγλαματζής αφεντικό του Μονακό κι ο Λάτσης στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ!

— Γιατί, Σταύρο, εσύ δεν μπαινόβγαινες στα ανάκτορα Τατοίου κι έλεγες ανέκδοτα στον Παύλο;

Πάλι αυτή η υποχθόνια φωνή, που τούτη τη φορά ακουγόταν βραχνιασμένη... Και μάλιστα στο ξύπνιο του...Νάτη, πάλι:

— Δεν είναι ούτε η Ευγενία, ούτε η φωνή της συνείδησης σου, όπως νομίζεις... Είμαι ο Αριστοτέλης, που κάθε τόσο ταράζεις τη γαλήνη μου, γιατί όλο μ' εμένα απασχολείς τη σκέψη σου...

Ο γέρος τρομοκρατήθηκε και καθώς πάτησε το χερούλι της πολυθρόνας του, που έκανε 360 μοίρες περιστροφή, χωρίς να δει ούτε φάντασμα ούτε σκιά στο δωμάτιο, έκανε να βγάλει το τσιπ από το αυτί του, για να μην ακούσει τη συνέχεια των λόγων του αόρατου επισκέπτη του.

— Και να βγάλεις το ακουστικό, θα εξακολουθείς να ακούς τη φωνή μου, Σταύρο... Όπως εγώ και μουγκός που ήσουνα, άκουγα τη σκέψη σου, τη συκοφαντική και βρόμικη για μένα... Μπορείς να μου πεις, τέλος πάντων, τι σου έχω κάνει και με μισείς τόσο πολύ;

— Και τι δεν μου έχεις κάνει... Πρώτο και καλύτερο, μου πήρες τη γυναίκα που αγαπούσα...

— Υποκριτή... Την αγαπούσες όσο την Ελένη και τη Μέλπω, που αφού έκανες το κέφι σου, τις χώρισες... Ενώ εγώ, την αγαπούσα στ' αλήθεια και ήταν η πρώτη γυναίκα που στεφανώθηκα... Και ξέρεις καλά, ότι δεν τη χώρισα εγώ, αλλά εκείνη πήρε διαζύγιο...

-Για να ρθει σε μένα..

-Αφού παντρεύτηκε κι΄έμεινε δέκα χρόνια με τον Άγγλο ευγενή..

— Χίλαριιιιι...

Ο Νιάρχος είχε πεταχτεί από τον εφιάλτη που 'βλεπε και σπαρταρούσε στην πολυθρόνα του... Είχε πλησιάσει η νοσοκόμα του: Η κυρία Χίλαρι, σερ, έχει βγει... Σετι μπορώ να σας εξυπηρετήσω εγώ;

— Μπήκε κανένας, όσο με είχε πάρει ο ύπνος;

— Όχι, σερ. Κανένας.

Ο ανήμπορος γέρος έγνεψε στην κοπέλα να του φτιάξει την κουβέρτα που είχε στα γόνατα του και μετά έγειρε πίσω το κεφάλι κι έκλεισε τα μάτια... Ασιχτίρ -μουρμούρισε- όλο δυσάρεστα μου έρχονται στο νου μου... Ας θυμηθώ τις ιπποδρομίες και τους στάβλους μου, να ξαλεγράρει λίγο το  μυαλό  μου.

10207 bago 

 Ο Νιάρχος  στο πάντοκ - ιδιοκτήτης και αναβάτης στα ελληνικά χρώματα. Δεν  έζησε να δει τον θρίαμβο των Σταύλων του με το κρακ Bago,στη μεγάλη διεθνή κούρσα της Αψίδας του Θριάμβου στο Παρίσι.

17. το σπορ των βασιλέων

Από προπολεμικά ο Νιάρχος θεωρούσε τις ιπποδρομίες σπορ για τους αριστοκράτες. Σε κάποιο ντέρμπι στο Φαληρικό Δέλτα είδε στο βασιλικό περίπτερο (οι θαμώνες του έπρεπε να είναι μέλη του Τζόκεϊ Κλαμπ ή ιδιοκτήτες) το βασιλιά, το Σοφοκλή Βενιζέλο, τραπεζίτες, βιομήχανους και επίλεκτα μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας. Μα  οι  ιπποδρομίες  είναι  σπορ  και  για  μένα,  σκέφτηκε...

Μετά τον πόλεμο όμως ο Νιάρχος, με το ένα πόδι στην Αμερική και τ΄άλλο στην Ευρώπη, είχε ανέβει τέσσερα-τέσσερα τα σκαλοπάτια, τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά, και οι φιλοδοξίες του στρέφονταν πια προς την διεθνή κορυφή.
Μεταπολεμικά, άλλοι είχαν φτωχύνει, άλλοι πλουτίσει και στον ελληνικό ιππόδρομο είχαν γίνει ανακατατάξεις και διαφοροποιήσεις στο χώρο της ιδιοκτησίας. Έτσι, ο Νιάρχος, όσες φορές ερχότανε στην Αθήνα, ούτε ν΄ ακούσει για το Φαληρικό Δέλτα, όπου είχε στάβλο όχι μόνο ο πρώην κουνιάδος του και γενικός διευθυντής του Άμπης Κάππαρης και άλλοι ευυπόληπτοι ιδιοκτήτες (Γουλανδρήδες, Γιώργος Καμπάνης, Ντίνος Καρπίδας) αλλά και πρώην μαυραγορίτες, τσαμπάσηδες και λεσχιάρχες. Και μια φορά που πήγε στον ιππόδρομο, έφυγε σε λίγο, λέγοντας στον Άμπη ότι αυτός ο χώρος είχε καταντήσει αχταρμάς πρώην αξιοπρεπών φιλίππων και νυν τζογαδόρων αλογομούρηδων...

Bλέποντας ο Νιάρχος στις αγγλικές εφημερίδες τη βασιλική οικογένεια, λόρδους και κοσμικούς ν΄ ασχολούνται με τις ιπποδρομίες, αποφάσισε να δημιουργήσει κι΄αυτός σταύλο καθαροαίμων, ώστε να μπεί στο κύκλο του σπορ των βασιλέων... Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο αποφάσισε να γίνει ιδιοκτήτης αλόγων κούρσας... Και δεν θα αγόραζε σαπάκια, αλλά κρακ, που είχαν μέσα τους αίμα διάσημων φοράδων κι επιβητόρων... Η μεγαλομανία του, να είναι πρώτος παντού, τον οδήγησε στην απόκτηση πανάκριβων αλόγων, που θα μπορούσαν να συναγωνιστούν και να νικήσουν τους τροφίμους των βασιλικών στάβλων και των εμίρηδων της Μέσης Ανατολής... Κάλεσε ειδήμονες του σπορ, από προπονητές και κτηνιάτρους, ως σαΐνια των γραφείων στοιχημάτων και, αφού τους συμβουλεύτηκε, άρχισε να σχεδιάζει τη δημιουργία ενός στάβλου που οι τρόφιμοι του θα παλεύανε στον τερματισμό τα κρακ των σείχηδων, των βασιλικών σταύλων της Αγγλίας, των Ελλήνων μεγαλοεφοπλιστών ... Πονηρός, όμως, ξεκίνησε από το Παρίσι, όπου και στους γαλλικούς ιπποδρόμους ανθούσε το σπορ, ώστε να μη ριψοκινδυνέψει να γελοιοποιηθεί ανάμεσα στους γαλαζοαίματους και στους λόρδους... Προσέλαβε προπονητή έναν από τους καλύτερους, τον Μπουτέν, και του ανέθεσε να του υποδείξει τις πρώτες αγορές. Εκείνος τον ρώτησε τι χρώματα θα δήλωνε, κι ατάκα απάντησε: Θαλασσογάλανες φαρδιές ρίγες στη μπλούζα και λευκό καπελάκι. Ο νέος ιδιοκτήτης είχε διαλέξει τα ελληνικά χρώματα, που συνήθως φορούσε κι΄ο ίδιος στο πάντοκ.

Έτσι  ξεκίνησε το νέο του χόμπι -μετά την συλλογή πινάκων- που του έκλεβε ώρες από τις δουλειές του, αλλά και τεράστια ποσά από την τσέπη του... Σύχναζε στο Λονσάν και στο Μεζόν Λαφίτ, φορούσε τα σκούρα του στη μεγάλη ετήσια διεθνή κούρσα του Αρκ ντε Τριόμφ, αλλά η σκέψη του ταξίδευε πάντα στο Άσκοτ και στο Νιου Μάρκετ... Πρταγότανε κι εκεί, στις μεγάλες κούρσες κι ανακατευόταν με τους λόρδους, τους κομήτες, που συνόδευαν κομψές κυρίες.. Και στο Ντέρμπι, ημίψηλα, σκούρα και γκρι τζάκετ, ριγέ παντελόνια καπελαδούρες οι ντάμες.

Ο Ωνάσης το μάθαινε και γελούσε... Και τον κορόιδευε στους κοινούς φίλους: Μασκαρεύτηκε ο Καραγκιόζης σε λόρδο, με ρεντιγκότα, ημίψηλο και διόπτρες στο στήθος... Αυτά θυμότανε τώρα ο ΝΙάρχος και ήθελε να χλιμιντρίσει σαν επιβήτορας αλλά δεν κάτεχε από αδυναμία. Τα βλεπε όλα θαμπά σαν ιμπρεσιονιστικό πίνακα,να μη μπορεί να ξεχωρίσει πρόσωπα στην ετήσια συγκέντρωση της Άρκ ντε Τριόμφ του Παρισιού ή στο Ντέρμπυ του Λονδίνου... Πλήθος απο ημίψηλα και επίσημα κοστούμια, καπελαδούρες και τουαλέτες, ρε λες νά χε δίκιο ο Ωνάσης με τα καραγκιοζιλίκια της άρχουσας τάξης και των υποτακτικών της... Υπόκλιση στο θεωρείο με τη βασίλισσα και τους αυλοκόλακες, χειροφιλήματα στις γκιόσες, αχ ρε πονηρέ Αρίστο τις γλίτωσες εσύ τις γκαβαλίνες, ανάμεσα στα αρωματισμένα αιδοία, που μάζευαν οι σείσηδες με φαρασάκια... Κι, όμως ρε κωλοσμυρνιέ, ότι έκανα, το κανα για τα ελληνικά χρώματα, για να επανορθώσω, γιατί στο στόλο μου είχα βάλει τα γαλλικά.

— Τομ, Τομ... Που είσαι;

— Εδώ, σερ, πάντοτε άγρυπνος φρουρός, δίπλα σας...

— Δε μου λες Τομ, θυμάσαι τα ονόματα των κρακ μου...Θέλω να μου τα θυμίσεις ένα-ένα... Σε ακούω...

— Χερνάντο, νικητής του γαλλικού Ντέρμπι! Κινγκ Μάμπι, σπεσιαλίστας στο μίλι... Σπινγκ Γουόρντ... Έκτορ Προτέκτορ...Η φοραδούλα σας η Μισκ...

