.  » αρχική σελίδα

 :: Επιλέξτε θέμα προς προβολή ::



ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ κεφάλαια 1 - 11








Ο  Σταύρος  Νιάρχος  είναι  σπουδαίος  Έλληνας  και  μη  δίνεις  σημασία  τι  σου  έλεγα   κάποτε  εν  βρασμώ  ψυχής,  μου  είχε  πει  ο  Αριστοτέλης  Ωνάσης.  Και   συμπλήρωσε : Ο   κίτρινος  τύπος  τον  έχει  αδικήσει,  όπως  και  μένα  και  κάθε  άλλον  Έλληνα  που  πρόκοψε  και  τον  ζηλεύουν.  Και  ο  Μέγας  Σμυρνιός  μου  είχε  τονίσει  ότι  ο  Νιάρχος  ήταν  ιδιοφυής, μορφωμένος  και  πατριώτης,  είχε  πάει  εθελοντής  στον  Β΄ παγκόσμιο  πόλεμο  και   ως  έφεδρος  ανθυποπλοίαρχος  έλαβε  μέρος  στην  Μάχη  του  Ατλαντικού.  ΄Όσο  για  την  ευθύνη  του  στον  θάνατο  της  γυναίκας  του  Ευγενίας  τα  ΜΜΕ  -  αν  και  η  δικαιοσύνη  τον  απέδωσε  λευκό  στην  κοινωνία  -  εξακολουθούσαν  να  καπηλεύονται  το  θέμα  που  πουλούσε...

Στην   βιογραφία  του  Νιάρχου που  είχα  γράψει  και  είχε  κυκλοφορήσει  το  1997  είχα  βρεθεί  σε  δύσκολη  θέση.  Ως  προς  τον  θάνατο   της   Ευγενίας  Λιβανού  Νιάρχου  είχα  βάλει   και  αποσπάσματα  που  είχαν  δημοσιευτεί   σε  εφημερίδες.  Προσωπικά,  επειδή  επρόκειτο  περί  μυθιστορηματικής  βιογραφίας,  έβαλα  κι΄ εγώ  αλατοπίπερο  για  να  γίνει  το  βιβλίο πιασάρικο...     

ΣΤΑΥΡΟΣ  ΝΙΑΡΧΟΣ
Γεννήθηκε στην Αθήνα από Λάκωνες  γονείς 3 Ιουλίου
1909. Φοίτησε στα Νομικά του Πανεπιστημίου  Αθηνών. Ο  πατέρας του  Σπύρος, λαδέμπορος, πτώχευσε και πήγε μετανάστης στις ΗΠΑ. Η μητέρα του Ευγενία, αδελφή των αλευροβιομηχάνων Κουμάνταρου στο
Πειραιά, που τον σπούδασαν και τον είχαν στη δουλειά τους. 
Η πρώτη του γυναίκα  Ελένη Σπορίδη,  κόρη ναυάρχου. Η δεύτερη Μελπομένη Κάππαρη (1939-1947), κόρη καραβοκύρη από την Σύρο. Υπηρετεί σημαιοφόρος στη Μάχη του Ατλαντικού και μετά τον πόλεμο αποκτάει Λίμπερτι και μετά τάνκερ. Το 1947 νυμφεύεται την Ευγενία Λιβανού, μεγαλύτερη αδελφή της Τίνας Λιβανού (συζύγου του Αριστοτέλη Ωνάση) και αποκτά  τέσσερα παιδιά. Το 1965 χωρίζει προσωρινά και κάνει πολιτικό γάμο με την Σαρλότ, δισεγγονή του θρυλικού ζάπλουτου Φορντ, επειδή την  έχει καταστήσει έγγυο...Μετά την γέννηση του κοριτσιού, επιστρέφει στην Ευγενία. Η τελευταία πεθαίνει το 1970 στο ιδιόκτητο νησί τους Σπετσοπούλα και η ιατροδικαστική εξέταση ανακαλύπτει  μώλωπες  στο σώμα  της...   Το 1971   νυμφεύεται  την Τίνα Λιβανού, πρώην σύζυγο του Ωνάση και μετά του δούκα του Μάλμπορο. Το 1974 ο Νιάρχος βρίσκει νεκρή στο υπνοδωμάτιό της την Τίνα, από χρήση  βαρβιτουρικών, κατά την  ιατροδικαστική
εξέταση.

Πέθανε ζάπλουτος το 1996, μετά από συνεχείς εγχειρήσεις, εντατικές κι΄ αναπηρικές πολυθρόνες, συρρικνωμένος και  αδύναμος,  ποιός  ο  στόλαρχος  των  ωκεανών.

 

πρόλογος 

Αυτό το οδοιπορικό   αναφέρεται  σαν  μυθιστόρημα  στη ζωή  του  Σταύρου  Νιάρχου  αλλά  παράλληλα  και  του  Αριστοτέλη Ωνάση.   Αυτοδημιούργητοι  Έλληνες  στόλαρχοι και  οι  δύο   που ανταγωνίστηκαν σε καράβια,  πλούτο,  γυναίκες,  επίδειξη χλιδής -αλλά  και ερωτικού  πάθους - εν μέσω  παπαράτσι και παγκόσμιας  δημοσιότητας... Ανάμεσά  τους  και  η πανέμορφη κόρη του πρύτανη των  καραβοκύρηδων  Σταύρου  Λιβανού, η  Αθηνά-Τίνα, που την ερωτεύτηκαν κι΄οι δυό και την έκαναν γυναίκα τους,  ο ένας στα 17 της κι΄ο άλλος στα 42 της...
Τα ονόματα των σταρ  Ωνάσης και  Νιάρχος, της ενζενύ Τίνας, της αθόρυβης  Ευγενίας Λιβανού, της  ντίβας της όπερας Μαρία Κάλλας, της "ιερής χήρας" των ΗΠΑ Τζάκυ Κένεντ, χωρίς να λείπουν και οι  σούπερ κομπάρσες Μέλπω Κάππαρη και Σαρλοτ Φορντ... Αλλά και οι τραγικές φιγούρες του Αλέξανδρου και της Χριστίνας Ωνάση...
Διαβάζοντας μετά δεκαετίες  ένας  ανήξερος  αυτό το βιβλίο, θα προβληματιζόταν  αν θα΄ πρεπε να το κατατάξει ως χολιγουντιανό σενάριο υπερβολικής φαντασίας ενός Χίτσκοκ ή λιμπρέτο χλιδής και θανάτου  για τη Σκάλα του Μιλάνου ενός Βισκόντι... Γιατί πως θα μπορεί να πιστέψει ότι δυο αυτοδημιούργητοι Έλληνες απασχολούσαν συνεχώς τα παγκόσμια μίντια, μπλέκοντας μάλιστα  ανάμεσά τους 
 όχι μόνο θρυλικές και πανέμορφες γυναίκες, αλλά και την αμερικανική κυβέρνηση, τις εφτά μεγάλες πετρελαικές εταιρίες, το FBI... Ακόμη τον  Ουίνστον Τσόρτσιλ,  τον πατριάρχη Αθηναγόρα, βασιλιάδες και πριγκίπισσες, ιερά τέρατα  και σταρ της τέχνης... Κι΄απο κοντά, ρεπόρτερ και φωτογράφοι με ταχύπλοα και ελικόπτερα των μεγάλων ειδησεογραφικών πρακτορείων και παπαράτσι με τηλεφακούς... Κι΄από  κοντά  ένας Έλληνας ρεπόρτερ, που είχε να πληρωθεί κάποια δεκαήμερα, αλλά αναμείφτηκε τελικά με την υπομονή κι΄επιμονή του... 

  Τον  Σταύρο Νίαρχο τον είχα συναντήσει τέσσερις μήνες πριν γνωριστώ  με τον Αριστοτέλη Ωνάση, τον άνθρωπο που έγινα σκιά του και σημάδεψε τη δημοσιογραφική καριέρα μου. Ήταν στα μέσα Μαΐου 1959, όταν η κομψότερη και ακριβότερη θαλαμηγός του κόσμου, η τρικάταρτη εβένινη «Κρεολή», ήταν αγκυροβολημένη στον όρμο της Βουλιαγμένης. Κυνηγός πρωτοσέλιδων ρεπορτάζ, με φωτογράφο πάντα δίπλα μου, παραμόνευα στην ακτή, για δυο λόγια και μια φωτογραφία από το διάσημο μεγαλοεφοπλιστή. Ίσως ευχόμουνα να φιλοξενούσε στο πλεούμενο του κάποια καλλονή, οπότε το πρωτοσέλιδο θα ήταν εξασφαλισμένο...

  Τι ήταν ο Νιάρχος εκείνη την εποχή, 13 χρόνια μετά την απόκτηση των πρώτων του Λίμπερτι; Ήταν ένας πενηντάχρονος διάσημος Έλληνας εφοπλιστής, ζάπλουτος ήδη, που φιλοξενούσε στο ιδιόκτητο νησί του, τη Σπετσοπούλα, βασιλείς, γαλαζοαίματους και διάσημους καλλιτέχνες. Ήταν ακόμη γνωστός για τη μανία του να πλουτίζει τη συλλογή του με πίνακες διάσημων ιμπρεσιονιστών ζωγράφων. Μαζί με τον Αριστοτέλη Ωνάση και το Σταύρο Λιβανό (που ήταν πεθερός τους) αποτελούσαν τη διασημότερη τριανδρία των «Χρυσών Ελλήνων», που κυβερνούσαν με τους στόλους τους θάλασσες και ωκεανούς... Όχι πως δεν υπήρχαν κι άλλοι Έλληνες θαλασσοκράτορες (Λαιμοί, Γουλανδρήδες, Εμπειρίκοι, Πατέρες και Χατζηπατέρες, Βεργωτήδες, Κουλουκουντήδες και λοιποί) αλλά οι δυο μπατζανάκηδες, με γυναίκες τους τις  κομψές και όμορφες θυγατέρες του Χιώτη μεγαλοεφοπλιστή, απασχολούσαν τις κοσμικές στήλες του ξένου τύπου... Σε εποχή μάλιστα γαλαζοαίματων, σταρ και θρύλων του Χόλιγουντ, της όπερας και του κλασικού χορού, τα ονόματα Ωνάσης και Νιάρχος ξεπρόβαλαν στις εφημερίδες και στα περιοδικά όπως παλαιότερα οι μυθικοί μαχαραγιάδες και οι ανατολίτες κροίσοι... Οι δυο Έλληνες προκάλεσαν αμέσως το ενδιαφέρον του παγκόσμιου κοινού, όχι μόνο γιατί ο πλούτος τους δεν ήταν κληρονομικός, αλλά και γιατί δημιούργησαν ένα καινούργιο  τύπο αυτοδημιούργητου  κροίσου με ιδιόκτητο νησί και χλιδάτη θαλαμηγό... Μετά τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο οι μύθοι των μίντια ήσαν η απρόσιτη θεία Γκρέτα Γκάρμπο, ο Αγά Χαν που οι υπήκοοί του τον ζύγιζαν με ράβδους χρυσού,  ο Σάχης της Περσίας με την Σοράγια... και ξαφνικά να οι δυό Έλληνες,  με τους ρεπόρτερ και τα φλας των παπαράτσι ν΄αστράφτουν  γύρω τους...       

  Ο Ωνάσης, πιο φιγουρατζής από οποιοδήποτε άλλο μεγαλοεφοπλιστή, είχε στην υπηρεσία του τη γραφίδα της αρχικουτσομπόλας του Χόλιγουντ Έλσας Μάξγουελ και φιλοξενούμενο στη θαλαμηγό του «Χριστίνα» τον απόμαχο Πατέρα της Νίκης, τον Ουίνστον Τσόρτσιλ... Έτσι, λοιπόν, εξαρχής, ο Ωνάσης είχε πάρει κεφάλι, που λένε στις ιπποδρομίες, και οδηγούσε την κούρσα της προβολής του, αφού ανέβαιναν στη θαλαμηγό του (στο Μόντε Κάρλο, που το διαφέντευε μια εποχή) ένας Κένεντι, μια Γκρέτα Γκάρμπο, μια Ελίζαμπεθ Τέιλορ κι ένας Ρίτσαρντ Μπάρτον, αλλά και αρχηγοί κρατών, για να υποβάλουν τα σέβη τους στον φιλοξενούμενό του Τσόρτσιλ... Οι βασιλείς της Ελλάδας και του Βελγίου, που φιλοξενούσε ο Νιάρχος, δεν μετρούσαν μπροστά στο μεγαθήριο της Νίκης... Έτσι ο 50χρονος συλλέκτης πινάκων ζήλευε και καραδοκούσε, με μια αντεπίθεση να κερδίσει τα πρωτεία της προβολής από τον μπατζανάκη του.

 Η αντιζηλία του Πειραιώτη με τον Σμυρνιό είχε αρχίσει μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στη Νέα Υόρκη, όταν κι οι δυο τους απόκτησαν Λίμπερτι κι έβαλαν στο μάτι την ίδια γυναίκα: Τη μικρότερη κόρη του μεγαλοεφοπλιστή Σταύρου Λιβανού, την πανέμορφη Αθηνά, που τελικά παντρεύτηκε τον Ωνάση... Ο Νιάρχος πείσμωσε και ζήτησε σε γάμο τη μεγαλύτερη αδερφή της Ευγενία κι έτσι οι δυο μπατζανακηδες ακόνιζαν τα ξίφη τους στα κυριακάτικα ή γιορτινά γεύματα που έδινε ο πεθερός τους στο «Πλάζα» της Νέας Υόρκης ή στο αρχοντικό του στο Λονδίνο...

Από τότε είχαν περάσει δώδεκα χρόνια, αλλά η αντιζηλία των δυο τους (που γινόντουσαν όλο πλουσιότεροι και διασημότεροι) συνεχιζόταν... Παραβγαίνανε ποιος θ' αποκτήσει το μεγαλύτερο τάνκερ, την πολυτελέστερη θαλαμηγό, ιδιόκτητο νησί, γαλαζοαίματους και σούπερ σταρ καλεσμένους, πανάκριβα σπίτια και βίλες στα πέρατα της Γης, ποιός θα συσσωρρεύσει το μεγαλύτερο πλούτο...     Όλα αυτά τα χρόνια της συγκομιδής, απόκτησαν παιδιά και δίνανε την εντύπωση υποδειγματικών πάτερ φαμίλιας, αλλά καθώς ήσαν υγιέστατοι και βαρβάτοι (όπως μου έλεγε ο Κώστας Γράτσος) τσιλιμπούρδιζαν με μοντέλα, στάρλετ, κοσμικές πόρνες, αλλά, ιεροκρυφίως και με επώνυμες καλλονές... Και οι δυο τους είχαν πρωτογευτεί το σεξ και ανδρωθεί μέσα σε μπορντέλα, της Σμύρνης ο Αριστος, του Πειραιά ο Σταύρος... Έτσι, λοιπόν, ο αγοραίος έρωτας ήταν μια συνήθειά τους, με τη διαφορά ότι, μετά το γάμο τους, χρησιμοποιούσαν για γκαρσονιέρα τη θαλαμηγό τους... Ώσπου έσκασαν μύτη πάνω στη θαλαμηγό «Χριστίνα» στο Μόντε Κάρλο, η Γκρέτα Γκάρμπο, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, κάποιες Γαλλίδες ηθοποιοί να τις πιεις στο ποτήρι κι ο Νιάρχος (που έβλεπε τις φωτογραφίες στις εφημερίδες και τα περιοδικά) σκύλιαζε από ζήλεια... Ρεπόρτερ εγώ, που έψαχνα ν' ανακαλύψω ερωτοδουλειές γαλαζοαίματων, σταρ, ζάπλουτων και καλλονών, κεντρίστηκα από την υποψία ότι όποιος από τους δυο αντίζηλους μπατζανάκηδες αποφάσιζε να δημιουργήσει ένα ερωτικό σκάνδαλο, ασφαλώς θα γινόταν Scan10794πρωτοσέλιδος και θα ξεπερνούσε σε δημοσιότητα τον άλλο...  

 Κάτι τέτοιο έψαχνα να βρω στην ακτή  της Βουλιαγμένης, ξεροσταλιάζοντας με το νυσταλέο συνεργάτη μου, που η φαντασία του δεν κάλπαζε σαν τη δική μου, που οραματιζόμουν το Νιάρχο, κάτω από ένα Ρενουάρ, να απατά τη γυναίκα του με μια σταρ ή έστω στάρλετ... «Τι ψάχνεις να βρεις, πάμε να τσακώσουμε τη Βουγιουκλάκη με τον Κωνσταντίνο», διαμαρτυρόταν ο φωτογράφος, ώσπου μια βενζινάκατος άφηνε αφρούς από τη θαλαμηγό και πλησίαζε στην ακτή... Βγήκανε απο το ταχύπλοο δυο κοστουμαρισμένοι  κι ανηφορίζανε στο μονοπάτι, ανάμεσα στις πέτρες... Ήταν ο Νιάρχος, ολόφτυστος όπως στις φωτογραφίες και δίπλα του ο διευθυντής του ιδιαίτερου γραφείου του, ο κ. Θεοτόκης, όπως μου συστήθηκε σε λίγο... Ο μεγαλοεφοπλιστής μας προσπέρασε βλοσυρός, αλλά κοντοστάθηκε μετά λίγα μέτρα, για να πάρει μια ανάσα και να μας περιεργαστεί στην ανηφόρα, αφ' υψηλού...

—Τι συμβαίνει παιδιά; Ρεπορτάζ στα κατσάβραχα;

— Δυο λόγια κύριε Νιάρχο. Ποιός καλός άνεμος σας έφερε ως εδώ;   

Με κοίταξε με τη φιδίσια ματιά του, πάνω από τη γερακίσια μύτη, πήρε μια αναπνοή και μου έδωσε την εντύπωση ότι με έβλεπε σαν... σκουλήκι.

 — Σας παρακαλώ, δυο λόγια, επέμεινα.

— Δουλειές, μουρμούρισε κι έκανε μεταβολή, ανηφορίζοντας.

Με δυο δρασκελιές βρέθηκα δίπλα του κι ώσπου να φτάσει στη λιμουζίνα, με το σοφέρ στην ανοιχτή πόρτα, όλο και κάτι τον ρωτούσα, όλο και κάτι μου απαντούσε... Και καθώς σε μια στιγμή, αγριοκοίταζα το συνεργάτη μου, που από τσίγκουνιά είχε τραβήξει μόνο μια φωτογραφία, τόλμησα να τον ρωτήσω: " Με συντροφιά είσαστε στη θαλαμηγό σας ή μόνος, κύριε Νιάρχο; ",αλλά εκείνος χαμογέλασε αινιγματικά...   

0005  Kreol150  Κρεολή

Αυτή ήταν η πρώτη γνωριμία μου με το Σταύρο Νιάρχο, το Μάιο του 1959, όταν είχα σκεφτεί ότι ένας επώνυμος, υποδειγματικός πάτερ φαμίλιας, μπορεί να μπει στον πειρασμό να απατήσει τη γυναίκα του κι εγώ να το εκμεταλλευτώ δημοσιογραφικά. Έπεσα όμως έξω ως προς το πρόσωπο, γιατί η μεγάλη απιστία θα γίνει τέσσερις μήνες μετά, όταν ο Ωνάσης θα δημιουργήσει πρωτοσέλιδο ερωτικό σκάνδαλο με τη Μαρία Κάλλας, τη διασημότερη πριμαντόνας του εικοστού αιώνα. Να όμως που εγώ υπήρξα ο τυχερός κι αυτό που δεν μου βγήκε στη Βουλιαγμένη με το Νιάρχο, το πέτυχα τέσσερις μήνες αργότερα στη Γλυφάδα, με τον Ωνάση... Σε μένα, τον επίμονο εραστή του ρεπορτάζ, έλαχε ο κλήρος να ανεβώ στη «Χριστίνα» (ενώ δεκάδες Έλληνες και ξένοι συνάδελφοι και παπαράτσι την πολιορκούσαν) και να μου δώσει ο μοιχός αποκλειστική παγκόσμια συνέντευξη!

Ο πρόλογος αυτός στη βιογραφία του «Στόλαρχου»-τίτλος που ανταποκρίνεται πλήρως στη στόφα του Νιάρχου- γίνεται για να αναφέρω μερικά πρόσωπα που, παλιά ή πρόσφατα, μου έδωσαν στοιχεία και πληροφορίες για τον πρωταγωνιστή του βιβλίου μου. Ένα βιβλίο, που αν ήταν ταινία, θα λέγαμε ότι έχει γκεστ σταρ, τον Αριστοτέλη Ωνάση. Και εξηγώ γιατί: Αν δεν υπήρχε Ωνάσης δεν θα έφτανε τόσο ψηλά ο Νιάρχος και αντίστροφα. Η αντιζηλία, ο ανταγωνισμός και συναγωνισμός, το πάθος και ο πόθος να ξεπεράσει ο ένας τον άλλο, έκαναν τα δυο αυτοδημιούργητα φαινόμενα: Τον Ωνάση OLYMPIC και τον Νιάρχο WORLD! Είχα προσβάσεις σε πρόσωπα συγγενικά, φίλους και συνεργάτες του Νιάρχου, αλλά και οικιακούς βοηθούς και υπαλλήλους του, που τον έβλεπαν από κοντά, όπως εκείνοι που τον έζησαν τα τελευταία του χρόνια στην αναπηρική καρέκλα. Ο Ωνάσης υπήρξε, σε ανύποπτο χρόνο, ο μέγας πληροφοριοδότης μου. Όλοι υποθέτουν ότι ανταπέδιδε τις κατηγορίες του μπατζανάκη του, κάποιοι τον έχουν ακούσει να τον βρίζει, αλλά ελάχιστοι ξέρουν λεπτομέρειες όπως αυτή: "Αυτός ο άνθρωπος   είναι γεμάτος ακαθαρσίες, αλλά ο ίδιος νομίζει ότι μοσχοβολάει"... Πολλά έμαθα, όχι με τη φλυαρία της, αλλά με τη σιωπή της (και με τις φωτογραφίες που μου έδωσε) από τη δεύτερη σύζυγό του Νιάρχου (1938-1946) Μελπομένη Κάππαρη. Επί μισό αιώνα (1947-1997) ζούσε κλεισμένη στο ρετιρέ της του Μανχάταν, με την πίκρα ότι αυτή εισήγαγε το Νιάρχο στην υψηλή κοινωνία της Αθήνας και στους ναυτιλιακούς κύκλους κι αυτή του έδωσε διαζύγιο, για να πάρει γυναίκα του την κόρη του Λιβανού, πατριάρχη των Ελλήνων εφοπλιστών...

• Ο συνάδελφος Γιώργος Σπορίδης, αριστοκράτης εξ απαλών ονύχων, χλεύαζε το Νιάρχο, ίσως γιατί μια εξαδέρφη του, η Ελένη Σπορίδη, ήταν η πρώτη σύζυγος του εφοπλιστή. Εργαζόμαστε (τέλη δεκαετίας του 50) στο «Έθνος» της οδού Κολοκοτρώνη και μια μέρα, μπροστά στον καλό συνάδελφο και φίλο του Γιώργο Καράγιωργα, μου είχε πει: Τι θέλεις, Δημητράκη, και ασχολείσαι με ένα τόσο σάπιο άνθρωπο; Σάπιος ένας Νιάρχος; αναρωτήθηκα, σε μια εποχή που ψάρευα τα ρεπορτάζ μου σε ρηχά νερά, πριν ξανοιχτώ στα βαθιά...

• Ο καπετάν Ανδρέας Τσεσμελής  φανατικός φίλιππος, όπως κι εγώ, μιλούσε συχνά για το Νιάρχο. Έχει γράψει και ένα 0033βιβλιαράκι για τη ναυτική καριέρα του. Υπήρξε καπετάνιος του Σταύρου Λιβανού (1948-1952) και διευθύνων πλοίαρχος του Νιάρχου από το 1952 ως το 1977. Αλλά και σήμερα, που τον χάνεις που τον βρίσκεις, στα γραφεία των γιων του Νιάρχου, στον Πειραιά. Μου έχει μιλήσει με θαυμασμό για τον άνθρωπο που θα βιογραφήσω. Μου αποκάλυψε όμως και περιστατικά, γι' αυτό το καθαρόαιμο άλογο, που ήταν δύστροπο και μπορούσε να σε σκοτώσει με μια κλοτσιά, αλλά στην κούρσα ήξερε πως να περάσει πρώτο το τέρμα...

 • Ο καπετάν Μιχάλης Πειθής (στη φωτο δεξιά, με τον Λιβανό) πατέρας του φίλου μου Μάκη, ήταν ο αρχιπλοίαρχος του Σταύρου Λιβανού και του άρεσε να διηγείται στα στερνά του, στο Παλιό Φάληρο, το βίο και την πολιτεία του Χιώτη καραβοκύρη, αλλά και περιστατικά της ηρωικής εμπορικής 0027ναυτιλίας... • Επίσης γνώρισα κι άλλα πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος του στόλαρχου, που έζησαν το δράμα του στην αναπηρική καρέκλα. Απροσδόκητος πληροφοριοδότης μου υπήρξε και ο πρόσκαιρος μπάτλερ του Ευτύχιος Αλτσιμπάρδης. Θα μπορούσα να αναφέρω κι άλλους, που, όπως και οι παραπάνω, μου μίλησαν για το Νιάρχο με θαυμασμό και κατάνυξη, έστω κι αν όλοι επισήμαναν τις αδυναμίες και τα ελαττώματα του... Αρκετοί που έζησαν από κοντά αυτό το ανήμερο θεριό (κοινή η γνωμάτευση τους) με παρακάλεσαν να μην αναφέρω τα ονόματα τους. Ακόμη και πεθαμένο έτρεμαν αυτό το ιερό και συγχρόνως αμαρτωλό τέρας της συνομοταξίας των «Χρυσών Ελλήνων»... Εκείνος που αρνήθηκε να μου πει ούτε λέξη, είναι ο καλός φίλος Μίμης Κουτρουμπούσης, διευθύνον στέλεχος του Νιαρχέικου και διευθυντής των γραφείων στον Πειραιά. Ευχαριστώ όλους που μου μίλησαν γι' αυτό το μυθικό πρόσωπο, που χωρίς καμιά απολύτως οικογενειακή παράδοση στη θάλασσα, κατόρθωσε να κυβερνήσει τα κύματα... Ακόμη και ο Ωνάσης, που δεν τον χώνευε, θαύμαζε το αστραφτερό μυαλό και τη πανουργία του και έλεγε:  "Το πολυτιμότερο εργαλείο του Σταύρου είναι το μυαλό του... Αυτός ο παλιοχαρακτήρας που βλέπετε, μπορεί με μια βάρκα να βυθίσει αεροπλανοφόρο! Κάποτε στο Λονδίνο, που έβρεχε με το τουλούμι, έπαιζαν ζάρια στο σπίτι του Λιβανού και ο Νιάρχος ξετίναξε δύο Έλληνες εφοπλιστές. Όταν φεύγανε, διστάζανε να πάνε στα αυτοκίνητα τους, γιατί έβρεχε ραγδαία, οπότε ο σπιτονοικοκύρης τους είπε γελώντας: Ο Σταύρος είναι σε θέση να σας περάσει μέσα στη βροχή, χωρίς ομπρέλα, και να μη σας αγγίξει σταγόνα... Κι όταν φύγανε, ρώτησε το γαμπρό του αν είχε «τσιμπήσει» τα ζάρια κι ο Νιάρχος του απάντησε: Μα τι λες καπετάν Σταύρο, μπορείς να κερδίσεις στο μπαρμπούτι χωρίς μπαλαμούτι;"

Πληροφοριοδότης μου  υπήρξε και ο Κώστας Γράτσος  που με ρωτούσε γιατί ενδιαφέρομαι να μάθω στοιχεία για το Νιάρχο, τον "μισητό ανταγωνιστή", όπως τον αποκαλούσε γελώντας... 10064Κι΄εγώ, του έλεγα ότι με κεντρίζει η ιστορία ότι οι δυό διασημότεροι Έλληνες  εφοπλιστές ερωτεύτηκαν την κόρη  του πατριάρχη των Ελλήνων καραβοκύρηδων και τους φανταζόμουνα να μονομαχιούν... "ως πειρατές, με σπαθιά", γελούσε το δεξί χέρι του Ωνάση...     

Θα κλείσω τον πρόλογο μου με τη δήλωση ότι ο Ωνάσης υπήρξε για μένα, δημοσιογραφικά, το παν, ενώ ο Νιάρχος, απολύτως τίποτα, αλλά, προς Θεού, δεν θα υπάρξει καμιά προκατάληψη στο κείμενο μου... Πρέπει όμως να έχετε  μια εικόνα του τότε νεαρού ρεπόρτερ, απέναντι στους δύο αντίζηλους κι ανταγωνιστές: Ο Ωνάσης υπήρξε για μένα το μέγα κήτος, που το κυνήγησα μετά μανίας σε αβυσσαλέα βάθη και τελικά δεν με κατάπιε, ούτε με συνέτριψε με την πελώρια ουρά του... Και το περίεργο είναι ότι εγώ, το μικροσκοπικό ψαράκι, ποτέ δεν φοβήθηκα ή τρομοκρατήθηκα από τον Ωνάση - καρχαρία, γιατί από την πρώτη στιγμή είδα στη ματιά του συμπάθεια για μένα κι αποδοχή, έστω κι αν τον ενοχλούσα... Αντίθετα, ο Νιάρχος-σκυλόψαρο, από την πρώτη φορά που διασταυρώσαμε τη ματιά μας, με τρομοκράτησε, δείχνοντας μου ότι με είχε μια χαψιά... Με ρώτησε ο Ωνάσης κάποτε, γιατί διάλεξα αυτόν κι όχι το Νιάρχο για θήραμα της δημοσιογραφικής μου μανίας και του είχα απαντήσει με θάρρος, ίσως και κολακεία: «Μα εσύ, καπετάνιε, θέλεις δέκα Νιάρχους». Ο παμπόνηρος Σμυρνιός με είχε κοιτάξει από πάνω ως κάτω, λες και γράδαρε τη νοημοσύνη και τη φιλαλήθειά μου και μου είπε: «Λιμπερόπουλε, κι ο Νιάρχος κι εγώ, μυαλό πουλάμε και δεν νομίζω ότι μπορείς εσύ ή ο οποιοσδήποτε δημοσιογράφος, να ζυγίσετε την εξυπνάδα μας»... Με λίγα λόγια, όχι μόνο εκείνη τη φορά, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις, άκουγα τον Ωνάση να είναι θαυμαστής του μπατζανάκη του, έστω κι αν ο Νιάρχος τον μισούσε... Μια άλλη φορά, στη διάρκεια των ιστιοπλοϊκών Ολυμπιακών Αγώνων του 1960, είχα τολμήσει (στο Κανοτιέρι ντι Νάπολι) να τον ρωτήσω αν ο Νιάρχος είναι πλουσιότερος του κι εκείνος, ανάμεσα σε δυο γουλιές ουίσκι, μου είχε απαντήσει χαμογελώντας: "Μετά από μια υψηλή βαθμίδα πλούτου, κανένας δεν μπορεί να ξέρει με ακρίβεια την αξία των περιουσιακών στοιχείων του... Η τελική σούμα γίνεται από δικηγόρους και λογιστές στο άνοιγμα της διαθήκης εκάστου"... Μια τέτοια ερώτηση θα ήταν ενοχλητική για Callas1τον προληπτικό Νιάρχο, όχι όμως και για τον Ωνάση, που συχνά απαντούσε στις τσεκουράτες, αλλά κάποτε αφελείς ερωτήσεις μου... Απορούσε και η Κάλλας  κι αναρωτιότανε πως έπαιρνα τόσο θάρρος, να ρωτάω πράματα που δεν τολμούσε να ρωτήσει ούτε η ίδια... Αλλά, μετά το γάμο του με την Τζάκι, μου είχε κάνει μια απροσδόκητη ερώτηση και ο Μεγάλος Σμυρνιός:  "Δεν μου λες, ποιός συνταράχτηκε περισσότερο μ' αυτό το γάμο;". -Ασφαλώς η Κάλλας, απάντησα. Χμογέλασε:  "Ασφαλώς ο Νιάρχος", χαριτολόγησε ο Ωνάσης, αλλά αμέσως μετά με κοίταξε ένοχα, συναισθανόμενος το μεγάλο κακό που είχε κάνει στη γυναίκα που του είχε αφοσιωθεί εννιά χρόνια, θυσιάζοντας την καριέρα της... 

 Καιρός είναι να μπω στην ουσία αυτού του βιβλίου, που θα περιέχει μαρτυρίες, περιστατικά, σχόλια, εντυπώσεις προσώπων, που γνώρισαν από πολύ κοντά το Σταύρο Νιάρχο, όχι μόνο από την αρχή της καριέρας του και στο μεσουράνημά του, αλλά και τους τελευταίους μήνες που βασανιζόταν στην αναπηρική καρέκλα... Πάνω σε αυτή, ο γεροστόλαρχος θυμόταν όλη τη ζωή του και κυρίως εκείνα τα γεγονότα και τις πράξεις του, που τον είχαν κάνει, αρκετές φορές, πρωτοσέλιδο θέμα... Οι πράξεις του Σταύρου Νιάρχου ήσαν τόσο απρόβλεπτα συγκλονιστικές, σχεδόν απίστευτες, που μ' έκαναν να μετατρέψω αυτή τη βιογραφία σε μυθιστορηματική, διότι μόνο με το άλλοθι της φαντασίας μπορούν να γραφούν τέτοιες φριχτές αλήθειες γι' αυτό το μεγαλοφυές, αδίστακτο και μανιακό θεριό. 

geros200Niarx15

Συρρικνωμένος κι΄ανήμπορος να κυβερνάει το στόλο και τις επιχειρήσεις του,θυμότανε  τον παλιό εαυτό του, ζωηρό  και ευθυτενή, να επιβλέπει την κάθε λεπτομέρεια του αμύθητου  πλούτου του... 

1. Εξαφάνιση του Νιάρχου

Ο Σεπτέμβρης του 1995 βρισκόταν στο τέλος του και ο χειμώνας ερχόταν στο Σεν Μόριτς, όπως πάντα, με τους κατοίκους του να βγάζουν από τη ναφθαλίνη τα μάλλινα τους. Ο μεσήλικας με το ριγωτό γιλέκο και το σκούρο παντελόνι καθόταν στο γραφειάκι του και τακτοποιούσε κάποιους λογαριασμούς. Μόλις τελείωσε, τους έβαλε στο πάνω συρτάρι και μετά άνοιξε το κάτω, καμαρώνοντας τα ντοσιέ, που στο περιεχόμενο τους βασιζόταν για ένα επικερδές μέλλον... Ο άνθρωπος αυτός, που κυκλοφορούσε σαν σκιά στους διαδρόμους και στα δωμάτια της κατοικίας του Σταύρου Νιάρχου, ήταν ο μπάτλερ του τελευταίου «Χρυσού Έλληνα», που κυρτωμένος κι΄ανήμπορος βρισκόταν καθηλωμένος στην αναπηρική πολυθρόνα... Ο γέρος μεγαλοεφοπλιστής, που άλλοτε πίστευε ότι μπορούσε να παρατείνει τη ζωή του  με το χρήμα,  είχε πιά συνειδητοποιήσει ότι πλησίαζε το τέλος του... Το είχε "πιάσει" στη ματιά του   κροίσου  πριν  τρία  χρόνια, όταν τον υποβάσταζε  να βγεί από το αυτοκίνητο μπροστά στο  χειμερινό ανάκτορό του  στο Γκστάαντ... Βαρυανάσενε αντικρίζοντας το κτιριακό συγκρότημα που στέγαζε μέρος από πολύτιμα αγαπημένα αντικείμενα και πίνακες, που συγκέντρωνε με πάθος ολόκληρη ζωή... Τον άκουγε συχνά να μουρμουρίζει στα ελληνικά "τα μάζευα σαν μέλισσα  για να τα διαγουμήσουνε οι κηφήνες...".   Σίγουρα το ζάπλουτο γεροντάκι ένιωθε ότι δεν μπορούσε πιά να κογιονάρει τους πάντες λέγοντας "αν πεθάνω", γιατί ο ίδιος κορόιδευε τον ίδιο τον τον εαυτό...         Όταν, πριν τρία χρόνια, είχε καταλάβει με την κουστωδία του τους δύο τελευταίους ορόφους του Μας Τζένεραλ Χόσπιταλ της Βοστόνης, ζήτησε από τον ειδικευμένο καθηγητή  του Χάρβαρντ δόκτορα Νικόλας Ζέρβα, να του πει την αλήθεια. Ο Νιάρχος είχε διατάξει να βγουν  από το δωμάτιο του ακόμη και οι γιοι του, και είχε ρωτήσει τον Ελληνοαμερικανό καθηγητή, να του εξηγήσει σε τι αποσκοπούσε η εγχείρηση που θα του έκανε. «Θέλω, γιατρέ, να μου τα πεις ελληνικά», τον παρακάλεσε, ποιός, ο άνθρωπος που ποτέ δεν είχε παρακαλέσει κανένα... Ο καθηγητής Ζέρβας του είπε ότι θα του έκανε πεταλεκτομή, δηλαδή θα του αραίωνε στη ράχη τα κόκαλα, για να «αναπνεύσει» η σπονδυλική του στήλη... «Δηλαδή, θα με πετσοκόψεις, γιατρέ», κιτρίνισε ο Νιάρχος, αλλά ο συμπατριώτης του τον καθησύχασε ότι θα τον κοίμιζαν κι όταν θα ξυπνούσε, δεν θα είχε δυσκαμψία και θα ένιωθε σαν πουλάκι... Ο κροίσος είχε κουνήσει το κεφάλι δύσπιστα και του είπε: «Γιατρέ, δεν θα έχει σημασία να νιώσω σαν πουλί, αν δεν μπορώ να πετάξω κιόλας». Πράγματι, μετά την εγχείρηση, ο Νιάρχος περπάτησε, αλλά ποτέ πια δεν πέταξε, όχι όπως παλιά σαν αετός των βουνοκορυφών, αλλά ούτε σαν τσιροπούλι του κάμπου...

Τα παιδιά του, οι συγγενείς του, οι συνεργάτες του, οι νομικοί του σύμβουλοι, οι πάντες, το είχαν πάρει απόφαση ότι το Μεγάλο Αφεντικό δεν ανήκε πια στους ζωνταντούς, αλλά στους ετοιμοθάνατους... "Στους υπο αναχώρηση παραθεριστές της ζωής", όπως έλεγε ο Ορθόδοξος μητροπολίτης της Ελβετίας και συμπλήρωνε το ενθαρρυντικό "αφού αναχωρούν, κάπου πάνε, δηλαδή στην επουράνια αθανασία!".    Μια κουβέντα, όμως, ήταν να αναχωρήσει ο στόλαρχος, που ενώ ένιωθε όλους γύρω του σαν κοράκια, εκείνος είχε ριζωμένη βαθιά στο μυαλό του την ελπίδα ότι, σύντομα η επιστήμη θα ανακάλυπτε το ελιξίριο της παράτασης της ζωής και, γιατί όχι, της αθανασίας, όπως είχε διαβάσει σε ένα ελληνικό μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας με τίτλο « ο Αθάνατος»... Του το είχε προμηθεύσει ο παμπόνηρος μπάτλερ του, ενισχύοντας έτσι την προσδοκία του αφεντικού του, πιπιλίζοντάς του το μυαλό ότι οι επιστήμονες -όπου νάναι- θα ανακοίνωναν την κοσμοσωτήρια ανακάλυψη... Ο κροίσος όμως -που είχε χάσει τη μιλιά του εδώ και μήνες- του έγραψε μια μέρα στο μπλοκάκι του: «Κι αν βρεθεί το ελιξίριο και παραταθεί η ζωή, πως θα χωρέσει στη Γη τόσος κόσμος;» Ο Τομ, ο μπάτλερ, που το βαφτιστικό του ήταν Θωμάς κι είχε γεννηθεί στην Κεφαλονιά, έσκυψε κοντά του και του είπε: «Μα, σερ, το φάρμακο θα είναι τόσο πανάκριβο, που μόνο ελάχιστοι θα είναι σε θέση να το αποκτήσουν»...

Όταν ο γερο Νιάρχος είχε στιγμές διαύγειας, αναρωτιόταν μήπως ο Τομ ήταν πλάσμα της φαντασίας του, γιατί δύο προηγούμενοι Κεφαλονίτες, που είχε στην υπηρεσία του, δεν του έλεγαν τέτοιες μπούρδες. Ο έμπτιστόςτου μάγειρας Θρασύβουλος Γαλιατσάτος, που πέθανε το 1984, του μαγείρευε τα νοστιμότερα φαγητά που είχε φάει στη ζωή του... Κι ο μπάτλερ του Αλέκος Γασπαράτος ήταν ο εξ απορρήτων, γενικών καθηκόντων, άνθρωπος του... Αφοσιωμένοι, αλλά και μυαλωμένοι Κεφαλονίτες... Αλλά αυτός ο αλαφροΐσκιωτος, που εμφανιζόταν σαν φάντασμα μπροστά του, όχι μόνο του έφτιαχνε γαργαλιστικά κοκτέιλ για τον ουρανίσκο του, αλλά του έδινε κι ελπίδες για παράταση ζωής... Γι' αυτό ο εφτάψυχος γέρος, που τους τελευταίους μήνες είχε φτάσει αρκετές φορές κοντά στο θάνατο και γλίτωνε, αναρωτιόταν μήπως ο Τομ ήταν δημιούργημα της φαντασίας του...  Αλλά και ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου, καθώς κλείνει τα μάτια, ξαπλωμένος σε μια πολυθρόνα, και προσπαθεί να φανταστεί και να νιώσει το στόλαρχο στα τελευταία του, αναρωτιέται το ίδιο: Αν ο Τομ - Θωμάς είναι υπαρκτό πρόσωπο ή φανταστική προέκταση των δύο πιοτών υποτακτικών του Νιάρχου. Γιατί όλοι οι κοντινοί άνθρωποι του γερο κροίσου συμφωνούν ότι ο θάνατος του Γαλιατσάτου και η συνταξιοδότηση του Γασπαράτου τον είχαν μελαγχολήσει... Τέτοια μούτρα κατέβαζε ο στόλαρχος μόνο όταν βούλιαζε ή παροπλιζόταν βαπόρι του...

Σκυμμένος ο Τομ στα χαρτιά του προσπαθούσε να βάλει σε σειρά αποκόμματα, φωτοτυπίες και σημειώσεις, χρήσιμα όλα για τα απομνημονεύματα του. Γι' αυτό το έργο ζωής, ευχόταν να αναπαύσει ο Κύριος τον σερ, να τον θυμηθεί στη διαθήκη του και απερίσπαστος μετά να καταπιαστεί με το μπεστ σέλερ του... Ο γέρος όμως ήταν εφτάψυχος και παρά την αναπηρία του, τη στραβωμάρα του, την κουφαμάρα του και τη μουγκαμάρα του, αντιστεκόταν κι αντιδρούσε μουγκρίζοντας σαν λαβωμένο θεριό, μέχρι να εμφανιστεί η σκιά που εκπλήρωνε κάθε μικροαπόλαυσή του, ακόμη και την ελπίδα - ουτοπία για παράταση της ζωής του... Λες -αναρωτιόταν ο ανάπηρος κροίσος- να είναι ο Τομ ο καλός μου άγγελος, μέσα σε ένα κόσμο δαιμόνων που με περιβάλλουν τελευταία...

Ο Τομ, είτε ήταν καλός άγγελος του ετοιμοθάνατου, είτε πονηρό εκτόπλασμα  του σπιτιού, έσκυψε σε ένα απόκομμα κι άρχισε να διαβάζει μέσα του: «Ο Νιάρχος έχει χαθεί από παντού. Από τις κοσμικές συγκεντρώσεις, τα νυκτερινά κέντρα, τα χιονοδρομικά στέκια των vips του Γκστάαντ και του Σεν Μόριτς, τις ιπποδρομίες του Λονσάν και του Άσκοτ, το Παρίσι, το Λονδίνο, το Μονακό, τη Σπετσοπούλα, όπου έχει να πάει πολλά χρόνια, ίσως από τότε που πέθανε η γυναίκα του Ευγενία... Μόνο στη μεγάλη ιπποδρομία του Αρκ ντε Τριόμφ, στο Παρίσι, εμφανίστηκε πριν δύο χρόνια, υποβασταζόμενος όμως από νοσοκόμο... Το όνομα του έχει ξεχαστεί και θα είναι στα αζήτητα, ως τη στιγμή που θα αναγγελθεί ο θάνατος του και ο τύπος θα αναφερθεί στη ζωή ενός από τους πλουσιότερους ανθρώπους του αιώνα μας... Ο Έλληνας κροίσος έχει αποσυρθεί από το Μάρτιο του 1991, που υπέστη την πρώτη καρδιακή προσβολή στη θαλαμηγό του «Ατλαντίς II» και μεταφέρθηκε στον Ίνσμπουργκ... Μετά έδωσε σημεία ζωής σε κλινική του Χιούστον κι αργότερα της Βοστόνης... Λέγεται ότι έχει υποβληθεί σε εγχειρήσεις στην καρδιά, στη σπονδυλική στήλη και στα μάτια... Ο Νιάρχος είχε εμφανιστεί δημόσια, για τελευταία φορά, στο γάμο του γιου του και στις ιπποδρομίες του Λονσάν, υποβασταζόμενος και με συνοδεία γιατρού και νοσοκόμου... Ο τελευταίος «Χρυσός Έλληνας», τα δύο τελευταία χρό¬νια, βρίσκεται απομονωμένος από τον έξω κόσμο, στη βίλα Μαργκούν του Σεν Μόριτς, κατάκοιτος, έχοντας χάσει τη φωνή του... Η επιδερμίδα του έχει γίνει σαν τσιγαρόχαρτο... Του δίνουν κορτιζόνη...»

Μωρέ μπράβο στους δημοσιογράφους, όλα τα μαθαίνουν -σκέφτηκε ο μπάτλερ- εκτός από το κυριότερο, που ενδιαφέρει εμένα... Ότι ο Μεγάλος εξακολουθεί να διαθέτει αλώβητο το μυαλό του και πεντακάθαρη τη σκέψη του, που τον βασανίζει, όμως, γιατί προσπαθεί να θυμηθεί όλη την προηγούμενη ζωή του... Αυτό ακριβώς πρέπει να εκμεταλλευτώ... Να του κλέψω τις αναμνήσεις, άσχετο αν μερικές φορές η μνήμη του βραχυκυκλώνεται μέσα στο χρόνο και μπερδεύει τα γεγονότα, ακόμη και τα πρόσωπα... Όπως εμένα, που δεν έχει συνειδητοποιήσει αν είμαι υπαρκτό πρόσωπο ή δημιούργημα της φαντασίας του...

  10184

Το σαλέ-συγκρότημα της οικογένειας Νιάρχου στο Γκστάαντ το λεγόμενο τσαρικό ανάκτορο των Άλπεων. Οι αντίκες, οι πίνακες, τα έπιπλα, οι τάπητες, οι πορσελάνες, τα κρύσταλλα και γενικά ο διάκοσμός του, ήσαν αμύθητης αξίας.* το πατρικό του σπίτι. 

2. Η ανάσταση του Λαζάρου

 Ήταν έξι η ώρα, πριν ξημερώσει, όταν το κάτισχνο γεροντάκι πετάχτηκε από τον ύπνο του, νιώθοντας τέτοια ευεξία που ήθελε να την εκδηλώσει... Στην αρχή  νόμισε ότι βσισκότανε πάνω σε φορείο και μόλις είχε συνέλθει απο  λιποθυμία, όπως τότε που είχε υποστεί το πρώτο εγκεγαλικό,  μετά συνειδητοποίησε τι ακριβώς συμβαίνει...   Άρχισε να φωνάζει ελληνικά «Λύθηκε η γλώσσα μου, λύθηκε η γλώσσα μου!»... Κι αμέσως μετά συνέχισε πότε αγγλικά και πότε γαλλικά. «Καλέστε αμέσως τους γιούς μου, τους γιατρούς, τους διευθυντές και τους νομικούς συμβούλους μου»... Η νοσοκόμα, που λαγοκοιμόταν στη πολυθρόνα, είχε ξυπνήσει και σηκωθεί όρθια, ο σεκιούριτι, έξω από την ανοιχτή πόρτα, δεν ήξερε τι να κάνει και ο Τομ, που κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο, είχε ακούσει τις φωνές και αγουροξυπνημένος φορούσε βιαστικά τη ρόμπα του... Το γεροντάκι εξακολουθούσε να φωνάζει, με την αδύναμη βραχνή φωνή του:  Είμαι ο Σταύρος Νιάρχος και ξαναπαίρνω το τιμόνι στα χέρια μου, ρεμπεσκέδες...

Μπήκε ο μπάτλερ κατάπληκτος, γιατί το αφεντικό του εδώ και μήνες, μπορεί να γκρίνιαζε και να γρύλλιζε, αλλά δεν μπορούσε να αρθρώσει ολοκάθαρα φράσεις, μόνο τραύλιζε... Ενώ τώρα, στα ξαφνικά, η κάτισχνη κεφαλή με τη γαμψή μύτη και τα ζαρωμένα χείλη, είχε βρει τη μιλιά της: Τοοόμ, Τοοόμ... 

-Τι πάθατε, σερ; Με φωνάξατε;

 — Όχι μόνο εσένα, αλλά όλους που κοπροσκυλιάζουνε στη βίλα Μαργκούν... Τι ώρα είναι;

Ο μπάτλερ κοίταξε το ρολόι του: Έξι και τρία λεπτά τα ξημερώματα, σερ...

— Ξύπνησε τη Χίλαρι, τώρα αμέσως.

— Μάλιστα, σερ.

Ο μπάτλερ, με τις τσίμπλες στα μάτια, βγήκε στο διάδρομο βλαστημώντας την ώρα και τη στιγμή που είχε μπλέξει, εδώ και χρόνια, με αυτόν τον ανισόρροπο. Η διόροφη βίλα είχε βρει την  ησυχία της για πολλούς μήνες, από τότε που ο μεγαλοεφοπλιστής είχε αρρωστήσει βαριά και τον  είχαν πάει στο καντονιακό νοσοκομείο της Ζυρίχης... Μετά, όμως, τον είχαν ξαναφέρει κι απομονώσει οι γιοι του στην ιδιωτική του πτέρυγα της βίλας, ενώ από το υπόλοιπο κτίριο -όπου τα κεντρικά γραφεία- οι διευθυντές και οι νομικοί σύμβουλοι κατεύθυναν τα πάντα... Οι γιοι του Φίλιππος και  Σπύρος ερχόντουσαν κάθε πρωί, όπου τους περίμενε η Αγγλίδα γραμματέας του πατέρα τους, η Χίλαρι, με σημειώσεις - κατευθύνσεις, υποδείξεις του γέρου... Όσο ανήμπορος κι αν ήταν ο στόλαρχος -έτσι τον έλεγαν οι υποτακτικοί του- έβρισκε το κουράγιο να γκρινιάζει και να απαιτεί πλήρη έλεγχο των επιχειρήσεων του... Η Χίλαρι -πολλά χρόνια στη δούλεψη του- έφτυνε αίμα για να μπορεί να ξεχωρίζει τις εντολές του, ανάμεσα στο τραύλισμα και στις βρισιές, αλλά και να την ακούει εκείνος, αφού είχε  τσιπ  βαρηκοΐας στα αυτιά του... Είχε κρεμασμένα και τρία ζευγάρια γυαλιά στο στήθος του: ένα για διάβασμα, ένα για χάζεμα -όπως έλεγε- κι ένα για την τηλεόραση και το προσωπικό του κομπιούτερ, που σπάνια χρησιμοποιούσε τελευταία... Το πιο μεγάλο βασανιστήριο -μετά τη γραμματέα του- δεχόντουσαν οι δυο γιοι του, που ανέβαιναν από τα γραφεία τους του ισογείου για να φάνε μαζί του κάθε μεσημέρι... Έπρεπε να είναι του θανατά ο γέρος για να μην τον φέρουν, πάνω στην κινητή καρέκλα του ή κούτσα - κούτσα, στην τραπεζαρία... Του φορούσαν μια μεγάλη πετσέτα στο λαιμό κι εκείνος βουτούσε με τα δάχτυλα στα πιάτα, γιατί δεν μπορούσε να κουμαντάρει τα πιρούνια, τα κουτάλια, τα μαχαίρια... Ο μπάτλερ, όρθιος δίπλα του, του σκούπιζε διαρκώς τα δάχτυλα με χαρτομάντιλα κι οι γιοι του κάνανε πως δεν βλέπανε...

 Όταν, λοιπόν, εκείνο το πρωινό ο Νιάρχος μίλησε και μάλιστα πεντακάθαρα, ο Τομ σκέφτηκε πόσο τυχερός ήταν που θα έφευγε σε λίγες ημέρες από τη δούλεψη του... Μαρτύριο ήταν η ζωή του τόσα χρόνια, κοντά στο πιο δύστροπο αφεντικό του κόσμου, που όταν μπορούσε να κουνήσει χέρια και πόδια, ήταν και βάναυσο, αφού σκαμπίλιζε και κλοτσούσε... Αλλά και η Χίλαρι, που στην αρχή έδειξε ενθουσιασμένη με το ξεμπλοκάρισμα της φωνής του, τώρα περίμενε τις εντολές του ανήσυχη και φοβισμένη για το φόρτο της δουλειάς  και κυρίως για τα ξεσπάσματα του στόλαρχου... Εκείνος την κοίταξε με το ένα μάτι -το άλλο ήταν χαλασμένο- και ξαφνικά τη διέταξε:  Να ειδοποιήσεις όλους τους κηφήνες, διευθυντές και νομικούς συμβούλους, να ανεβούν επάνω το μεσημέρι... Να ξεχάσουν όλοι από σήμερα τα fax, γιατί θα παίρνουν προφορικές εντολές... Κατάλαβες;

 — Κατάλαβα, κύριε Σταύρο... Οι γιοι σας, οι διευθυντές, οι νομικοί σας σύμβουλοι, οι πάντες, θα ειδοποιηθούν...

— Αν ρίσκονται εδώ και κάποια από τα εγγόνια μου, να τα φέρουν κι αυτά, για να ξανακούσουν τη φωνή του παππού τους... Κι εσύ Τομ, τυχερός είσαι που με αφήνεις και δεν θ' ακούς πάλι τις βρισιές μου...

 Ο μπάτλερ -που κάποιοι νόμιζαν ότι είναι από την Κεφαλονιά κι άλλοι από την Κορνουάλη- ήταν στα καράβια του στόλαρχου, αλλά εδώ και χρόνια την είχε αράξει κοντά του, στην αρχή ως  ειδικός στα κοκτέιλ και μετά ως γενικών καθηκόντων... Τελευταία, όμως, είχε πάρει τη μεγάλη  απόφαση να βγει στη σύνταξη, για να γλιτώσει, όχι μόνο από το γερο τζαναμπέτη, αλλά κι από την απέραντη ασπράδα του χιονιού, που τον πείραζε στα μάτια... Θα πήγαινε σε ένα νησί, κοντά στον ήλιο και στη θάλασσα, να ζεσταθούν τα κοκαλάκιατου... Θα συγκέντρωνε και θα ταχτοποιούσε και τα αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά, με θέμα τους «Χρυσούς Έλληνες», που μάζευε  χρόνια... Ένας εκδότης του είχε πει «Όταν σταματήσεις να δουλεύεις γι' αυτούς και δεν τους φοβάσαι, έλα να με βρεις, να βγάλουμε βιβλίο...» Αλλά, ας ξεκολλούσε πρώτα από το γέρο και μετά θ' αποφάσιζε...

Πρώτος έφτασε -κατά τις εφτάμισι το πρωί- ο προσωπικός γιατρός του μεγαλοεφοπλιστή, που τον υποδέχτηκε ο μπάτλερ με ανάμικτο αγγλικό χιούμορ και κεφαλονίτικο σκώμμα:  "Ο υπ' αριθμόν 12 πλουσιότερος άνθρωπος ξαναβρήκε τη φωνή του στις 6.03 και με έβρισε ελληνικά στις 6.07!" Αμέσως μετά, ήρθαν οι δύο μεγάλοι γιοι του, με το διευθυντή του καντονιακού νοσοκομείου, που τον αποκαλούσαν οι πάντες «κύριο καθηγητή». Ο ευθυτενής και ανέκφραστος μπάτλερ τους είπε, τελικά, το σπουδαιότερο:  Ο σερ μίλησε!

Ο Φίλιππος ρώτησε τη Χίλαρι, τι ακριβώς συμβαίνει κι εκείνη σήκωσε τους ώμους. Όλοι μαζί μπήκανε στο κοινό ασανσέρ, με τους γιους του στόλαρχου να αναρωτιούνται με τα μάτια τι θα αντικρίσουν... Ο γέρος τους υποδέχτηκε με σαρδόνιο γέλιο, ξέροντας ότι οι κανακάρηδές του τον προτιμούσαν μουγκό, ακόμη και τυφλό, ίσως και πεθαμένο...

Στο ισόγειο άρχισαν να καταφτάνουν οι μεγαλοθεσίτες, οι υψηλόμισθοι, τα πόστα, οι θώκοι, τα πλήκτρα του πιάνου -όπως τους αποκαλούσε ο Νιάρχος- που χωρίς αυτά δεν μπορούσε να παίξει μουσική... Ο ένας κοίταζε τον άλλο, με την υποψία ότι πιθανόν να ήξερε περισσότερα για την κατάσταση του γερο βρικόλακα, που έτσι και γινότανε καλά θα τους έβριζε και ταπείνωνε πάλι... Καθίσανε αμίλητοι και επιφυλακτικοί στις βελούδινες πολυθρόνες και στους δερμάτινους καναπέδες του απέραντου καθιστικού, με τους περσικούς τάπητες, τους πίνακες ζωγραφικής, τις αντίκες και το τεράστιο τζάκι με τις φλόγες της κολάσεως... Έτσι τις παρομοίαζε η Χίλαρι, που μισούσε τη ζέστη, γιατί λάτρευε την κρυάδατου χιονιού... Ένα χιόνι απέραντο, έξω από την πελώρια τζαμαρία, που κάδραρε το Σεν Μόριτς και τη λίμνη του, που ως τις γιορτές θα πάγωνε...

Μερικοί συζητούσαν χαμηλόφωνα, όταν ορμήσανε σαν χιονοστιβάδα τα εγγόνια του Νιάρχου, που είχαν κατεβεί από τις Μερσεντές και τις Μπέντλεϊ με τους οδηγούς και τους σεκιούριτι... Ο μπάτλερ τα οδήγησε στην αίθουσα παιγνιδιών κι εκείνα μπήκανε μέσα τιτιβίζοντας σαν πουλάκια, πετώντας τα παλτά, τα κασκόλ, τα γάντια και τα σκουφιά τους, που τα μάζευε η καμαριέρα... Ο μπάτλερ υπομειδιούσε κουνώντας το κεφάλι, γιατί τα έβλεπε σαν φιδάκια που ζεσταινόντουσαν στον κόρφο της υπεραφθονίας και της χλιδής κι όταν θα μεγάλωναν θα έχυναν δηλητήριο σαν τον παππού τους, τον μέγα πύθωνα και βόα συσφιγγτήρα... Και ο γέρος κατείχε το νούμερο 12 του πλούτου, ίσως και το μονοψήφιο 9 για κάποιο εξειδικευμένο περιοδικό, αλλά τα εγγόνια  θα κατακερματιζόντουσαν μετά το θάνατο του παππού τους και των γονιών τους σε μερίδια με τριψήφιους αριθμούς κατάταξης πλούτου...

 Ο μπάτλερ φιλοσοφούσε από εκείνη την εποχή που έβλεπε το πολυάσχολο αφεντικό του να κλέβει χρόνο και να παίζει με τα εγγόνια του... Τους έκανε το σταθμάρχη κι εκείνα τους μηχανοδηγούς και κλειδούχους, να κατευθύνουν ατμομηχανές και βαγόνια που κυλούσαν πάνω στις ράγες, κάτω από γέφυρες και τούνελ... Όλοι οι νεοσσοί -σκεφτόταν ο υποτακτικός- ακόμη και των πιο κακομούτσουνων ζώων, είναι συμπαθητικοί... Σε μικρή ηλικία, ακόμη και οι ιπποπόταμοι, οι ουραγκοτάγκοι, τα σκυλόψαρα, συγκεντρώνουν τη συμπάθεια των θεατών στους ζωολογικούς χώρους. Είναι, βλέπεις, η τρυφερή ηλικία της αθωότητας και της αβέβαιης, χαριτωμένης κίνησης... Αργότερα, όταν μεγαλώσουν -όπως τα εγγόνια του γερο καρχαρία-από ακίνδυνα τρυφερούδια, θα εξελιχθούν σε αιμοχαρή που θα ξεσχίζουν σάρκες και θα ρουφάνε αίμα...

Τα θυμόταν τα Νιαρχάκια, ο μπάτλερ, που τώρα τα καμάρωνε να μεγαλώνουν και σε λίγα χρόνια, όταν τέλειωναν τις σπουδές τους κι έμπαιναν στις επιχειρήσεις, θα έδειχναν τα νύχια και τα δόντια τους... Θυμόταν ακόμη,  ότι ο γενάρχης τους, είχε φροντίσει να βάλει στη μεγάλη αίθουσα παιγνιδιών μικρογραφίες φορτηγών και τάνκερ που φόρτωναν και ξεφόρτωναν, από τα βαγόνια, εμπορεύματα και μαζούτ... Το ίδιο παιγνίδι έπαιζε παλιά ο στόλαρχος και με τα παιδιά του. Από τα γεννοφάσκια τους, καθόριζε τη ρότα τους... Όσο για την κόρη του Μαρία, που αγαπούσε τα άλογα, την έβαζε να τιμαρεύει και να ξυστρίζει τον αφρό - ιδρώτα από το αγαπημένο της άλογο...

 Ο Τομ θυμόταν, ακόμη, το Φίλιππο, τον πρωτότοκο, να του κάνει μαθήματα ελληνικών ένας νεαρός φοιτητής, ο Αντωνόπουλος, τα καλοκαίρια στη Σπετσοπούλα... Ο Νιάρχος, συχνά ρωτούσε το φροντιστή για τις προόδους του γιου του, λέγοντας: Ένας Νιάρχος πρέπει να μιλάει και να γράφει τέλεια ελληνικά, ιδιαίτερα ο εγγονός του που έφερε το όνομά του. Συχνά του έλεγε: "Ελπίζω Σταύρο να καταλάβεις, όταν μεγαλώσεις, ποιό παππού είχες!" 

Τώρα ο ξεδοντιασμένος δράκουλας δεν είχε όρεξη για να εκπαιδεύσει τα εγγόνια του... Και το αίμα που του μετάγγιζαν κάθε τόσο, δεν του έδινε τόση δύναμη ώστε ν' αποζητάει να ρουφήξει κι άλλο πλούτο, όπως παλιότερα, αλλά για να μπορεί να στέκεται, για λίγο, στα πόδια του... Δεν τολμούσε, όμως, πια, να κοιταχθεί σε καθρέπτη, γιατί θ' αντίκριζε ένα ζωντανό νεκρό... Κι όμως ο γερο δράκουλας δεν το 'βαζε κάτω και με το λύσιμο της γλώσσας του, ένιωθε την ψευδαίσθηση ότι, όχι μόνο είχε αποκτήσει δυνάμεις, αλλά κι ότι ήταν έτοιμος να ξαναπιείτο αίμα των ανταγωνιστών, των συνεργατών και υποτακτικών του κι αν μπορούσε, ω του θαύματος, και των γυναικών που του 'χανε γλιτώσει ως τώρα...