— Το μεγάλο μου κρακ, τον Νουρέγιεφ, γιατί δεν μου το αναφέρεις, για να μη με στενοχωρήσεις; Νίκησε στις δυο χιλιάδες γκινέες στο Νιου Μάρκετ και οι ελλανοδίκες το βγάλανε ντισκαλιφιέ... Ποτέ δεν στενοχωρήθηκα τόσο πολύ στη ζωή μου... Γι' αυτό πήρα το στάβλο μου από την Αγγλία και τον συγχώνευσα με αυτόν που είχα στη Γαλλία... Θυμάσαι, Τομ;... Δυό μερόνυχτα συνέχεια έπινα και βλαστημούσατους Άγγλους και τη βασίλισσα τους... Σου είχα επιτρέψει να πίνεις μαζί μου και να βλαστημάς κι΄εσύ... Θυμάσαι Τομ;

Που να ξεχάσει ο Κεφαλονίτης τις πενήντα λίρες του, που είχε παίξει στον Νουρέγιεφ... Που να ξεχάσει το Άσκοτ και το Νιου Μάρκετ και τη γαλανόλευκη στολή του τζόκεϊ του Ασμούσεν... Και το βυσσινί χρώμα των βασιλικών στάβλων με τα λιοντάρια και το στέμμα. Και τα μπορντό χρώματα, με το άστρο, του μεγαλοϊδιοκτήτη σείχη Μωχάμετ μετά 600 καθαρόαιμα... Αλλά δεν είχε κρακ μόνο ο Νιάρχος, αλλά κι άλλοι Έλληνες: Ο καπετάν Λαιμός με το Κάβο Ντόρο, που τερμάτισε δεύτερο στο αγγλικό Ντέρμπι, ο Εμπειρίκος που με ένα ανάπηρο άλογο, το Ατχανίτι, κέρδισε το Γκραντ Νάσιοναλ και έγραφαν καιρό οι εφημερίδες... Αλλά ήσαν μεγαλοϊδιοκτήτες κι άλλοι Έλληνες, όπως ο Γιώργος Καμπάνης με τα κρακ του Στίλβη, Τρομερός, Ταχύπους. Ο Ντίνος Καρπίδας, ο Κώστας Λαιμός, με πανίσχυρο στάβλο και οι Γουλανδρήδες... Πριν ενσκήψουν οι εμίρηδες και οι σεΐχηδες, οι Έλληνες μεγαλοϊδιοκτήτες καθόντουσαν στα διπλανά θεωρεία της βασιλικής οικογένειας, ανάμεσα στους λόρδους Χάλιφαξ και Τσέλσι.

Του έλειπαν οι ιπποδρομίες του σερ, αλλά συχνά ξεφύλλιζε τις αγγλικές και γαλλικές εφημερίδες και έψαχνε να βρει άλογα των στάβλων του να τρέχουν... Η κόρη του Μαρία-Ισαβέλα είχε μείνει στο πόδι του και του έστελνε κασέτες για να δει τη νίκη κάποιου κρακ που ο τζόκεϊ του-συνήθως ο Ασμούσεν- φορούσε τα χρώματα της ελληνικής σημαίας... Όταν ο γερο Νιάρχος δεν έβλεπε, για ημέρες, άλογο του στις εφημερίδες, έβαζε τις φωνές:

- Τομ, Τομ, έλα να με σηκώσεις να φύγουμε από δω, πριν μου διαλύσουνε το στάβλο... Όσο λείπω, είναι ικανά τα παιδιά μου να μου πουλήσουν, όχι μόνο τα άλογα, αλλά και τους πίνακες και τα βαπόρια...

Ο Τομ αγαπούσε τις ιπποδρομίες και αυτό το πάθος του το είχε πληρώσει με πολλούς μισθούς του, γιατί όποιος παίζει στις κούρσες, όσες περισσότερες γνωριμίες τζόκεϊ και προπονητών έχει, τόσα περισσότερα χάνει... Το αφεντικό του έλεγε ότι τον τζογαδόρο τον καταστρέφει στη χαρτοπαιξία και στη ρουλέτα η διάρκεια και στις κούρσες η «σιγουριά» των προγνωστικών... Ο γιος της αδερφής του, Κώστας Δρακόπουλος, που τον είχε βάλει διευθυντή στα Ναυπηγεία του, πήγαινε συχνά στο Φαληρικό Ιππόδρομο, όπου είχε στάβλο ο Άμπης Κάππαρης. Εκεί αγόρασε ένα αλογάκι και το ανέθεσε στον προπονητή Θεμιστοκλή Δέρβη... Αυτό πρέπει να έγινε τη δεκαετία του 60, όταν οι παραδοσιακοί ιδιοκτήτες αραίωναν και τη θέση τους έπαιρναν νεόπλουτοι και τυχοδιώκτες... Όταν το έμαθε ο Νιάρχος, εισέβαλε στο γραφείο του ανηψιού του στα Ναυπηγεία και οργισμένος τον ρώτησε αν είναι αλήθεια... Εκείνος τα μάσησε, ο θείος κατσάδιασε τον ανιψιό κι όταν ξεθύμανε του είπε: Ή ανεβαίνεις στον Ταύγετο με μουλάρι κι όχι με γάιδαρο ή αγοράζεις καθαρόαιμο από το Νιου Μάρκετ κι όχι στο παζάρι του Φαλήρου... Τι δουλειά έχει, ο ανιψιός ενός Νιάρχου, στον πιο υποβαθμισμένο Ιππόδρομο της Γης;

— Μα, θείε μου, με όλο το σεβασμό που σας έχω, κι εσείς έχετε άλογα κούρσας...

— Άλλα σου λέω, άλλα καταλαβαίνεις... Ίσα κι όμοια είναι το παλάτι με το αχούρι;

Τον αγαπούσε τον ανιψιό του και του είχε εμπιστευθεί τη θέση του γενικού διευθυντή στην Ελλάδα, αλλά πάντοτε θυμότανε τι χουνέρια είχε σκαρώσει ο ίδιος στους μπαρμπάδες του... Τον καλούσε στο Παρίσι και στο Λονδίνο, τον έπαιρνε στις ιπποδρομίες, του έκανε δώρα και του έλεγε τονίζοντας στο επίθετο τη παραλήφουσα: Νίαρχος εγώ, δηλαδή στόλαρχος, Δρακόπουλος εσύ, δηλαδή δράκος. Θα τους καταπιούμε τους κουτόφραγκους.

Ο  στόλαρχος  όμως  τους  έφαγε  μόνος  του... 

ΛΕΙΠΕΙ  ΚΕΙΜΕΝΟ

geros20018.  ο γιαλός φέρνει φουρτούνα

Σήμερα  οι  αναμνήσεις του  γέρου ταξιδεύουν  στο  καταπράσινο  νησάκι του  Αργολικού  κόλπου  των  δύο  τετραγωνικών  χιλιομέτρων... Η  Σπετσοπούλα Μεγαλειότατε  είναι  το  βασίλειό  μου - είχε  πει στον  βασιλιά  Παύλο - και  κανένας  δεν  μπορεί  να  με  εκθρονίσει... Όταν  το  είχε  αγοράσει  ο  πεθερός  του  Λ ιβανός  του  είπε : - Τι  έκανες  βρε  φιγουρατζή...Το  ένα  βαπόρι  μπορεί  να  σου  φέρει  κέρδος το  άλλο, το  νησάκι  τι  θα  σου  δώσει,  πέρδικες  και φασιανούς... - Ναι καπετάνιε... Και  κυνηγούς  γαλαζοαίματους  και  τρανούς  καλεσμένους.

SpetsopC

Η Σπετσοπούλα! Μόνιμοι κάτοικοι είκοσι, όσοι ήσαν οι φύλακες και το προσωπικό του χειμώνα, γιατί το καλοκαίρι βομβολογούσε το νησί από την οικογένεια, τα παιδιά, τους καλεσμένους... Δεκαπέντε κρεβατοκάμαρες για το Νιαρχέικο και άλλες τόσες καμπάνες για τους καλεσμένους... Και μάγειροι, καμαριέρηδες, γκαρσόνια, κηπουροί, σεκιούριτι, που γυρόφερναν το νησί και την «Κρεολή» με ταχύπλοα, για να εμποδίζουν τους παπαράτσι και τους περίεργους, που ήθελαν να πλησιάσουν... Και στη δικαιοδοσία του, Λιμενικό και Χωροφυλακή των Σπετσών, για να απολαμβάνει ο Νιάρχος με τους καλεσμένους του τις ελληνικές διακοπές του μακριά από τα αδιάκριτα μάτια και τις φωτογραφικές μηχανές... Άβατη η Σπετσοπούλα για τους κοινος θνητούς, αφού τα ελικόπτερα και οι βενζινάκατοι φέρνανε βασιλιάδες, πρίγκιπες, σταρ του κινηματογράφου και των τεχνών... Φυλλομετρούσε πάλι το βιβλίο ο γέρος κι έβρισκε με το φακό τα αποσπάσματα που είχε υπογραμμίσει με κόκκινο μολύβι όπως αυτό από δημοσίευμα ελληνικής εφημερίδας του Σεπτέμβρη του 1959, τότε που δεκάδες παπαράτσι και ρεπόρτερ πολιορκούσαν, από απόσταση, τη θαλαμηγό του Ωνάση που φιλοξενούσε τη Μαρία Κάλλας:

« Η λιμενική αστυνομία είχε ειδοποιήσει όλους τους ψαράδες στην περιοχή της Γλυφάδας και τους ιδιοκτήτες σκαφών να μη διευκολύνουν τους δημοσιογράφους και τους φωτογράφους να πλησιάσουν τη «Χριστίνα»... Έτσι, οι εκπρόσωποι των μέσων ενημέρωσης, καθισμένοι στα παραλιακά κέντρα, σχολίαζαν ότι αν ο κάτοχος της πολυτελούς θαλαμηγού ήταν οποιοσδήποτε κοινός άνθρωπος και είχε απαγάγει, έστω εκουσίως, μια παντρεμένη, θα δικαζόταν επί μοιχεία... Ήταν, όμως, ο Ωνάσης και οι αρχές είχαν δώσει εντολή να τον προφυλάσσουν οι χωροφύλακες και οι λιμενικοί από τους δημοσιογράφους... Πριν ενάμιση μήνα είχε φιλοξενηθεί στη «Χριστίνα» ο πρωθυπουργός της χώρας. Ποιός απερίσκεπτος, λοιπόν, αξιωματικός του κράτους θα επέτρεπε στους πληροφοριοδότες της κοινής γνώμης να πλησιάσουν την πλωτή ερωτική φωλιά του κροίσου; Το ίδιο γινόταν και για την «Κρεολή», όταν ο Νιάρχος ειδοποιούσε τις αρχές ότι δεν ήθελε αδιάκριτους φακούς κοντά της...»

Η  Κρεολή  του ! Το  ωραιότερο, πολυτελέστερο  και  ακριβότερο  σκαρί,  το  κομψοτέχνημα  των  θαλασσών. Εβένινο,  πολυκάταρτο, με όλες  τις  ανέσεις για  τον ίδιο  και  τους  διάσημους  καλεσμένους  του, την  αφρόκρεμα  της  Γης.

ΛΕΙΠΕΙ  ΚΕΙΜΕΝΟ

Στα γεράματα του ο Νιάρχος συμπαθούσε τον Ρενουάρ, γιατί είχε διαβάσει ότι ο μεγάλος ζωγράφος, κοντά στα 80 του, εξακολουθούσε να ζωγραφίζει καθηλωμένος σε αναπηρική καρέκλα, με βασανιστικούς ρευματισμούς... Του δένανε το πινέλο στο χέρι κι ένας βοηθός του ανακάτευε, με τις εντολές του, τα χρώματα στην παλέτα... Κάθε φορά που ο Νιάρχος πονούσε, σκεφτότανε τον Ρενουάρ στα στερνά του και έπαιρνε κουράγιο... Έσφιγγε τα δόντια κι έβριζε, ανακατεύοντας σχόλια για ό,τι είχε διαβάσει σε ελληνικές εφημερίδες, που του έφερναν στη μνήμη τα καφενεία του Πειραιά και της Αθήνας, που προπολεμικά είχαν την «Ακρόπολη», στεριωμένη πάνω σε καλαμωτό τελάρο, για τους θαμώνες τους... Συχνά, τα έβαζε με τους νεόπλουτους, που λυμαίνονταν τα κρατικά χρήματα και έκαναν φιγούρα, χτίζοντας παλάτια και πολυτελείς θαλαμηγούς... Προσπαθούσε να φωνάξει δυνατά, αλλά η φωνή έβγαινε ξεψυχισμένη :   -  Οι μπακιρένιοι Έλληνες, που κάνουν περιουσίες τρώγοντας τις σάρκες του κοσμάκη... Ενώ εμείς, βγήκαμε σε ξένα λιμάνια, σε θάλασσες και ωκεανούς και παλέψαμε με ανήμερα θεριά...

Μια μέρα που δεν πονούσε κι απολάμβανε το κοκτέιλ του Τομ, είχε διάθεση για κουβέντα και  ρώτησε τον Κεφαλονίτη, ποιά γνώμη είχε γι' αυτούς που διαφεντεύουν  την  Ελλάδα.                                                                                              

- Ποιούς εννοείτε, σερ;

- Τους δράκουλες της πολιτικής και των διαπλεκόμενων συμφερόντων, που της πίνουν το αίμα...

- Τους δράκουλες, σερ ;

- Ναι, αυτούς που, μέσω παραπλανητικών υποσχέσεων και πολιτικών επεμβάσεων, δημιούργησαν τη νέα τάξη πραγμάτων...

0 Τομ τον κοίταξε κάπως πονηρά, αλλά ο γέρος δεν τον άφησε να βγάλει λέξη:  - Τι θέλεις να πεις, ρε κοπρίτη; Δεν διαβάζεις ελληνικές εφημερίδες; Κάποτε όλοι εμείς, οι εφοπλιστές, τα φέρναμε στην Ελλάδα, τώρα οι παρακοιμώμενοι σε κάθε κυβέρνηση,της τα παίρνουν...

Ο Νιάρχος παρακολουθούσε τα διαδραματιζόμενα στην Ελλάδα από την εφημερίδα «Εστία», που επειδή είχε λίγες σελίδες την έλεγε καχεκτική... Τι γράφει σήμερα η Καχεκτική; ρωτούσε τον Τομ κι εκείνοςέσπευδε να του διαβάσει τίτλους και αποσπάσματα.Βρε τους κλέφτες, βρε τους λωποδύτες, σχολίαζε ο γέρος κι ο υποτακτικός του αναρωτιόταν αν ο Μεγάλος ήταν όσο πατριώτης έδειχνε και αν θα θυμότανε στη διαθήκη του την Ελλάδα... Τον ενδιέφερε και προσωπικά τον Κεφαλονίτη η διαθήκη του Νιάρχου, που σίγουρα την είχε φτιάξει από παλιά και καταθέσει στην Ελβετία... Αυτό θα πρέπει να έγινε την εποχή που η κόρη του από τη Φορντ ζούσε ζωή κοινής θνητής κι όχι ανάλογη με εκείνη μιας εγγονής του Χένρι Φορντ και μιας θυγατέρας ενός Σταύρου Νιάρχου, που είχε παντρευτεί ένα παρακατιανό... Αλλά μήπως το ίδιο δεν είχε κάνει και η μοναχοκόρη του Ωνάση, που είχε παντρευτεί στο  πρώτο  της  γάμο ένα μεσήλικο μεσίτη και  μετά  ένα μπατίρη σοβιετικό πολίτη μάλιστα...

Ο  στόλαρχος  ταρακουνιέται στη  πολυθρόνα  του  και  μουρμουρίζει : Αποσυρμένος  πράκτορας του  FBI είπε  στις  κωλοφυλλάδες  ότι  τον  πλήρωσα  για  να  καθαρίσει  τον  Ωνάση... Αποκυήματα  φαντασίας  ασήμαντου  για  να  γίνει  γνωστός...

ΛΕΙΠΟΝ  6  ΣΕΛΙΔΕΣ  ΚΕΙΜΕΝΟ

10181Spetsbanio1

19. Εκτροφείς φασιανών

΄Oταν η 31χρονη Αθηνά Λιβανού πήρε διαζύγιο τον Ιούνιο του 1960  από τον Ωνάση, ο Νιάρχος ήταν 51 χρονών και άνοιξε σαμπάνια, λέγοντας στη γυναίκα του ότι έπρεπε να πανηγυρίσουν το γεγονός που η αδερφή της απηλλάγη και νομότυπα από τα δεσμά του γάμου από αυτόν τον ανατολίτη αγροίκο... Τα παιδιά τους ήσαν τότε, οχτώ χρονών ο Φίλιππος, πέντε ο Σπύρος και δύο η Μαρία-Ισαβέλα, ενώ τα παιδιά του Ωνάση και της Τίνας ήσαν δώδεκα ο Αλέξανδρος και δέκα η Χριστίνα... Εκείνο το καλοκαίρι ο Αλέξανδρος άρχισε να μισεί το θείο του, γιατί τον έβλεπε χαρούμενο να υποδέχεται τη μητέρα του στη Σπετσοπούλα και μερικές φορές, που παράπινε, τον άκουγε να κατηγορεί και να βρίζει τον πατέρα του... Μιά μέρα Θύμωσε τόσο, που ζήτησε από τη μητέρα του να φύγει από τη Σπετσοπούλα και ήρθε ελικόπτερο από τη Γλυφάδα και τον πήρε... Προτιμούσε να βλέπει τη Μαρία Κάλλας πάνω στη «Χριστίνα», παρά να ακούει το θείο του να βρίζει συνεχώς τον πατέρα του... Η Χριστίνα ήταν ακόμη μικρή, χαζοπούλι, όπως την έλεγε ο αδερφός της, και προτιμούσε τη συντροφιά των ξαδερφιών της.

Κι όμως έπαθε νευρικό κλονισμό, όταν διαπίστωσε τι ακριβώς γινότανε με τους φασιανούς του εκτροφείου του νησιού. Οι υποτακτικοί του Νιάρχου εκτρέφανε σε κλουβιά τα πανέμορφα αυτά πουλιά και όταν καταφθάνανε οι καλεσμένοι-κυνηγοί, τα ελευθέρωναν μπροστά στους τυφεκιοφόρους... Εκείνα, γεννημένα και μεγαλωμένα στο κλουβί, δεν πρόφταναν να χαρούν την απελευθέρωση τους κι όπως ήσαν αθώα κι απονήρευτα, έπεφταν πάνω στα σκάγια των φιλοξενουμένων του με γαλοεφοπλιοτή... Μπαμ-μπουμ, κάτω οι φασιανοί και όταν το κατάλαβε η Χριστίνα, ότι τα πουλιά, που καμιά φορά τάιζε, τρυπιόντουσαν από τα σκάγια, άρχισε να ουρλιάζει... Το κορίτσι έτρεξε αναστατωμένο και το είπε στη μητέρα του κι εκείνη διαμαρτυρήθηκε στο Νιάρχο. Ο ηρωικός κυνηγός έβαλε τα γέλια: Καλά, Τίνα, δεν το ξέρεις ότι ο Άρης καμάκωνε φάλαινες και ίσως τις σκότωνε με ροπαλιές φώκιες;

EugLivΗ Ευγενία Νιάρχου, εκείνο το καλοκαίρι, αλλά και το φθινόπωρο, ω τις μεγάλες γιορτές, παράτησε τα πάντα για χάρη της αδερφής της και της ανιψιάς της Χριστίνας... Από την ηλιόλουστη Σπετσοπούλα, ως το μόνιμο διαμέρισμα τους στο «Κλάριτζες» του Λονδίνου, αλλά και το χειμώνα στο σαλέ τους στο Σεν Μόριτς, που ήταν μικρογραφία των τσαρικών χειμερινών ανακτόρων, η Ευγενία πρόσφερε εξυπηρέτηση και χαρά στη ζωντοχήρα αδερφή της... Εκείνη δεχότανε τη φιλοξενία και τις περιποιήσεις, ώσπου μια μέρα απόρησε και είπε: Μα για στάσου, Τζένη μου... Μήπως νόμισες ότι είμαι ξοφλημένη; Ο πρώην σύζυγος μου ζει και χαίρεται τη ζωή του με την Κάλλας... Εγώ, λοιπόν, γιατί να παριστάνω τη θλιμμένη αυτοκράτειρα, αφού υπάρχουν γύρω μου τόσοι άντρες, έτοιμοι να εκπληρώσουν κάθε επιθυμία μου;

Η πρωτοθυγατέρα του Λιβανού -γυναίκα του ενός και μοναδικού άντρα- έκανε το σταυρό της, μη πιστεύοντας στ' αυτιά της με τα λόγια της αδερφής της... Το είπε στο Σταύρο κι εκείνος μελαγχόλησε, γιατί κατάλαβε ότι ήρθε η ώρα να πετάξει η καρδερίνα μακριά τους και να πιαστεί σε κάποια ξόβεργα... Πάει, την έχανε... Γιατί του αρκούσε να τη βλέπει διαρκώς μέσα στην οικογένεια του... Ένιωθε ότι είχε δυο γυναίκες... Την Τζένη, μητέρα των παιδιών του, που την είχε συνηθίσει και την ανεχότανε, και την Τίνα, που την ορεγότανε και την ποθούσε, όπως παλιά, στη Νέα Υόρκη... Την ξεμονάχιασε και της είπε: — Ενώ εσένα αγαπούσα και θ' αγαπώ πάντα... Μη φεύγεις και μου στερείς τη χαρά να σε βλέπω, να σε θαυμάζω και να σε ποθώ κάθε μέρα και περισσότερο...

TinaOnasiΗ Τίνα, όχι πως έπεφτε από τα σύννεφα, αλλά ποτέ δεν είχε πάρει στα σοβαρά το Σταύρο ότι την αγαπούσε, ούτε τότε που της τα 'ριχνε στο «Πλάζα» κι εκείνη δεν είχε μάτια παρά μόνο για τον Άρη... Κι όμως, ο άντρας της αδερφής της πρέπει να ήταν ακόμη ερωτευμένος μαζί της, αφού κάθε φορά που συναντιόντουσαν ένιωθε το βλέμμα του καυτό πάνω της και από τότε που βρισκότανε κοντά τους, που τον έχανες, που τον έβρισκες, στο σπίτι... Είχε απορήσει και η Τζένη, που τον τελευταίο καιρό διεύθυνε τις δουλειές του με τα τηλέφωνα, αλλά της έγνεφε ότι η Τίνα είχε ανάγκη τη συμπαράσταση και των δυο τους για να ξεχάσει τον εφιάλτη-Άρη...

Και ήρθε η στιγμή που η Τίνα μάζεψε τις βαλίτσες της και τους αποχαιρέτησε: Φεύγω, όχι γιατί δεν σας αγαπώ, αλλά γιατί πρέπει να βρω κάποιον να με φροντίζει, όχι σαν μπάτλερ...

Ο γερο Νιάρχος τα θυμόταν όλα αυτά και κυρίως ότι είχε μείνει άναυδος, όταν αργότερα τηλεφώνησε η Τίνα στη γυναίκα του και της ανακοίνωσε ότι θα παντρευόταν το μαρκήσιο του Μπλάντφορντ... «Ποιόν, αυτόν τον ψηλολέλεκα», είχε απορήσει, αλλά η Τζένη έδειχνε κατενθουσιασμένη: «Είναι εξάδερφος της βασίλισσας της Αγγλίας και πρέπει να μου φτιάξουν μιά εξεραιτική τουαλέτα για το γάμο»...

Ο γάμος έγινε το 1961 και για δεύτερη φορά ο Νιάρχος έβλεπε τη γυναίκα που λάτρευε στο πλευρό ενός άλλου... Της το ψιθύρισε και στο αυτί, όταν τη φιλούσε νύφη: «Σήμερα πεθαίνω για δεύτερη φορά»...

Η Τίνα με το μαρκήσιο της εγκατασταθήκανε στο Λι Πλέις του Οξφορσάιντ, που γειτόνευε με το κτήμα του δούκα του Μάλμπορο και για ένα διάστημα οι νιόπαντροι είχαν εξαφανιστεί από τη δημόσια και κοσμική ζωή... «Καλά, ούτε τηλέφωνο;» απόρησε ο Σταύρος κι η Τζένη είχε την απάντηση: «Θα είναι πολύ ερωτευμένη»... «Καλά, μ' αυτό το γλυκανάλατο; Θέλω να ξέρω, τι του βρήκε»... «Ό,τι είχε βρει και στον Άρη».