Τελευταία ο στόλαρχος υποτίθεται ότι διοικούσε τις επιχειρήσεις του και κυβερνούσε το στόλο του μέσω των γιων του... Έτσι νόμιζε ή μάλλον ήθελε να πιστεύει ότι καθημερινές επισκέψεις του Φίλιππου και του Σπύρου σηματοδοτούσαν τις δικές του αποφάσεις και διαταγές, αλλά μόνο συμβουλές έδινε κι ας έκανε η Χίλαρι πως κρατούσε σημειώσεις... Στο καλάθι των αχρήστων τις πετούσε... Από τη στιγμή, όμως, που λύθηκε η γλώσσα του, ο γέρος πίστεψε ότι θα συνεχιζόταν η απόλυτη κυριαρχία και εξουσία του, που είχε διακοπεί εδώ και μήνες... Έπαιρνε βαθιές ανάσες κι ο νους του έτρεχε στο προσωπικό του κομπιούτερ, που είχε να το χειριστεί μήνες... Εκεί μέσα υπήρχε η άθροιση, η σούμα που λένε, της τεράστιας περιουσίας του, που την είχε δημιουργήσει εκ του μηδενός...

 Ήδη, με το άγγελμα του μπάτλερ ότι ο σερ ξαναβρήκε τη μιλιά του, θορυβήθηκαν, όχι μόνο οι γιοι του, αλλά και τα διευθυντικά του στελέχη και οι νομικοί του σύμβουλοι, που εδώ και καιρό εργαζόντουσαν μόνο τις ώρες γραφείου κι όχι, όπως όταν τους καταδυνάστευε το μεγάλο αφεντικό κι έπρεπε να βρίσκονται στη διάθεση του ακόμη και στα μαύρα μεσάνυχτα, όταν του 'ρχότανε μια μεγαλοφυής ιδέα κι ήθελε να εκτελεσθεί αυτοστιγμεί... Περισσότερο τρομοκρατήθηκε η έμπιστη γραμματέας, που με τις δύο βοηθούς της, έπρεπε να ξαναβρίσκονται σούζα, όχι μόνο την ημέρα, αλλά και τη νύχτα... Χίλαρι, φώναζε παλιά ο Νιάρχος και αν δεν τον άκουγαν, ούρλιαζε και πάλι το όνομα της, που αντηχούσε στο διάδρομο ως το υπνοδωμάτιο της... Κι έτρεχαν ο σεκιούριτι κι ο μπάτλερ να την ξυπνήσουν... Το ίδιο έκανε ο στόλαρχος και στους γιους του, που μπορούσε να τους ξυπνήσει τις πιο απίθανες ώρες, το Φίλιππο και το Σπύρο στο Σεν Μόριτς και τον Κωνσταντίνο στο Λονδίνο, όπου έμενε και διεύθυνε το εκεί γραφείο τους...

tanker30010010

 3.  Βελτίωση προσωρινή

Μέσα στην αναταραχή της ξαφνικής βελτίωσης της υγείας του αφεντικού του, ο Τομ διαπίστωσε ότι μόνο ένα μέλος της οικογένειας του Νιάρχου δεν είχε ειδοποιηθεί. Ήταν η κόρη του Έλενα, από το γάμο του-αστραπή με τη Σαρλότ Φορντ, που από νήπιο είχε αποκοπεί εντελώς από τον πατέρα της, που  τον έβλεπε μόνο από  φωτογραφίες των εφημερίδων και περιοδικών... Ο Νιάρχος θεωρούσε αυτό το παιδί σαν  πλάσμα   άλλου πλανήτη, αποκομμένο από τα τέσσερα γήινα παιδιά του που είχε με την Ευγενία. Είχε χωρίσει φιλικά με την Σαρλότ, πείθοντάς την ότι ήταν πολύ νέα, όμορφη και πλούσια για να χαραμίσει τη ζωή της με ένα πολυφαμελίτη γέρο... Η Φορντ τον έπαιρνε κατά διαστήματα στο τηλέφωνο και εκείνος την ρωτούσε τυπικά για τη κόρη τους, που είχε συνηθίσει στο γονιό εκ του μακρόθεν... Τελικά και η τηλεφωνική επαφή του Νιάρχου με την Σαρλότ αραίωσε, Μετά από χρόνια,  όταν  Ελβετός φίλος του τον ρώτησε αν  η Έλενα παντρεύτηκε τον κηπουρό της, του είπε     « πράγματι, το ζωντόβολο πήρε ένα  τόσο κατώτερο του». ΚΙ΄όταν  ο  Ελβετός τον κοίταξε ειρωνικά, ξέσπασε πάνω του:  Τι νομίζεις, ασήμαντο γέννημα των καντονιών, ότι δεν μπορώ να περιφρονώ τους ασήμαντους, επειδή κι εγώ δεν κατάγομαι από ζάπλουτους ή γαλαζοαίματους; Ο πλούτος και η ευγένεια μου ξεκινάνε από εμένα τον ίδιο, γιατί είμαι Έλληνας και η Ελλάδα μετράει χιλιετίες πνευματικότητας και παράδοσης... Κι αν δεν το ξέρεις, εκείνος που εμπνεύστηκε τα καντόνια σας, ο Καποδίστριας, Έλληνας ήταν! Εκείνη την ημέρα ο Νιάρχος έλουζε με τις λέξεις «μαλάκα», «ηλίθιε» και «όρνιο», όλο το προσωπικό... Ελβετούς, Γάλλους, Άγγλους και Έλληνες... Τότε, όμως, ο στόλαρχος βρισκόταν ακόμη πάνω στη γέφυρα της ναυαρχίδας του, ενώ τώρα προσπαθούσε να κάνει το θαλασσόλυκο μέσα από την καμπίνα - κρεβατοκάμαρα του, ενώ το τιμόνι κρατούσαν άλλοι... Τότε  είχε σούζα, στο ένα πόδι, όλους  που  δούλευαν κοντά του κι όταν τον πιάνανε τα μπουρίνια του,  ξεσπούσε πάνω τους... Μια φορά, που ο νεαρός ιδιαίτερος γραμματέας του Γιώργος Θεοτόκης, ξέχασε να κόψει από μιά εφημερίδα ένα άρθρο που τον αφορούσε, τον έβαλε και... έφαγε το απόκομμα!

Ο Φίλιππος και ο Σπύρος μείνανε αρκετή ώρα στο δωμάτιο του με τους γιατρούς, που ο πατέρας τους περιγελούσε με γκριμάτσες... Ο κύριος καθηγητής, όμως, κοίταξε κατάματα το μεγάλο γιο, σαν να του έλεγε ότι ο γέρος έκανε καραγκιοζιλίκια κι ότι δεν υπήρχε βελτίωση στην υγεία του... «Μόνο η γλώσσα του λύθηκε», ψιθύρισε στο μεγάλο... Ο μπάτλερ κι ο καμαριέρης είχαν πλύνει και ξυρίσει το δύστροπο αφεντικό, του φορέσανε -κατ' απαίτηση του, μετά από πολύ καιρό- το μπλου τζάκετ και το ναυτικό κασκέτο και τον οδηγήσανε κούτσα - κούτσα στο προσωπικό του ασανσέρ, που δεν ξεκινούσε αν το φωτοκύτταρο δεν έβλεπε το πρόσωπο του... Στο βάθος του καθιστικού ακούστηκε σούσουρο και να που πρόβαλε, ανάμεσα στον μπάτλερ που τον υποβάσταζε και στους γιους του, ο υπ' αριθμόν 12 πλουσιότερος άνθρωπος, που είχε δώσει εντολή στον επικεφαλής των σεκιούριτι, οι επισκέπτες του να είναι δέκα μέτρα μακριά από την πολυθρόνα του... Καθώς πλησίαζε με τη συνοδεία του, όλοι βλέπανε ένα «άλλο» Νιάρχο, ακόμη πιο συρρικνωμένο από όσο ήταν πριν τρία χρόνια... Με τίποτα δεν θύμιζε το αιλουροειδές με το κεφάλι αρπακτικού, του παλιού καιρού... Ήταν ένα καμπουριασμένο γεροντάκι, που προκαλούσε οίκτο... Ο αρχιναυπηγός της εταιρίας του, ψιθύρισε στο διπλανό του: «Θεέ μου, είναι σαν φαγωμένο από το σαράκι ξύλο»...

Τον βοήθησαν να καθίσει στην πολυθρόνα του... Ανάσαινε αδύναμα, αλλά συγκεντρώθηκε, σήκωσε το γερό του χέρι καιπροσπάθησε να ξαναβρεί την παλιά στεντόρεια φωνή του, που όλοι την έτρεμαν... Μα δεν μπόρεσε... Η φωνή βγήκε βραχνή κι αδύναμη: Νιώθω σαν τάνκερ που κινδύνεψε να καταποντιστεί, αλλά αντιμετώπισε την καταιγίδα και συνεχίζει τώρα τη ρότα του...

Την απόλυτη σιωπή, τη διέκοψε κάποιο δειλό χειροκρότημα και ξαφνικά όλοι άρχισαν να χειροκροτούν, ώσπου το αφεντικό, σήκωσε αδύναμα το χέρι και ξανάπεσε βουβαμάρα. Σας ευχαριστώ όλους -είπε- και από αύριο θέλω ραπόρτο από τα πόστα σας... Η κυρία Χίλαρι, θα σας ενημερώσει για τα ραντεβού μας... Σας ευχαριστώ και πάλι, μπορείτε να γυρίσετε στα γραφεία σας...

 Οι επισκέπτες -ραχοκοκαλιά των επιχειρήσεων του Νιάρχου- άρχισαν να μετακινούνται πίσω από τους δύο μεγαλόσωμους σεκιούριτι, να πλησιάζουν σε κάποια απόσταση και να υποκλίνονται ταπεινά -όπως οι προσκυνητές στον επιτάφιο- πριν αποχωρήσουν... Όλοι φεύγανε σιωπηλοί, αλλά μόλις φτάνανε στον προθάλαμο της γκαρνταρόμπας, βομβολογούσαν σαν σφήκες φαρμακερές, ρίχνοντας το δηλητήριο τους... Η εικόνα του μεγάλου αφεντικού, που τόσα χρόνια τους έβριζε, τους εξευτέλιζε και τους λοιδορούσε, είχε θρυμματιστεί... Μια γελοιογραφία ενός ασθενικού κι ανήμπορου γέρου βρισκότανε στο σαλόνι, πάνω στους περσικούς τάπητες και κάτω από τους πίνακες των μεγάλων ζωγράφων. Οι γιοι του παρέμεναν αμήχανοι, όταν τους διέταξε αυταρχικά: «Και τώρα δρόμο και αύριο θέλω ενημερωμένο το προσωπικό μου κομπιούτερ». Ένα εγγόνι του -ο Σταύρος Νιάρχος τζούνιορ-  τόλμησε να πλησιάσει και να απλώσει το χεράκι του, να τον αγγίξει... Ο γέρος του χάιδεψε το κεφάλι, πήρανε θάρρος και τα άλλα και ήρθανε κοντά του... Ο παππούς τους χαμογέλασε κι εκείνα δεν το κατάλαβαν, μάλλον νόμισαν ότι τους έκανε γκριμάτσα, γιατί το συρρικνωμένο πρόσωπο με το ένα μάτι και το στραβωμένο στόμα, δεν μπορούσε να εκφραστεί...

Στην γκαρνταρόμπα ο Τομ, καθώς βοηθούσε το μεγάλο γιο να φορέσει το γούνινο παλτό του, του ψιθύρισε: Αν σας ενδιαφέρει, σερ, άκουσα το μετεωρολογικό δελτίο... Η βελτίωση του καιρού θα είναι προ-σω-ρι-νή...

— Πότε το άκουσες... Εσύ όλο τους γιατρούς σέρβιρες...

 — Ακριβώς, σερ, στο ιατρικό συμβούλιο το άκουσα...

Όταν φύγανε όλοι, ο Νιάρχος διέταξε να τον πάνε στην κρεβατοκάμαρα του... Ένιωθε κουρασμένος, αλλά και ικανοποιημένος για την παράσταση που είχε δώσει... Ούτε σκέψη ότι το χάλι του, θα το σχολίαζε τώρα όλο το Σεν Μόριτς... «Αφού ξαναβρήκα τη μιλιά μου, θα ξαναβρώ και την υγειά μου», σκεφτότανε... Τον πήρε ο ύπνος, με τη νοσοκόμα να διαβάζει με χαμηλό φως κάποιο βιβλίο και τον σεκιούριτι, έξω από την ανοιχτή πόρτα, να λαγοκοιμάται στην καρέκλα... Γύρω στις τρεις τα μεσάνυχτα ο Νιάρχος ξύπνησε, από κάποιο όνειρο, που ήταν αδύνατο να το θυμηθεί... Έπρεπε, όμως, γιατί ο παππούς του έλεγε ότι αλίμονο σε κείνον που δεν βλέπει όνειρα και τρις αλίμονο σε κείνον που δεν τα θυμάται... Έστυβε τη μνήμη του κι άρχισε να ξεγελάει τον εαυτό του, πως τάχα είχε δει ένα από τα άλογα του να κερδίζει το αγγλικό ντέρμπι... Ξαφνικά, έβαλε τις φωνές: «Πεινάω ρε ακαμάτηδες», φώναξε σε γαλλοελληνική διάλεκτο κι η νοσοκόμα πλησίασε το κρεβάτι του, ενώ ο σεκιούριτι έσπευδε στο τέλος του διαδρόμου, όπου υπήρχε τοστιέρα και ζεστό νερό για τον ξεκούτη, που παρίστανε τον πεινάλα και μετά δυο - τρεις μπουκιές έσπρωχνε το δίσκο από μπροστά του... Το ίδιο έκανε και τώρα, μέσα στη βαθιά νύχτα, άρπαξε με βουλιμία το φλιτζάνι με το χλιαρό ρόφημα, βούτηξε και το τοστ, αλλά ψευτόπινε και ψευτομασουλούσε... Τα δάχτυλα του τρέμανε και τα χείλια του δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν το ρόφημα και τις μπουκιές, που τον πασάλειβαν ως το σαγόνι... Τον σκουπίσανε και ξαναξάπλωσε με τη βοήθεια της νοσοκόμας, πιστεύοντας ότι είχε πάρει την πάνω βόλτα και το πρωί θα άρχιζε να τους χορεύει όλους σαν αρκούδες στο χαλκά... Μετά, τον ξαναπήρε ο ύπνος... Όταν άνοιξε τα μάτια, είχε ξημερώσει για τα καλά... Είδε το γιατρό να του χαμογελάει: Καλή σας ημέρα, κύριε Νιάρχο. Πως αισθάνεσθε σήμερα;

Δεν του απάντησε, γιατί είχε το νου του στον μπάτλερ, που είχε ανοίξει την ντουλάπα του τοίχου και περίμενε διαταγή, ποιά ρόμπα θα του έφερνε. " Τη γαλάζια", είπε αυταρχικά  και μετά γύρισε στο γιατρό: «Σε τρώει η περιέργεια να δεις αν έχω καλυτέρευση... Ναι, έχω, αλλά όπως και να το κάνουμε, δεν είμαι πια το λιοντάρι που βρυχότανε και τα κάνανε όλοι πάνω τους... Αλλά και έτσι όπως είμαι, όλοι σας, με τρέμετε καριόληδες...» Ο γιατρός δεν κατάλαβε την τελευταία λέξη, που ο γέρος την πέταξε στα ελληνικά. Του έπιασε το σφυγμό, αλλά δίσταζε να τον διατάξει να πάρει βαθιές εισπνοές και να βήξει, γιατί τις περισσότερες φορές όχι μόνο δεν υπάκουε αλλά τον έβριζε κιόλας...

 Μπροστά στο τζάκι, τον περίμενε η γραμματέας του, η Χίλαρι. «Πανάθεμά σε -μουρμούρισε- δεν μου οτέλνανε καμιά νεαρή να αναζωογονηθεί η ψυχή μου»... Να, όμως, πιο εκεί, η νοσοκόμα, ζουμπουρλούδικη, με μίνι... Της χαμογέλασε... Η ημέρα είχε προχωρήσει, το είδε ο γέρος στο μεγάλο ρολόι αντίκα, ανάμεσα στον Ρενουάρ και στον Γκογκέν... Κάποτε του άρεσε να ποζάρει μπροστά σε πίνακες της συλλογής του, που θα μένανε στους αιώνες των αιώνων αθάνατοι, ενώ αυτός, όσο πλούτο κι΄αν αποκτούσε, θα έλυωνε σαν σκουλήκι στο χώμα...  Έξω από την τεράστια διπλή τζαμαρία, το κατάλευκο τοπίο, απόμακρο κι απλησίαστο για τον έγκλειστο του σαλέ... Θυμήθηκε την τελευταία φορά που τον είχανε βγάλει στη βεράντα, πριν πολύ καιρό... Ήταν καλοκαίρι, τα χιόνια είχανε λειώσει, αλλά πριν νιώσει την αύρα από τις Άλπεις, φταρνίστηκε κάνα δυο φορές κι ο γιατρός είχε διατάξει να τον φέρουνε μέσα... Είχε αντιδράσει και τσινήσει, αλλά τίποτα...

Είχαν περάσει μήνες και το τραύλισμα του συνεχιζόταν, ώσπου χθες είχε γίνει το θαύμα... Μόλις νιώσω εντελώς καλά -σκεφτόταν χαιρέκακα ο γέρος- θα τους αρχίσω όλους στα χαστούκια... Όλους όσους έχω καταγράψει στη μνήμη μου, όλους όσοι με παιδεύουνε και δυστροπούνε στο ντάντεμά μου... Καταλάβαινε ότι όλοι γύρω του τον αντιμετώπιζαν σαν μωρό ή μάλλον σαν ξεμωραμένο γέρο... Στην αρχή ναι, αλλά μετά, οι γιατροί, οι νοσοκόμες, το προσωπικό, δεν τον υπολόγιζαν ως τον κραταιό στόλαρχο, που στέκονταν μπροστά του όλοι προσοχή... Τώρα του έφερναν την πάπια βαριεστημένα και τον ξεσκάτωναν με γκριμάτσες αηδίας, ενώ παλιότερα θα συναγωνίζονταν ποιος να του πρωτογλείψει τον κώλο...

Από τότε που μπερδευόταν στην ομιλία του μπήκε η ιδέα, ότι με το φαγητό θα δυνάμωνε και θα λυνόταν η γλώσσα του κι όπως έλεγε ο πατέρας του, νηστικό αρκούδι δεν χορεύει... Αλλά ενώ φώναζε συχνά ότι πεινάει, μετά δυο τρεις μπουκιές, που κι αυτές τις κατάπινε με το στανιό, έσπρωχνε το πιάτο... Με τις ώρες έμενε ακίνητος κι αμίλητος στο κρεβάτι ή στην πολυθρόνα. Ποιος; αυτός ο αεικίνητος άνθρωπος με το δαιμονικό  μυαλό... Η γραμματέας με τον μπάτλερ συχνά κοιτάζονταν στα μάτια και μια μέρα η Χίλαρι σχολίασε χαμηλόφωνα: «Φυλακισμένο δυνατό μυαλό, σε αδύναμο σώμα...» Του άρεσε του υποψήφιου συγγραφέα αυτή η παρομοίωση και τη σημείωσε.

Συρρικνωμένος κι΄ανήμπορος να κυβερνάει το στόλο και τις επιχειρήσεις του,θυμότανε  τον παλιό εαυτό του, ζωηρό  και ευθυτενή, να επιβλέπει την κάθε λεπτομέρεια του αμύθητου  πλούτου του... 

 

4.  το αυτοκρατορικό  ΝN

  Σήμερα το μεγάλο αφεντικό έδειχνε ότι η φυλακισμένη για μήνες σκέψη του, ετοίμαζε την απόδραση της... Σκεφτόταν ότι την υπέρογκη περιουσία του, που είχε δημιουργήσει μόνος του, τη διαφέντευαν οι γιοι του, όλον αυτό τον καιρό που οι γιατροί έσκυβαν πάνω από το κρεβάτι του με χάπια, σύριγγες και σωληνάκια στο σώμα του... Πάει, όμως, όλα αυτά είχαν τελειώσει και σκέφτηκε να ξαναφάει, να δυναμώσει, να σηκωθεί και να τους περιποιηθεί όλους καταλλήλως... «Πεινάω», ούρλιαξε... Και πρόσθεσε: Να μου φέρετε και τις εφημερίδες, ξένες και ελληνικές.

Προσπάθησε να πιει το χυμό του, αλλά το ποτήρι έτρεμε στο χέρι του, το ίδιο και η φρυγανιά στο άλλο... Τρέχανε τα ζουμιά, ο μπάτλερ τον σκούπιζε με το πετσετάκι που μύριζε λεμονανθό... "Μαζεύτε τα", είπε κι έγνεψε να τον τσουλήσουν, πάνω στην καρέκλα με τις ρόδες, ως το γραφείο του. Διέταξε τη γραμματέα και το νοσοκόμο να τον αφήσουν μπροστά στο κομπιούτερ και μετά να απομακρυνθούν. Έβγαλε από το τσεπάκι του το χαρτάκι με τον κώδικα κι άρχισε να πατάει τα πλήκτρα. Ήθελε να βρει τον τωρινό αριθμό των βαποριών του, και το τελευταίο που είχε αποκτήσει. Έσκυψε, με το φακό στο ένα μάτι, και είδε το νούμερο 22 και δίπλα το σχεδιάγραμμα του τελευταίου τάνκερ που είχε μπει στο στόλο του: ΟCΕΑΝ GUARDIAN 290.929 τόνοι- 332.097 μ. μήκος- 22 μ. βύθισμα- Ναυπηνεία ΜΙΤΣΟΥΜΠΙΣΙ Ιαπωνία 1993- αξία: 88.000.000 δολάρια.

Τα κοκαλιάρικα δάχτυλα του μείνανε μετέωρα πάνω στα πλήκτρα, γιατί έφερνε στη μνήμη του τρία χρόνια πριν στη Νέα Υόρκη, μια συγκινητική στιγμή... Τον είχαν επισκεφθεί στο νοσοκομείο ο πλοίαρχος και οι αξιωματικοί που θα έφευγαν για την Ιαπωνία, όπου θα παραλάμβαναν το υπερδεξαμενόπλοιό του... Είχε δείξει με καμάρι τον πλοίαρχο Δημήτρη Καρακούλια και είχε πει στο γιο του Κωνσταντίνο:  Είναι Λάκων και είμαι υπερήφανος που θα διοικήσει το πιο εκσυγχρονισμένο τάνκερ του κόσμου.

 Όταν βαστούσαν ακόμη τα κότσια του, δεν κολάκευε κανένα, αλλά στα στερνά του έβρισκε λόγια συμπάθειας για εκείνους που θα μένανε πίσω και θα υπηρετούσαν τα παιδιά του... Έτσι και για τον καπετάν Δημήτρη έδειξε συμπάθεια μπροστά στο γιο του και θυμότανε που του εξέφρασε την επιθυμία να κάνει ένα ταξίδι με το μεγαθήριο που θα κυβερνούσε... Γιατί όχι, καπετάν Σταύρο, είχε πει ο Λάκωνας πλοίαρχος, αλλά ο στόλαρχος είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι τα θαλασσινά ταξίδια ήταν πια κάτι το αδύνατο γι' αυτόν που τόσο είχε λατρέψει τη θάλασσα... "Ζηλεύω που δεν θα έρθω μαζί σας", είχε πει στους αξιωματικούς, όταν ο καπετάνιος αναφερόταν στο πλήρωμα: Μόνο 24 άτομα, 10 Έλληνες αξιωματικοί και 14 Φιλιππινέζοι, κατώτερο προσωπικό. Πρόκειται, καπετάν Σταύρο, για το τελευταίο δημιούργημα της σύγχρονης ναυπηγικής, με τα πάντα αυτοματοποιημένα, σε σημείο που δεν χρειάζεται νυ χτερινή βάρδια... Τα πάντα, στο μηχανοστάσιο, στη γέφυρα, στο τιμόνι, στην πλεύση, στο φόρτωμα και στο ξεφόρτωμα, κατευθύνονται από κομπιούτερ. Και είναι και «νταμπλ σκιν», δηλαδή το ένα σκάφος μέσα σε άλλο, ώστε αν γίνει ρήγμα να μη ρυπανθεί η θάλασσα.  Αυτή είναι η νέα εποχή της ηλεκτρονικής ναυτιλίας.

Ο γέρος πατούσε τα πλήκτρα, να βρει τους καταλόγους της χρυσής του εποχής, τότε που είχε φορτηγά και τάνκερ συνολικά 3,7 εκατομμυρίων τόνων! Ο στόλος του αυλάκωνε θάλασσες και ωκεανούς κουβαλώντας χρυσοφόρα φορτία: Σιτηρά, κάρβουνο, σιδηρομεταλλεύματα, ξυλεία, μαζούτ, πετρέλαιο, τα πλούτη της Γης... Έφερνε στη μνήμη του τα τάνκερ WORLD HORIZON, WORLD KINDNESS,  όλα θηριώδη  σκαριά με μηχανές τουρμπίνες,  κτισμένα στα ναυπηγεία Ι.Η.Ι. στη Γιοκοχάμα. Τα πλοία αυτά του απέδωσαν για πέντε - έξι χρόνια μεγάλα κέρδη και μετά παροπλίστηκαν για παλιοσιδερα στην Ταϊβάν... Τι να τά κανε  πια, αφού η Κρίση 1967-1975 του Σουέζ  είχε περάσει... Η Κρίση του Σουέζ, τι λαχείο! Από τα 160 εκατομμύρια τόνους πετρέλαιο που ανέβλυζε στη Μέση Ανατολή ημερησίως, τα 100 προορίζονταν για την Ευρώπη και μεταφέρονταν σ' αυτή, κάνοντας τα δεξαμενόπλοια το γύρο της Αφρικής... Ένα χρόνο πριν την Κρίση, λες και τον  είχε τσιμπήσει μύγα και είχε τη θεία πρόβλεψη, ν΄αυξήσει το στόλο του, που δεν προλάβαινε να μεταφέρει πετρέλαιο με τιμές τριπλάσιες του κανονικού! «Ένα ταξίδι, ένα βαπόρι!», ούρλιαζε ο τυχερός πλοιοκτήτης, που δεν ήταν μόνο τυχερός, αλλά και προνοητικός. Γιατί ενώ άλλοι εφοπλιστές έσπευδαν καθυστερημένα να παραγγείλουν τάνκερ, εκείνος διοχέτευε τα τεράστια κέρδη του όχι πια σε πλοία, αλλά σε κερδοφόρες επιχειρήσεις, στεριανές αυτή τη φορά. Τους είχε τρελάνει όλους τους παραδοσιακούς εφοπλιστές, αυτός ο «αλεξιπτωτιστής» της εμπορικής ναυτιλίας, που έχτιζε βαπόρια όταν οι άλλοι δίσταζαν... Κι όταν εκείνοι προσπαθούσαν να τον μιμηθούν, τα έκαναν θάλασσα, γιατί η θάλασσα είχε στερέψει κερδοσκοπικά και ο Νιάρχος είχε ήδη προχωρήσει σε στεριανές επιχειρήσεις.

Και ο Ωνάσης εκείνη την εποχή είχε αυξήσει την περιουσία του και εθεωρείτο πλουσιότερος του αντιζήλου του, γιατί διέθετε όχι μόνο στόλο πλοίων και την αεροπορική εταιρία Ολυμπιακή, αλλά με την εν γένει διαγωγή του και τα πρωτοσέλιδα τωνεφημερίδων, είχε πείσει τους πάντες ότι ήταν ο κροίσος των κροίσων... Στην αρχή η μεγάλη προβολή του Ωνάση δεν τον ένοιαζε και τόσο το Νιάρχο, γιατί ήξερε ότι ο Σμυρνιός ήταν ένας φιγουρατζής για λαϊκή κατανάλωση, με μια θαλαμηγό σιδερένια -δηλαδή ευτελή- και χοντροκομμένες συλλογές ανόμοιων αντικειμένων και τεχνοτροπιών... Ενώ αυτός είχε για θαλαμηγό το σκαρί-κομψοτέχνημα και συλλογή πινάκων των μεγαλύτερων ιμπρεσιονιστών ζωγράφων... Η ελίτ της παγκόσμιας κοινωνίας υποκλινόταν στο γούστο του. Κάποτε ο Ολυμπιονίκης διάδοχος του ελληνικού θρόνου Κωνσταντίνος, τον είχε πειράξει: Κύριε Νιάρχο, σας την έσκασε ο Ωνάσης και στις ονομασίες των πλοίων του, προτάσσει το Olympic  με τους κύκλους. Πως δεν το σκεφθήκατε εσείς; O Νιάρχος είχε μειδιάσει: Υψηλότατε, εγώ προτίμησα το World γιατί δεν κυνηγάω κάθε τέσσερα χρόνια ένα ολυμπιακό μετάλλιο, αλλά καταρρίπτω κάθε χρόνο το παγκόσμιο ρεκόρ! Τα μάθαινε ο Σμυρνιός και σχολίαζε ότι ο Νιάρχος είχε βάλει στις τσιμινιέρες του το μπλε, το άσπρο και το κόκκινο, μαζί με ένα τεράστιο Ν, που θύμιζαν Γαλλία και Ναπολέοντα Βοναπάρτη... Και τι σημαίνει αυτό; τον είχε ρωτήσει ο στενότερος συνεργάτης του Κώστας Γράτσος κι ο Ωνάσης είχε απαντήσει: Δεν κατάλαβες που το πάει; Νομίζει ότι είναι ο στόλαρχος, τι λέω; ο αυτοκράτωρ των ωκεανών...

 Τα μάθαινε όλα αυτά ο Νιάρχος και σκύλιαζε, όπως τώρα που τα θυμότανε κι έσκυβε στον κατάλογο με τα βαπόρια του, όλων των εποχών, για να επιβεβαιώσει ότι υπήρξε πράγματι ο Μέγας Στόλαρχος: WORLD CONCORD - WORLD SPLENDOUR - WORLD PEACE - WORLD GLORY - WORLD HARMONY - PHILIPPOS - WORLD DALE - EVGENIA S. NIARCHOS - WORLD KINDNESS - WORLD GLADE - WORLD MERMAID - WORLD SINCERITY - WORLD SPIRIT - WORLD GRATITUDE - WORLD JAPONICA - WORLD JONQUIL - WORLD JASMINE - WORLD DUALITY - WORLD DUET - WORLD INHERITANCE - WORLD INTELLIGENCE - WORLD INTEGRITY - WORRLD MEMORY - WORLD INSPIRATION - WORLD SKY - ELENA - SPYROS NIARCHOS - WORLD HERO - WORLD ENTERPRISE - WORLD HONOURWORLD SEA - WORLD HORIZON

Κουράστηκε να συνεχίσει, γιατί ο κατάλογος ήταν μακρύς. Πάτησε το πλήκτρο του εκτυπωτή. Τα ονόματα θάμπωσαν, ο Νιάρχος είχε ζαλιστεί και έγειρε το κεφάλι... Η γραμματέας του πλησίασε, δεν μπορούσε να καταλάβει αν το καμπουρια-στό σώμα με το ρυτιδωμένο πρόσωπο, κοιμότανε, είχε λιποθυμήσει ή είχε ξεψυχήσει... Τον άγγιξε ελαφρά στην πλάτη, κατάλαβε ότι κοιμόταν... Ήρθε και η νοσοκόμα, η Χίλαρι της έγνεψε να περιμένει, μη τον ξυπνήσουν και τρομάξει... Καθώς στεκόταν δίπλα του, σκεφτόταν το αφεντικό της την εποχή που την είχε προσλάβει στην υπηρεσία του... Θυμήθηκε ότι, τότε, κάποιος επώνυμος επισκέπτης του, για να τον πειράξει ή κολακέψει, του είχε πει:

— Κύριε Νιάρχο, μοιάζετε στο σώμα με πούμα, που έχει όμως κεφάλι γερακιού...

Σε λίγο ο γέρος ξύπνησε, είδε μπροστά του το κομπιούτερ και είπε στη γραμματέα του:

— Όταν σκέφτομαι κλείνω τα μάτια... Δώσε μου τα χαρτιά από τον εκτυπωτή και πάμε.

Έσβησε το καντράν, πήρε στα κοκαλιάρικα χέρια του τα χαρτιά. Τον βοήθησαν να σηκωθεί και να καθίσει στην κινητή καρέκλα. Η Χίλαρι ένιωσε τα χνώτα του, τη μυρουδιά του σώματος του, που απέπνεε θάνατο... Κατάλαβε ότι από το Σταύρο Νιάρχο δεν είχε μείνει τίποτα... Ήταν πια, ένα απομεινάρι κυνηγιάρικου αρπακτικού, γαντζωμένου μετά σμπαραλιασμένα νύχια του στο κομπιούτερ, για να επιβεβαιώσει τη λεία του... Και τι λεία! Μόνο με τους σαράντα τόνους χρυσού, που φύλαγε στις ελβετικές τράπεζες, θα μπορούσαν να συντηρηθούν τα παιδιά του, τα εγγόνια του και τα δισέγγονα του, χωρίς να δουλέψουν στον αιώνα τον άπαντα...

Τον φέρανε κοντά στο τζάκι, στην πολυθρόνα του κι εκεί ο γέρος, αφού του δώσανε τα φάρμακα του, άρχισε να βλαστημάει, γιατί η Φύση, ο Θεός, δεν του έδιναν μια παράταση υγιούς ζωής, για να χαρεί τα πλούτη και τη μεγαλοφυία του... Καλά -μουρμούριζε- να πεθαίνουν οι φτωχοί και οι ασήμαντοι, αλλά όχι ένας Νιάρχος, που από το τίποτα μεγαλούργησε... Με την αδύναμη φωνή του, άρχισε να διαμαρτύρεται στα ελληνικά, ώστε να μην τον καταλάβουν τι έλεγε:

— Γιατί, Θεέ μου, ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Μαθουσάλας, ζή¬ σανε τετρακόσια χρόνια κι εγώ δεν μπορώ να φτάσω τα 100;

— Θέλετε να σας εξυπηρετήσω σε κάτι, κύριε Νιάρχο; τον ρώτησε η νοσοκόμα.

— Ναι, να με αφήσετε ήσυχο.

Τον πήρε ο ύπνος... Η Χίλαρι έφυγε βιαστική για να πλυθεί... Σίγουρα, θα έκανε μπάνιο και θα άλλαζε τα ρούχα της που είχε αγγίξει ο γεμάτος σάλια γέρος... Ο Τομ πλησίασε αθόρυβα πά¬νω στο χαλί και κάθισε στον καναπέ, δίπλα στη νοσοκόμα. Ο γέρος κάτι ψιθύριζε στον ύπνο του, μάλλον ευχαριστημένος... Τον έτρωγε η περιέργεια τον μπάτλερ, να μάθει τι όνειρο έβλεπε ο σερ... Έβλεπε για μια ακόμη φορά στο κομπιούτερ την αμύθητη περιουσία του και σκεφτόταν ότι ο Φορντ, ο Ροκφέ-λερ, ο Χιουζ, ο Γκετί, ο Μαχμούτ ελ Μαχτουμπ (κάπως έτσι λένε τους ζάπλουτους εμίρηδες) ποτέ δεν μάθανε το ακριβές σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων... Ξαφνικά, σφηνώθηκε στο όνειρο του η εξαθλιωμένη εικόνα του τρελάρα Χάουαρντ Χιουζ... Τι φρικτό τέλος είχε αυτός ο ομορφάνθρωπος, που πριν τουστρίψει από τα ναρκωτικά, τον ζήλευαν οι κροίσοι της Γης... Απομονωμένος στο απόρθητο φρούριο του, με τον τρόμο ότι θα τον δηλητηριάσουν... Άπλυτος, αξύριστος, μετά μακριά μαλλιά του κολλημένα στη γλίτσα τους, γδυτός, πάνω στο κρεβάτι... Και μόνιτορ μπροστά του, να ελέγχουν την είσοδο, τους διαδρόμους, τις σκάλες, το προσωπικό του στα δωμάτια τους, στην κουζίνα... Έμοιαζε με αποστεωμένο Ταρζάν, εξαθλιωμένο βασιλιά της ζούγκλας... Ποιος, αυτός που άλλοτε είχε όλες τις Τζέιν του Χόλιγουντ στα πόδια του... Ποια να πρωτομπεί στα μέγαρα του και στο μεγαλύτερο αεροπλάνο του κόσμου, που είχε σχεδιάσει και πιλόταρε ο ίδιος...

Ο γέρος πετάχτηκε από τον εφιάλτη:

— Θεέ μου, σε ευχαριστώ που δεν κατάντησα σαν εκείνον... Γιατί μπορεί το σώμα μου να έγινε λιπόσαρκο κι αδύναμο, αλλά το μυαλό μου διατηρείται σε φόρμα νεανική... Και κυρίως, είναι σε θέση να αθροίζει τον αμέτρητο πλούτο μου...

Πήρε η ματιά του τον Κεφαλονίτη.

— Εδώ είσαι;

— Που να πάω, σερ; Πάντοτε κοντά σας, να σας υπηρετώ.

— Μπαγαπόντη... Ξέρεις τι έβλεπα στον ύπνο μου; Εκείνο το μουρλό τον Χιουζ, που φοβότανε μήπως τον δηλητηριάσουν οι σωματοφύλακες και το προσωπικό του... Λες να κινδυνεύω κι εγώ από σας; Και ξέρεις ποιο θα είναι το κίνητρο σας; Η ζήλεια και ο φθόνος, γιατί κατάφερε ένας άνθρωπος, χωρίς καμιά απολύτως βοήθεια, να ανεβεί ένα-ένα όλα τα σκαλοπάτια της ζωής και να στήσει το φλάμπουρο του, μετά από τιτά¬ νιες μάχες, στην κορυφή... Να σου πω, να τα ξέρεις, Τομ... Ξεκίνησα με ένα καρυδότσουφλο, που το βύθισαν τα στούκας και με την αποζημίωση που πήρα από την ασφάλεια, έκανα σερμαγιά για το στόλο μου... Και πραγματοποίησα το όνειρο μου να δώσω σε όλα τα σκάφη μου την ονομασία WORLD: παγκόσμιος. Η λέξη που με κατείχε από παιδί, τότε που ονει¬ ρευόμουνα να γίνω ο Μεγαλέξανδρος των ωκεανών.

Ο Κεφαλονίτης δεν έβγαζε τσιμουδιά και άκουγε συνεπαρμένος.

— Μια φορά, ο μικρός μου γιος, ο Κωνσταντίνος, με ρώτη¬ σε, γιατί μπαμπά δεν βαφτίζουμε ένα πλοίο μας Μέγα Αλέξανδρο; Ξέρεις τι του απάντησα; Ότι ο Αλέξανδρος, αγόρι μου, υπήρξε τόσο Μέγας, όσο είναι η απόσταση από τη Μακεδονία ως τις Ινδίες και το όνομα του δεν χωράει σε ένα πλοίο... Και τώρα, με κούρασε η πολυλογία μου, φέρε μου μια τζούρα κι ένα πούρο.

Ο μπάτλερ, καθώς πήγαινε να του ετοιμάσει το ποτό, σκεφτόταν ότι το αφεντικό του υπήρξε κι αυτό τόσο Μεγάλο, ώστε κάποτε δεν το χωρούσαν οι στεριές , οι θάλασσες, οι ωκεανοί... Το όνομα του φάνταζε στις προμετωπίδες των κτιρίων-γραφείων του σε όλη την Υφήλιο, από το NIARCHOS LΟNDON LMD ως το NIARCHOS JAPAN! Να όμως που ο Μεγάλος ήταν ένα ανθρωπάκι  και ξεφώνιζε: Θέλω να κατουρήσω, αλλά όχι με την πάπια. Σηκώστε με, φώναξε αδύναμα ο γέρος και ο Τομ έγνεψε στον σεκιούριτι που ήταν στη πόρτα, φοβότανε να βοηθήσει ο ίδιος, μήπως του έπεφτε ο σερ...  Καθώς τον βοηθούσε ο γεροδεμένος φρουρός, ο Νιάρχος ένιωσε το σφιχτό του μπράτσο και ζήλεψε, γιατί κι αυτός ήταν στα νιάτα του, αν και αδύνατος, μυώδης... Καθισμένος στη λεκάνη, με έτοιμους δίπλα του τον σεκιούρι και τον μπάτλερ να τον πιάσουν αν έχανε την ισορροπία του... Ο γιατρός της βάρδιας, ειδοποιημένος από τη Χίλαρι, είχε σπεύσει ανήσυχος, γιατί ο ασθενής για πρώτη φορά, μετά από μήνες, είχε κάνει τόσες μετακινήσεις, έστω πάνω στην καρέκλα του...

 — Έτσι μου 'ρχεται, χασκογέλασε ο γέρος, να του πετάξω μια σκατούλα, αλλά θα λερώσω τα χέρια μου.

Ο νοσοκόμος τον έπλυνε, του άλλαξε σώβρακο κι ενώ ο γιατρός τον συμβούλευε να τον πάνε για ύπνο, εκείνος έδειξε την πολυθρόνα του κοντά στο τζάκι. Εκεί, φώναξε τη Χίλαρι και της είπε να δώσει από ένα εκατοδόλαρο σε όλες τις βάρδιες του εικοσιτετραώρου... Η ματιά του θαμπόβλεπε το φρουρό στην πόρτα κι αναρωτήθηκε τι μισθό έπαιρνε... Τον ζήλευε, γιατί ήταν νέος, δυνατός, υγιής... Μετά τη βάρδια του θα έτρωγε και θα έπινε όσο ήθελε, τη νύχτα θα έκανε έρωτα και το πρωί γυμναστική... Μπορούσε να παίξει τένις, να κολυμπήσει, να τρέξει, να ανεβεί σκάλες... Θεέ μου, υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι!

Βολεύτηκε μπροστά στο τζάκι, αλλά το μυαλό του στριφογύριζε... Ήθελε  να μάθει πόσο πληρώνεται αυτός ο άνθρωπος για να τον υπηρετεί, ακόμη και με κίνδυνο της ζωής του... Ήξερε πως ήταν οπλισμένος και εκπαιδευμένος... Ένας υγιής οργανισμός,  σαν σκύλος που περίμενε το κόκαλο από το αφεντικό του... Το μυαλό του γέρου έπαιρνε χίλιες στροφές... Κάποια μέρα, όλοι αυτοί οι πιστολάδες θα γίνουν επικίνδυνοι γι' αυτούς που φυλάνε, σκέφτηκε... Όπως, παλιά, οι καουμπόηδες για τους μεγαλοαγελαδάρηδες... Λες να 'χε δίκιο ο Χιουζ;  Έγνεψε στη Χίλαρι να σκύψει και τη διέταξε να μάθει αμέσως, τι μισθό παίρνει ο φύλακας του... Εκείνη ψιθύρισε «μάλιστα κύριε Σταύρο» και απομακρύνθηκε έκπληκτη που ο χρυσαετός καταδεχόταν να ασχοληθεί με ένα σαλιγκαράκι... Όταν γύρισε, συνειδητοποίησε η Αγγλίδα ότι το Μεγάλο Αφεντικό, δεν ήταν πια ο υπερήφανος αετός των βουνοκορφών, αλλά ένα κατσιασμένο καμποπούλι, με μαδημένες φτερούγες. "Τρεις χιλιάδες δολάρια το μήνα, κύριε Σταύρο -του είπε- κι ο στόλαρχος κούνησε το κεφάλι, γιατί τόσα κέρδιζε ο ίδιος ανά λεπτό!

Η γραμματέας απομακρύνθηκε κι έμειναν η νοσοκόμα κι ο φύλακας στην πόρτα. Να 'ναι, δηλαδή, έτοιμοι να παράσχουν βοήθεια σε ένα πάσχοντα γίγαντα! Αλήθεια, πόσα δισεκατομμύρια ανθρωπάκια  υπήρχαν στη Γη... Η ματιά του έπεσε στο ενυδρείο με τα πολύχρωμα μεγαλύτερα και μικρότερα ψάρια... Αμπελοφιλοσοφούσε πάλι... Σαν ψάρια και οι άνθρωποι, ποικιλόμορφα κοπάδια λογιών - λογιών, από μαρίδα και σουπιές, ως κήτη των ωκεανών και γιγάντια χταπόδια... Άλλα με κοφτερά δόντια, άλλα με δαγκάνες, άλλα με συσφιγγτήρες θανατηφόρους... Τα μεγαλύτερα, αν και αποτελούσαν φόβητρα για τα μικρότερα, ζούσαν κι αυτά με το φόβο των ισχυρότερων που θα τα πετσόκοβαν... Αλλά και κάτι μικροσκοπικά, που δεν σου γέμιζαν το μάτι, όπως τα πιράνχας, δεν σκόρπιζαν τον τρόμο σε κάτι μεγαθήρια; Ξαφνικά θυμήθηκε τον καρχαρία που γράπωναν τα πλοκάμια ενός γιγάντιου χταποδιού και τον κατάπινε... Το είχε δει σε ντοκιμαντέρ και όλη νύχτα στον ύπνο του σφάδαζε ο καρχαρίας στα πλοκάμια... 

Καμιά φορά φυλλομετρούσε με τρεμάμενα δάχτυλα το άλμπουμ με τα παιδιά του και σταματούσε σε κείνη τη φωτογραφία του Σπύρου, που του θύμιζε τον εαυτό του καλοκαίρι στη Λακωνία... Ήταν τότε που   ατένιζε τον ορίζοντα πέρα μακρυά, στη  θάλασσα και φανταζόταν κάτω στα ανήλιαγα βάθη τα κήτη, τους καρχαρίες, τις φάλαινες, τους δράκους των ωκεανών, τα φόβητρα του θαλάσσιου ζωικού βασιλείου... Τώρα, τα παιδιά και τα εγγόνια του, μοσχαναθρεμένα, είχανε τα ελέη του Θεού, ενώ αυτός είχε περάσει δύσκολα χρόνια κι΄ευτυχώς που η μάνα του είχε κοφτερό ακονισμένο μυαλό στα βράχια της Μάνης...    Δράκου γέννα ένιωθε κι αυτός που τον είχε φέρει στον κόσμο μιά  δράκαινα, που τον ορμήνευε ότι, αρκεί να το βάλει για σκοπό και θα κυριαρχούσε σ' αυτόν τον πολυάριθμο ασήμαντο ανώνυμο μικρόκοσμο, αλλά και στον άλλο τον επώνυμο και σημαντικό που διαφέντευε τα ελέη του πλανήτη Γη...Θα σε κάνω αλευροβιομήχανο, σαν τους θειούς σου, έλεγε η μάνα του, αλλά αυτός ονειρευόταν  θάλασσες και ωκεανούς, που έφερναν το πλούτο στα λιμάνια... Θυμότανε και μεγαλύτερος στις πλαγιές του Ταύγετου, όταν οι άλλοι νεαροί κυνηγούσαν με γκράδες  κι αυτός με καραμπίνα βελγική, δώρο των θείων του, σήκωνε το κεφάλι κι έβλεπε τα πετούμενα του ουρανού, όχι τα τσιροπούλια, τα τρυγόνια και τις μπεκάτσες, αλλά τα γεράκια και τους αετούς, που δεν τα φτάνανε τα σκάγια και πετούσαν σε απάτητες βουνοκορφές... Κι ενώ οι άλλοι ντουφεκάγανε, αυτός καθότανε κάτω από ένα δέντρο κι ονειρευόταν ότι μια μέρα θα έβγαζε χαλύβδινα φτερά που θα τον γυρόφερναν πάνω από τη Γη και θα 'βλεπε τους ανθρώπους σαν μερμηγκάκια...

 Όσο μεγάλωνε, τόσο σκεφτότανε περισσότερο, τι ακριβώς είναι αυτά τα μερμηγκάκια, οι άνθρωποι, που στην αρχαία Σπάρτη, αν γεννιόντουσαν σωματικά μη αρτιμελή ή πνευματικά καθυστερημένα, τα καταβαράθρωναν στον Καιάδα... Όταν μπήκε στα Νομικά, ο συμπατριώτης του Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, που είχε γεννηθεί στα Βασσαρά της Σπάρτης το 1900, εθεωρείτο και ήταν μέγας φιλόσοφος κι είχε την τύχη να τον συναντήσει ακριβώς στον Καιάδα... Ήταν καλοκαίρι και ο Θεοδωρακόπουλος εξηγούσε σε κάποιους φοιτητές του τη φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων και τον Καντ κι ο νεαρός Νιάρχος παρεισέφρησε ανάμεσα τους, ακούγοντας το γλυκύτατο ομιλητή, που σε κάθε του φράση και συμπέρασμα μάγευε τους ακροατές του... Στο τέλος της ομιλίας, που γινόταν κάτω από ένα βαθύσκιο δέντρο, ο νεαρός Νιάρχος πλησίασε και τόλμησε να ρωτήσει, τον επίσης νέο, καθηγητή, αν ήταν σωστό που έριχναν οι αρχαίοι Σπαρτιάτες τα μη αρτιμελή νεογνά στον Καιάδα... Εκείνος, αφού τον περιεργάστηκε από πάνω ως κάτω, του είπε: «Εμείς νεαρέ μου τόσην ώρα φιλοσοφούμε, ενώ εσύ κουτσομπολεύεις»... Οι φοιτητές είχαν φέρει μαζί τους φρούτα και παγούρια με νερό, του πρόσφεραν κι εκείνου και σε λίγο ο καθηγητής συνέχισε τη συζήτηση, δεχόμενος ερωτήσεις επί φιλοσοφικού περιεχομένου, που ο Νιάρχος δεν πολυκαταλάβαινε... Έτσι του 'ρχότανε του νεαρού Σταύρου να πει στους φοιτητές , ότι τους έβλεπε όλους, ακόμη και το σοφολογιότατο καθοδηγητή τους, σαν μερμήγκια που γυρόφερναν σε μια τρύπα που μέσα της ήταν καταχωνιασμένο το απώτατο παρελθόν... Φούσκωσε το στήθος του από υπερηφάνεια, γιατί αυτός δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με τους συνομηλίκους του φοιτητές, που παραγέμιζαν τη κεφαλή τους με φιλοσοφικά αποφθέγματα και θεωρίες... Εγώ, μάτια μου, σκέφτηκε, καθώς απομακρυνόταν από τα υπερτροφικά μυαλά, δεν θα ζαλίσω το τσερβέλο μου με θεωρήματα, αλλά με πράξεις κι από μερμηγκάκι θα εξελιχθώ σε αετό, που θα εξουσιάζει από ψηλά τα γήινα...

 Τον ξαναείδε από τότε τον Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο και διάβασε στα ψιλά των εφημερίδων για κάποιες διαλέξεις του, για κάποιες θεωρίες του, για κάποιες διακρίσεις και καθηγητικούς και ακαδημαϊκούς τίτλους του... Για το Νιάρχο εξακολουθούσε ο σοφός καθηγητής να είναι ένα αρτιμελές ανθρωπάκι με υπερτροφικό εγκέφαλο, που γλίτωσε τον Καιάδα της αφάνειας και της ανωνυμίας... Ενώ αυτός, χρησιμοποιώντας το μυαλό του, είχε πετάξει πάνω  με χαλύβδινα φτερά και κυριαρχούσε πάνω από στεριές, θάλασσες και ωκεανούς και έμπαινε στις εφημερίδες πρωτοσέλιδος... Με λένε κούφιο, επιδειξιομανή, καταφερτζή, κερδοσκόπο, ποιοί όμως; Τα μερμηγκάκια, που δεν μπορούν να δουν πέρα από τη φωλίτσα τους...

 — Να, όμως, κι εγώ φιλοσοφώ τόσην ώρα ή μάλλον αμπελοφιλοσοφώ, καθώς σκέφτομαι εκείνη τη νεανική συνάντηση μου με το σοφό Σπαρτιάτη, που δεν σκέφτηκα να τον χρησιμοποιήσω, όπως ο Ωνάσης ένα άλλο Ιωάννη, τον καθηγητή Γεωργάκη, που τον είχε συμβουλάτορα...

Ο γέρος πάτησε το χερούλι της πολυθρόνας κι εκείνη άρχισε να περιστρέφεται αργά - αργά σε 360 μοίρες... Η ματιά του έπεφτε στους πίνακες των μεγάλων ιμπρεσιονιστών που είχε στη συλλογή του. ... Κάθε ένας κόστιζε εκατομμύρια δολάρια! Μια πινελιά του Ρούμπενς και του Ρενουάρ μπορούσε να μισθοδοτήσει όλους όσοι δούλευαν γι' αυτόν στα γραφεία, στις επιχειρήσεις του, στα λιμάνια, στις θάλασσες...

— Μια χαρά είσαστε σήμερα, καπετάνιε.

Ήταν ο γιατρός που διέκοπτε τις σκέψεις του.

— Δηλαδή, αύριο και μεθαύριο μπορεί να μην είμαι;

Ο γιατρός, καθώς του έπιανε το σφυγμό, δικαιολογήθηκε, «δεν εννοούσα αυτό», και μετά τον παρακάλεσε να ανοίξει το στόμα του κι εκείνος υποτάκτηκε στις προσταγές του, κάνοντας «αααα»... Παραλίγο να ξεσπάσει ο γέρος και να διαμαρτυρηθεί, «τι θέλεις, κωλογιατρέ, να δεις τις μασέλες μου;» αλλά σκέφτηκε ότι ακόμη και βασιλιάδες και δικτάτορες υποτάσσονται στην επιστήμη, για χάρη της σωτηρίας τους... Κοίταζε τη φάτσα του γιατρού από απόσταση αναπνοής, νιώθοντας αηδία γι' αυτό το πρόσωπο, που το είχε αποτυπώσει πια στη μνήμη του σαν φωτοτυπικό μηχάνημα... Δυσφορούσε για την οικειότητα που είχε αποκτήσει μαζί του το γιατρουδάκι, αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, το ανεχόταν... Όταν ήταν ακόμη ο ανιψιός των Κουμάνταρων, ετερόφωτος, δηλαδή, άρχισε να μην πολυπροσέχει φυσιογνωμίες... Λες και η ματιά του διαπερνούσε τους ταπεινούς κι ασήμαντους, χωρίς να νοιάζεται για τα χαρακτηριστικά τους, εκτός για κάποιον από τον οποίο θα μπορούσε να αποκομίσει κέρδος ή για μια πολύ όμορφη γυναίκα... Όταν, μάλιστα, απόκτη¬σε το πρώτο του εκατομμύριο και το χρήμα γεννούσε χρήμα, άρχισε να συνειδητοποιεί ότι ήταν τόσο πολύ έξυπνος και με τόσο έντονη προσωπικότητα και υπεροχή, που αδιαφορούσε πλέον για τον άλλο κόσμο, τον απρόσωπο και το μηδαμινό...

Κι όμως, σε πόσους απρόσωπους και μηδαμινούς δεν είχε καταντήσει αυτά τα τελευταία χρόνια να βρίσκεται στο έλεος τους, γιατί δεν είναι πια νέος να αμυνθεί... Γέρος κι ανήμπορος -ίσον ανυπεράσπιστος- θα εξακολουθούσε να αδιαφορεί για όλους αυτούς που υποτίθεται ότι τους διέταζε, αλλά στην πραγ¬ματικότητα τον διαφέντευαν, στο όνομα της επιστήμης και της καλυτέρευσης της υγείας του... Για να περνάει την ώρα του και να γυμνάζει το μοναδικό του μάτι, στο οποίο είχε απομείνει όραση, προσπαθούσε να ξεχωρίζει τα πρόσωπα των κοριτσιών, νοσοκόμων που έμεναν κοντά του με βάρδιες... Του άρεσε η κοπέλα που έφευγε τώρα και θα ξαναρχόταν αργά το βράδυ να τον ξενυχτήσει... Απόψε θα προσπαθήσω να με βρει ξύπνιο -σκέφτηκε- και διέταξε τον μπάτλερ: Απόψε θέλω βίντεο.

— Καμιά προτίμηση, σερ;

— Τζέιμς Μποντ.

— Γιές, σερ.

Έγνεψε στη νοσοκόμα, που ετοιμαζότανε να φύγει, έσκυψε κοντά του και της είπε: «Άστονε να νομίζει, εμείς θα δούμε την Εμμανουέλα»... Ήρθε ο φυσιοθεραπευτής, του έκανε μασάζ και κάποιες ασκησούλες κι ο γέρος μελαγχόλησε όταν έφυγε, γιατί κούτσουρο τον είχε βρει και κούτσουρο τον άφηνε... Πάντως, μετά τη σούμα του κομπιούτερ, ένιωθε καλύτερα κι είπε στον Τομ:

— Αν μου έφτιαχνες ένα από τα μαγικά κοκτέιλ σου, θα γινόμουνα περδίκι... Θα αισθανόμουν Ανταίος... Ξέρεις ποιος είναι;

— Αρχαίος Έλληνας θεός, σερ;

— Ημίθεος, γίγαντας, γιος του Ποσειδώνα και της Γης, που έπαιρνε δύναμη από το χώμα... Μπορεί όμως κι από τη θάλασσα, αφού ο πατέρας του κυβερνούσε τα κύματα... Δώσε μου να πιω.

— Ο γιατρός το απαγορεύει, σερ.

Ο γέρος τον κοίταξε παρακλητικά:

— Θυμάσαι ποιος ήσουνα πριν σε βαφτίσω Τομ; Ένας μάγειρας Κεφαλονίτης, που έφτιαχνες κοκτέιλ νέκταρ και σε προσέλαβα διά βίου... Κι όταν ανακάτευες τα ποτά από τα μπουκάλια, έλεγα με καμάρι στους καλεσμένους μου, τώρα θα απολαύσει ο ουρανίσκος σας ό,τι δεν απόλαυσε ποτέ! Κι όταν με ρωτούσαν, που σε ανακάλυψα, τους έλεγα στα ανάκτορα του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, όπου μαζί με το κρεβάτι του αγόρασα και σένα...

Ο Τομ, που κάποτε τον λέγανε Θωμά, του έφερε μια γουλιά ποτό και ένα πούρο... Του το άναψε, του έδωσε και το ποτήρι και παρακολουθούσε το αφεντικό του να πίνει και να καπνίζει, όχι όμως όπως τον παλιό καλό καιρό, που ήταν κουσονάτος και δεν σάλιαζαν τα χείλη του, δεν έτρεμαν τα χέρια του..

. — Ξέρω ότι με πονάς όσο καιρό υποφέρω, αλλά μου φεύγεις... Βαρέθηκες κοντά μου... Όλοι με βαρεθήκατε, γιατί σας παιδεύω...

— Δεν είναι αυτό, σερ, αλλά είμαι κι εγώ άρρωστος και πρέ¬ πει να μπω στο νοσοκομείο... Σας το είπε και ο γιατρός σας, αλλά και ο κύριος Φίλιππος...

— Σαχλαμάρες... Νομίζεις πως δεν βλέπω ότι είσαι γερός σαν βράχος; Ξεκουμπίσου τώρα κι άφησε με να απολαύσω μια δυο γουλιές και ρουφηξιές...

Καθώς ο στόλαρχος έβρεχε τα χείλη του με το ποτό, ο υποτακτικός του, αποτραβήχτηκε μακρύτερα στον καναπέ κι άρχισε να θυμάται, τι είχε γράψει στο σημειωματάριο του, όταν του πρωτομπήκε η ιδέα να συγκεντρώσει στοιχεία και γνώμες για τον σερ: «Μετά το πάθος του για τις δουλειές του, ο σερ είχε αδυναμία στα παιδιά του, στις γυναίκες και στο ποτό».

— Τι σκέφτεσαι, βρε μαγκούφη;

Η βραχνή φωνή του γέρου ξάφνιασε και τρόμαξε τον Τομ, γιατί νόμισε ότι το αφεντικό του είχε μπει στη σκέψη του... Φοβήθηκε ότι θα τον ρωτούσε, αν είχε σκοπό να τα βγάλει όλα στη φόρα και σίγουρα θα τα έχανε και δεν θα ήξερε τι να του απαντήσει... Ο στόλαρχος όμως κουτούλαγε και μόλις πρόλαβε να του πάρει το ποτήρι και το πούρο από τα χέρια... Το ποτό και ο μυρωδάτος καπνός είχαν κάνει το Νιάρχο να γυρίσει τη σκέψη του πολλά χρόνια πίσω... Έγειρε το κεφάλι στην πολυθρόνα και άρχισε να θυμάται, να ονειρεύεται, ποιός ξέρει...   

10178  10153

 1990: ο Νιάρχος μπαίνει στην άκατο που θα τον μεταφέρει στη θαλαμηγό του.  1991: η Οδύσσεια του Νιάρχου στα νοσοκομεία και χειρουργεία άρχισε το Μάρτη του 1991, όταν υπέστη το πρώτο εγκεφαλικό στη θαλαμηγό του "Ατλαντίς".

 5. o γιος του μετανάστη

 Κουβαριασμένος στο κρεβάτι ανάσαινε με δυσκολία, κάπου-κάπου έβηχε ξεψυχισμένα, αλλά το μυαλό του ταξίδευε στα παιδικά του χρόνια... Στον Πειραιά, εκεί μετά τη γέφυρα του Ηλεκτρικού, δίπλα στην καπνοβιομηχανία Καρέλια... Οι αλευρόμυλοι «Ευρώτας» των μπαρμπάδων του... Ο Θόδωρος, ο Νίκος, ο Πάνος, ο Γιάννης, αδέρφια της μάνας του Ευγενίας... Οι Κουμάνταροι, με το όνομα, από τους Βουτιάνους, την παντρέψανε με το Σπύρο Νιάρχο στη Βαμβακού... Είχε γυρίσει μετανάστης από την Αμερική με κάποια λεφτουδάκια, έκανε το λαδέμπορο, φορούσε μάλλινο κοστούμι με γιλέκο, ενώ οι συγχωριανοί του ντρίλινο, πετούσε και μερικά "δατσόρ", ήταν γλεντζές και κουβαρντάς, μπήκε στο Κουμανταρέικο, ανέβηκε τάξη... Ο Σταύρος και η αδερφή του Μαρία γεννήθηκαν στην Αθήνα, αλλά τα καλοκαίρια έκαναν διακοπές στη Βαμβακού και εκεί, στις παρυφές του Ταύγετου, ο γιος του «Αμερικάνου» κυνηγούσε τσιροπούλια με τη σφεντόνα κι αργότερα τρυγόνια με ντουφέκι... Στα δεκαεφτά του απόκτησε καραμπίνα και τον ζήλευε ο αγροφύλακας, που είχε τσάγκρα... Ένας φίλος του από το χωριό, με ένα λιανοτούφεκο, ήταν άριστος σκοπευτής και δεν του γλίτωνε πουλί για πουλί... Κόμπαζε ότι ήταν βέρος Σπαρτιάτης κι ότι οι προγονοί του είχαν κατατροπώσει τους Μεσσήνιους... «Γιατί, εγώ τι είμαι;», τον ρωτούσε ο Σταύρος και το χωριατόπαιδο του απαντούσε «Μισός Λάκωνας και μισός Πειραιώτης»... Τότε ο Σταύρος, για να τον πικάρει, του έλεγε: «Τι σημασία είχε αν οι Σπαρτιάτες νίκησαν τους Καλάματιανούς, αφού έμειναν φτωχοί και οι ηττημένοι ακόμη και σήμερα είναι πλούσιοι;»

Πως το θυμότανε το περιστατικό, μετά 70 χρόνια! Ίσως γιατί από παιδί σιχαινότανε τη φτώχεια και λαχταρούσε τα πλούτη... Ζώντας κοντά στους θείους του, που ανήκαν σε υψηλότερη τάξη από τον πατέρα του, ήθελε, όχι μόνο να τους φτάσει, αλλά και να τους ξεπεράσει... Τον έτρωγε το σαράκι ότι ο «Αμερικάνος» πατέρας του -λέγανε- πως είχε πλύνει ακόμη και πιάτα και για να ξεκομπλαριστει φορούσε χρυσό ρολόι με καδένα και κάπνιζε πούρα... Η μάνα του, που τον διάβαζε σαν ανοιγμένο φάκελο, του ΄λεγε ότι και οι εφοπλιστές -που θαύμαζε- είχαν πατεράδες βαρκάρηδες και κοντραμπατζήδες... Εκείνος κουνούσε το κεφάλι -που δεν τον καταλάβαινε- γιατί σκεφτόταν ότι τα παιδιά και τα εγγόνια των βαρκάρηδων ζούσαν στο Λονδίνο!