— Γι' αυτό τον κεράτωσε με τον Χερέρα;

Ο γέρος θυμότανε φράση με φράση την σκηνή που επακολούθησε, μετά από αυτό που είχε ξεφουρνίσει... Η Ευγενία -Τζένη είχε αγριέψει τόσο, που έσπασε και κάποιο βάζο, φωνάζοντας ότι η αδερφή της ήταν και είναι κυρία, αλλά οι φυλλάδες δημοσίευσαν μια αθώα φωτογραφία με φαρμακερή λεζάντα...

Ο Νιάρχος, όμως, είχε αντίθετη γνώμη:΄Αν ήταν κυρία, δεν θα παντρευόταν την πρώτη φορά ένα γερο πόρνο και τη δεύτερη μια αδερφή... Αλλά, βλέπεις, βολεύεται, εξωσυζυγικά, με νταβραντισμένους νεαρούς... Έπρεπε να έχει εμένα άντρα και θα 'βλέπε...

Η Τζένη, δεν έχασε την ευκαιρία και του το πέταξε χαιρέκακα: Αμ δεν σε ήθελε, κακομοίρη μου... Προτίμησε τον Άρη...

Ο άντρας της εξεμάνη. Της άστραψε ένα χαστούκι και την άφησε να κλαίει υστερικά...

Η αδερφή του Νιάρχου, Μαίρη Δρακοπούλου, που ήξερε το πάθος του για τη δουλειά του, αναρωτιόταν πως -μετά τόσα χρόνια, που είχε φάει τη χυλόπιτα από την Τίνα- του έμενε καιρός να σκέφτεται ακόμη τη γυναίκα που της είχε πάρει την παρθενιά ο μεγαλύτερος εχθρός του... Μια μέρα, που ήταν ευδιάθετος ο Νιάρχος, της είπε: Η Ευγενία έπρεπε να πάρει κάποιο μαουνιέρη σαν τονπατέρα της, άξεστο και ακοινώνητο... Η Αθηνά, όμως, που ήταν πλασμένη για πρίγκιπα, πήρε τον Σμυρνιό, τον ασουλούπωτο...

Η Μαίρη, που ήταν έξη χρόνια μεγαλύτερη από τον αδερφό της και γι' αυτήν ήταν πάντοτε ο «μικρούλης» της, προσπαθούσε να τον συνετίσει: Μα είναι δυνατόν, Σταύρο μου, να σκέφτεσαι ακόμη την Τίνα, όταν η Ευγενία σου χάρισε τέσσερα υπέροχα παιδιά και γίνεται χαλί και την πατάς; Γυρνάς όλο τον κόσμο για τις δουλειές σου και ξέρεις ότι έχεις αφήσει στο σπίτι σου μια υπέροχη μάνα και νοικοκυρά.

Αυτό ακριβώς δεν του άρεσε του Νιάρχου στα 52 χρόνια του... Να τον θεωρούν πάτερ φαμίλια μικροαστικού στιλ, ενώ ο Ωνάσης έσερνε πίσω του τους παπαράτσι κι έμπαινε πρωτοσέλιδος για τα ερωτικά του σκάνδαλα... Όταν, μάλιστα, μια ιταλική εφημερίδα τον ανέφερε ως μπατζανάκη του Ωνάση, σκύλιασε και άρχισε να ουρλιάζει: «Ποιός ρε, εγώ, ένας αριστοκράτης, να παίρνω φως από ένα πρόσφυγα;» Σε τέτοια ξεσπάσματα του, έπινε ο Νιάρχος και οι συνεργάτες και διευθυντές του εξαφανίζονταν, γιατί έτρεμαν την οργή του... Τότε, το μεγάλο αφεντικό, έμπαινε στο μπάνιο, άνοιγε το κρύο νερό και κάλμαρε... Πολλές φορές, έβγαινε με το μπουρνούζι και καθότανε στο γραφείο του, υπαγορεύοντας και διατάζοντας με νηφαλιότητα, λες και ήταν ένας άλλος άνθρωπος, εντελώς διαφορετικός από εκείνον που, πριν λίγο, έβριζε θεούς και δαίμονες... Στο μπάνιο, πάντα, κοιταζότανε στον καθρέπτη, από τότε που ήταν φτωχός, ως τα σήμερα, που είχε γίνει κροίσος... Κι εκεί, μπροστά στον καθρέπτη, στα 52 χρόνια του, πήρε την απόφαση να μην ξανακοιμηθεί με τη γυναίκα του...

Spetsbanio2Θυμόταν τον εαυτό του με το μπουρνούζι μπροστά στον καθρέπτη... Ναι, αλλά πριν 35 χρόνια, μέσα στο μπουρνούζι υπήρχε ένα σφιχτοδεμένο ακόμη αθλητικό κορμί, ενώ τώρα είχε απομείνει ένα κάτισχνο νερομπουλιασμένο κρέας... Τι τα θέλω και τα σκέφτομαι όλα αυτά, άρχισε να μουρμουρίζει, ανίκανος όμως να δαμάσει τη σκέψη του, που γύριζε όλο στα παλιά...

Η Τίνα, όχι μόνο δεν υπήρξε ευτυχισμένη με το δούκα, αλλά όσο έζησε μαζί του, παρακολουθούσε από τις εφημερίδες και τα περιοδικά τον ερωτικό δεσμό του Άρη με τη Μαρία Κάλλας και το 1968 το γάμο του με τη χήρα του προέδρου Κένεντι, την Τζάκι... Η λατρεία που είχε, κάποτε, για τον πρώτο άντρα της ζωής της, είχε σβήσει. Αλλά έμενε η ζήλεια ότι ο Άρης έσερνε από τη μύτη, για εννιά χρόνια, τη διασημότερη πριμαντόνατου αιώνα και αφού την έστυψε και την πέταξε σαν λεμονόκουπα, στεφανώθηκε μια διασημότερη γυναίκα... Τα συζητούσε, κατά διαστήματα, όλα αυτά η Τίνα με την Τζένη και μια μέρα ο Νιάρχος άκουσε την κουνιάδα του να λέει: Καμιά γυναίκα στον κόσμο δεν μπορεί ν' αντισταθεί στον Άρη. Σε κάθε μια, βρίσκει το αδύνατο σημείο της...

Αυτή η κουβέντα κακοφάνηκετου Νιάρχου, γιατί είχε μεγάλη ιδέα, μόνο για τον εαυτό του... Έτσι, του ξαναμπήκε η έμμονη ιδέα, ότι αν δεν πηδούσε την Τίνα, θα έφευγε ανικανοποίητος από τη ζωή, έστω κι αν είχε απολαύσει πολλές γυναίκες... Η μεγάλη ευκαιρία του δόθηκε όταν χώρισε η Τίνα από τον κρυόπλαστο δούκα κι άρχισε πάλι να την πολιορκεί, ακόμη και μπροστά στην Ευγενία, που ποτέ δεν είχε πάρει τις προθέσεις του άντρα της στα σοβαρά. Γιατί νόμιζε ότι ήταν αστεϊσμοί και πειράγματα, για να διασκεδάσει την αδερφή της, που από τότε που είχε χωρίσει με τον Άρη, έπινε βαρβιτουρικά για να μπορέσει να κοιμηθεί... Σίγουρα -σκύλιαζε ο Νιάρχος- η Τίνα δεν μπορεί να ξεχάσει το ζουμπά και πως να τον ξεχάσει αφού παντρεύτηκε ένα κρυόκωλο αγγλοσάξονα... Κι όμως, καθώς την έβλεπε στη Σπετσοπούλα, να απολαμβάνει με το μαγιό τον ήλιο και τη θάλασσα, σκεφτόταν ότι αυτό το υπέροχο θηλυκό κορμί δεν είχε γεννηθεί μόνο για τον Σμυρνιό και τον Άγγλο... Λες να ήσαν αληθινές οι φήμες και τα κουτσομπολιά των λαϊκών περιοδικών, ότι η Τίνα έμπαζε στο σαλέ της παλιότερα τον παιδαρά καθηγητή της του σκι κι αργότερα, τον Βενεζουελανό πλέι μπόι; Αλλά και στη Σπετσοπούλα, που την έχανες που την έβρισκες, με τον μπρατσωμένο καθηγητή του θαλάσσιου σκι... Μόνο η Τζένη ήταν τύπος και υπογραμμός, η γυναίκα του ενός και μοναδικού άντρα, όπως ήταν γνωστή στο τζετ σετ... Η Τίνα ξημεροβραδιαζόταν στη Σπετσοπούλα χαχανίζοντας με την αδερφή της, που επιστατούσε στη λάτρα του σπιτιού και της κουζίνας, πάνω από τα κεφάλια του προσωπικού...

Έννοια σας και θα σας φτιάξω και τις δυό, μουρμούρισε ο Νιάρχος που τις άφησε  να χαζολογάνε, και έφυγε από το νησί  με το ελικόπτερο.

Elen10026

Όταν γέννησε η Σαρλότ το καρπό του, βάφτισε το νέο του τάνκερ, 202.000 τόνων, Έλενα

20. άσπρο μου περιστέρι

Καθώς η ματιά του έπεσε στο βιβλίο, που κρατούσε με τα κοκαλιάρικα δάχτυλα του πάνω στα γόνατα του, σκέφτηκε τι χέρια είχε άλλοτε. Ήσαν τότε γερά κι όχι αδύναμα... Με τα δάχτυλα του έσπαζε καρύδια και ο Ρούντι Νουρέγιεφ του είχε πει με θαυμασμό, αλλά και για να τον προκαλέσει: Εγώ νόμιζα ότι μόνο ο Άρης έχει τόσο δυνατά δάχτυλα...

Αλλά και η Σαρλότ, του έπιανε τα χέρια και τα φιλούσε κι ο Στόλαρχος φούσκωνε από αντρωσύνη, γιατί δεν ήταν καμιά στάρλετ ή μπατίρω, αλλά η δισεγγονή του Χένρι Φορντ και περισσότερο νέα και ωραία... Τα έφερνε στο νου του ο γέρος... Το κορμί του, τότε, ήταν σβέλτο και σφιχτό και η αγαθιάρα άβγαλτη Αμερικάνα νόμιζε ότι έκανε έρωτα με αρχαίο Έλληνα θεό...

Μεξικό... Τον είχε συγκινήσει από νέο η ταινία "Χουαρέζ" η αγάπη της Καρλότας για το Μαξιμιλιανό... Γι' αυτό είχε ζητήσει από την ορχήστρα να τους παίζει, έξω από τη νυφική σουίτα του ξενοδοχείου, την «Παλόμα μπιάνκα»... Άσπρο μου περιστέρι...

Η Σαρλότ, ξανθιά και κάτασπρη, σαν σπιτίσια Ρίτα Χέιγουορθ, ήταν η γυναίκα που έλειπε από τη συλλογή του... Καμάρωνε, όπως αν είχε αποκτήσει ένα Ρενουάρ... Στο υποσυνείδητο του έπαιρνε ρεβάνς από τη χυλόπιτα της Τίνας... Μετά γεννήθηκε η κόρη του η Έλεν, καταμεσήμερο της 25ης Μαΐου 1966, στο Νιου Γιόρκ Χόσπιταλτου Μανχάταν... Θυμόταν την ημερομηνία, γιατί έσκυψε και φίλησε τη Σαρλότ με το μωρό και ξανάνιωσε, στα 56 του, νέος... Είχε δώσει σε ένα από τα μεγαλύτερα τάνκερ του το όνομα "Έλενα", της είχε γράψει το πολυτελές διαμέρισμα του στο Σάτον Πλέις και είχε καταθέσει στο όνομα της ένα μεγάλο ποσό... Όχι ότι τα είχε ανάγκη, αλλά για να αποδείξει την ευγνωμοσύνη του στην εγγονή του θρυλικού Χένρι Φορντ, που στα 24 χρόνια της τον είχε ερωτευθεί και του είχε χαρίσει τον καρπό ενός Νιάρχου και μιας Φορντ...