 Γι' αυτό όταν μεγάλωσε απόφευγε να πάει στη Βαμβακού, γιατί θεωρούσε ταπεινό το πατρικό του σπίτι... Χρόνια μετά, η αδερφή του του έλεγε ότι οι περαστικοί από τη Βαμβακού, στεκόντουσαν μπροστά στο σπίτι τους με θαυμασμό: «Εδώ έμενε ο τρανός ο Νιάρχος!» Εκείνος θύμωνε: «Τρανός, Μαρία, είναι χωριάτικη λέξη»... Εκείνη γελούσε: «Καλά, ο ευπατρίδης κροίσος λέγανε»...  Ήταν και ο πατέρας του, που τον βομβάρδιζε με γράμματα: «Ντρέπομαι, γιέ μου, που η κοινότητα του πατέρα ενός Νιάρχου, φωτίζεται από πετρέλαιο και ασετυλίνη, εν έτει 1962!» Του έστειλε 300 χιλιάδες δραχμές και ηλεκτροδοτήθηκε η Βαμβακού... Ο πατέρας του, όμως, όλο και του ζητούσε περισσότερα... Τι να κάνει ο διάσημος γιός, του έστελνε επιταγές για την εκκλησία, το σχολείο, την ύδρευση και ο Σπύρος Νιάρχος ανακηρύχτηκε μέγας ευεργέτης της Βαμβακους και το κοινοτικό συμβούλιο του έστησε προτομή στην πλατεία: «Τω Σπύρω Νιάρχω, η γενέτειρα του ευγνωμονούσα». Οι θείοι του χτίσανε κι άλλες αίθουσες στο σχολείο και η κόρη του Γιάννη Κουμάνταρου, η ξαδέρφη του Ντόλη, που είχε παντρευτεί τον εφοπλιστή Νίκο Γουλανδρή, δώρισε το πέτρινο ρολόι...

Ο Σταύρος Νιάρχος είχε αναμνήσεις από τη Λακωνία, όταν η μάνα του τους πήγαινε, με την αδελφή του, για παραθερισμό, αλλά όταν ανδρώθηκε την ξέχασε... Μεταπολεμικά πήγε ελάχιστες φορές, με ελικόπτερο, έδινε όμως επιταγές στον κοινοτάρχη και στον παπά... Τώρα στα στερνά, θυμότανε την τελευταία φορά που είδε τη Βαμβακού από ελικόπτερο και αμπελοφιλοσοφούσε, όπως συνήθιζε: Σαν κουκκίδες οι χωριανοί του, ανθρωπάκια προσκολλημένα σαν σαλιγκάρια στο κέλυφος τους... Όσο ήταν μικρός ένιωθε κι ο ίδιος σαλιγκαράκι, αλλά οι κεραίες του οσμίζονταν πέρα, μακριά, όπου κάποια άλλα αποκτούσαν υπερφυσικές ιδιότητες... Σερνόντουσαν κι ανέβαιναν σ' ένα δέντρο κι εκεί, απελευθερώνονταν από το κέλυφος τους και στη θέση του φύτρωναν φτερά... Και πετούσαν πάνω από τη Γη με τα εκατομμύρια σαλιγκάρια, τα καταδικασμένα να σέρνονται γλιτσιασμένα πάνω της... Προλετάριοι όλου του κόσμου ενωθείτε, φώναζε ένας συμφοιτητής του στη Νομική, αλλά αυτός ήξερε πως προοριζότανε να μεταλλαχτεί σε αετό των ορέων που θα τον έτρεμαν οι σάλιαγκες της οικουμένης... Είχε γεννηθεί σαλιγκαράκι   στο χωριατόσπιτό τους, που με τα πρώτα λεφτά που είχε αποχτήσει το είχε αναπαλαιώσει, σαν ανάμνηση των παιδικών του χρόνων... ... Και ενώ ο συμφοιτητής του σίγουρα θα έμενε   σε κάποιο ημιυπόγειο, αυτός πετούσε από το ιδιόκτητο νησί του και τη θαλαμηγό του, ως το σαλέ του και τον πύργο του... Ενώ -σκεφτότανε- έχω  αποβάλει το κέλυφος  της Βαμβακούς, των Βουτιάνων, ακόμη και του Πειραιά και της Αθήνας, και με τεράστια φτερά χρυσαετού πετάω  εκεί που μόνο ελάχιστοι μπορούν...

Νά, πάλι ονειρευότανε τη μάνα του, νέα και αυταρχική... Ήταν το τιμόνι του σπιτιού κι έκανε σχέδια για το γιο της... Ο γέρος δυστροπούσε στον ύπνο του. Τι θέλεις πάλι μάνα; Δεν μπορείς να καταλάβεις ότι σας έχω ξεπεράσει σε ηλικία κι εσένα και τον πατέρα; Άφησε με να πεθάνω ήσυχος, μη με παιδεύεις...

 —Δεν σε παιδεύω, Σταύρο, αγόρι μου... Θέλω να σπουδάσεις νομικά, να γίνεις νομικός σύμβουλος των θείων σου...

— Μα τι λες, μάνα, για τόσο χαμηλά με προορίζεις; Εγώ θα έχω δικηγόρους και νομικούς συμβούλους και διευθυντές και αρχιλογιστές και διερμηνείς και γραμματείς σε πέντε μεγαλουπόλεις: Στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στη Ζυρίχη, στη Νέα Υόρκη, στο Τόκιο!

 Εκείνη τον κοίταζε φοβισμένη, σαστισμένη: Λες το παιδί μου να τρελάθηκε; Όχι μάνα, δεν τρελάθηκα... Θυμάσαι από τότε που ήμουνα μικρότερος κι όλο μου 'ταζες ότι θα με παίρνανε οι μπαρμπάδες μου στους μύλους και θα με είχανε σαν πριγκιπόπουλο; Εσύ με συμβούλευες, μανούλα για μικρά, αλλά εγώ ονειρευόμουνα μεγάλα...

Καλοκαίρι στις παρυφές του Ταύγετου... Αγνάντευε τα κεραμίδια των σπιτιών εδώ κι εκεί, ανάμεσα στο πράσινο, αλλά η σκέψη του  ταξίδευε πάντοτε κατά τη θάλασσα, χιλιόμετρα από κει, που δεν φαινότανε... Τη φανταζόταν, όμως, όχι γαλάζια σαν τον ουρανό, αλλά σκούρα, ωκεανίσια, να την αυλακώνουν ποστάλια, φορτηγά και πετρελαιοφόρα... Μαράζι το΄ χε που δεν ήταν νησιώτης, με πατέρα καραβοκύρη... Αναστέναζε:  Αχ ρε μάνα, οι νησιώτες τρώνε φρέσκα ψάρια, ενώ οι στεριανοί ποταμίσια χέλια και σαζάνια... Κι έχουνε την ευκαιρία να κάνουνε τη βάρκα τους καΐκι και το καΐκι βαπόρι... Μην επιμένεις, λοιπόν, να με στείλεις στα τσουβάλια με τα αλεύρια...

— Τι λες, Σταύρο μου; Τα αδέρφια μου τσουβάλια κουβαλάνε;  Αλευροβιομήχανοι είναι με το όνομα!

 Επισκεπτότανε τους μύλους «Ευρώτας» με το κασκέτο του σχολείου, για να του δώσουν οι θείοι του χαρτζιλίκι... Μόλις το 'παιρνε, το έβαζε στα πόδια να γλιτώσει από την αλευρόσκονη που έφτανε ως το γραφείο... Κι έτρεχε στο Νέο Φάληρο, να βουτήξει από την εξέδρα στη θάλασσα... Θυμότανε τα μπάνια, χωριστά για τους άντρες και τις γυναίκες, όπως τα ουρητήρια... Μετά γίνανε τα μπεν μιξ, όπως τα λεγε η μάνα του.. Καταραμένο άλμπουμ με τις φωτογραφίες αναμνήσεις... Το Νέο Φάληρο της δεκαετίας του 20... Το κτίριο των ηλεκτρικών σιδηροδρόμων, το θεατράκι στην παραλία, η ξύλινη εξέδρα... Οι δεσποινίδες με τη συνοδεία των μαμάδων τους, οι δανδήδες με τα ψαθάκια... Το μπάνιο γινόταν οικογενειακώς και συνήθως του αναθέτανε τα ξα-δερφάκια του, το Σταύρο και το Σπύρο Κουμανταρο, να τα προσέχει μην πάνε στα βαθιά... Χάζευε τα κοριτσόπουλα. Κι αυτά, εκείνο το μόρτη με τη μοτοσικλέτα, που μάρσαρε για μόστρα... Φορούσε σκούρα ματογυάλια να του κόβουν τον αέρα, καθώς διέσχιζε όλη την Αθήνα -από την Κηφισιά- για να κατέβει στο Νέο Φάληρο και στον Πειραιά, να μπανίζει τα κορίτσια και τα βαπόρια... Μετά χάθηκε, πήγε στην Αργεντινή, αντιπρόσωπος του πατέρα του, στα καπνά, λέγανε... Αριστοτέλης Ωνάσης, το όνομα του... Ξανάκουσε γι' αυτόν, ο Νιάρχος, χρόνια μετά, από την ξαδέρφη του Αγλαΐα Κουμάνταρου, που είχε αποκλειστεί στον πόλεμο στην Αμερική και τον γνώρισε στο Λος Άντζελες... Έλεγε σε όλους «έφυγα από την Ελλάδα για να γλι¬τώσω από τους Έλληνες, αλλά κι από τον πατέρα μου, που με ήθελε εμποράκο»... Ασφυκτιούσε ο Αριστος στον ίσκιο του πατέρα του, όπως ο Σταύρος υπό την προστασία των θείων του...

Καθώς έφερνε στη μνήμη του τον Σμυρνιό, αγρίευε και μουρμούριζε βρισιές ακατάληπτες για τη νοσοκόμα, που ήρθε ανήσυχη κοντά στο κρεβάτι... Να κι ο Τομ με τη ρόμπα, που άκουσε τον σερ να βρίζει στον ύπνο του ελληνικά.... Λες και είχανε σκέψη παράλληλη, αφεντικό και υπηρέτης, βολόδερναν όλη νύχτα με συμβάντα της δεκαετίας του 20... Ο ένας τα ονειρευόταν κι ο άλλος έψαχνε να τα βρει σε αποκόμματα και σημειώσεις...

Ο Τομ είχε εδώ και τριάντα χρόνια ακούσιους πληροφοριοδότες, όπως την αδερφή του σερ, τη Μαίρη Δρακοπούλου και τις αδερφές του Ωνάση (Άρτεμη Γαροφαλίδη, Μερόπη Κονιαλίδη, Καλλιρόη Πατρονικόλα) που θυμόντουσαν παλιά περιστατικά κι εκείνος, καθώς τις σέρβιρε, έστηνε αυτί... Αλλά και καπετάνιοι και υποτακτικοί των δυο στολαρχων, άνοιγαν τη γλώσσα τους, όταν τους έφτιαχνε εκείνα τα σπέσιαλ κοκτέιλ... Υπήρχαν και άτομα από το παλιό προσωπικό, που τους άρεσε το μπλα-μπλα, όπως μια γριά υπηρέτρια της Άρτεμης, που του είχε διηγηθεί πως υποδεχθήκανε, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το Σωκράτη Ωνάση στην Κηφισιά: Ο Άρης, έφηβος ακόμη, είχε απελευθερώσει -με γενναίο μπαξίσι- τον πατέρα του από τις τούρκικες φυλακές και τον έφερε με καμάρι στην Κηφισιά, όπου είχε συγκεντρωθεί η οικογένεια... Είχαν σφάξει, κατά το έθιμο, ένα αρνί και ο πάτερ φαμίλιας πέρασε από πάνω του... Το ψήσανε, είχανε και μια νταμιζάνα κρασί, φάγανε, ήπιανε και μετά άρχισαν όλοι μαζί να χορεύουν, ακούγοντας από ένα φωνόγραφο με χωνί, σμυρνέικα τραγούδια...

Αν ήξεβρες το ν πόνο μου, τον πόνο της καρδιάς μου, αμάν, ωχ, αμάν,  θα κλαίγανε τα μάτια σου όπως και τα δικά μου, αμάν, ωχ, αμάν...

 Ο σμυρνέικος αμανές, το ούτι και η λύρα ξέσχιζαν τις καρδιές της προσφυγικής οικογένειας, που πριν λίγο καιρό ζούσε στα πλούτη. Η  Άρτεμη άρχισε να κλαίει, αλλά ο δεκαπεντάχρονος Νίκος Κονιαλίδης διηγότανε στον Αρίστο, πως έγινε σαράφης του ποδαριού μόλις φτάσανε στη Μυτιλήνη: Ανέβαινα, που λες, ξάδερφε, σε μια καρέκλα κι αγόραζα και πούλαγα μπαγκανότες... Ο έφηβος Αριστος τον φίλησε και μετά είπε στην αδερφή του: Πάψε να κλαις, γιατί άλλοι αφήσανε τα κουφάρια τους στη Μικρασία, ενώ εμείς γλιτώσαμε...

Περισσότερα στοιχεία είχε συγκεντρώσει ο Τομ για το αφεντικό του, από διηγήσεις παλιών συνεργατών του και ναυτικών, όπως αυτή που την είχε μαγνητοφωνήσει: Όταν ο κύριος Σταύρος τέλειωσε το Βαρβάκειο και γράφτηκε στα Νομικά, τον πήγε η κυρα Ευγενία, η μάνα του, στους μύλους και τον παρέδωσε στα αδέρφια της... Τους είπε, θα τον βάλετε στο γραφείο, θα του κόψετε και μιστό... Όχι μόνο του δώσανε μιστό, αλλά τον κάνανε και υπεύθυνο διευθυντή! Τρελάθηκε ο νεαρός από χαρά και τύπωσε και κάρτες! Σύντομα, όμως, κατάλαβε που οφειλόταν η γενναιοδωρία των θείων του... Κάθε τόσο έμπαινε στις εφημερίδες το στερεότυπο: Επεβλήθη φυλάκισις δέκα ημερών, διά νοθείαν αλεύρων, εις τον διευθυντήν των αλευρομύλων «Ευρώτας» Σταύρον Νιάρχον... Η ποινή εξαγοραζόταν κι ο κύριος διευθυντής, αμετακίνητος στο πόστο του, με ένα μυαλό ξυράφι... Τίποτα δεν του ξέφευγε, άρπαζε από τα μαλλιά κάθε ευκαιρία... Μίσθωσε και μετά αγόρασε φορτηγά αυτοκίνητα για διακίνηση αλεύρων σε όλη τη χώρα... Τότε πρότεινε στους θείους του να γίνουν ιδιοκτήτες φορτηγών πλοίων, για τη μεταφορά σιτηρών και αλεύρων... Το συζήτησαν, το σκέφτηκαν και να το πρώτο τους βαπόρι, το «Αικατερίνη Κουμάνταρου»... Ακολούθησε το «Παναγιώτης Κουμάνταρος» και μετά άλλο... Τα βαπόρια φέρνανε λεφτά στους θείους, αλλά και στον ανιψιό, που μ πόλεμος στην Αβησσυνία και ο εμφύλιος ισπανικός, με το Νιάρχο να βρίσκεται ξαφνικά με το δικό του πετρελαιοφόρο -έστω μικρό- που του έδωσε τον τίτλο που ονειρευόταν: «Εφοπλιστής!» Η μάνα του τον καμάρωνε, γιατί ο κανακάρης της δεν είχε εξελιχθεί μόνο σε διευθυντή των ναυτιλιακών επιχειρήσεων των αδερφών της, αλλά και σε αυτόνομο πλοιοκτήτη!

 

10190

Η μητέρα του Ευγενία Νιάρχου-Κουμάνταρου -  Ο πατέρας του Σπύρος Νιάρχος, που οι συγχωριανοί του του έστησαν προτομή για τις δωρεές  του  γιού  του. = Ιωάννης(1894-1981) και Παναγιώτης (1882-1971) Κουμάνταροι, οι θείοι του που τον προσέλαβαν στο εργοστάσιο- αλευρόμυλό του

6. ο  πρώτος  γάμος  του

 Γκούχου, γκούχου, ο γέρος, ξανά στο απώτατο παρελθόν με το φωτογραφικό άλμπουμ...... Προσπαθούσε να θυμηθεί, πόσων χρονών ήταν όταν στεφανώθηκε το ωραίο εκείνο κορίτσι, την Ελένη Σπορίδη... Κόρη ναυάρχου ήταν, γι' αυτό στη θητεία του στο Ναυτικό, όλο άδειες του δίνανε... Στα εικοσιένα  του, λοιπόν, έβαλε μπελάδες στο κεφάλι, αλλά ούτε ένα χρόνο δεν κράτησε ο γάμος του... Ο Σταύρος δεν είχε συνηθίσει να πηγαίνει κάθε βράδυ νωρίς στο σπίτι... Πριν τα φτιάξει με την Ελένη, έκανε την μπουρδελότσαρκά του, αλλά τώρα τον περίμενε στο σπίτι μιά γυμαίκα με στεφάνι, σεμνή κι αταξίδευτη σε σεξουαλικά πάθη... Βαρκούλα στην άκρη του γιαλού, δηλαδή, ενώ αυτός είχε συνηθίσει με τρικάταρτες φρεγάτες σε πέλαγα ηδονής... Μεσοαστική τάξη η Ελένη, άρχισε να φοβάται το αβέβαιο μέλλον, όταν ο Σταύρος αργούσε τα βράδια και μερικές φορές γύριζε μεθυσμένος, τραγουδώντας ακατάληπτα γι' αυτήν τραγούδια, τα λεγόμενα ρεμπέτικα... Η ορντινάντσα του ναυάρχου, σχολίαζε  ότι επρόκειτο για... χασικλίδικα. Πανικός στο σπίτι, νουθεσίες στην αρχή, απειλές μετά, κι ο γαμπρός μάζεψε τα πουκάμισα και τα κοστουμάκια του και εγκαταστάθηκε εργένης στο «Σέσιλ» της Κηφισιάς. Ήταν η εποχή που ο Νιάρχος ζήλευε κάποια ονόματα στην Αθήνα, γιατί είχαν αίγλη, κύρος και κυρίως λεφτά... Φιξ, Καρέλας, Παπαστράτος, Καμπάς, Ευταξίας, Κωστόπουλος και άλλοι... Εργοστασιάρχες, βιομήχανοι, τσιφλικάδες, τραπεζίτες... Οι πολιτικοί και οι κινηματίες εναλλάσσονταν στα πράματα, αλλά οι κεφαλαιούχοι καθόριζαν τα φτηνά μεροκάματα... Σαν γυμνασάλιαγκας η προσφυγιά, προσπαθούσε ακόμη να εξασφαλίσει ένα κέλυφος-παράγκα... Υπήρχαν κι άλλα ονόματα ελληνικά, που αυτά ο Νιάρχος τα ζήλευε περισσότερο κι ήθελε να τους μοιάσει... Ονόματα εφοπλιστικά, που έπαιρναν στα βαπόρια τους πληρώματα από τα λιτοδίαιτα ελληνικά νησιά, αλλά αυτοί με τις οικογένειες τους ζούσαν στο εξωτερικό και κυρίως στο Λονδίνο, στον ίσκιο των γαλαζοαίματων και τιτλούχων της βρετανικής αυτοκρατορίας, που ακόμη άντεχε... Στην Αθήνα οι πλούσιοι και οι ευκατάστατοι, είχαν δημιουργήσει τη δική τους κάστα κι ο ανιψιός των Κουμάνταρων είχε χωθεί με ευκολία σ' αυτήν...

Δεκαετία του 30... Οι γιοι των λεφτάδων συγκεντρωνόντουσαν κάθε Πέμπτη και Κυριακή στο ξενοδοχείο «Σέσιλ» της Κηφισιάς, στους περίφημους κοσμικούς χορούς-νυφοπάζαρα, όπου οι θυγατέρες της αστικής τάξης, δασκαλεμένες από τις μανάδες τους, προσπαθούσαν να τυλίξουν τα πλουσιόπαιδα... Ανάμεσα τους κι ο Σταύρος Νιάρχος, σε παρακατιανό σκαλοπάτι, γιατί δεν ήταν γιος, αλλά ανιψιός του πλούτου, με αμφίβολη προοπτική, αφού ήταν γνωστός ως δουλευτής μεν την ημέρα, άσωτος δε τη νύχτα... Στο «Σέσιλ» ο Σταύρος είχε νοικιάσει δωμάτιο, που το χρησιμοποιούσε για γκαρσονιέρα, αλλά και για χαρτοπαικτικές συγκεντρώσεις, με άσωτους ή αγαθούς νεαρούς παίκτες, που ξαφρίζανε τα πορτοφόλια των πατεράδων τους... Τους ξύπνιους δεν τους ήθελε στην πράσινη τσόχα, μόνο τους αφελείς... Αλέκο Μπιτζάνη λέγανε ένα πλουσιόπαιδο που του είχε αγοράσει ο πατέρας του μια Μερσεντές, τελευταίο μοντέλο... Όταν όμως ο πατέρας του Αλέκου έμαθε ότι ο γιος του παραπατούσε γκάζι, φώναξε το Σταύρο: Αμάν, αγόρι μου, παρακίνησε τον να την πουλήσει και να πάρει άλλο, όχι τόσο γρήγορο αυτοκίνητο... Ό,τι επιθυμείτε, κύριε Μπιτζάνη... Έστρωσε το γιο του στο πόκερ και σε λίγο καιρό του έφαγε τη Μερσεντές...

 Ο γέρος ταρακουνήθηκε στην πολυθρόνα του, λες κι΄ έβλεπε την ταινία της προσωπικής του ζωής και  ήθελε να κάνει μοντάζ, όχι μόνο στη χαρτοπαικτική περίοδο, αλλά και σε ένα άλλο τραγικό γεγονός... Πατώντας γκάζι  στη λεωφόρο Συγγρού με τη Μερσεντές, είχε σκοτώσει ένα ανθρωπάκι, που πήγαινε, ξημερώματα, για το μεροκάματο... Άρχισε να μουρμουρίζει, να διαμαρτύρεται: " Όχι, δεν τον σκότωσα εγώ... Αυτός έπεσε στις ρόδες μου. Και το άλλο, ψέματα είναι... Δεν έκλεβα στα χαρτιά, αλλά κέρδισα τη Μερσεντές με τη δεξιοτεχνία μου στο πόκερ..."

Ο Σταύρος είχε αυτό το "χάρισμα", μονομιάς να αλλάζει τις δυσάρεστες αναμνήσεις με ευχάριστες εικόνες.Έτσι, μετά το κλαψούρισμα, φωτίστηκε το πρόσωπο του: " Θεέ μου, τι αυτοκίνητο! Ως και ο νεοφερμένος τότε διάδοχος Παύλος το λιμπίστηκε και μου ζήτησε να το οδηγήσει... Γίναμε, φίλοι με τον πανύψηλο Υψηλότατο... "Αξέχαστα χρόνια... Τα καλοκαίρια η αριστοκρατία απόφευγε  τα λαικά μπάνια του Νέου Φαλήρου, και

 Ο γέρος είχε αγριέψει, λες κι απευθυνότανε στον αόρατο, παντοτινό μισητό εχθρό του, τον Ωνάση: "Αμέ τι νόμισες Σμυρνιέ... Έλληνας υπήρξα από τα νιάτα  μου, κι όταν εσύ χόρευες αργεντίνικο ταγκό, εγώ γυρόφερνα χασάπικο..."  Κάποιος έβηξε διακριτικά δίπλα του... Ήταν ο Τομ, που του ανάγγειλε τη σπεσιαλιτέ του:"Τι σας ετοιμάζω για σήμερα, σερ! Πατέ χήνας, σουφλέ!" Ο γέρος γρύλλισε: "Μωρέ τι μου λες; Κάνα κοψίδι κοκορέτσι και πατσά μπορείς να μου φέρεις;"

— Το απαγορεύουν οι γιατροί, σερ.

— Να πάτε να πηδηχτείτε όλοι...

 Έγειρε το κεφάλι κι άρχισε να ροχαλίζει στο άψε σβήσε... Τον πήγανε στο κρεβάτι του και κοιμήθηκε του καλού καιρού. Όταν ξύπνησε οι αναμνήσεις είχανε σβυστεί με σφουγγάρι... Εκείνη τη στιγμή άλλαζαν βάρδια η νυχτερινή με την πρωινή νοσοκόμα κι ο αγουροξυπνημένος καμαριέρης του έφερνε την πάπια για να κατουρήσει... Τον έτσουξε λίγο, αλλά μόλις στράγγισε  ανακουφίστηκε... Εμφανίστηκε κι ο μπάτλερ, με το τυπικό «καλημέρα σας, σερ»... Τον αγριοκοίταξε, γιατί ήξερε ότι ετοιμαζότανε να συνταξιοδοτηθεί και ποιός άλλος θα ερχότανε στη θέση του και πόσο καιρό θα 'κανε να μάθει τα χούγια του και τα ξεσπάσματα του...

— Να 'ρθει αμέσως η Χίλαρι, προσπάθησε να φωνάξει, αλλά η φωνή του βγήκε αδύναμη και βραχνή: Και να τηλεφωνήσετε στους γιους μου... Σε δυο ώρες να είναι εδώ...

Τον πλύνανε, τον ξυρίσανε και τον πήγανε κούτσα-κούτσα στην πολυθρόνα του, μπροστά στο τζάκι, όπου τον περίμενε η Χίλαρι με το μπλοκ στο χέρι: "Καλημέρα σας, κύριε Σταύρο".

— Που είναι οι δικοί μου, ακόμη δεν φανήκανε; Δώσε μου το τηλέφωνο.

 Εκείνη ήδη μιλούσε σ' αυτό και του το ακούμπησε στο αυτί... Ήταν ο Φίλιππος, που τον διαβεβαίωσε ότι είχε ξεκινήσει με το αυτοκίνητο.

 Για δυο μέρες ο στόλαρχος είχε αναστατώσει τους πάντες... Τα παιδιά του, τους διευθυντές, τους δικηγόρους του, ακόμη και τον αρχικαπετάνιο του στόλου του, που με κατεπείγον σήμα πήρε το αεροπλάνο από το Λονδίνο κι ήρθε στη Ζυρίχη... Ένας μετά τον άλλο, φτάνανε τα στελέχη του κι εκεί μπροστά στο τζάκι, τους φώναζε, τους λοιδωρούσε και ζητούσε ευθύνες γιατί πήρανε την τάδε απόφαση κι όχι τη δείνα... «Μα, καλέ μπαμπά», έκανε να πει  ο Κωνσταντίνος, που τον είχε κουβαλήσει  από το Λονδίνο, αλλά ο γέρος αγρίεψε και τον έχεσε πατόκορφα...

StPhil

Ο Νιάρχος  με μαγκούρα και κομπολόι, συρρικνωμένος,   συχνά έλεγε στο γιό του Φίλιππο: Εγώ θα ντύνομαι σαν φιγουρίνι και δεν θα καταντήσω να με λυπούνται σαν τον Ωνάση...

7. Ο έγκλειστος  κροίσος

Τη νύχτα της τρίτης βραδιάς ο μεγάλος γιος κάλεσε τους άλλους δυο στη βίλα του... Εκεί ήταν ο καθηγητής με άλλους γιατρούς και πάρθηκε η μεγάλη απόφαση: Ο πατέρας θα μεταφερότανε στην Αμερική... Θα του λέγανε ότι η ξαφνική ευεξία του και το λύσιμο της γλώσσας του, χρειαζόντουσαν ειδική ιατρική αγωγή και παρακολούθηση ώστε να βελτιωθεί κατά πολύ η υγεία του... Ποιά υγεία μου; μόνο ανανέωση των κυττάρων με σώζει, σκεφτόταν στα ληθαργικά διαλείμματά του ο εξαντλημένος σωματικά γέρος, που πνευματικά αντιστεκότανε... Μόνο που το σλόγκαν του <<αν πεθάνω>> είχε αντικατασταθεί από το μπορεί και να τα τινάξω...

Ο Σταύρος Νιάρχος, ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, δέχτηκε τη πρόταση των γιατρών και στις 6 Οκτωβρίου 1995 το αεροπλάνο του προσγειωνότανε στη Νέα Υόρκη κι από το αεροδρόμιο κατευθείαν με ασθενοφόρο στο 820 της Πέμπτης Λεωφόρου, όπου το διαμέρισμα του, των 600 τετραγωνικών, έβλεπε στο Σέντραλ Παρκ... Συννενοημένοι οι γιατροί, έπρεπε κατ αρχήν να τρομάξουν τον ασθενή τους και να του κόψουν τον τσαμπουκά, ώστε να υπακούει πλήρως... Σε κάθε δωμάτιο του τεράστιου διαμερίσματος είχαν τοποθετήσει πλαστικές μπουκάλες και κάθε φορά που έτσουζε η ουρήθρα του, έσπευδε ο νοσοκόμος να τον ξαλαφρώσει... Η διαδικασία αυτή γινόταν τόσο βιαστικά, που ο γέρος άρχισε να πιστεύει ότι κάθε φορά που έτσουζε η ουρήθρα του, έπρεπε να απαλλαγεί αμέσως από το κάτουρο, αλλιώς κινδύνευε... Ο γιατρός του το επιβεβαίωσε και του συνέστησε μάλιστα να κινείται με αναπηρική καρέκλα, αν ήθελε να έχει αποτελέσματα θετικά η θεραπεία του. Έτσι ο ατίθασσος ασθενής υπετάγη πλήρως στα κελεύσματα της...

Μια μέρα πριν την άφιξη του Μεγάλου στη Νέα Υόρκη, είχε φτάσει ο νέος του μπάτλερ Ευτύχιος Αλτσιμπάρδης, γνωστότερος ως Φελίξ. Όταν τον είδε ο Νιάρχος, τον ρώτησε «ποιός είσαι εσύ ρε μπαγλαμά;» κι εκείνος του απάντησε «ο νέος σας μετρ ντ' οτέλ»... «Κατάλαβα, Γάλλος είσαι»... «Όχι, Έλληνας, αλλά με ελβετική παιδεία»... Ζαλισμένος και κουρασμένος από το υπερατλαντικό ταξίδι ο στόλαρχος, τα είχε μπερδεμένα, ζήτησε να του φωνάξουν το Θρασύβουλο, τον παλιό του έμπιστο μάγειρα... Επενέβη η Χίλαρι και χωρίς να του υπενθυμίσει ότι ο άνθρωπος που ζητούσε έχει πεθάνει εδώ και χρόνια, του είπε ότι απουσιάζει... Τότε ο γέρος ζήτησε τον Αλέκο, τον παλιό του μπάτλερ, επίσης έμπιστο, αλλά του εξήγησαν ότι είχε συνταξιοδοτηθεί... «Θέλω να με αφήσετε ήσυχο, να κοιμηθώ λίγο και μετά να πάω μιά βόλτα στη Πέμπτη Λεωφόρο», ψιθύρισε και μόλις έφυγαν όλοι, άρχισε να φωνάζει με αδύναμη φωνή: " Τομ, εσύ τουλάχιστον που είσαι; Με εγκατέλειψες κι εσύ;" Ο γέρος είδε μια σκιά μπροστά του, που του είπε: " Ποτέ, σερ, δεν πρόκειται να σας εγκαταλείψω... Είμαι πάντοτε στην υπηρεσία σας και στις διαταγές σας... Μπορεί ο Φελίξ να είναι ο νέος σας μπάτλερ, αλλά βρίσκεται υπό την άγρυπνη παρακολούθηση μου..." " Μα νομίζω ότι παραιτήθηκες κι έμεινες στην Ελβετία". " Όχι, σερ, άλλαξα γνώμη και σας ακολούθησα". " Ευχαριστώ Τομ... Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ".