Αλήθεια, από πότε είχε να δει την Έλεν; Ναι, το θυμότανε... Από το καλοκαίρι του 1984, όταν φιλοξένησε την 18χρονη κόρη του στη Σπετσοπούλα, μαζί με τη μητέρα της και τον παππού της Χένρι Φορντ τον Β'. Είχε συγκινηθεί, γιατί του έμοιαζε... Κι ας λέγανε κάποιοι ότι ήταν παιδί του βασιλιά Κωνσταντίνου, λόγια ανάξια και για διάψευση... Είχε προσπαθήσει να τη φέρει σε επαφή με τα παιδιά του, που είχε με την Ευγενία, αλλά εκείνα ούτε να τη δουν, ούτε να την ακούσουν... Θεωρούσαν αυτό τον παράνομο καρπό του πατέρα τους, αιτιατού θανάτου της μάνας τους...

"Πατέρα, αν μάθω ότι συναντάς αυτό το κορίτσι, θα εξαφανιστώ", του είχε πει η κόρη του Μαρία. Κι όταν η Έλεν παντρεύτηκε τον άσημο  καλλιεργητή λουλουδιών, ο Νιάρχος πήρε την απόφαση και να την αποκληρώσει...

Η σκέψη του γέρου πετούσε σαν νευρικό πουλί από κλαδί σε κλαδί...

- Τοοομ, μια γουλίτσα μόνο να βρέξω τα χείλη μου...

Ο αφοσιωμένος μπάτλερ του έφερε το ποτηράκι κι ο γέρος το κατέβασε μονορούφι... Μετά έσκυψε στο βιβλίο: «...Ο γάμος Νιάρχου-Φορντ στενοχώρησε τον Ωνάση, γιατί είχε συνηθίσει στην πρωτοπορία της προβολής... Πήρε τηλέφωνο την Ευγενία και προσπάθησε να την παρηγορήσει... Θυμάμαι τα λόγια που μου είχε πει, αργότερα στο ξενοδοχείο "Πιερ" της Νέας Υόρκης: Μόνο ένας ευφάνταστος σεναριογράφος του Χόλιγουντ μπορούσε να διανοηθεί μια τέτοια εξέλιξη: Να χωρίσει τη γυναίκα του, με τέσσερα παιδιά, να πάρει τη Φορντ, να αποκτήσει μαζί της παιδί, να τη διώξει και να ξαναπάρει την Ευγενία... ... Όταν του είπα του Ωνάση ότι ο Νιάρχος είχε κάνει γαμήλιο δώρο στη Σαρλότ ένα διαμάντι σαράντα καράτια, η Μαρία Κόλλας (έξι χρόνια αστεφάνωτη με τον Ωνάση) είχε άδεια χέρια από χρυσαφικά δώρα του... "Ναι, ο Νιάρχος, έτσι κόβει τις γυναίκες", μου είπε... ... Αργότερα, μετά το γάμο του με την Τζάκι, του είχα αναφέρει το βιβλίο του Φρεντ Σπαρκς για το "μήνα του μέλιτος των είκοσι εκατομμυρίων δολαρίων"... Μου είπε: Είναι όλα ψέματα αυτά που γράφει εκεί μέσα... Τονχρηματοδοτήσανε το συγγραφέα μερικά μεγάλα κοσμηματοπωλεία για να κάνουν ντόρο με τα χρυσαφικά τους"... ... Θυμάμαι μια βραδιά στη "Νεράιδα" που τραγουδούσε η Μοσχολιού και χόρευε συρτάκι, με τη Ρίκα Διαλυνά , ο αντικέρ Κώστας Χαριτάκης... Ένας νυκτόβιος τύπος, ο Γιώργος Χαραλαμπόπουλος, πέρασε ξαφνικά στο λαιμό της κυρίας Ωνάση μια μεγάλη σειρά ψεύτικες πέρλες... Σε λίγο η Τζάκι έσπευσε στην τουαλέτα κι ο Ωνάσης έβαλε τα γέλια: "Θέλει να περιεργαστεί τα μαργαριτάρια, να δει αν είναι αληθινά"... »

Χι, χι, χι, έκανε ο γέρος, αφήνοντας το βιβλίο ικανοποιημένος, που η Τζάκι είχε παντρευτεί το μισητό εχθρό του για τα λεφτά του και μόνο... Σιγά, να μην τον πήρε τον κωλόγερο, γιατην ομορφιά του... Τον κοντοστούπη, τον ασχημομούρη...

Ο γέρος κατάλαβε ότι παραμιλούσε, γιατί είδε τη νοσοκόμα να προβληματίζεται, μήπως την καλούσε κοντά του... Της έγνεψε να μείνει στη θέση της κι αυτός έφερνε στη μνήμη του τα γλέντια που έκανε τον παλιό καιρό στην Ελλάδα... Έγνεψε στον καινούργιο να πλησιάσει.

— Δεν μου λες -ρώτησε τον Φελίξ- θυμάσαι εκείνο το τραγούδι που έλεγε ο Μαρούδας στο «Παιδί και το δελφίνι»; Τι είναι αυτό, που το λένε αγάπη...

— Όχι, σερ, δεν το ξέρω.

— Ξεράδια... Ούτε εσύ, Τομ, το θυμάσαι;

— Το θυμάμαι, σερ... Η ταινία είχε γυριστεί στην Ελλάδα, με πρωταγωνίστρια τη Σοφία Λόρεν...

— Την νταρντάνα με τις μπουτάρες, μουρμούρισε ο γέρος κι αποκοιμήθηκε.

Ο αλαφροΐσκιωτος κάθισε στον καναπέ, πίσω από το πόστο της νοσοκόμας, έβγαλε από το ντοσιέ κάποιες σημειώσεις του: «Ό,τι προκαλούσε και συγκινούσε το Νιάρχο, το αποθήκευε στον εγκέφαλο του, ενώ αντίθετα ό,τι δεν του έκανε εντύπωση το απέρριπτε και το ξεχνούσε διά παντός. Από τη στιγμή που μια γυναίκα τον εντυπωσίαζε και διατάρασσε τις ορμόνες του, το νευρικό του σύστημα σήμαινε συναγερμό, από τον εγκέφαλο ως τα σκέλια του... Τόσα χρόνια κοντά στον σερ (τόνιζε με κόκκινο μολύβι ο Τομ) έχω καταλάβει ότι ο συναγερμός των αισθήσεων του για την κυρία Τίνα ήταν διαχρονικός, ενώ για την κυρία Σαρλότ (τη Φορντ) πρόσκαιρος... Αλήθεια, η εγγονή του Χένρι Φορντ! Πριν παντρευτεί τον σερ, το πολύ να έμπαινε στα ψιλά των εφημερίδων, μετά όμως έγινε πρωτοσέλιδη! Μυστήρια Αμερικάνα... Όταν πήρανε διαζύγιο, ο Νιάρχος της έκανε δώρο το πολυτελές διαμέρισμα του στο Σάτον Πλέις, την πιο αριστοκρατική περιοχή του Μανχάταν».

Λες και το είχε ανάγκη η μιλιονέρα...

- Να το έχει η Έλεν -της είπε- όταν μεγαλώσει...

Άλλο μυστήριο και τούτο... Είχε γραφτεί σε λαϊκά περιοδικά, ότι η Έλεν -η κόρη τους- δεν ήταν παιδί του Νιάρχου, αλλά του βασιλιά Κωνσταντίνου... Ο Τομ, ποτέ δεν το πίστεψε... Όλοι οι άνθρωποι του Νιάρχου γνώριζαν ότι το αφεντικό τους συγκέντρωνε βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες που γράφανε για τον Ωνάση και υπογράμμιζε, με κόκκινο μολύβι, κατηγόριες κι άσχημα σχόλια για τον Σμυρνιό. Παλαιότερα, παρακολουθούσε στις εφημερίδες ποιες διασημότητες και σταρ φιλοξενούσε στη «Χριστίνα» και στο Σκορπιό ο μπατζανάκης του και άρχισε να καλεί κι αυτός προσωπικότητες στη θαλαμηγό και στο νησί του... Τότε ήταν που έβαλε στο μάτι τον Νουρέγιεφ (που μαζί με τη Μαργκό Φοντέιν ανήκαν στο στενό κύκλο του Ωνάση) και κολακεύοντας τον, ότι είναι ο μεγαλύτερος χορευτής που είδε ποτέ ο κόσμος, είχε την κεντρική θέση στην πρώτη σειρά στις πρεμιέρες του. Φιλιόντουσαν στο στόμα τρεις φορές, κατά το ρωσικό έθιμο, κι ο Νιάρχος χαιρόταν για τις φωτογραφίες τους που έμπαιναν στον τύπο. Στο μεταξύ καλούσε στη Σπετσοπούλα εστεμμένους και γαλαζοαίματους.

- Τον ξεπέρασα το ζουμπά κι έφερα στη Σπετσοπούλα βασιλείς και βασίλισσες, μουρμούριζε ο γέρος, όταν άκουσε μια φωνή, που δεν προερχόταν από το καθιστικό, αλλά αιωρούνταν πάνωθέ του...

- Είκοσι Οκτωβρίου 1968...

Γνώρισε αμέσως τη φωνή. Ήταν της πεθαμένης γυναίκας του, που τελευταία την άκουγε συχνά. -

Τι θέλεις πάλι, Τζένη, γριά γκιόσα, και δεν με αφήνεις στην ησυχία μου;

- Εγώ γριά; Ξέχασες ότι πέθανα μόλις στα 44 μου;

Το μυαλό του γέρου δούλευε πεντακάθαρα και συμπέρανε ότι αφού η γυναίκα του του είπε «πέθανα», άρα δεν την είχε«σκοτώσει», όπως υποστήριζαν οι εχθροίτου... Γλύκανε τη φωνή του:

— Τι συνέβη στις 20 Οκτωβρίου 1968; Δεν θυμάμαι.

— Να στο θυμίσω εγώ. Είναι η ημερομηνία του γάμου του Άρη με την Τζάκι. Μια ημέρα θριάμβου για τον Άρη...

Ο γέρος γρύλλισε αγριεμένος, έστω κι αν είχαν περάσει χρόνια από τότε, έστω κι αν ο γαμπρός και η νύφη του Σκορπιού δεν υπήρχαν πια... Πως μπορούσε να ξεχάσει μια τέτοια ημέρα, που ο γάμος του αιώνα, όπως τον αποκάλεσαν οι εφημερίδες, έγινε πρωτοσέλιδος, ξεπερνώντας σε ακροαματικότητα στα media την κατάκτηση της Σελήνης και τα φοβερά ρεκόρ των Ολυμπιακών του Μεξικού!

Η φωνή ακούστηκε πάλι:

— Ήταν η χειρότερη σου μέρα... Θυμάσαι; Έβριζες και βλα- στημούσες για το γάμο του αιώνα.

— Ποιου αιώνα; Κανένας δεν τον θυμάται πια...

— Πως σου ξέφυγε η ημερομηνία; Σήμερα είναι 20 Οκτωβρίου κι έχουν περάσει 27 χρόνια από τότε που έσκιζες και πετούσες τις εφημερίδες στο τζάκι...

— Καλά, εκεί πάνω δεν έχετε απαλλαγεί από τα γήινα; απόρησε ο γέρος... Κρατάτε κατάστιχα με ημερομηνίες και γεγονότα;

— Εδώ όλα είναι ήρεμα κι αγγελικά, αλλά κάποιοι σατανά¬ δες σαν κι εσένα με δυνατά ηλεκτρομαγνητικά κύματα, μας αναστατώνουν διαρκώς... Πάψε, επιτέλους, Σταύρο, να σε απασχολεί ο Άρης... Άφησε τον στην υπερκόσμια ανάπαυση του,..