Έτσι άρχισε τον Οκτώβρη του 1995 η εγκατάσταση του Νιάρχου στη Νέα Υόρκη, αλλά πάνω σε αναπηρική καρέκλα, που ελάχιστες φορές εγκατέλειπε προσωρινά, για να κάνει μερικά βήματα με τη βοήθεια νοσοκόμου... Η γραμματέας του πάντοτε δίπλα του με το σημειωματάριο, για να της υπαγορεύει εντολές προς τους γιους του, που κάποιες ήσαν εκτελέσιμες, αλλά μερικές φορές ακατάληπτες... Της υπαγόρευε π.χ.: Προβλέπω εις εγγύς μέλλον λήξη εμπάργκο Ιράκ... Προτείνατε μεταφοράν πετρελαίου... Ή: Προτιμήσατε χτίσιμο σούπερ τάνκερ εις Νότιο Κορέα... Ποιότης σκαφών αρίστη... Κόστος φθηνότερο...

Οι γιοι του έμειναν εμβρόντητοι όταν διαπίστωσαν ότι πραγματικά τα νοτιοκορεάτικα ναυπηγεία εκπληρούσαν τους όρους της σύγχρονης ναυπηγικής και ήσαν φθηνότερα... Για να ικανοποιήσουν το γέρο, ήρθαν οι δυό μεγάλοι δυο γιοι του στη Νέα Υόρκη και τον έβαλαν να υπογράψει για δύο παραγγελίες τάνκερ των 300 χιλιάδων τόνων...

 Μπα σε καλό μου, σκεφτόταν... Τώρα τελευταία, απομακρύνεται η σκέψη μου από τις δουλειές μου, τα παιδιά μου και όλο, καθώς κλείνω τα μάτια, φέρνω στο νου μου τα παλιά... Και κοροϊδεύω τους γύρω μου, τάχα πως θέλω να δω πορνό και Τζέιμς Μποντ, ενώ προσελκύουν το ενδιαφέρον μου ντοκιμαντέρ, να όπως αυτό που βλέπω τούτη τη στιγμή... Ένα πουλάκι με ψιλόλιγνα πόδια, μέσα σε λασπόνερα της Βαϊκάλης, τσιμπολογάει με τη σουβλερή μύτη του ίζημα και ζιζάνια... Εκατοντάδες χιλιάδες είδη του ζωικού βασιλείου γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν χωρίς ποτέ κανένας να πληροφορηθεί την ύπαρξη τους... Και εκατομμύρια εκατομμυρίων άνθρωποι, περνούν από τη ζωή απαρατήρητοι, λάθρα, που λένε... Και ξαφνικά, ένας αδηφάγος αετός γυροφέρνει υπερήφανος πάνω από τις βουνοκορφές, ένα λιοντάρι βρυχάται και τρέμει η ζούγκλα, ένας Νιάρχος μπαίνει στη λίστα των πλουσιότερων ανθρώπων, στην επικυριαρχία της Γης...

Πετώντας εδώ και χρόνια με το ιδιωτικό του τζετ και τα ελικόπτερα, ένιωθε αετός που εξουσίαζε τα ανθρωπάκια-σκουλήκια από ψηλά... Κι όταν έκλεινε μεγάλες συμφωνίες και ναύλους, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη, γυρόφερνε ολομόναχος στο γραφείο του, βρυχώμενος σαν λιοντάρι που μόλις είχε κατασπαράξει τον αντίπαλό του στη ζούγκλα... Δυο και τρεις φορές την ημέρα στεκότανε μπροστά στο χάρτη της Υδρογείου και μετακινούσε τις σημαιούλες που έδειχναν την πορεία των πλοίων και των τάνκερ του σε θάλασσες, ωκεανούς και λιμάνια... Παλιά, είχε ειδικό υπάλληλο για να μετακινεί τα γαλανόλευκα σημαδάκια. Από καιρό, όμως, είχε σταματήσει αυτό το παιγνίδι των πλοίων του στόλου του και σίγουρα αυτή την ευχαρίστηση θα ένιωθαν πια οι γιοι του... Αυτά σκεφτόταν ο στόλαρχος, που κάποτε έλεγε το υποθετικό "αν πεθάνω" και τώρα συνειδητοποιούσε το αμετάκλειτο "θα πεθάνω"...Να πάλι μπροστά του ο καινούργιος, που του αποσυναρμολογούσε τις σκέψεις του: " Τι θέλεις πάλι μπροστά μου", γρύλισε ξεψυχισμένα ο γέρος.

— Διαταγές, σερ, ψέλλισε ο Φελίξ.

— Τι διαταγές και κουραφέξαλα... Τι ζητάω πια από τη ζωή, παρά την πάπια, τη θερμοφόρα, το φάρμακο, τα χάπια μου και να μου αλλάξετε το λερωμένο σώβρακο...

Ήθελε να τον διαβολοστείλει, αλλά μετάνιωσε και του 'γνεψε ν' απομακρυνθεί, να τον αφήσει μόνο με τις σκέψεις του... Ο Σταύρος Λιβανός έλεγε ότι όπως οι αρχιμαφιόζοι είχανε γύρω τους πατριώτες τους Σικελούς, για να ξεσπάνε πάνω τους και να τους βρίζουν ιταλικά, έτσι και οι Έλληνες εφοπλιστές είχαν νησιώτες, για τον ίδιο λόγο... Κι ο Νιάρχος είχε πολλούς Έλληνες γύρω του, για να τους σκυλοβρίζει στη γλώσσα που είχε μάθει στο λιμάνι του Πειραιά, όταν τρύπωνε από μικρός και χάζευε τα βαπόρια, ακούγοντας τις βρισιές των ναυτικών και των λιμενεργατών...

Τους τελευταίους, τότε, δεν τους είχε σε υπόληψη, γιατί ήσαν αχθοφόροι,χαμάληδες, έλεγε ο θείος του Κουμάνταρος, που τρυπούσαν με σουγιά το τσουβάλι για να κλέψουν λίγο σιτάρι... Ενώ οι ναυτικοί ήσαν κοσμογυρισμένοι και διακινούσαν πάνω στις θάλασσες και τους ωκεανούς εμπορεύματα, τα πλούτη της Γης... Αλλά οι ναυτικοί, ακόμη και οι καπετανέοι, δεν ήσαν τίποτα μπροστά στους εφοπλιστές, που καθόριζαν ναύλους, φορτώματα εμπορευμάτων, αγαθών και πετρελαιοειδών από τον Πειραιά, στην Αλεξάνδρεια, στο Άμστερνταμ, στη Νέα Υόρκη, στο Μπουένος Άιρες, στο Χονγκ Κόνγκ... Άκουγε τα ονόματα Γουλανδρής, Εμπειρίκος, Λιβανός και ριγούσε η ραχοκοκαλιά του... Σ' αυτούς τους γίγαντες ήθελε να μοιάσει, στους στολαρχους των ποσταλιών, των φορτηγών και των τάνκερ... Τον τραβούσαν η μυρωδιά των χρωμάτων στη λαμαρίνα, η σκουριά της, το μαζούτ που εισχωρούσε στη μύτη, το σφύριγμα της τσιμινιέρας, ο θόρυβος της μηχανής, αλλά όχι ρομαντικά σαν τους νέους που διάβαζαν Νίκο Καββαδία... Ηδονιζόταν, γιατί το λιμάνι αποτελούσε για το νεαρό Νιάρχο το μέσον του πλουτισμού...

Scan10155

8. Ο κόσμος της χλιδής 

0039004000360035

1. Η χλιδή στο κόσμο της... ο βασιλιάς του κασιτέρου Πατίνο με την χρυσομένη σύζυγό του, πρώην στάρλετ. 2. Το "αεράτο φιλί" της σταρ Μέρλ Όμπερον με την κόμισσα Κρέστι. 3. Η σούπερ σταρ Ρίτα Χέηγουορθ -κυρία Αλι Χαν- με την δούκισσα του Γκλόστερ. 4. Ο ο Νιάρχος με την σύζυγό του Ευγενία Λιβανού.

Ανέκαθεν ο μέγας πλούτος  επιδεικνυόταν σαν τα κουνήματα κονομημένης αγέρωχης πουτάνας. Όπως  στη δεξίωση του Βολιβιανού βασιλιά του κασσίτερου Αντόνορ Πατίνο και της νεώτερής του συζύγου του,  πρώην στάρλετ, σε μιά επίδειξη πλούτου και χλιδής, σαν εκείνες των προπολεμικών μαχαραγιάδων και του Σάχη της Περσίας. Συσσώρευση πλούτου, ομορφιάς, προσωπικοτήτων, ταλέντων... Οι προσκλήσεις είχαν σταλεί τέσσερις μήνες πριν στους φίλους του οικοδεσπότη, που οι γυναίκες τους δεν είχαν στο νού τους τίποτε άλλο, εκτός από τι θα φορέσουν και πως θα παρουσιαστούν στο γκαλά των ευνοουμένων της Γης... Κι ανάμεσα  στις προσωπικότητες  θα τρύπωναν  οι ζιγκολό περιωπής και οι κοσμικές πόρνες, η καυτερή σάλτσα  στη πιατέλα της υψηλής κοινωνίας... Σωματοφύλακες δεν υπήρχαν τότε αλλά όπως πάντα σφουγγοκωλάριοι και ρουφιάνοι... 

 Από την προηγούμενη μέρα της μεγάλης βραδιάς, αλλά και ανήμερα του γκαλά, φτάνανε στο αεροδρόμιο της Λισαβόνας τα ιδιωτικά αεροπλάνα και στο λιμάνι τα κότερα και οι θαλαμηγοί... Τα ξενοδοχεία της παραλίας του Εστορίλ, όλα φημισμένα, να φιλοξενούν, όχι μόνο επώνυμους καλεσμένους, αλλά και μετρ της ραπτικής, κομμωτές και αμπιγιέζ από το Παρίσι, το Λονδίνο, τη Ρώμη, τη Νέα Υόρκη, το Μπουένος Άιρες, το Μοντεβίδεο... Ειδική πτήση κι από το Λος Άντζελες με σταρ του κινηματογράφου και του τραγουδιού... Κι ανάμεσα στα γκλάμουρους ονόματα, ιδιωτικοί ντετέκτιβ, σοφέρ, καμαριέρες... Τότε ήταν που ο Νιάρχος ζήλεψε τον πλούτο και τη χλιδή κι εξομολογήθηκε στον εαυτό του ότι καλώς αγόρασε τα πλοία των θείων στο όνομα του, που αργότερα τους αποζημίωσε, και έκανε τη σερμαγιά για τη μετέπειτα εφοπλιστική του εξόρμηση...

Ο γέρος ταρακουνήθηκε στην πολυθρόνα, άνοιξε τα μάτια, έκανε να ρωτήσει «που βρίσκομαι», αλλά είδε τη νοσοκόμα να του κρατάει το χέρι χαμογελώντας και να τον ρωτάει γλυκά: "Βλέπατε όνειρο, σερ;"

— Αν ήμουν νέος, θα ήταν όνειρο... Έτσι, όμως, που έχω καταντήσει, μόνο εφιάλτες βλέπω...

Έστρεψε το χέρι του κι έπιασε την παλάμη της όμορφης νοσοκόμας, τη χάιδεψε με τα κοκαλιάρικα δάχτυλα του: Θα σου πω, κούκλα μου, τι έβλεπα... Έβλεπα τον εφιάλτη της ομορφιάς που γερνάει και μαραζώνει... Βρισκόμουνα σε ένα χορό

Η νοσοκόμα άκουγε όλα αυτά τα ονόματα και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ένας Νιάρχος της μιλούσε για τις ωραιότερες σταρ του παρελθόντος, που έβλεπε στο «λέιτ σόου» της τηλεόρασης... Θα το ΄λεγε στο φίλο της και στις φιλενάδες της και δεν θα την πίστευαν... Κι ακόμη περισσότερο, με αυτό που της έλεγε τώρα ο μεγαλοεφοπλιστής:  Όλες ήσαν όμορφες, μικρούλα μου... Αλλά κι εσένα, αν σε έστελνα στους αισθητικούς, κομμωτές, μόδιστρους και κοσμηματοπώλες που πήγαιναν εκείνες, φιγουρίνι θα σε κάνανε και όλοι θα ρωτούσαν ποιά είναι αυτή η κουκλάρα...

— Με κολακεύετε, σερ.

— Θα σε κολάκευα, αν ήμουν ακόμη υγιής κι όχι ανήμπορος, για να σε κουτουπώσω στο κρεβάτι...

— Θα γνωρίσατε πολλές ωραίες και διάσημες γυναίκες, σερ.

Ορίστε μας, σκέφτηκε ο γέρος: Δώσε θάρρος στο χωριάτη, να σ' ανέβει στο κρεβάτι... Θα συνέχιζε, όμως, την κουβεντούλα, γιατί έσπαζε τη μονοτονία του... Γι' αυτό δεν τη διαβολόστειλε, αλλά συνέχισε να απαντά στην ερώτηση της, ή μάλλον στον εαυτό του:" Και γνώρισα και απόλαυσα πολλές ωραίες και διάσημεςγυναίκες, μα τι απόμεινε από το δρομέα που κάνει γρήγορη κούρσα και ξεψυχάει πριν το νήμα του τέλους... Σαν κόκοραςτης, που βάτευε σαν αστραπή τις κότες, χωρίς να ξέρει ότι θα καταντούσε γυμνολαίμης και ξεπουπουλιασμένος, μπαίγνιοτου κοτετσιού...

— Μου λέγατε, σερ, για κάποιο χορό με όμορφες ντάμες και κοψψούς καβαλιέρους... Ένας από αυτούς θα είσαστε κι εσείς, σερ... Να, λοιπόν, που δεν ήταν εφιάλτης, αλλά όνειρο με όμορφες αναμνήσεις...

— Βλακείες... Ένα στημένο σκηνικό, ένα μαυριτανικό περίπτερο για χίλιους καλεσμένους του βασιλιά του κασσίτερου,που μετά τη φιέστα το αποσυναρμολόγησαν... Μυρωδιές αρωμάτων και καπνού τσιγάρου και πούρου, που σκέπαζαν τη θηλυκότητα και τη βαρβατίλα, γιατί μετά τη γιορτή όλες κι όλοιστο σεξ θα καταλήγανε, με την όρεξη τους ή με την ανορεξίατους, με τη θέληση τους ή επί πληρωμή... Οι κροίσοι και οι γέροι με τα λεφτά τους και τα κερατά τους και οι πλέι μπόι με ό,τι διαθέτανε στα σώβρακα τους... Μην κάνεις πως δεν σου αρέσουν αυτά που λέω, γιατί κι εσύ θα ήθελες για σύζυγο ένα λεφτά, έστω και γέρο και για εραστή ένα κοτσονάτο νέο...

Ο στόλαρχος άφησε το χεράκι της νοσοκόμας κι έγειρε πίσω... Ξανακοιμότανε, ξανάμπαινε στο όνειρο του... Το απέραντο από πράσινο μάρμαρο μπαρ, τα κοραλένια κόκκινα μεταξωτά χαλιά, οι κρυστάλλινοι καθρέπτες, ο φανταχτερός διάκοσμος και μέσα σε όλο αυτό το κιτς, πίνακες διάσημων καλλιτεχνών... Πανάκριβη παρακαταθήκη φτωχών ζωγράφων που πεινούσαν και έδιναν τα έργα τους για ένα κομμάτι ψωμί... Και θησαύρισαν μετά το θάνατο τους οι γκαλερίστες... Και τους απολαμβάνουν στα μέγαρα τους οι πλούσιοι συλλέκτες... Ο μπάτλερ κρυφάκουγε αυτά που διηγείτο ο γέρος στη νοσοκόμα κι όταν διαπίστωσε ότι το αφεντικό του ροχάλιζε, σκέφτηκε ότι τα χλιδάτα πάρτι τύπου νοτιοαμερικάνικης φιέστας μοιάζανε με γύφτικα πανηγύρια. Κι ας ήσαν φορτωμένα από χρυσό, ελεφαντόδοντο και πολύτιμους λίθους στους λαιμούς και στα χέρια των κυριών με τις έξωμες τουαλέτες... Πολύ αργότερα ο Ωνάσης και ο Νιάρχος σνομπάρανε αυτό το συρφετό των γαλαζοαίματων και των νεόπλουτων και, επιλέγοντας μονάδες της πολιτικής, του πλούτου, της ομορφιάς, των ταλέντων, τις φέρνανε με τα ιδιωτικά τους τζετ στη «Χριστίνα» και στην «Κρεολή» κι οι παπαράτσι τους βλέπανε με τηλεφακούς...

Ο Τομ χώθηκε βαθιά στον καναπέ κι έγνεψε στη νοσοκόμα να τον σκουντήσει αν έβλεπε να ξυπνάει το αφεντικό... Η κοπέλα κούνησε καταφατικά το καλοχτενισμένο κεφαλάκι της κι άρχισε να σκέφτεται τα δικά της... Απορούσε με τον μπάτλερ, που, αν και έδειχνε ακόμη κοτσονάτος, ποτέ δεν έκανε μπανιστήρι στα μπουτάκια της, που τόσο έντεχνα μόστραρε , για να εξασφαλίσει κανένα δωράκι του... Οι βάρδιες το κουτσομπόλευαν η μια με την άλλη ότι ο Τομ ήταν ένα ουδέτερο και ανέκφραστο ον, χωρίς συναισθήματα χαράς, ευχαρίστησης, λύπης ή κι ακόμη αηδίας, όταν βοηθούσε στο ξεσκάτωμα του γέρου... Ο Θωμάς, που όλοι τον ήξεραν ως Τομ, είχε τεντωμένο το ένα αυτί, μήπως ξυπνήσει ο σερ, αλλά το μυαλό του δούλευε... Αναρωτιόταν αν θα έκανε καλά να βγει στη σύνταξη, όπως είχε αποφασίσει, επικαλούμενος σοβαρούς λόγους υγείας ή μήπως έπρεπε να μείνει ως το τέλος, ώσπου να βγει η ψυχή του δικού του ψυχοβγάλτη... Ό,τι και να αποφάσιζε, όμως, μετά θα αποσυρόταν, για να επεξεργαστεί τα αποκόμματα που είχε συγκεντρώσει από εφημερίδες και περιοδικά και μαζί με τις δικές του εμπειρίες, να έγραφε ένα βιβλίο για τους «Χρυσούς Έλληνες» και κυρίως για το Μεγάλο Αφεντικό του... Είχε επηρεαστεί από την ταινία του Άντονι Χόπκινς στο ρόλο του αγγλοσάξονα μπάτλερ και ονειρευόταν να γράψει για τον «όμορφο κόσμο» και το «σμαρτ σετ» της δεκαετίας του 50 ως το «τζετ σετ» του 60... Μισάνοιξε το ένα μάτι, είδε το αφεντικό του να κοιμάται του καλού καιρού και συνέχισε να αναπολεί το μαγικό, αλλά και στριφνό κόσμο των μεγιστάνων, κροίσων και γαλαζοαίματων, που είχε σερβίρει την παλιά υπέροχη εποχή, κοντά στο στόλαρχο, στα πάρτι, στις δεξιώσεις και στις κρουαζιέρες του, τότε που πασχίζανε να τους καλέσει κοσμικογράφοι, καλλονές, καλλιτέχνες... Κι από κοντά οι μετρ της ραπτικής, οι κομμωτές, οι αισθητικοί, οι πλασαδόροι και οι κωλογλείφτες της λεγόμενης «χάι σοσάιετι», τσιμπούρια που κολλάνε σε σκύλες ράτσας, είχε ακούσει να σχολιάζει ο σερ... Ο Τομ σχεδίαζε στη σκέψη του τα κεφάλαια του βιβλίου του, που θα περιείχε αποφθέγματα αριστοκρατών από τα γεννοφάσκια τους... Να, παράδειγμα, ο κόμης Λανφράνκο Ρασπόνι, που έγραφε ότι οι γυναίκες του «σμαρτ σετ» φιλιούνται στον αέρα, για να μη χαλάσουν το μακιγιάζ τους και οι άντρες, μόλις αγγίζουν το μάγουλο μιας κυρίας, ακόμη και στενής φίλης τους, κοιτάζοντας μάλιστα στον αέρα, χωρίς κανένα αίσθημα και πάθος, για να μην παρεξηγηθούν... Θα βάλω και τα δικά μου: Μαριονέτες στο σαλόνι, παθιασμένοι στο κρεβάτι... Βρήκα και τον τίτλο αυτού του κεφαλαίου, ενθουσιάστηκε ο Τομ: Σαλόνι και κρεβατοκάμαρα...

 Ήδη είχε συγκεντρώσει αποκόμματα και φωτογραφίες, από κοσμικές στήλες, που έδειχναν να φιλιούνται σαν κολόνες από πάγο η Μπεγκούμ Αγά Χαν, η Ρίτα Αλί Χαν, γνωστότερη ως Ρίτα Χέιγουορθ,η κόμισσα Κρέσπι, η Ευγενία και η Αθηνά Λιβανού, η πριγκίπισσα Φον Χοχενλόε, οι κυρίες Ανιέλι και Ρότσιλντ και άλλες της αριστοκρατίας. Με κλειστά μάτια έξυσε το σαγόνι του και εμπνεύστηκε ένα άλλο κεφάλαιο: Ποιοί έμπαιναν σ' αυτό τον κλειστό μαγικό κόσμο των very important person; Για να χαρακτηριστεί κάποιος VIP , έπρεπε, αν δεν ήταν γαλαζοαίματος, να διακρίνεται στην τσέπη και να ελέγχει μεταφορές σε γη, αέρα και θάλασσα, να είναι μεγαλοβιομήχανος, μεγαλοτραπεζίτης, μεγαλοεκδότης ή διάσημος επιστήμονας ή καλλιτέχνης. Ο μπάτλερ άνοιξε τα μάτια κι έβγαλε από το ντοσιέ του ένα πολύτιμο κατάλογο. Θα του χρησίμευε στο βιβλίο του.

Το ημερολόγιο των vips (1969)

Ιανουάριος: Ετήσιος χορός, στην ιταλική Κορτίνα, των Φίρστενμπεργκ. Χειμερινά σπορ στο Σ. Μόριτς. Ταξίδι στην Τύνιδα και σαφάρι στην Κένια. Φεβρουάριος: Οι γεροντότεροι βρίσκονται ακόμη στο Ιγκλ κλαμπ του Σ. Μόριτς ή στο Κινγκς της Κορτίνα. Οι νεότεροι ετοιμάζονται για το καρναβάλι του Ρίο και δύο εκατοντάδες καλεσμένοι θα πάνε στο χορό που θα δώσει, στο Ακαπούλκο, η σταρ του Χόλιγουντ Μερλ Όμπερον με το βιομήχανο σύζυγο της Μπρούνο Παλιάι. Μάρτιος - Απρίλιος: Μήνες χωρίς ομαδικές συγκεντρώσεις, πλην εκείνων με επίσημο ένδυμα: Απονομή των Όσκαρ και Φεστιβάλ Κανών, για κείνους που αγαπούν τον κινηματογράφο και τις στάρλετ... Μάιος: Για τους παρατρεχάμενους των γραμμάτων, η απονομή των βραβείων λογοτεχνίας. Για τους νεότερους το Γκραν Πρι του Μόντε Κάρλο και για τους φιγουρατζήδες το Αεροναυτικό Σαλόνι των Παρισίων. Ιούνιος: Κουραστικός μήνας: 5 του μηνός, το ντέρμπι στο Δουβλίνο και την επομένη, ο χορός της παραδοσιακής οικογένειας ζυθοποιών Γκίνες. Στις 15, στο Παρίσι, ο χορός του Καρίμ Χαν στο Πρε Καταλάν του δάσους της Βουλώνης. Στις 23 αρχίζει η σεζόν Μπαλέτου στη Φλωρεντία. Επιστροφή στο Παρίσι για το χορό του Ρότσιλντ. Τέλη του μηνός, το Γκραν Πρι του Άσκοτ στο Λονδίνο και το Φεστιβάλ των δύο Κόσμων στο Σπολέτο. Ιούλιος: Κοσμικοί και κουλτουριάρηδες θα συναντηθούν στο βραβείο γραμμάτων Στρέγκα, για να φύγουν βιαστικοί για το Λονδίνο, όπου αρχίζει το τενιστικό Ουίμπλετον. Μετά, κάποιοι θα πάνε στο Ζουάν λε Πιν, για το διεθνές φεστιβάλ τζαζ. Αύγουστος: Ο πλούτος, η ομορφιά και η τέχνη, επί υψηλού επιπέδου, αυλακώνει με κότερα και θαλαμηγούς τη θάλασσα. Ελάχιστοι τυχεροί όμως έχουν καταφέρει να προσκληθούν στη «Χριστίνα» και στην «Κρεολή» ή στο Σκορπιό και στη Σπετσοπούλα του Ωνάση και του Νιάρχου, όπου παραμονεύουν νύχτα μέρα οι παπαράτσι. Οι υπόλοιποι θα παρηγορηθούν με μια πρόσκληση στο χορό του Αλί Χαν, στο Πόρτο Ροτόντο. Σεπτέμβριος: Ο χορός, κυρίως των γαλαζοαίματων, του δούκα του Κασάνο στη Νεάπολι και του Σικόνια στη Βενετία, όπου και το Φεστιβάλ. Αλλά πολλοί εκλιπαρούν μια πρόσκληση για το χορό του Αντόνορ Πατίνο, βασιλιά του κασσιτέρου, στο Εστορίλ. Είναι και η παραδοσιακή Έκθεση των Αρχαιοπωλών στη Φλωρεντία. Οκτώβριος: Την πρώτη Κυριακή του μηνός, γίνεται η μεγάλη ιπποδρομία τουΑρκ ντε Τριόμφ στο Παρίσι. Αμέσως μετά, αρχίζει η αμερικανική περίοδος, πέρα από τον Ατλαντικό, με τους χορούς των Κένεντι, των Ροκφέλερ, των Βάντερμπιλτ... Νοέμβριος - Δεκέμβριος: Καλλιτεχνικές εκθέσεις και πλειστηριασμοί'στου Σόθμπι για χριστουγεννιάτικα δώρα. Για τους φίλους της όπερας, Ρώμη και το κλου η Σκάλα του Μιλάνου.

Ο πεπειραμένος μπάτλερ, που είχε γνωρίσει και σερβίρει επώνυμους και διάσημους του κλειστού κυκλώματος, αναρωτιόταν αν οι περισσότεροι απ΄ αυτούς τους «νομάδες» του πλούτου και της αίγλης ήσαν άξιοι του χαρακτηρισμού μέλη του «σμαρτ σετ» ή απλώς ανήκαν σε μια «ντόλτσε βίτα», που θύμιζε εφησυχάζοντες στα ανάκλιντρα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που έσβηνε... Είχε βρει κι ένα απόκομμα παλιού περιοδικού, που έκανε χιούμορ... Ο δημοσιογράφος ζητούσε από επώνυμους να του πουν μερικούς vips της ιστορίας και εκείνοι του είχαν αναφέρει τους: Δία, Αφροδίτη, Άδωνι, Ελένη, Πάρι και Έκτορα της Τροίας, Πλάτωνα, Αλκιβιάδη, Αντώνιο και Κλεοπάτρα, Ραφαήλ, Λεονάρντο ντα Βίντσι, Ντ' Ανούντσιο, Όσκαρ Ουάιλντ, Αλφρέντ ντε Μισέ και Γεωργία Σάνδη, Ρενουάρ, Προύστ, Σταντάλ, ακόμη και τον Αθω των Τριών Σωματοφυλάκων και τον Κόμη Μοντεκρίστο... Θυμόταν ο Τομ ότι ο στόλαρχος, όταν είχε δει αυτό το γραφτό, το είχε χλευάσει και είχε πει: Κουταμάρες... Ο Άδωνις, ο Πάρις, ο Αλκιβιάδης δεν ήσαν νips της εποχής τους, αλλά πλέι μπόι και τεκνά...

Ο Νιάρχος ούτε ήθελε να ακούσει για τα μαντρόσκυλα και τους κεραμιδόγατους, που τριγυρίζανε τις λυσσασμένες σκύλες και γάτες του πλούτου, της ομορφιάς και της τέχνης, όπως ήσαν η Μπάρμπαρα Χάτον, η Μπριζίτ Μπαρντό, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η πριγκίπισσα Μαργαρίτα και τελευταία η Καρολίνα του Μονακό... Ο Τομ είχε οτις σημειώσεις του πολλές τέτοιες, με ακόμη περισσότερες λεπτομέρειες: Η ώριμη Σάρα Τσόρτσιλ, ανιψιά του Πατέρα της Νίκης, που είχε παντρευτεί τον δικό μας Θόδωρο Ρουμπάνη, αφού είχε ξεπετάξει ο Έλληνας πλέι μπόι τη Ζαν Μορό... Ο Σασά Ντιστέλ, που έκανε καριέρα λόγω Μπριζίτ Μπαρντό... Άλλος δικός μας, ο Τεό Σαγκαπό, παρακατιανός αυτός, που τον παντρεύτηκε η ανυπέρβλητη ως φωνή, αλλά αξιολύπητη ως γυναίκα, η Εντίθ Πιάφ... Κι άλλος «Έλληνας θεός», όπως τον αποκάλεσε η Άννα Μανιάνι, όταν τον είδε, ο Φοίβος Ραζής, που είχε πλαντάξει μαζί του η πολυεκατομμυριούχα Νάνσι Ντιπρέ και οι Ζαν Κοκτό και Ζαν Μαρέ τον είχαν ανακηρύξει τον ωραιότερο άντρα που είδαν ποτέ. Υπήρχαν όμως και οι ματσωμένοι κεραμιδόγατοι, όπως ο Πορφίριο Ρουμπιρόζα, μέγας προικοθήρας, ο Αλί Χαν, ο Γκούντερ Ζακς, ο Ρεϊνάλντο Χερέρα (η πραγματική αιτία, για να χωρίσει η Τίνα από τον Ωνάση) και φυσικά οι Ωνάσης και Νιάρχος, που όποια γούσταραν την έφερναν με τζετ σετ και ελικόπτερο στη θαλαμηγό τους... Τα σκεφτόταν όλα αυτά ο υποτακτικός του στόλαρχου, που κάθε τόσο μισάνοιγε τα βλέφαρα του, για να είναι έτοιμος να εκτελέσει τις εντολές του κροίσου, που ονειρευότανε να βγάλει στη δημοσιότητα το βίο και τα κατορθώματα του. 


HopcinsAristos1OnasLA

Και ο Ωνάσης ήταν κοσμικός, αλλά τον ευατό του τον εύρισκε στο λαικό γλέντι, που απεχθανόταν ο Νιάρχος... 1. ο Ωνάσης ην εποχή του πολέμου στο Χόλιγουντ, με την εξαδέλφη του Νιάρχου Αγλαία Κουμάνταρου και την ηθοποιό Μύριαμ Χόπκινς 2. προσέρχεται σε δεξίωση 3. με τον πολιτικό Χάμφρευ, την Μαρία Κάλλας, την Εύα Γκάμπορ, τον Κάρυ Γκραντ.