— Εμένα, με απασχολεί ο Άρης;

— Και βέβαια... Να, το βιβλίο που έχεις στα χέρια σου, το έχεις ανοιγμένο στη σελίδα 187...

Ο γέρος έσκυψε στο βιβλίο... Πράγματι ήταν ανοιγμένο στη σελίδα 187. Άρχισε να διαβάζει μέσα του:

«18 Οκτωβρίου 1968... Το Μπόινγκ της Ολυμπιακής που ετοιμαζόταν ν' απογειωθεί από το αεροδρόμιο Κένεντι της Νέας Υόρκης, για την Αθήνα, πήρε ξαφνικά άνωθεν διαταγή να σταματήσει την τροχοδρόμηση του. Οι αεροσυνοδοί, με ευγενικό χαμόγελο, αναγγείλανε στους 85 επιβάτες ότι η πτήση ακυρώνεται... Εκείνοι λύσανε τις ζώνες τους και κατεβήκανε για ν' αντικρίσουν ένα περίεργο θέαμα... Μια σειρά από λιμουζίνες κατέφθαναν ως τη σκάλα του αεροπλάνου... Μεταφέρανε την Τζάκι Κένεντι, τα παιδιά της Καρολίνα και Τζον, τους γονείς της, τις δυο νύφες της και την ακολουθία της... Ούτε ο Σάχης, στο απόγειο της παντοδυναμίας του, θα κατέβαζε μ' αυτό τον τρόπο τους επιβάτες, για να χρησιμοποιήσει το επιβατικό Μπόινγκ για προσωπικούς λόγους... Έτσι, χάρη στη προσωπική αυτή αγένεια του Έλληνα κροίσου, πληροφορήθηκε η ανθρωπότητα από το αεροδρόμιο Κένεντι τον επικείμενο γάμο του με την Τζάκι...»

Συνέχισε να διαβάζει:

«Η Νιου Γιορκ Ποστ, περιέγραψε και σχολίασε το γαμπρό: Είναι ξένος, είναι γέρος, είναι απαράδεκτα πλούσιος. Έχει τη σκοτεινή εμφάνιση μαφιόζου... Για πέντε χρόνια ο κόσμος θαύμαζε την κομψότητα, τη γοητεία και την ομορφιά της κυρίας Κένεντι... Τώρα, όμως, η Ζακελίνμας απογοητεύει... Γι' αυτήν ευχόμαστε πριν ένα πρίγκιπα... Εκείνη όμως διάλεξε έναν άνθρωπο που όλοι τον περιγράφουν σαν λαμπρό πειρατή»...

Και παρακάτω διάβασε το σχόλιο του συγγραφέα:

«Ο πειρατής των θαλασσών στα 62 χρόνια του, κούρσεψε με τη θέληση της την "Αγία" χήρα των Η Π Α, που ήταν 24 χρόνια μικρότερη του, αλλά και ψηλότερη του... Κι αργότερα η Τζάκι θα λέει τάχα για αστείο στους συγγενείς του Άρη: Είμαι πιο ψηλή και πιο διάσημη από αυτόν... Να, κοιτάχτε τον στην πισίνα... Δεν μοιάζει με καρυδότσου-φλο; Μια φορά, όμως, που την άκουσε, της είπε, βγάζοντας τη βερμούδα του: Καρυδότσουφλο, αλλά με τι πελώ¬ριο κατάρτι!»

Νευρίασε και πέταξε στο πάτωμα το βιβλίο, που ενώ έψαχνε να βρεί στις σελίδες του τα κουσούρια του Ωνάση, ανακάλυπτε τα προτερήματα του, αυτά που τον είχαν αναδείξει σε εραστή ωραίων και διάσημων γυναικών... Ο γέρος αγανάκτισε: Βρε τον κωλοσμυρνιό, ακόμη και τόσα χρόνια μετά το θάνατο του, θα με βουρλίζει...

10012Eugenia

21.  Όταν το μυαλό θολώσει

Εκείνο το  πρωί  ο  Νιάρχος  ξύπνησε  φοβισμένος, γιατί  είχε  δει  ένα  όνειρο  που  δεν  του  άρεσε. Κωπηλατούσε - λέει - πλησιάζοντας  σε  μια  όχθη  όπου  καθότανε  μια  ασπροφορεμένη  γυναίκα, που  δεν  ξεχώριζε  το  πρόσωπό  της.  Καθώς  μασουλούσε  το  πρωινό  του,  ήθελε  να  ρωτήσει  τον  Τομ - που  παλιά  έκανε  τον  ονειροκρίτη  στην Ευγενία - αλλά  δίσταζε  μήπως  του  πει  για  κακά  σημάδια.   Γιατί  φως  φανάρι  η  βάρκα  ήταν η  ζωή  του  και  η  όχθη  το  τέλος  της...

— Τοοομ...

— Μάλιστα κύριε.

Του έγνεψε να τσουλήσει την πολυθρόνα του και του έδειξε την κατεύθυνση που ήθελε να τον πάει... Τον οδήγησε στο γραφείο του και τον διέταξε να περιμένει στην πόρτα... Άνοιξε με δυο κλειδιά το χρηματοκιβώτιο και έβγαλε ένα μπλε σκούρο ντοσιέ, κλείδωσε και ο μπάτλερ τον ξανατσούλησε ως τη μόνιμη θέση του, μπροστά στο τεράστιο τζάκι... Έκανε τη συνηθισμένη του χειρονομία, ότι ήθελε να μείνει μόνος, κι ο Τομ πήγε και κάθισε με τη νοσοκόμα στο βάθος του καθιστικού, περίεργος τι περιείχε το ντοσιέ... Ο γέρος το άνοιξε πάνω στα γόνατα του κι άρχισε να βγάζει χαρτιά...

Ήσαν αποκόμματα και φωτοτυπίες... Τα περισσότερα από εφημερίδες της περιόδου 1970 και μετά, όταν είχε πεθάνει η γυναίκα του Ευγενία, στη Σπετσοπούλα, και οι δημοσιογράφοι είχαν επιπέσει πάνω του σαν πιράνχας, να τον κομματιάσουν... Ήταν 3 Μαΐου -φοβερή ημερομηνία- του 1970... Πρώιμο καλοκαιράκι και οι καλεσμένοι του στη Σπετσοπούλα βρισκόντουσαν στις καμπάνες τους ή στην παραλία... Η Ευγενία, μανιώδης με το μαγείρεμα, επέβλεπε κάποιο σπέσιαλ φαγητό της στην κουζίνα.



Ο γερο στόλαρχος έφερνε στη μνήμη του τα γεγονότα της 3ης Μαΐου 1970 και κυρίως αυτά που συνέβησαν αργά, μετά τα μεσάνυχτα... Προσπαθούσε να συνταιριάξει στη μνήμη του, με τη σειρά, ό,τι είχε γίνει εκείνη την καταραμένη εποχή, αλλά μπερδευόταν, τα θυμόταν ανακατεμένα... Το μυαλό του είχε πάψει να παίρνει γρήγορες στροφές, όπως παλιά, είχαν φάγωθεί τα γρανάζια κι η μηχανή μπλόκαρε... Θα προσπαθούσε, όμως, να τα θυμηθεί τα γεγονότα με κάποια σειρά... Είχαν προηγηθεί το 1965  η  παρένθεση   Σαρλότ Φορντ, το αστραπιαίο διαζύγιο του με την Ευγενία (μητέρα των τεσσάρων παιδιών του) ο βιαστικός γάμος του με την εγγονή του Χένρι Φορντ και μετά, η γέννηση της Έλεν Νιάρχου... Και να οι παπαράτσι και οι σκανδαλοθήρες ρεπόρτερ πίσω του, όπου  και  να  εμφανιζόταν.

Ο γέρος θυμότανε ότι  είχε  πιεί  πολύ  εκείνη  τη  νύχτα,  ώσπου  αποκοιμήθηκε. Όταν  ξύπνησε στις τρεις τα μεσάνυχτα, είδε τη γυναίκα του λιπόθυμη, μωλωπισμένη, να αγκομαχάει...Άρχισε να φωνάζει ότι η γυναίκα του έπεσε και χτύπησε, ότι δεν ήταν καλά και να καλέσουν ένα γιατρό... Το προσωπικό άρχισε να εμφανίζεται δειλά, σαν τα σαλιγκάρια μετά την μπόρα...

— Ποιο γιατρό; τόλμησε να ρωτήσει ένας καμαριέρης.

— Τον Αρναούτη, των Ναυπηγείων, διέταξε ο Νιάρχος.

Ο γέρος παίρνει μια ανάσα, γέρνει πίσω το κεφάλι, λες και δεν θέλει να διαβάσει - για μια ακόμη φορά - αυτά τα κείμενα των δημοσιογράφων, που τον παρουσιάζουν ως υπαίτιο θανάτου  της  γυναίκας  του..


Καθώς ο γέρος πιάνει ένα χαρτί κι αρχίζει να το διαβάζει, πετάει το ντοσιέ στο πάτωμα, σκορπίζει το περιεχόμενο του... βρίζει: Πανάθεμά σας δικαστές και δημοσιογράφοι, απατεώνες, παλιάνθρωποι...

Ο Τομ μαζεύει τα χαρτιά, το αφεντικό εξακολουθεί να ωρύεται και ξαφνικά ξεσπάει πάνω του: Μάζεψε τα, ρε, γιατί θα σου χρειαστούν για το βιβλίο σου.

Ο Κεφαλονίτης κάτι μουρμουρίζει, προσπαθεί να δικαιολογηθεί, αλλά ο Νιάρχος είναι ασυγκράτητος: - Ή νομίζεις ότι δεν ξέρω τι γίνεται μέσα στο σπίτι μου... Για πλησίασε, αχάριστε, γιατί δεν μπορώ να φωνάζω... Άκουσε, λοιπόν, και να το πεις και στους άλλους... Όλα τα σπίτια μου, στην Ελβετία, στη Γαλλία, στην Αγγλία, εδώ στη Νέα Υόρκη, παντού, έχουν πανάκριβους πίνακες, αντίκες, ταπετσαρίες, φρέσκο στους τοίχους, στόφες στα έπιπλα, τάπητες, αλλά και ρουφιάνους σαν τους μικροοργανισμούς - παράσιτα που φωλιάζουν στο δέρμα του ελέφαντα... Ναι, Θωμά, που σε βάφτισα πανάθεμά με Τομ, ένα παράσιτο είσαι κι εσύ, στο δέρμα ενός γέρικου ελέφαντα, που βαδίζει παραπαίοντας, για το κοιμητήρι του... Μάζεψε τα, λοιπόν, και χάσου από μπροστά μου ζωύφιο, τσιμπούρι... Ακόμα εδώ είσαι;

 Ο γέρος, με όλο πιο αποδυναμωμένη φωνή, συνέχιζε, αυτή τη φορά κάνοντας έκκληση στο Θεό, που μόνο τώρα στα βαθιά γεράματα θυμότανε:

- Παντοδύναμε, σε ικετεύω, ξανακάνε με παιδί... Να κλείσω τα μάτια και μόλις τα ξανανοίξω, να βρίσκομαι στο Ροζικλέρ και να ακούω την κραυγή του Ταρζάν και το μουγκανητό των ελεφάντων και να βλέπω την Τσίτα να κάνει τούμπες... Θεέ μου, σου ορκίζομαι, δεν θυμάμαι να έκανα τίποτα κακό στην Ευγενία...

«Την επομένη οι ιατροδικαστές υπέβαλαν γραπτώς το συμπέρασμα τους, ότι ο θάνατος δεν προήλθε από "βαριές κακώσεις", αλλά από βαρβιτουρικά. Δεν αναφέρουν στην έκθεση τους ότι βρήκαν αίματα μέσα στην κοιλιακή χώρα, όπως είχαν αναφέρει οι δύο εισαγγελείς, αποκλείουν ότι οι περιγραφόμενες κακώσεις στο λαιμό επέφεραν στραγγαλισμό.

  Μια εβδομάδα μετά το θάνατο της Ευγενίας ο  Νιάρχος έχει αποκτήσει ισχυρούς συμμάχους. Την μητέρα του θύματος  Αριέτα Λιβανού, η οποία καταθέτει στον τακτικό ανακριτή κ. Τριχά:  << Εγώ γνωρίζω ότι η αποθανούσα κόρη μου, έκανε χρήση ναρκωτικών φαρμάκων από πολλών ετών. Ενθυμούμαι ότι πράγματι προ ετών, ως μου είχε είπει η ιδία, είχε λάβει υπερβολικήν δόσιν και έμεινε αναίσθητη >>. Αλλά  και τα αδέρφια της ευθυγραμμίζονται: Αιτία  των  βαρβιτουρικών   η Σαρλότ Φορντ, που  την  ζήλευε η Ευγενία. Τέσσερις  ημέρες  μετά τον  θάνατο της Ευγενίας, η Σαρλότ  του  γράφει :

  CARLOTTE FORD NIARCHOS NEW YORK Μάιος 7, 1970. Αγαπημένε μου Σταύρο, σε παρακαλώ να δεχθείς την πλέον βαθιά και ειλικρινή μου συμπάθεια αυτή τη στιγμή - και εσύ και τα παιδιά. Όπως μπορείς να φανταστείς, δεν μπορώ να βρω λέξεις γι' αυτές τις τραγικές καταστάσεις. Παρακαλώ, θέλω να ξέρεις ότι διατίθεμαι να κάνω οτιδήποτε μπορώ για σένα και τα παιδιά. Εάν νομίζεις ότι μπορώ να βοηθήσω, θα με βρεις πρόθυμη να έλθω αμέσως, με την Έλενκαι να μείνω για οσοδήποτε χρονικό διάστημα, εάν αυτό θα ανακουφίσει εσένα και τα παιδιά. Οι σκέψεις μου είναι μαζί σου - και ένα μεγάλο φιλί από μένα και από την Έλεν. Με αγάπη Charlotte.

 10181 0035  

  Την 17η Σεπτεμβρίου 1970 το δικαστικό συμβούλιο του Πρωτοδικείου Πειραιώς αποφαίνεται  ότι  οι   αποδείξεις πείθουν ότι η Ευγενία Νιάρχου αυτοκτόνησε.

Την 3η Οκτωβρίου 1970, ημέρα Σάββατο, λήγει η προθεσμία εφέσεως κατά του απαλλακτικού βουλεύματος. Για την ελληνική Δικαιοσύνη η υπόθεση Νιάρχου  κλείνει  οριστικά  πέντε μήνες μετά το θάνατο της συζύγου του...»

Είκοσι χρόνια μετά, ο υπομοίραρχος της χωροφυλακής Δημήτρης Κοτρώνης, έχει συνταξιοδοτηθεί με το βαθμό του υποστρατήγου κι όπως λέει, ακόμη δεν μπορεί να εξαγάγει καθαρά συμπεράσματα για το τι έγινε ακριβώς εκείνη τη νύχτα, που θόλωσε το μυαλό του μεγαλοεφοπλιστή... Και τονίζει: Με το χέρι στην καρδιά, μετά από τόσα χρόνια, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Νιάρχος έκλαιγε με αληθινό σπαραγμό, καθώς τον ανέκρινα. Ήταν σαν να είχε ξυπνήσει από ένα εφιάλτη, που τον είχε συνταράξει ψυχικά...

Μετά το θάνατο της γυναίκας του, ο Νιάρχος, ελάττωσε τις δημόσιες εμφανίσεις του για αρκετό καιρό, για να μη γίνεται βορά σχολίων, αλλά και των παπαράτσι. Ήταν η εποχή που, για να δικαιολογηθεί, έλεγε: Η υπερβολική συσσώρευση πλούτου δεν επιτρέπει πλέον στους κατόχους του να κυκλοφορούν ανέμελα και να απολαμβάνουν τις μικρές χαρές των κοινών ανθρώπων...

Τώρα στα στερνά το θυμότανε και είπε στο γιο της αδερφής του Μαρίας, που τον είχε επισκεφθεί: Ανιψιέ Κώστα, μη νομίζεις ότι δεν μπορώ να ξεπορτίσω κάνα βράδυ, αλλά ανήκω στη συνομοταξία των σούπερ επώνυμων, που, σαν τα πουλιά, μένουν κλεισμένοι στο κλουβί, ενώ οι ασήμαντοι πετούν ελεύθεροι... Ο Δρακόπουλος, που κάποτε ο θείος του τον αποκαλούσε δράκου γέννα, όσο έμεινε κοντά στην πολυθρόνα δεν έβγαζε άχνα, μόνο σκεφτόταν που πριν λίγα χρόνια τον είχαν πάει στις ιπποδρομίες στο Παρίσι υποβασταζόμενο. Τον κάθισαν στο θεωρείο του - δεν είχε κουράγιο να πάει ούτε στο πάντοκ - κι εκεί, μετά τη νίκη του αλόγου του, ήρθαν ο προπονητής και ο αναβάτης να του υποβάλουν τα σέβη τους.

 Διευθυντής ο Κώστας Δρακόπουλος στα κεντρικά γραφεία των ναυτιλιακών επιχειρήσεων του θείου του στην Αθήνα (Χαλάνδρι) άκουγε τις αμπελοφιλοσοφίες του γέρου χωρίς μιλιά: Που λες  Κώστα  παιδί μου (ένα εξηνταπεντάχρονο πια παιδί) διάβασα πρόσφατα ένα βιβλίο φιλοσοφικό που αναφέρεται στην ηδονοθηρία και στον υλοζωισμό των ανθρώπων μπροστά στο 2000... Πάνε τα παλιά μεγάλα τζάκια, μπούκωσαν κι έπνιξαν τους κατόχους τους από τον πολύ καπνό... Τώρα εμφανίστηκαν τα αιρκοντίσιον, που τα χρησιμοποιεί η καινούργια γενιά των πολιτικών, των μπίζνεσμεν, των media, ανθρώπων της ηλεκτρονικής εποχής. Όλοι έχουν συνειδητοποιήσει ότι «ποτέ μην πεις ποτέ» στη μεγάλη ευκαιρία για τη μεγάλη μπάζα... Αυτό είναι  η ηδονοθηρία,υλοζωισμός...

  10011πει : Τι είναι αυτά που λέει ο μπαμπάς; Ξεχνάει ότι υπήρξε ο πρώτος ηδονοθήρας και υλοζωιστής;

Όλα μπερδεμένα του ρχόντουσαν στο νου του γέρου και ιδιαίτερα τα παιδιά του και τα εγγόνια του... Να και μιά σημειολογική φωτογραφία με τους δυό μεγάλους του γιούς στη καθέλκυση ενός τάνκερ... Εκείνη τη στιγμή, ο δωδέκατος πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου, ένιωθε ότι είχε αρχίσει να γερνάει... Aραγε τι να συλλογιζόντουσαν ο Φίλιππος και ο Σπύρος που τον κοίταζαν πίσω από τη πλάτη του


Niarh2

22. απάνω τους Έλληνες!

Πριν δυο-τρία χρόνια, όταν ο Νιάρχος είχε παραδώσει ουσιαστικά τη διεύθυνση των επιχειρήσεων του στους γιους του, τους συμβούλευε: «Το πρεστίζ της οικογένειας ήταν τα καράβια, αλλά επειδή η θάλασσα κουνάει να έχετε πιασίματα στη στεριά... Και ξέρετε ποιός μου είχε πει αυτά τα προφητικά λόγια; Ο παππούς σας, ο μέγας καραβοκύρης Σταύρος Λιβανός».

Ο Νιάρχος παρακολουθούσε συνεχώς τη διεθνή πλοιοκτησία μέσω του LLOYD΄S και έστω κι αν είχε αποψιλώσει το στόλο του θεληματικά, εν τούτοις στενοχωριόταν. Γιατί παλιά είχε εισβάλει σαν σίφουνας στο χώρο και είχε αναδειχθεί σε κορυφαία δύναμη... Αλλά τι κατάντια για την «τριπλέτα» Λιβανός-Ωνάσης-Νιάρχος, που κυβερνούσε κάποτε τα κύματα... Ο διάδοχος του Σταύρου Λιβανού, ο διπλά κουνιάδος του Γιώργος, βρισκόταν στην κατάταξη των Ελλήνων εφοπλιστών δέκατος, ο Όμιλος Ωνάση  δωδέκατος και το Νιαρχέικο, μόλις εικοστό πέμπτο... Το σχολίαζε στο γιο του Κωνσταντίνο: Κάποτε είμαστε οι πρώτοι των πρώτων, ο παππούς σου και οι δυο γαμπροί του, παλεύαμε κεφάλι με κεφάλι και πίσω μας ακολουθούσαν οι άλλοι... Θέλω όμως να μην πικραίνεσαι που δεν σας αφήνω πρωτιά, γιατί ενσυνείδητα μίκρινα το στόλο μας, διοχετεύοντας τη δραστηριότητα μας σε στεριανές επιχειρήσεις, πιο σίγουρες... Και να σου πω και κάτι... Κάποτε εσύ και τα αδέρφια σου, θα μείνετε με ανοιχτό στόμα όταν έγκριτοι βιογράφοι κι΄όχι παρλαπίπες, θα γράφουν για τον πατέρα σας... Όχι βέβαια γι' αυτό το κυρτωμένο σώμα, όπως κατάντησε, αλλά για το μυαλό που κρύβει μέσα στο κεφάλι του... Ποτέ δεν μιλούσε για τη διαθήκη του, το είχε γρουσουζιά, ίσως όμως ήθελε να τους αφήσει όλους άφωνους και ιδιαίτερα τους επαΐοντες του περιοδικού Forbs, που ποτέ δεν τον έβαζε στην πρώτη δεκάδα των πλουσιότερων του κόσμου.

Ο γέρος στερέωνε καλά το φακό και διάβαζε οτιδήποτε αφορούσε τη ναυτιλία, όπως τώρα που είχε στα χέρια του την κατάταξη με τους μεγαλύτερους Έλληνες εφοπλιστές του 1994-95. Πρώτος ήταν ένας άλλος Λιβανός, Γιώργος κι αυτός, αλλά του Π., με 110 πλοία (φορτηγά και τάνκερ) και 23 ιπτάμενα δελφίνια. Συνολικό εκτόπισμα εφτά εκατομμύρια τόνοι, κάτι δηλαδή το αδιανόητο για ένα και μόνο εφοπλιστή, αφού ξεπερνούσαν το σύνολο των εμπορικών στόλων της Γαλλίας και της Γερμανίας μαζί! Ο Γιάννης Λάτσης ήταν δεύτερος, με 4,1 εκατομμύρια τόνους και 88 καράβια! Να που οι μπακιρένιοι Έλληνες ξεπέρασαν τους χρυσούς, γρύλιζε... Μπράβο στον κοντραμπατζή της Κατοχής, που απόκτησε και διυλιστήρια, έγινε και τραπεζίτης... Τρίτος ο Λουκάς Χατζηιωάννου, ο Κύπριος, που το 1988 ήταν πρώτος με 6 εκατομμύρια τόνους, αλλά τώρα με 28 τάνκερ, έπεσε στα 3,5...