9. CHANEL No 5

555515253

  Εκείνο  το  πρωινό  ο  γέρος  ξύπνησε κάπως ευδιάθετος... Η  νοσοκόμα  μοσχοβολούσε  άρωμα. — Σανέλ, νάμπερ φάιβ; τη ρώτησε. — Μάλιστα, σερ, απάντησε φοβισμένη, γιατί είχε βρει το μπουκαλάκι στο λουτρό που χρησιμοποιούσαν παλιά οι καλεσμένες του Νιάρχου... Ο γέρος,  που  θαμπόβλεπε, άρχισε  να  βλέπει  πεντακάθαρα  το  παρελθόν... << Τι μου θυμίζεις>>, ψιθύρισε κι έκλεισε τα μάτια. Η νοσοκόμα ευχήθηκε ν' αρχίσει να τη χαϊδεύει, γιατί όσο σίχαμα κι αν ήταν, δεν έπαυε να είναι ένας ζάπλουτος, που όχι μόνο μπορεί να της έκανε δωράκια, αλλά να τη θυμότανε και στη διαθήκη του... Εξακολουθούσε να της κρατάει το χέρι και γερτός στη πολυθρόνα, έφερνε στο νου του γυναίκες που είχε απολαύσει... Ανώνυμες μπουρδελιάρες στα Βούρλα και μπαργούμεν στην Τρούμπα, επώνυμες των σαλονιών... Ο γέρος δεν είχε πια ορμές, ούτε πόθους και ξαφνικά το μυαλό του πήρε ανάποδες στροφές... Πουφ, έκανε, σαν να έβγαζε δύσοσμο καπνό... Γυναίκες, σκέφτηκε... Όλες τους κρύβουνε στα σκέλια τους το βρομερότερο περιουσιακό τους στοιχείο, πύλη εξόδου ζωής, αλλά και ακαθαρσίας, πύλη ανείπωτης γλύκας, αλλά και θανατηφόρας απόλαυσης... Ο γέρος εξακολουθούσε να αλέθει στο μυαλό του ότι αηδιαστικό του 'ρχότανε εκείνη τη στιγμή στη σκέψη... Ξεβρακωσιά, αγκομαχητά ηδονής, αλλά και υποκρισίας, με το δυστυχή εραστή να είναι υποχρεωμένος να συσσωρεύσει το καυτό του αίμα και να αδειάσει τη ραχοκοκαλιά του, ενώ η ερωμένη μπορεί και να υποκρίνεται... Σε τίποτα, μα απολύτως τίποτα, δεν διέφεραν ο θεατρινισμός της πόρνης και της εφοπλίστριας... Σε τίποτα, καριόλες γυναίκες... Του ξανάρθε στα ρουθούνια το άρωμα Σανέλ νάμπερ φάιβ... Ο γέρος έφερνε στη σκέψη του μια απέραντη απαστράπτουσα αίθουσα με πολυελαίους και καθρέφτες, λουλούδια, αντίκες, τάπητες, μάρμαρο... Ένα μακρύ απέραντο μπαρ με γκαρσόνια και στην άλλη πλευρά, μετά την πίστα, δυο ορχήστρες, μια ευρωπαϊκή, μια κουβανέζικη και τραπέζια με κηροπήγια και ανθοδοχεία... Και καβαλιέροι με σμόκιν, ντάμες με τουαλέτες... Γυναικομάνι, νέο και ηλικιωμένο, ομορφιά κι΄ασχήμια, φορτωμένο χρυσαφικό και διαμαντικό, ν΄ αποπνέει λογιών λογιών μυρωδιές... Η μουσική απαλή, χάιδευε την ακοή, οι ντελικάτες ντάμες με μεθυστικά αρώματα, όχι μόνο Σανέλ, αλλά και Τζόι και Πατού, ερέθιζαν την όσφρηση...

Είχε ξεκουτιάνει, μπέρδευε το απώτατο παρελθόν με τι παρόν,την αίθουσα χορού με το καθιστικό, καθώς η νοσοκόμα εξακολουθούσε να του κρατάει την αποξηραμένη παλάμη... Έκλεινε τα μάτια κι έβλεπε τον εαυτό του στο παρελθόν, στους τεράστιους καθρέπτες της αίθουσας... Ήταν ο ανερχόμενος εφοπλιστής, ο καβαλιέρος που οδηγούσε την ντάμα του από την πίστα στην γκαρσονιέρα του τα πρώτα χρόνια, στα μέγαρα του, στη θαλαμηγό του, στο ιδιόκτητο νησί του, μετά... Κάθε φορά που ρχότανε ο ράφτης του από το Παρίσι, έφευγε με παραγγελίες ντουζίνες κοστουμιών... Για το γραφείο, τις συσκέψεις, το πρωινό, το γεύμα, το δείπνο, το κοκτέιλ, τις δεξιώσεις, τη θαλαμηγό, την εξοχή, το κυνήγι, τις χιονοδρομίες, το τένις, την ιππασία... Του γαργαλούσε τη μύτη το Σανέλ νάμπερ φάιβ... Αλήθεια, ο ίδιος τί έβαζε εκείνη την εποχή; Μπορούσε να το ξεχάσει; Ποτέ! Χαβί ρούζ του Γκερλέν! Τράβηξε αδύναμα την παλάμη του από το χεράκι της νοσοκόμας, έγειρε πίσω κι εκείνη αποτραβήχτηκε στη θέση της...

— Τομ, βρε Τομ, ψιθύρισε... Πολύ αργεί εκείνο το ελιξίριο, γι' αυτό φέρε μου λίγο νέκταρ να βρέξω τα χείλη μου, πουξεραθήκανε...

— Μάλιστα, κύριε, το ηδύποτό σας...

— Ώστε εδώ είσαι;

— Για πάντα, κύριε Σταύρο, δεν θα σας εγκαταλείψω ποτέ.

«Θα σας εγκαταλείψω όλους εγώ», σκέφτηκε ο γέρος, καθώς ο παλιός μπάτλερ έφτιαχνε τη δόση κι ο νέος τόλμησε να σκύψει και να του ψιθυρίσει «ξέρετε, κύριε Τομ, ο γιατρός μου είπε ούτε γουλιά ποτό στον σερ» ... Ο Τομ τον αγριοκοίταξε κι έμεινε με το δίσκο στο χέρι, γιατί ο Μεγάλος ροχάλιζε... Διέταξε με ένα νεύμα τον Φελίξ να καθίσει στον καναπέ: «Αν ξυπνήσει, να με φωνάξεις», είπε σιγά και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο του... Κάθισε στο γραφειάκι του και για μια ακόμη φορά έβγαλε από το συρτάρι τα ντοσιέ του... Τον δυσκόλευε, τον μπέρδευε όλο αυτό το υλικό και δεν ήξερε από που ν' αρχίσει και που να τελειώσει... Βρήκε μια σημείωση του εκδότη του: «Μπλέξε όλους τους μεγαλοεφοπλιστες και παρουσίασε τους σκληρούς και βίαιους, όχι μόνο στις δουλειές τους, αλλά σε όλες τους τις εκδηλώσεις και κυρίως με τις γυναίκες... Παρομοίασε τους με θαλάσσια κήτη που βουτάνε σε ανήλιαγα βάθη, εκεί που δεν φτάνουν τα αφρόψαρα... Ανέλκυσε την απληστία, τον ακόρεστο πόθο τους για πλούτο και ηδονή, σε μεγέθη που εντυπωσιάζουν τα αφρόψαρα - αναγνώστες...» Τέτοιο είδος βιβλίο αποκλείεται να γράψω, είχε απαντήσει στον εκδότη κι εκείνος τον συμβούλεψε: «Τότε μην παιδεύεσαι άδικα, γιατί ούτε δημοσιογράφος, ούτε συγγραφέας είσαι... Το μόνο που μπορείς να προσφέρεις είναι κουτσομπολιό και καυτές ερωτικές σκηνές εκείνων των κροίσων, που υπηρέτησες και γνώρισες από κοντά»... Καλό σκυλόψαρο είσαι κι εσύ, που θέλεις να κατασπαράξεις τα θύματα σου, έκανε να του πει, αλλά προτίμησε να μουρμουρίσει: «Καλά, θα προσπαθήσω». Ο Τομ, όμως, δεν παράτησε την προσπάθεια του κι άρχισε να ταξινομεί το υλικό του, κατά κεφάλαια κι ίσως αργότερα να εύρισκε άλλο σοβαρότερο εκδότη...

Ο Τομ είχε καταλάβει από το Σεν Μόριτς ότι ο Μεγάλος ξαναθυμότανε σαν κινηματογραφική ταινία τη ζωή του κι όχι μόνο στο ξύπνιο του, αλλά και στον ύπνο του... Και τι δεν θα 'δινε ένας μεγάλος εκδοτικός οίκος, αν μπορούσε να τοποθετήσει ένα μηχάνημα στο κεφάλι του Νιάρχου, που να μπορεί να καταγράφει τις αναμνήσεις και τις σκέψεις του... Αυτό θα αποτελούσε μια συνταρακτική αυτοβιογραφία κι όχι φανταστική που θα επιχειρούσαν μετά το θάνατο του να γράψουν κάποιοι.

Πραγματικά ο Σταύρος Νιάρχος, τόσο τελευταία στην Ελβετία, όσο και τώρα στην Αμερική, έφερνε διαρκώς στη σκέψη του συμβάντα από το παρελθόν... Τίποτα καινούριο δεν τον ενδιέφερε πλέον, ποιόν, αυτόν τον δαιμόνιο και προχωρημένο εφοπλιστή και επιχειρηματία, που οι ρηξικέλευθες αποφάσεις του χάραζαν νέους δρόμους, που οι άλλοι εφοπλιστές ακολουθούσαν μετά... Κι όμως, μέσα στο βραχυκυκλωμένο από το χρόνο μυαλό του, έκανε και ορισμένες σκέψεις, που πηγάζανε από κάποιες εκπομπές της γαλλικής τηλεόρασης, με πνευματικούς ανθρώπους... Φώναζε, λοιπόν, τον Τομ και του υπαγόρευε: "Το καταραμένο κομπιούτερ, που έχω στο γραφείο μου, συγκεντρώνει το έργο μου, τον πλούτο μου, αλλά εξουδετερώνει την ατομικότητα μου, τις μεμονωμένες ιδέες μου..." Γράφε, Τομ: "Η νέα τεχνολογία δημιουργεί καινούριους μηχανισμούς, που εξαφανίζουν την ελευθερία και τη βούληση του ατόμου..." Γράφε, Τομ: "Η μετριότητα των media αποσυναρμολογεί και αποπροσανατολίζει τα ταλέντα και τα κατεβάζει από τα ύψη του πνεύματος στον πάτο του λαϊκισμού." Γράφε, Τομ: "Το καινούριο σύστημα καταβροχθίζει τα εκλεκτά παιδιά του και ξερνάει στη δημοσιογραφία, στην τέχνη, στην πολιτική - παντού - τα σκάρτα..."

Ο Τομ ξεθαρεύοντας, τον διέκοπτε και ρωτούσε: " Αυτά είναι σκέψεις, γιατί δεν μου υπαγορεύετε γεγονότα της ζωής σας;" Ο γέρος τον κοίταζε με υποψία, έτοιμος να εκραγεί, γιατί ο υποτακτικός του δεν τον είχε προσφωνήσει σερ, αλλά δεν είχε άλλον να του αποκαλύψει αυτό που κατέτρωγε τα σωθικά του και είχε αρνηθεί να το εκμυστηρευθεί ακόμη και στον αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο, που είχε σπεύσει να τον εξομολογήσει και να τον μεταλάβει... Δίσταζε, αλλά έπρεπε να μιλήσει σε κάποιον, να του φύγει το βάρος που ένιωθε μέσα του, αφού ακόμη και τα παιδιά του δεν τον έπαιρναν πια στα σοβαρά. Ή μήπως δεν καταλάβαινε ότι κι η πιστή του γραμματέας βαριότανε τις φλυαρίες ενός ετοιμοθάνατου γέρου... Γι' αυτό ρωτούσε τον Τομ:

— Δεν μου λες, Άγγελε μου ή Διάβολε μου, εσύ μόνο ξέρεις τι είσαι, μήπως κρατιέμαι στη ζωή, για να ξεκαθαρίσω μερικές πράξεις μου, για τις οποίες με έχουν κατηγορήσει αυτά τα μερμηγκάκια, οι άνθρωποι; Λες να μην έκανα σωστά που αρνήθηκα να εξομολογηθώ στον παπά που ήρθε, μυρίζοντας λιβάνι, αλλά και κολόνια, τις αμαρτίες μου; Ποιός ρε- αγρίεψε ο γέρος- να εξομολογηθεί και σε ποιούς θεομπαίχτες και ισουίτες; Εγώ που βλέπεις, μια ολόκληρη ζωή δεν έδωσα λόγο σε κανένα, γιατί δεν φοβήθηκα ποτέ κανένα... Ούτε κυβερνήσεις, ούτε κρατικά όργανα, ούτε νόμους... Μόνο τώρα φοβάμαι τον ξεπεσμό μου... Κατάντησα άβουλο κι αδύναμο γεροντάκι στα χέρια των γιατρών κι όλων αυτών των υποτακτικών που κουμαντάρουν τη ζωή μου, από το κρεβάτι ως την καμπινέ... Μου πιάνουν το σφυγμό, μου βάζουν θερμόμετρο και πιεσόμετρο, μου δίνουν να καταπίνω χούφτες χάπια, μου τρυπάνε τις φλέβες, τα μπράτσα και τον πισινό με βελόνες... Και με παραμονεύουν με μια πλαστική φιάλη, για να μου αρμέξουν το κάτουρο, όταν με πιάνει ο πόνος... Το χειρότερο όμως είναι ότι με έχουν σαν παράλυτο, πάνω στην πολυθρόνα... Μαρία, κόρη μου, που είσαι... Θέλω να με πας βόλτα στο πάρκο...

Πέρα από τα κρυστάλλινα παράθυρα, απλωνόταν το Σέντραλ Πάρκ, χωνευτήρι λαών, φυλών, χρωμάτων, της μεσαίας και κατώτερης τάξης του Μανχάταν. Είχε να πάει εκεί ο Νιάρχος από τα τέλη της δεκαετίας του 40, όταν ήταν ακόμη μικροεφοπλιστής και, καθισμένος σ΄ένα μπαρ της Πέμπτης Λεωφόρου, κατάφατσα στο Πάρκο, έκανε μεγάλα όνειρα... Ν' αποκτήσει Λίμπερτι, τάνκερ, σαλέ στις Άλπεις και θαλαμηγό με θεώρατα πανιά ... ΄Ενα απόγεμα, ξαφνικά, είχαν γεμίσει τον ουρανό χιλιάδες αναστατωμένοι γλάροι που κρούζανε κι΄ο μπάρμαν είπε "σημάδι θανάτου..."."Σημάδι χωρισμού", μουρμούρισε αυτός... Τότε, δεν είχε πάρει ακόμη διαζύγιο από τη Μέλπω, που τώρα ήξερε ότι έμενε λίγα τετράγωνα πιο κάτω... Σε ένα ρετιρέ στους 69 Δρόμους ανατολικά... Η σκρόφα, ούτε ένα τηλέφωνο δεν μου έκανε - σκεφτόταν ο γέρος - να μάθει πως είμαι, αν ζω ή αν κοντεύω να πεθάνω...

Αθήνα 1938... Η Μελπομένη Κάππαρη είναι 26 χρονών, χήρα του διπλωμάτη Π. Αλεξανδρόπουλου, που είχε πεθάνει από πνευμονία στη Βιέννη, όπου υπηρετούσε. Είναι κόρη της Αργυρής και του Αλέξανδρου Κάππαρη, από εύπορη οικογένεια καραβοκύρηδων της Σύρου. Ο αδελφός της Αμβρόσιος -Άμπη τον φωνάζουν- εργάζεται στην Τράπεζα Ελλάδος κι όταν γνωρίζεται με το Νιάρχο, εκείνος αναρωτιέται γιατί

-Απλώς είμαι ιδιοκτήτης καθαροαίμων, γιατί τα παιδιά μου αγαπάνε τα άλογα  " Εσύ, Μέλπω, τί γνώμη έχεις; " ρωτάει ο Σταύρος την αδελφή του φίλου του. " Όλα είναι τυχερά", του απαντάει η κομψή μελαχρινή χήρα κι εκείνος πιάνεται από τα μάτια της και δεν θέλει να ξεκολλήσει από το βλέμμα της, που τον περιεργάζεται με ενδιαφέρον. Ο Νιάρχος δεν ήταν ψηλός, αλλά είχε τη ματιά του αετού και τη σβελτάδα του αιλουροειδούς και μπορούσε να γοητεύσει μια όμορφη γυναίκα, που πριν προλάβει να χαρεί τη ζωή της στα διπλωματικά σαλόνια, έχασε τον άντρα της. Ήταν περιζήτητη στον κλειστό χώρο της υψηλής κοινωνίας της Αθήνας και κάποιες φορές ο 29χρονος Νιάρχος διαπίστωνε ότι δεν είχε αυτός τις γνωριμίες και τις μεγάλες σχέσεις της Μέλπως και του Άμπη και δεν τον καλούσαν σε κάποια αρχοντικά που πήγαιναν τα δυο αδέλφια. Ώσπου η όμορφη χήρα τον έχρισε επίσημο καβαλιέρο της και σύντομα σύζυγο της... Χοροπηδούσε ο εις δεύτερο γάμο γαμπρός, τρισευτυχισμένος, γιατί είχε αποκτήσει μια σύζυγο αντάξια ενός μέλλοντα εφοπλιστή, που τον έμπασε στην υψηλή κοινωνία, στα χλιδάτα σαλόνια και στο Γιοτινγκ Κλαμπ! Η αλευρόσκονη από τους μύλους των μπαρμπάδων του είχε φύγει πια από τα ρουθούνια του κι αισθανόταν την αρμύρα της θάλασσας να την εισπνέει βαθιά, ως τα αχαλίνωτα όνειρα του...

Η ματιά του γέρου αιχμαλωτίστηκε από τους γλάρους που γυρόφερναν πάνω από τους ουρανοξύστες, ανήσυχοι και τρομαγμένοι... Ένας τους ξέκοψε από τους άλλους, γυρόφερε μιά-δυό φορές στο παράθυρο - κάδρο, σίγουρα τον περιγελούσε γιατί όταν είχε διαβάσει για τον γλάρο Ιωνάθαν,είχε σχολιάσει ότι οι γλάροι δεν αξίζουν να γίνουν βιβλίο γιατί πετάνε πίσω από τα αποφάγια των βαποριών... Ρε, λες, μα περιμένει το κουφάρι μου μόλις το πετάξουν στη θάλασσα, προσπάθησε να κάνει χιούμορ, αλλά ήταν τόσο μακάβριο που ανατρίχιασε... Όπως το 1946, στο τέλος του μεγάλου πολέμου, που καθώς τα γλαροπούλια έκραζαν στη παραλία του Λονγκ Άιλαντ, ζήτησε από τη Μέλπω να του δώσει διαζύγιο κι΄εκείνη του είπε "μου παρίστανες τον χρυσαετό, αλλά είσαι γλάρος...". Φουρτούνα αποχωρισμού τότε, τσουνάμι θανάτου τώρα προμηνυόταν... Καταραμένη Νέα Υόρκη - μουρμούρισε - γιατί σ' αυτή τη πόλη είχε περάσει της ψυχής του το τάραχο... Εδώ δεν του έδιναν τα Λίμπερτι που ήθελε, εδώ ο Ωνάσης του έφαγε μέσα από τα χέρια την Αθηνά Λιβανού, εδώ τον παίδεψε η Μέλπω ώσπου να του δώσει διαζύγιο, εδώ του έκανε καψόνια ο Λιβανός όταν ζητούσε την Ευγενία, εδώ κάθισε και γκαστρώθηκε η Σαρλότ ενώ αυτός ήταν πάτερ φαμίλιας με τέσσερα παιδιά, εδώ τον παραφυλούσε ο Χούβερ για να τον χώσει φυλακή... Θεέ μου - έκανε περιδεής το σταυρό του - λες εδώ και να πεθάνω; Δεν τολμούσε να πει πιά, "αν πεθάνω"...

0043

 

Άραγε αυτός ο τόσο φιλόδοξος και επαρμένος άντρας με αγαπάει πραγματικά; αναρωτιέται η Μέλπω το 1938, αλλά το συνειδητοποιεί στο Λόνγκ Άιλαντ, το 1946, τότε που της δίνει τα παπούτσια στο χέρι... Ο Σταύρος ήταν φιγουρατζής και παμφάγος...   

Kriezis0015

10.  η  μάχη  του Ατλαντικού

O γέρος έγειρε το κεφάλι στην πολυθρόνα με κλειστά μάτια... Η νοσοκόμα μιλούσε ψιθυριστά με τον σεκιούριτι... Δεν είχανε σκοτούρες για ναύλους, μετοχές κι επιχειρήσεις, αλλά και για γεράματα...Απλά καθημερινά πράγματα κουβεντιάζανε... Ο μπρατσωμένος της τα 'ριχνε... Όταν τελειώσει η βάρδια τους να πάνε σινεμά και κάτι τέτοια, ώσπου να τη στριμώξει και να την κουτουπώσει... Εκείνη σεργιανούσε τη ματιά της στα μπράτσα και στο στέρνο του κι αναρωτιότανε μήπως θα ήταν ακόμη ένας παιδαράς που θα την απογοήτευε... Της άρεσαν οι γεροί άντρες, αλλά, μυστήριο πράγμα, μόνο κάνα δυο χλεμπονιάρηδες την είχαν απογειώσει...

— Υπήρξε πηδηχταράς ο γέρος, ψιθύρισε ο σεκιούριτι... Κι ασφαλώς θα χρύσωνε τις γυναίκες...

Αν ήταν νεότερος και γερός, μπορεί να χρύσωνε κι εμένα, σκέφτηκε η νοσοκόμα, που ποτέ δεν της είχε τύχει ένας ματσωμένος να της αλλάξει τη μίζερη ζωή... Ο γέρος είχε αποκοιμηθεί και ταξίδευε πάλι στα περασμένα... Μπέρδευε όμως τις ημερομηνίες, τις χρονολογίες και την Αλεξάνδρεια με τη Νέα Υόρκη...Να, το πλάνο πλησίαζε όλο και πιο κοντά... Μια προκυμαία, αλλά όχι με φόντο τους ουρανοξύστες, μόνο ολιγοόροφα αρχοντικά κτίρια... Μα ποιός είναι αυτός με τον μπλε επενδύτη και το ναυτικό κασκέτο; Θεέ και Κύριε! Ο εαυτός του στην Κορνίς της Αλεξάνδρειας... Πω, πω, ξεκούτιανε και ξέχασε... Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος... Μα πως βρέθηκε από τη Νέα Υόρκη στην Αίγυπτο; Μπορούσε να την κοπανήσει, όπως κάποιοι άλλοι, και να πάει στη Νότια Αμερική, να γλιτώσει το μακελειό... Ήταν όμως πατριώτης ή χρειαζόταν περγαμηνές πατριωτισμού και κατετάγη στο ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό.

Βαθμοφόρος, λοιπόν, επίκουρος σημαιοφόρος, βρέθηκε στην Αίγυπτο που αγγλοκρατείτο. Μπορεί να θεωρούσε άχρηστους τους φιλόσοφους κι ανίκανους για δράση, αλλά κι ο ίδιος, ως Πελοποννήσιος, αμπελοφιλοσοφούσε... Όπως τώρα, που βρήκε χρόνο να πεταχτεί στις Πυραμίδες και τη Σφίγγα και να σταθεί στο μουσείο, μπροστά στις μούμιες και να μάθει περισσότερα, από όσα ήξερε, για τους Φαραώ, τον Άμωνα, τον Όσιρι, το Μέγα Αλέξανδρο... Κάτω από τον καυτό ήλιο είχε σκαρφαλώσει στην Πυραμίδα της Γκίζας και είχε ξαποστάσει στον ίσκιο της Σφίγγας... Είχε διαβάσει βιβλία για τους αρχαίους Αιγυπτίους, που τρεις χιλιάδες χρόνια προ Χριστού είχαν οργανώσει την πρώτη κοινωνία, που αργότερα ονομάστηκε κράτος... Στον ίσκιο της Σφίγγας, θυμήθηκε τον Λάκωνα καθηγητή Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο, που κάποτε τον ειρωνευόταν και αναρωτήθηκε: " Σταύρο, τι είναι καλύτερο, να φιλοσοφείς και να ανυψώνεις τη σκέψη σου σε υψηλά επίπεδα ή να πατάς στη γη στέρεα και να επινοείς μεθόδους, για να ανεβάσεις το βιωτικό σου επίπεδο"; Είχε ρωτήσει τη Σφίγγα, αλλά παρέμενε αμίλητη και τότε, όπως αιώνες... Έτσι απάντησε στον ευατό του: Σταυράκι, η σωστή σκέψη είναι θείο δώρο, γι' αυτό λογίσου πως θα αποκτήσεις αυτά που δεν έχεις και λαχταράς... Αυτό έκανε μια ολόκληρη ζωή...

Γκούχ, γκούχ... Ο γέρος έβηχε στον ύπνο του, αλλά δεν έβγαινε από το όνειρο του στο παρελθόν... Όταν είσαι απασχολημένος με τις δουλειές σου, δεν έχεις καιρό ούτε να διαβάζεις και να συλλογίζεσε, ούτε να συχνάζεις στις ταβέρνες και να αμπελοφιλοσοφείς, όπως εγώ τώρα... Στην Αίγυπτο, μακριά από το πάθος μου για δουλειά και πλουτισμό, είχα ελεύθερο μυαλό και σκεφτόμουνα... Ο Μέγας Αλέξανδρος επέκτεινε ένα αχανές κράτος ως την Αίγυπτο και τις Ινδίες... Τίποτα δεν ήταν μπροστά του το κρατίδιο των Φαραώ, ένθεν κι ένθεν του Νείλου... Έτσι και οι εφοπλιστές με τα λιγοστά καράβια δεν είναι τίποτα μπροστά σε εκείνους με τους στόλους των ποσταλιων, των φορτηγών, των πετρελαιοφόρων... Τίποτα... Όταν τελειώσει ο πόλεμος, θα πάψω κι εγώ να είμαι ένα τίποτα... Στο μεταξύ, μη έχοντας ν' ασχοληθώ εν καιρώ πολέμου με μπίζνες, έπεσα με τα μούτρα στο διάβασμα... Έμαθα για τη θρησκεία των αρχαίων Αιγυπτίων, τον Φαραώ Όσιρι, που τον ανάστησαν οι ιερείς, πριν το δικό μας Χριστό, τοποθετώντας τον σε μια θρησκεία χωρίς κόλαση... Αργότερα την ανακάλυψαν οι Χριστιανοί, ενώ οι Μωαμεθανοί έδωσαν έμφαση στον παράδεισο, για να μη φοβούνται τη μάχη οι πολεμιστές... Ουρί και λόφοι πιλάφι, βλέπεις...

 Χι, χι, χι... Γελούσε ο γέρος μισοκοιμισμένος... Ξανάβλεπε τον εαυτό του με στολή, να τον χαιρετούν οι ναύτες κι αυτός να φέρνει την παλάμη του στο πηλήκιο. Πειθαρχία, σεβασμός στο τίποτα, αν αναλογιστείς ότι πέρασαν από τούτο τον κόσμο Φαραώ, Μεγαλέξανδροι, Ναπολέοντες, φωτεινά πνεύματα και μεγαλοφυίες... Θαμποβλέποντας τελευταία, πάνω από την αναπηρική του πολυθρόνα, ένα ντοκιμαντέρ του Καρλ Σάγκαν για το Σύμπαν, έμεινε εκστατικός... Εκατό δισεκατομμύρια Γαλαξίες κι ο καθένας έχει εκατό δισεκατομμύρια αστέρια, όπως η Γη, ο Ήλιος, η Σελήνη! Ως τώρα νόμιζε ότι ο άνθρωπος ήταν κόκκος άμμου στην έρημο... Στα στερνά του συνειδητοποιούσε ότι και η Γη ήταν μια κουκκίδα στο Σύμπαν!

— Τομ, Φελίξ... Ελάτε να σας πω τα σπουδαία... Η Γη είναι μια κουκκίδα σε μια ξεχασμένη γωνίτσα του αχανούς Σύμπαντος... Κι ο Σταύρος Νιάρχος κόκκος άμμου, ένα τίποτα...

Για μια ακόμα φορά εκτινασσόταν από το μακρινό παρελθόν, που ήταν νέος και υγιής, για να επιστρέψει στο φριχτό παρόν των γηρατειών και της αναπηρίας... Στο παρελθόν προσδοκούσε στο μέλλον, για να αποκτήσει αυτά που του στερούσαν τα πενιχρά του έσοδα... Όταν ο πατέρας του πτώχευσε, έφυγε από το ιδιωτικό σχολείο και πήγε στο δημόσιο, μη μπορώντας όμως να απαλλαγεί από το τουπέ που είχε ως γιος του Αμερικάνου και ανιψιός ευκατάστατων θείων... Τον έλεγαν οι συμμαθητές του ψηλομύτη, αλλά εκείνος ήξερε ότι μια μέρα θα τους έκοβε τις μύτες... Και τους τις έκοψε, όταν εκείνος εκτινάχτηκε σε ιλιγγιώδη ύψη κι εκείνοι μείνανε στα καβούκια τους σαν χελώνες... Τι σημασία είχε, όμως, αν απόκτησε φτερά αετού και πέταξε πάνω από ηπείρους και ωκεανούς... Μπήκε σε χώρους απαγορευμένους για τους κοινούς θνητούς, όπου κέρδισε παγκόσμια αναγνώριση των ικανοτήτων του... Τι το όφελος όμως;... Κάποτε προσδοκούσε το μέλλον, αλλά πανάθεμά το για πότε πέρασε το παρόν... Πόσο γρήγορα, σαν αστραπή... Όπως ο απορροφητήρας, τον είχε ρουφήξει η ζωή και τον ξερνούσε, τώρα, στην άλλη άκρη της, στο θάνατο, το τίποτα... Ατένιζε ακόμα την απέραντη έρημο γύρω από τις Πυραμίδες και τη Σφίγγα, την πάνσοφη και αμίλητη... Ένας σιμούν είχε φυσήξει και τον παρέσυρε σαν κόκκο άμμου, ανάμεσα σε χιλιάκις εκατομμύρια κόκκους.

Η νοσοκόμα τον έβλεπε να παιδεύεται και ν' αγκομαχάει, πλησίασε, μήπως ήθελε βοήθεια... " Θέλετε τίποτα, σερ;' Την άκουσε στο μισοξύπνιο του κι ήθελε να της απαντήσει, «τι να θέλω κοριτσάκι μου, αφού η ζωή τελειώνει για μένα»... Δεν είπε όμως τίποτα, γιατί ξαναβυθίστηκε στο βίντεο της ζωής του... Στο Μεγάλο Πόλεμο...

 Ώσπου να καταλάβω τι γίνεται, βρέθηκα στη μάχη, όχι της ξηράς, που πατούσες τα πόδια σου στο χώμα, αλλά της θάλασσας, όπου ήσουν έρμαιο των κυμάτων... Η κορβέτα «Κριεζής», χίλιοι τόνοι, ογδόντα μέτρα μήκος, εκατό μέλη πλήρωμα, με δεκαπέντε ναύτες Χιώτες, φωνακλάδες, συμφεροντολόγοι, αλλά παλικάρια, με πείρα από το εμπορικό ναυτικό... Ναύτης-διαχειριστής και γραμματέας του κυβερνήτη ο Νίκος Μίχαλος - Χιώτης κι αυτός - γαμπρός του Νικόλα Λιβανού, αδερφού του Σταύρου... Εφοπλιστής τρίτης γενιάς, σπουδασμένος στην Οξφόρδη, σεβαστός σε όλους. Δεν είχε λουφάξει σε κάνα γραφείο του Σίτι, αλλά είχε καταταγεί εθελοντής...

Έφερνε στη σκέψη του τη Μάχη του Ατλαντικού... Νηοπομπές από φορτηγά, πολεμικά συνοδείας, όπως το δικό μας, στολίσκους αντιτορπιλικών γύρω μας και υδροπλάνα Καταλίνα με ραντάρ πάνω μας... Εκεί στα βόρεια πλάτη, στις αρχές του χρόνου, η ημέρα διαρκούσε μόνο 5 - 6 ώρες και μέσα στο βαθύ σκοτάδι και στην καταιγίδα, να σε βρέχει ή να σε πιτσιλάει η θάλασσα και να παγώνει πάνω σου... Και να σκάνε οι τορπίλες, να λαμπαδιάζει ο ωκεανός, να βουλιάζουν πλοία και οι άνθρωποι στη θάλασσα να παγώνουν σε δυο - τρία λεπτά και να γίνονται κουφάρια... Αμάν, Παναγιά μου, να γλιτώσω κι ούτε να ξαναδώ θάλασσα... Τορπίλες και νάρκες, πήγαινε - έλα, Αμερική - Ευρώπη... Βάρδιες αγωνίας και τρόμου, να υπολογίζεις το στίγμα, το ρεύμα, με τους οπτήρες διαρκώς στα μάτια και ν' ακούς από το φωναγωγό τον κυβερνήτη, να ρωτάει, να βλαστημάει, να διατάζει... Από τα σκάφη της νηοπομπής - ιδιαίτερα στις αρχές του πολέμου - να μη φτάνουν στον προορισμό τους ούτε τα μισά... Μόνο η ελληνική εμπορική ναυτιλία έχασε 350 μεγάλα φορτηγά και 46 επιβατηγά με 2.000 δικούς μας ναυτικούς σκοτωμένους και πνιγμένους και άλλους τόσους τραυματίες και ακρωτηριασμένους... Μακελειό... Αλλά εγώ σκεφτόμουνα ότι έπρεπε να ζήσω, γιατί δεν είχα εκπληρώσει ακόμη το όνειρο μου, τις παράλογες φιλοδοξίες μου...