Ο στόλαρχος βρήκε το όνομα του στην... 25η θέση με 1,1 εκατομμύριο τόνους και 24 τάνκερ, όλα νεόκτιστα. Έψαξε να βρει Λαιμούς, Πατέρες και Χατζηπατέρες, Κουλουκουντήδες, Βεργωτήδες, όλοι είχαν σκορπίσει, γιατί οι κληρονομιές είχαν γίνει μερίδια σε παιδιά και εγγόνια... Άλλοι, είχαν δραστηριοποιηθεί σε στεριανές επιχειρήσεις, άλλοι είχαν πάρει την κάτω βόλτα... Να όμως κάποια ονόματα-θρύλοι που συνέχιζαν την ένδοξη ναυτιλιακή καριέρα των παππούδων και των πατεράδων τους: Ο Επαμεινώνδας Εμπειρίκος βρισκότανε στην 4η θέση με 3,5 εκατομμύρια τόνους - 26 σύγχρονα κομμάτια, ο Γιάννης Αγγελικούσης (βρε, ποιός το περίμενε, ο απόγονος του δραχμοφονιά καπετάν Αντώνη, που έδινε από ένα αυγό στυς δουλευταράδες του) πέμπτος με 3,2 - 49 κομμάτια, η εταιρία «Πέτρος Γουλανδρής και υιοί» στη 15η θέση, με 1,7 - 15 βαπόρια... Κάποτε οι αδερφοί Γουλανδρή (οι δίδυμοι Βασίλης-Νίκος και οι Γιάννης, Γιώργος, Κώστας) ήσαν δεύτεροι το 1958 και πρώτοι το 1975!

— Τομ, βρε Τομ, που είσαι; Έλα να ψάξεις εσύ, γιατί δεν βλέπω καλά και δεν μπορώ να βρω στον κατάλογο αυτό το μεγαθήριο, τον Κώστα Λαιμό... . Ούτε το Γιάννη Καρρά...

Ο αλαφροΐσκιωτος μπάτλερ ήταν κιόλας δίπλα του, αλλά ο οτόλαρχος είχε αποκάμει, του είχαν φύγει τα χαρτιά κι είχε γείρει το κεφάλι στην πολυθρόνα, με κρεμασμένο το φακό στο στήθος... Σε λίγο χαμογελούσε, γιατί έβλεπε στον ύπνο του ένα απέραντο ωκεανό, με κύματα σαν την Καστέλλα και πάνω τους, στην κορυφή, φορτηγά και δεξαμενόπλοια πελώρια, με σήματα στις τσιμινιέρες τους των Ελλήνων εφοπλιστών... Και κάτω τους, στις υδάτινες χαράδρες, κάτι καρυδότσουφλα, ξένα, έτοιμα να καταποντιστούν... Ο γέρος αγκομαχούσε και παραμιλούσε, ενώ οι υποτακτικοί γύρω του, δεν ήξεραν αν έπρεπε να επέμβουν, να τον ξυπνήσουν ή να τον αφήσουν να φωνάζει με την αδύναμη βραχνή φωνή του: Απάνω τους Έλληνες! Μια χούφτα καραβοκύρηδες με τρεις χιλιάδες βαπόρια και σαράντα χιλιάδες ναυτικούς, συγκροτούν το μεγαλύτερο εμπορικό στόλο της Υδρογείου! Και στο χάραμα του 2000 πρώτοι θα είναι, και να σκάσουν οι εχθροί μας...

Μετά άρχισε να κλαίει στον ύπνο του και να μοιρολογάει σαν τη Μανιάτισσα γιαγιά του: Τι να τα κάνω τα λεφτά, τα πλούτη, το χρυσάφι —αφού σας λέω για πάντα γεια— όλα θα γίνουνε νισάφι...

Ο γέρος ροχάλιζε όταν μπήκε ο γιατρός για να του πάρει την πίεση και να του δώσει τα χάπια, μπορεί όμως και να υποκρινόταν, όπως έκανε συχνά, για να δει από το μισόκλειστο μάτι του και ν' ακούσει -από το τσιπ του αυτιού του- τη συμπεριφορά των υποτακτικών του... Όταν ξύπνησε, ο γιατρός του έπιασε τον καρπό, ψάχνοντας τον αδύναμο σφυγμό του και του χαμογέλασε: "Πως νιώθετε, καπετάνιε; Θα πάμε στη Σπετσοπούλα το καλοκαίρι;" τον ρώτησε αγγλικά. Ο ανήμπορος τον κοίταξε σαν γέρικο σκυλί που το περιπαίζουν, μετά γύρισε τη ματιά του στον Τομ και του είπε ελληνικά: "Τι τσαμπουνάει ο μαλάκας, με κοροϊδεύει; Τι Σπετσοπούλα και πράσινα άλογα... Εδώ θα ψοφήσω σαν το σκυλί στην απόχη του μπόγια". Το γιατρουδάκι, κατάλαβε μόνο το μαλάκας, που το ξεφούρνιζε σε όλους ο γέρος όταν θύμωνε... Έσκυψε πάνω του μετρώντας το σφυγμό, ξέροντας ότι ο Νιάρχος δυστροπούσε κάτω από την κουβέρτα, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς... Ένιωθε ο νεαρός να εξουσιάζει -αυτές τις στιγμές- το διάσημο και ζάπλουτο ασθενή, τον τυλιγμένο στο θρύλο της παντοδυναμίας αλλά και στην υποψία ενός εγκλήματος... Είχε ή δεν είχε στραγγαλίσει τη γυναίκα του; Γι' αυτό του είχε πετάξει το όνομα του ιδιόκτητου νησιού του, όπου άφησε τη τελευταία πνοή η γυναίκα του, για να δει την αντίδραση του κροίσου... Εκείνος, όμως, δεν έχασε τη ψυχραιμία του κι΄αφού τον αποκάλεσε μαλάκα, του είπε αυτοσαρκαζόμενος: Αν ήσουνα κτηνίατρος, θα ήξερες ότι τα γέρικα άλογα κλοτσάνε πριν ψοφήσουν... Γι' αυτό θα καλέσω κι ένα κτηνίατρο από τους στάβλους μου, να με εξετάσει...χι-χι-χι...

— Τι είναι αυτά που λες, πατέρα;

Ήταν η κόρη του Μαρία-Ισαβέλα, που μόλις είχε φτάσει με μια ανθοδέσμη κι έσκυβε να τον φιλήσει, αλλά εκείνος αντέδρασε «μη, γιατί θα σε γεμίσω σάλια»... Μετά, τη ρώτησε: Ο τζόκεϊ μας έχασε μια σίγουρη νίκη προχθές. Γιατί;

— Άλογα είναι, πατέρα... Πότε κουράζονται, πότε παραπατάνε...

— Όχι τα δικά μου άλογα, είπε ο γέρος, αλλά αμέσως σκέφτηκε ότι σαν γέρικο άλογο κι αυτός είχε κουραστεί, παραπατούσε κι έχανε την κούρσα της ζωής...

Η κόρη του έκοψε ένα λουλούδι, του το πρόσφερε κι΄εκείνος το μύρισε με τρεμάμενο χέρι, άλλοτε θα το καρφίτσωνε στο πέτο του...Ο Φελίξ πήρε τα λουλούδια κι απομακρύνθηκε, μαζί του ο γιατρός και η νοσοκόμα. Μείνανε οι δυο τους, πατέρας και κόρη... Καθισμένη κοντά του, του κρατούσε το χέρι, καθώς τη συμβούλευε, καταλήγοντας όπως πάντα: Αν ποτέ λείψω, θέλω να διατηρήσεις το στάβλο μας...

Εκείνες τις ημέρες ήρθε κι ο Κωνσταντίνος από το Λονδίνο και μαζί με τη Μαρία, του κάνανε συντροφιά. Τους καμάρωνε ο γέρος και τους έλεγε: Εσύ κοριτσάκι μου θέλω να μού προσέχεις τα άλογα κι εσύ αγόρι μου, τα βαπόρια.

— Καλέ μπαμπά -χαμογέλασε σε μια στιγμή ο μικρός- είναι αλήθεια ότι τα βαπόρια μας έχουν σπάσει τα περισσότερα εμπάργκο;

— Και βέβαια... Πρώτος διδάξας ήταν ο παππούς σας, που είχε κατηγορηθεί ανοιχτά από την αμερικανική κυβέρνηση, ότι στον πόλεμο της Κορέας μετέφερε με τα φορτηγά του πολεμοφόδια, όχι μόνο στη Νότια, αλλά και στη Βόρεια Κορέα...

— Στους κομμουνιστές, μπαμπά;

— Γιατί όχι, αφού οι διεθνείς δραστηριότητες των Ελλήνων εφοπλιστών, πάππου προς πάππο, δεν έχουν πολιτικές πεποιθήσεις... Αυτή η φράση δεν είναι δική μου, αλλά μιας Ελληνίδας καθηγήτριας πανεπιστημίου σε θέματα ναυτιλίας. Της κυρίας Τζελίνας Χαρλαύτη.* Μάθετε, λοιπόν, ιδιαίτερα εσύ Κωνσταντίνε, ότι οι Έλληνες έχουν σπάσει εμπάργκο και μποϊκοτάζ στους Ναπολεόντειους Πολέμους, στον πόλεμο της Κριμαίας, στο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο, στο Α' Παγκόσμιο Πόλεμο...

Ο γιος του φαίνεται ότι ήταν διαβασμένος. Κοιτάζοντας τη Μαρία με νόημα, τον ρώτησε: Αφού, όπως καταλαβαίνω, το ξέρεις, γιατί ρωτάς; Θέλεις και λεπτομέρειες; Στο Ρωσοτουρκικό, τα ελληνικά καράβια ξε¬ φόρτωναν στην Οδησσό και μετά φόρτωναν σιτάρι, τάχα για τη Ρουμανία και αλλού και τα πήγαιναν τσιφ στην Πόλη για τα τουρκικά στρατεύματα που πολεμούσαν τους Ρώσους! Και στη δεύτερη περίπτωση, που ρώτησες, οι Έλληνες, όσο ήσαν α¬ κόμη ουδέτεροι, τροφοδοτούσαν τους Γερμανούς... Και στον Ισπανικό Εμφύλιο, οι Έλληνες κουβαλούσαν πυρομαχικά και στον φράνκο και στους αντιπάλους του... Στην αναμπουμπού- λα χαίρεται ο λύκος.

— Εσύ μπαμπά;

— Έχω χώσει κι εγώ την ουρίτσα μου στη Κορέα, στη Κίνα, στη Κούβα, στο Βιετνάμ... Μάλιστα, γιάπη μου, γιατί οι Έλληνες νιώθουν στη θάλασσα σαν ψάρια και πάνε παντού... Και σε ρωτάω: Τα ψάρια ξέρουν από πολιτική; Δεν ξέρουν.

- Η ελληνική ναυτιλία ξέρει πατέρα, αφού πλημμυρίζει τις θάλασσες και τους ωκεανούς απο καράβια ακόμη και υπό ξένες σημαίες...

-Κερδοφόρες, ψιθύρισε ο ανήμπορος γέρος και φέρνοντας στη σκέψη του το σκαρίφημα γερμανικής εφημερίδας με την παντοκρατορία της ελληνικής ναυτιλίας στην Υδρόγειο, με τη γαλανόλευκη ή ξένες σημαίες, τό ριξε στο ροχαλητό... Σε λίγο άρχισε να ονειρεύεται τα αγόρια  του μικρά, τότε που οδηγούσανε  μοτοποδήλατα κι΄αυτός τα ακολουθούσε με καμπριολέ και τους φώναζε να μη τρέχουνε... Και πάντα τους μιλούσε ελληνικά και τους μάθαινε  λέξεις που  του αρέσανε... Τί κάνεις  τώρα Κωνσταντίνε; Αγγαρία πατερούλη...  Κι΄εσύ Σπύρο; Ρεμβάζω πατέρα... Γυναίκα -έλεγε στην Ευγενία- τα παιδιά είναι ευτυχία... Και σύ Φίλιππε, τό ξέρεις πως έχεις αρχαιοελληνικό κεφάλι; Niarh3

10157 1015910174  ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ








προστέθηκε στις: Τετάρτη 10.02.2016

 
 

:: αρχική :: προφίλ :: επικοινωνία :: εικόνες

© Δημήτρης Λιμπερόπουλος :: ...Webmaster