 Στο καρέ των αξιωματικών μιλούσαν συνήθως πολιτικά, αλλά εγώ ξεμονάχιαζα το ναύτη Μίχαλο και του μιλούσα όλο για φορτηγά, τάνκερ και ναύλους κι εκείνος σίγουρα αναρωτιόταν πως ένας φιλόδοξος σαν κι εμένα είχε παρουσιαστεί να υπηρετήσει και δεν την είχε κοπανήσει για τη Νότια Αμερική... Ήμουνα 35 χρονών και δεν είχα καταφέρει ακόμη αυτά που ονειρευόμουνα στις πλαγιές του Πάρνωνα και στο λιμάνι του Πειραιά, αλλά, όταν πήρα απολυτήριο και πάτησα στη στεριά, ο νους  μου  γυρνούσε  διαρκώς  στη  θάλασσα...Αυτή  που  καταπίνει  βαπόρια  κι΄ ανθρώπους,  αλλά  και  φτιάχνει  εφοπ0λιστές  και  πλούτο...

Και  να  η  μεγάλη  ευκαιρία,  με  τη  λήξη  του  πολέμου,  όταν  η  Αμερική  παραχωρούσε  λίμπερι  κοψοχρονιάς   και  οι Έλληνες εφοπλιστές, ξαναφτιάχνουν   τους στόλους τους. Από  κοντά  και  οι  στεριανοί  Ωνάσης και Νιάρχος, με νέες ιδέες και μεγαλόπνοα σχέδια για το ξεκίνημά της μεταπολεμικής αίγλης και δόξας των << Χρυσών Ελλήνων >>.

11. Τα ουρί και τα Λίμπερτι

melpokap  Melpo1007

    Ο  Άμπης Κάπαρης και η αδελφή  του  Μέλπω, μεσήλικες,  θυμούνται πόσο κοντά έζησαν στο στόλαρχο, αλλά και πόσο μακρυά του. Η Μέλπω λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του Νιάρχου, λίγους μήνες πριν και το δικό της θάνατο...(αρχείο Δημ.Λιμπερόπουλου)

 << Η ζωή αρχίζει για μας πιο χαρούμενη τώρα >>... Δεν μπορούσε να θυμηθεί αν αυτά τα λόγια, που είχε σε βινίλιο η Μέλπω, τα τραγουδούσε, στη λήξη του πολέμου, η Κάκια Μένδρη ή η Σοφία Βέμπο... Πάντως, η γυναίκα του είχε σπάσει το δίσκο από τα νεύρα της, γιατί ο άντρας της ήθελε διαζύγιο...

Μένανε στο αριστοκρατικό Λονγκ Νεκ, σε βίλα, και ο Σταύρος είχε αρχίσει να παρουσιάζει όλα τα γνωρίσματα του μεγαλοεφοπλιστή...Της είχε μαγείρισσα και κηπουρό, αλλά όταν ένα Σαββατοκύριακο τους προσκάλεσε στο αρχοντικό του, στο Σέντερ Άιλαντ, ο Νοτιοαμερικάνος κροίσος Αλμπέρτο Ντονέρο, τότε ο Νιάρχος κατάλαβε πόσο απείχε από τους μεγιστάνες του πλούτου... Ευρύχωρο καθιστικό για την υποδοχή, μετά δυο σαλόνια απέραντα και προσωπικό μια ντουζίνα άτομα... Και ευρύχωρες βεράντες, πισίνα, γκαζόν, τένις, παρτέρια, πανύψηλα δέντρα... Και στους μέσα χώρους, πολυέλαιοι κρυστάλλινοι, πανάκριβες αντίκες, πίνακες διάσημων ζωγράφων, έπιπλα φερμένα από την Ευρώπη. Κι όταν καθίσανε για το δείπνο, οι άντρες βρήκανε στο τραπέζι από μια χρυσή ταμπακιέρα κι οι γυναίκες, πλατινένιες αρωματοθήκες...

Ο νεόκοπος εφοπλιστής έπαθε σοκ, με τον πλούτο και τη χλιδή και η Μέλπω έμεινε έκθαμβη από το φόρεμα της κυρίας Ντονέρο - πρώην στάρλετ του Χόλιγουντ - που σίγουρα κόστιζε όσο ολόκληρη η δική της γκαρνταρόμπα... Ήταν καλεσμένος και ο Ωνάσης, αυτός ο κοντός γεροδεμένος μόρτης με τη μοτοσικλέτα και τα γκολφ παντελόνια, όπως τον θυυόταν προπολεμικά από το Νέο Φάληρο... Σαρανταπεντάρης τώρα, με χωρίστρα στα κολλητά μαλλιά, σταυρωτό κοστούμι, αλλά χωρίς γυαλιά σκούρα, που αργότερα τον καθιέρωσαν ως σήμα κατατεθέν. Ο Σπύρος Σκούρας, πρόεδρος της FΟΧ, τον πείραζε ότι θα έκανε για ρόλο μαφιόζου σε γκαγκστερική ταινία, αλλά εκείνος χασκογέλαγε ότι προτιμούσε να τον προσλάβει για εκπαιδευτή σε σταρ και στάρλετ που θα είχαν ερωτικές σκηνές... Ο γεροδεμένος Σμυρνιός γλιστρούσε σαν χέλι από σαλόνι σε σαλόνι, ώστε να βρει καλεσμένους που τον ενδιέφεραν, όπως αξιωματούχους σε ανώτατα κυβερνητικά πόστα, αλλά και ωραίες γυναίκες... Περιζήτητος για τα τολμηρά ανέκδοτα του, μάγεψε και τη Μέλπω, που τη συνόδευε από παρέα σε παρέα και τη σύστηνε σε αξιωματούχους, τραπεζίτες, χρηματιστές και καλλιτέχνες... Σε μια στιγμή, μάλιστα, τη σύστησε και στον... άντρα της, αλλά εκείνος είχε αλλού το νου του... Στα Λίμπερτι και ίσως στα τάνκερ Τ2, που θα έβγαζαν οι Αμερικάνοι οτο σφυρί για ένα κομμάτι ψωμί...

Ήσαν εκεί και κάποιοι Έλληνες μεγαλοεφοπλιστές και, όταν άκουσε τον Εμπειρίκο να λέει ότι τα Λίμπερτι ήσαν ατσαλωμένα βαριά και αργοκίνητα θωρηκτά, μόνο για ανάγκες πολέμου, παραξενεύτηκε...

— Εσείς τι γνώμη έχετε; ρώτησε τον Ωνάση.

Εκείνος σήκωσε τους ώμους, τάχα ανήξερος, πήρε μια ντάμα κι άρχισε να στροβιλίζεται στο αργεντίνικο ταγκό, που έπαιζε η ορχήστρα... Αργότερα τον ξαναρώτησε αν συμφωνεί με τη γνώμη του Εμπειρίκου κι ο Σμυρνιός χαμογέλασε: " Αν δεν είχε εμπειρίες, δεν θα τον λέγανε Εμπειρίκο.".  

Ο Νιάρχος χαμογέλασε, κι οι ματιές τους διασταυρώθηκαν, χωρίς να μαντεύουν οι δυο άντρες πόσο εχθρικά θα έβλεπαν ο ένας τον άλλο στο εγγύς μέλλον...

Ο οτόλαρχος έφερνε στη μνήμη του - όχι πάντοτε με χρονολογική σειρά - όλες αυτές τις εικόνες από την εποχή που ζούσε με τη Μέλπω κι ο Ωνάσης με τη Νορβηγίδα Ίνγκεμπορντ  κόρη και ζωντοχήρα εφοπλιστών, που τη φώναζε Ίνγκε και στα καλοπιάσματά του Μαμίτα, ίσως για να της υπενθυμίζει ότι όσο περνούσαν τα χρόνια την ένιωθε και σαν μανούλα του... Το είχε εξομολογηθεί η ίδια στη Μέλπω - όταν γίνανε φίλες - ότι ο δεσμός της με τον Άρη δεν είχε πια κανένα μέλλον... 

— Μα, Ίνγκε μου, ο Άρης σε αγαπάει, σου πήρε και αυτό το  υπέροχο σαλέ στο δάσος του Λονγκ Νεκ...

— Ναι, το Φόρεστ Χάουζ, μέσα στην ερημιά, για να με κρατάει φυλακισμένη, παρέχοντας μου κάθε άνεση, ενώ εκείνος αλλάζει στη Νέα Υόρκη και στο Λος Άντζελες τις ερωμένες σαν πουκάμισα...

Κι όσο εξιστορούσε η Ίνγκε στη Μέλπω τις ανδραγαθίες του στο Κόπα Καμπάνα, στο Ελ Μαρόκο, στο πριβέ μπαρ του 21, τόσο της μπαίνανε ψύλλοι στα αυτιά ότι θα 'ρχότανε και η σειρά της, αφού ο Σταύρος είχε να μπει στην κρεβατοκάμαρα της καιρό... Οι τρεις Έλληνες γλεντζέδες της Νέας Υόρκης ήσαν γνωστοί... Ωνάσης, Γράτσος και τελευταία Νιάρχος... Ιδίως οι πρώτοι ταΐζανε χαβιάρι Μπελούγκα και ποτίζανε σαμπάνια και βότκα κατακόκκινα φιλήδονα χείλη στα μισοσκότεινα σεπαρέ, πολλές φορές με το γέρο μπήχτη Σπύρο Σκούρα, που έλεγε στη γυναίκα του Σαρούλα ότι έχει νυχτερινά συμβούλια... Τι την ένοιαζε όμως εκείνη, την είχε ταμία στον πρώτο του κινηματογράφο στο Σεν Λιούις, μετά την έκανε γυναίκα του. Είναι το γούρι σου Σπύρο γελούσε ο Ωνάσης και τον πείραζε:  Έχεις δώσει το κλειδί του χρηματοκιβωτίου σου στη Σαρούλα, το φυλάει κάτω από το μαξιλάρι της κι εσύ αλωνίζεις σε ξένα σεντόνια...

 — Κι εσύ το ίδιο δεν κάνεις;

— Εγώ δίνω το κλειδί του χρηματοκιβωτίου στην Ίνγκε, αλλά όχι και το συνδυασμό που ανοίγει...

Ο Νιάρχος είχε ρωτήσει την ξαδέρφη του Αγλαΐα Κουμάνταρου αν αληθεύανε τα θρυλούμενα για τις ερωτοδουλειές του κι εκείνη του είχε εξάψει ακόμη περισσότερο τη φαντασία: Ο Άρης, Σταύρο μου, την εποχή του πολέμου πέρασε από πολλές κρεβατοκάμαρες κι όχι μόνο στάρλετ, αλλά και σταρ, όπως της Γκλόρια Σβάνσον και της Μάρλεν Ντίτριχ ! <<Θρυλικές γυναίκες, αλλά μάλλον σιτεμένες>>, σχολίασε ο Νιάρχος. Η ξαδέρφη του όμως του υπενθύμισε ότι ο Ωνάσης είχε φιλενάδα στο Λος Άντζελες την Τζέραλντιν Σπρεκλς, νέα, ωραία και ζάπλουτη κληρονόμο.

 Μετά το τέλος του Β΄παγκοσμίου πολέμου το ζεύγος Νιάρχου ζούσε στη Νέα Υόρκη και ο αδελφός της Μέλπως Άμπυ  Κάπαρης, γνώστης των λογιστικών αλλά και ναυτιλιακών, διαχειριζόταν τα επιχειρησιακά του Σταύρυ. Ο νεόκοπος εφοπλιστής ένιωθε σαν τον κολοσσό της Ρόδου, με το ένα πόδι στο Πειραιά και το άλλο στη Νέα Υόρκη. Μυστήριο πράγμα, αλλά από τότε ο Νιάρχος έμοιαζε με τον Ωνάση σε κάθε πράξη του και όπως ο Σμυρνιός είχε δεξί του χέρι τον Κώστα Γράτσο, αυτός είχε τον Άμπυ Κάππαρη. Πάντως τη Μέλπω, που διατηρούσε τη σιλουέτα και την ομορφιά της τη ζώνανε τα φίδια, γιατί ο άντρας της απόγευγε να κοινηθεί μαζί της, προφασιζόμενος διαρκώς κούραση και αγωνία στη προσπάθειά του ν΄αποκτήσει πλοία Λίμπερτυ, δεμένα κατά εκατοντάδες στα ντοκ μετά τον πόλεμο.

Κάποιες Κυριακές, που πήγαιναν στο Μανχάταν, βόλταραν μπροστά στις βιτρίνες της Πέμπτης Λεωφόρου, πριν καταλήξουν σε κάποιο πολυτελές εστιατόριο. Μια Κυριακή, μετά τις βιτρίνες, κατέληξαν στο Σέντραλ Παρκ, αγόρασαν κουλούρια, κάθισαν σε ένα παγκάκι κι άρχισαν να ταΐζουν τα σκιουράκια... Σε λίγο πέρασε μπροστά τους μια κοπέλα με το ποδήλατο και μετά, αναψοκοκκινισμένη, ήρθε και κάθισε δίπλα τους, να ξαποστάσει... Τους άκουσε που μιλούσαν και τους είπε: Ελληνίδα είμαι κι εγώ και μένω με τους γονείς μου στο Πλάζα. Τίνα Λιβανού.

— Του εφοπλιστή; ρώτησε ο Νιάρχος.

— Μάλιστα.

— Σταύρος Νιάρχος, κι εγώ εφοπλιστής. Από δω η γυναίκα μου Μέλπω. Εμείς μένουμε στο Λονγκ Νεκ.

Όχι ότι είδε ο γύφτος τη γενιά του και αναγάλλιασε η καρδιά του, αλλά το «Πλάζα» ήταν το ξενοδοχείο των Ελλήνων εφοπλιστών και το Λονγκ Νεκ περιοχή με βίλες ευπόρων και πλουσίων.

Τα κουλούρια τέλειωσαν, έφυγαν τα σκιουράκια, έφυγε και η δεκαεφτάχρονη με τα χυτά μπουτάκια και τα λακκάκια στα ρόδινα μάγουλα, που έμελλαν ν' ανάψουν φωτιές στον Έλληνα επίκουρο σημαιοφόρο της Μάχης του Ατλαντικού. Την άλλη μέρα κιόλας κατέφυγε στην Αγλαΐα και πληροφορήθηκε τα πάντα για τη  μικρή. Είχε μια μεγαλύτερη αδερφή και ένα μικρότερο αδερφό. Ήταν γεννημένη πριν δεκαεφτά χρόνια στην Αγγλία. Έχει πάει σχολείο στο Χίθφιλντ, μετά εσώκλειστη στη Βίλα Μαρία στο Μόντρεαλ, όπου είχαν σταλεί πολλά παιδιά στον Καναδά, για να γλιτώσουν τους βομβαρδισμούς και μετά τέλειωσε το σχολείο στο οικοτροφείο Κονέκτικατ Γκρίνουιτς, που, για να σε δεχθούν, έπρεπε να είσαι παιδί επώνυμου.  "Και πόσων χρονών είναι"; ρώτησε ο Νιάρχος. Η ξαδέρφη του έκανε μια γκριμάτσα:  Δέκα εφτά, αλλά δεν είναι για τα μούτρα σου. 

Ο Νιάρχος, μετά τα Λίμπερτι, είχε βάλει στο μάτι και τη μικρή κόρη του Λιβανού, όχι μόνο γιατί του άρεσε, αλλά γιατί θα τον έμπαζε στην οικογένεια του ισχυρότερου Έλληνα εφοπλιστή, που ασφαλώς θα τον βοηθούσε να γίνει κι ο ίδιος μεγάλος... Γρήγορα η Μέλπω κατάλαβε τις επιδιώξεις και τα όνειρα του, αλλά, όταν μαθεύτηκε ότι η μικρή καραβοκύρισσα θα παντρευόταν τον Ωνάση, άρχισε να ελπίζει ότι ο Σταύρος θα γύριζε σ' αυτήν... Έπεσε όμως έξω, γιατί ο άντρας της, που στο μεταξύ σύχναζε στο «Πλάζα» και διέδιδε ότι από στιγμή σε στιγμή παίρνει διαζύγιο, επέμενε στο σκοπό του να γίνει γαμπρός του Χιώτη, ζητώντας σε γάμο τη μεγαλύτερη κόρη του, την Ευγενία... Η Μέλπω, που στα 35 της ήταν ακόμη κομψή και όμορφη, δεν καταδέχτηκε να μη δώσει διαζύγιο σε έναν άντρα που είχε πάψει από καιρό να κοιμάται μαζί της... Έτσι, μόλις τον είδε ψοφοδεή, να γονατίζει και να την παρακαλάει «όχι μόνο θα σε χρυσώσω, αλλά θα μπορείς να φέρεις διά βίου και το επώνυμο μου», έσκυψε με αξιοπρέπεια, τον άγγιξε στον ώμο και του είπε:  Σήκω, σκουλήκι της γης... Τόσο πολύ με ξεγέλασες, που είχα νομίσει ότι είχα παντρευτεί έναν αετό των ορέων... Η Μέλπω Κάππαρη υπέγραψε και του έδειξε τη πόρτα...

Μετά από μισό σχεδόν αιώνα δεχόταν στο ρετιρέ της του Μανχάταν, ένα ρεπόρτερ που ζητούσε στοιχεία για τη βιογραφία του πρώην άντρα της , λίγο μετά το θάνατο του...Του έδειξε μερικές φωτογραφίες εκείνης της δεκαετίας του '40, αλλά σε καμιά δεν ήταν με το Σταύρο Νιάρχο. Σίγουρα θα τις είχε ξεσκίσει και κάψει, όσες τους έδειχναν μαζί ή μόνο του, με τη στολή του Βασιλικού Ναυτικού.

 Η Μέλπω Κάππαρη δεν ήθελε να θυμάται εκείνη την περίοδο της ζωής της, αλλά πως να ξεχάσει ότι για οχτώ χρόνια υπήρξε κυρία Νιάρχου και μετά, για μισό αιώνα, αποσύρθηκε στο σκοτάδι και στη σιωπή, ενώ αυτόν τον έλουζαν οι προβολείς της παγκόσμιας δημοσιότητας, γιατί είχε αποκτήσει  στόλο πετρελαιοφόρων, την ακριβότερη θαλαμηγό του κόσμου, ιδιόκτητο νησί και πλούτο αμύθητο... Και μαζί, συζύγους και ερωμένες. 

΄Οταν ο ρεπόρτερ τολμάει να της πει  <<αν  δεν είσαστε εσείς κυρία Κάππαρη...>>, η  ηλικιωμένη γυναίκα  μοιάζει με μαζεμένη  χελώνα που βγάζει το κεφάλι της απο το κέλυφος -για πρώτη φορά στη ζωή της- στη δημοσιότητα. Δεν είναι τόσο κουτή να μη καταλάβει ότι ο ρεπόρτερ, προσπαθεί  να τη κεντρίσει για να μιλήσει... Χαμογελάει:  Ναι, εγώ τον σύστησα να γίνει μέλος του Γιότινγκ Κλαμ, αυτή ήταν η μηδαμινή  προσφορά μου στη σταδιοφρομία του...  Αλλά και  χωρίς εμένα θα είχε εξελιχθεί στον κροίσο που ξέρουμε, ίσως να θέλει να πει η ματιά της, η θλιμμένη, που εκφράζει τον πόνο και την πίκρα, όχι μιας γυναίκας που υπήρξε καλλονή και μαράζωσε κλεισμένη σε ένα ρετιρέ πενήντα χρόνια, αλλά ενός ανθρώπου που παρακολουθούσε από τις εφημερίδες και τα περιοδικά την ιλιγγιώδη άνοδο του πρώην συντρόφου του... Ενός συντρόφου, που πριν τον παντρευτεί ήταν απλώς ο κομπιναδόρος ανιψιός των Κουμάνταρων... 

Τον έφερνε στη μνήμη της, ακόμη μια φορά, γονατιστό, ψοφοδεή, να την εκλιπαρεί: «Αν με αγαπάς, Μέλπω μου, δώσε μου το διαζύγιο»... Τον θυμότανε και το 1938 στην Αθήνα να τη γεμίζει φιλιά και να της λέει: «Και ο άντρας σου να ζούσε, θα σε έκλεβα και θα σε πήγαινα να ζήσουμε σε ένα έρημο νησί»...

 Ποιός θα γινόταν ερημίτης, αυτός που δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς κοσμική κίνηση, σαλόνια, ναύλους, φορτώματα, ασύρματα τηλέφωνα; Οι δικοί της, όσο σπουδαίος υποκριτής κι αν ήταν ο Σταύρος, της το είχαν πει: Αυτός δεν θέλει σύζυγο, αλλά σκάλα για να αναρριχηθεί. Και να που μετά οχτώ χρόνια γάμου της έλεγε, χωρίς ίχνος τσίπας, ότι καλά περάσανε, καιρός ήτανε να τραβήξει ο καθένας το δικό του δρόμο... Μα ο δρόμος ο δικός μου είσαι εσύ, ήθελε να του πει, αλλά εκείνος, το αρπακτικό, τι να το κάνει το σκουληκάκι, ήθελε σκουληκαντέρα  σαρανταποδαρούσα... Και μπορεί να του είχε αρπάξει ο Ωνάσης την Τίνα, καλή όμως ήταν και η αδερφή της... Κόρη Λιβανού  κι αυτή... Αν έμπαινε, όπως κι ο Σμυρνιός, στη φαμίλια του Χιώτη, θα παύανε οι Έλληνες εφοπλιστές να τον αποκαλούν κι αυτόν «αλεξιπτωτιστή» της ναυτιλίας...  

 Η Μέλπω απόφευγε με τις φίλες της να μιλάει για τα παλιά, δεν ήθελε ούτε νύξη για τον άντρα που κάποτε είχε αγαπήσει και της είχε φερθεί τόσο 'άνανδρα"... Ασφαλώς ζήλευε που τον έβλεπε στις φωτογραφίες με τόσο όμορφες και διάσημες γυναίκες... Αλλά, όταν πέθανε η Ευγενία και διάβασε αυτά που τον κατηγορούσαν κάποιες εφημερίδες, η Μέλπω, στα 59 χρόνια της, ένιωσε μια αναδρομική ανακούφιση που την είχε χωρίσει, γιατί ποιος ξέρει αν δεν ήταν αυτή η ίδια το θύμα του μεθυσιού και του έυέξαπτου χαρακτήρα του... Το εκμυστηρεύτηκε και στη γυναίκα του αδερφού της, τη Μαρλίν, ότι έπρεπε να περάσουν 23 χρόνια (1947 - 1970), για να ξεκομπλεξαριστεί από το χωρισμό της με το Σταύρο και να αισθανθεί πανευτυχής που είχε γλιτώσει από τυχόν περιπέτειες της, αν εξακολουθούσε να είναι ακόμη κυρία Νιάρχου. Έδωσε εντολή, μάλιστα, να βγάλουν από την πόρτα της και τον τηλεφωνικό κατάλογο το όνομα Νιάρχου, που συνόδευε το Κάππαρη... Ακούς εκεί, το κτήνος, να σκοτώσει με κλοτσιές την άτυχη γυναίκα, μουρμούριζε συχνά στη Μαρλίν... Μετά, όταν διάβασε για το γάμο του με την Αθηνά, πρώην Ωνάση, κόντεψε να πέσει ξερή... Θυμήθηκε τη σκηνή στο Σέντραλ Παρκ, με τη δεκαεφτάχρονη κόρη του Λιβανού κι άρχισε να μετράει στα δάχτυλα, πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε και άρχισε πάλι να ζηλεύει που ο Σταύρος εξακολουθούσε να είναι ερωτευμένος με την ίδια γυναίκα 24 χρόνια! Πάνω στην αναπηρική του καρέκλα ο Νιάρχος θυμότανε καμιά φορά και τη Μέλπω, που ήξερε ότι ζούσε λίγα τετράγωνα πιο εκεί... Ακόμη ήταν θυμωμένος μαζί της: Ακούς, τη σκρόφα, να μου αρνιέται το διαζύγιο.. Έπρεπε να τη χρυσώσω, για να υπογράψει και ν' αποκτήσω την ελευθερία μου... Όμως, ο ανήμπορος γέρος, έδιωχνε τη Μέλπω από τη μνήμη του, για να καταλήξει για μιά ακόμη φορά στη Τίνα...

Νέα Υόρκη 1946...

 Σύχναζε στο «Πλάζα», όπου έμενε το χειμώνα η φαμίλια του Χιώτη μεγαλοεφοπλιοτή... Το καλοκαίρι πήγαινε όλη η οικογένεια στο εξοχικό τους, στο Ίστερ Μπει, όπου ο επίδοξος γαμπρός κατόρθωσε να προσκληθεί ένα Σαββατοκύριακο από τον ίδιο τον Λιβανό. Ο οικοδεσπότης τον στρίμωξε στο κουβεντολόι, αλλά και στο τάβλι, δεν του έδινε την ευκαιρία να κατεβεί από τη βεράντα και να πάει να ζυγώσει την Αθηνά, που την άκουγε να παίζει τένις και να χασκογελάει μαζί με άλλες φωνές... Σε μια στιγμή πλησίασε η οικοδέσποινα που είπε στον άντρα της:

 — Ο άνθρωπος δεν ήρθε στην εξοχή να παίξει τάβλι, αλλά να τον δει ο ήλιος και να κολυμπήσει...

Ο Νιάρχος δεν ήξερε τι να πει, που να πρωτοκοιτάξει, την κυρία Αριέτα ή το τάβλι που παίζανε πεντοδόλαρα και τον έκλεβε ο Χιώτης, προσπαθώντας μάλιστα και να τον μεθύσει, γιατί έτρωγε τους μεζέδες και στον καλεσμένο του έριχνε συνέχεια ούζο στο ποτήρι του...

— Τα παιδιά θα πάνε βόλτα με τα ποδήλατα, είπε η Αριέτα και πρόσθεσε: Να προσέχετε, κύριε Νιάρχο, γιατί ο άντρας μου άλλα φέρνει κι άλλα παίζει...

— Να προσέχει τα παιδιά ο Αριστος, είπε ο ταβλαδόρος κι ενώ είχε ρίξει έξι πέντε, έπαιξε εξάρες και πλάκωσε την παρα- μαμά του συμπαίκτη του...

 Ο νους του Νιάρχου δεν πήγε στον Ωνάση, γιατί τον ήξερε Άρη, αλλά οι Σμυρνιοί και οι Χιώτες τον φώναζαν Αριστο. Όταν κατάλαβε ποιος θα συνόδευε τις κόρες του Λιβανού, θόλωσε το μυαλό του, ήθελε να πει «βάζετε το λύκο να προσέχει τα πρόβατα», αλλά δεν τολμούσε...

Το μεσημέρι στο τραπέζι, τσούπ, να ο Ωνάσης να χαριεντίζεται με τις θυγατέρες του σπιτιού και την οικοδέσποινα, να διηγείται ευτράπελες ιστορίες κι ο Νιάρχος να νιώθει ξένος κι αμέτοχος σ' αυτή την οικογενειακή πανδαισία. Μια δυο φορές προσπάθησε ο Νιάρχος να φέρει την κουβέντα στον πόλεμο και στις ανδραγαθίες του, αλλά η οικογένεια Λιβανού προτιμούσε τα κουτσομπολιά και τα ανέκδοτα του Σμυρνιού για τους χολιγουντιανούς σταρ... Έτσι ο Νιάρχος έμεινε ο κομπάρσος και ο Ωνάσης ο απόλυτος πρωταγωνιστής του γουικέντ... Μόνο όταν μετά το φαγητό ξαναστρίμωξε στο τάβλι τον Πειραιώτη ο Χιώτης, μόνο τότε - χωρίς άλλους ακροατές - μίλησε ο Νιάρχος για τη δράση του στη Μάχη του Ατλαντικού, αλλά ο Λιβανός δεν ενδιαφερότανε για πόσα βαπόρια είχαν βουλιάξει, αλλά για πόσα είχε αυτός στην κατοχή του... Την άλλη μέρα ο Νιάρχος βρέθηκε, επιτέλους, κοντά στην Αθηνά και προσπάθησε να της προσελκύσει το ενδιαφέρον, λέγοντας της ότι διάσημοι ηθοποιοί είχαν υπηρετήσει την πατρίδα τους στον πόλεμο, όπως οι Κλάρκ Κέιμπλ, Τζέιμς Στούαρτ, αλλά μπήκε πάλι στη μέση ο Άρης, αναφέροντας κους κους για την Γκρέτα Γκάρμπο... Τετραπέρατος ο Χιώτης καραβοκύρης, μόλις φύγανε πάλι οι κόρες με τον Σμυρνιό για κολύμπι, τον ρώτησε αν νομίζει ότι η δράση του στον πόλεμο, θα τον ωφελήσει στη μετέπειτα ζωή του... Ο Νιάρχος σήκωσε τους ώμους κι ο Λιβανός του είπε:  Οι ήρωες του πολέμου μοιάζουν με αρνιά μπροστά στους καταφερτζήδες - λύκους της ειρηνικής ζωής... Προσαρμόσου, λοιπόν, στους λύκους, αν θέλεις να πετύχεις τις φιλοδοξίες σου, παλικάρι μου... Ο  Νιάρχος δεν έλεγε λέξη, παριστάνοντας τον αμνό, αλλά μέσα του ήξερε πολύ καλά ότι ήταν κι αυτός λύκος απέναντι σε ένα γερόλυκο που τον συμβούλευε... Και μια μέρα - σύντομα μάλιστα - θα έδειχνε σε όλους τα κοφτερά του δόντια... Ο γιος της δράκαινας από τον Ταύγετο το είχε καταλάβει αμέσως μετά τον πόλεμο, ότι τα πρόβατα που είχαν γλιτώσει από τη σφαγή, επέστρεφαν για να πέσουν στα δόντια των λύκων...Το είχε δει στις τελετές, στις δεξιώσεις και στα πάρτι, αμέσως μετά τον πόλεμο, ότι πολλοί πολεμιστές δεν είχαν προλάβει να αλλάξουν τις στολές τους με τα πολιτικά και οι κουραμπιέδες - βιομήχανοι, εφοπλιστές, πολιτικοί, γραφειοκράτες - χαμογελούσαν ψεύτικα και δυσφορούσαν βλέποντας στολές και σιρίτια παρασήμων... Σύντομα, όμως, οι επευφημούμενοι κατάλαβαν ότι όσοι είχαν επιζήσει μπορεί να κέρδισαν δόξα, αλλά είχαν χάσει τις δουλειές τους και πολλοί και τις γυναίκες τους... Οι ήρωες είχαν πέσει θύματα των καλοπερασάκηδων...

 Οι στολές και τα παράσημα -του είπε ο Λιβανός- μπήκανε στα σεντούκια με τη ναφθαλίνη...

 Ο Νιάρχος, όμως, δεν ήταν από εκείνα τα παιδιά που θα θαβόντουσαν στη ναφθαλίνη... Κι όταν πήγε να ζητήσει από τον πρόεδρο των Ελλήνων εφοπλιστών Μανόλη Κουλουκουντή, το δίκιο του, είχε σκοπό να τα πει έξω από τα δόντια... Ο πρόεδρος ήταν τότε κοντά στα πενήντα και ο 38χρονος Νιάρχος μπαίνοντας στο γραφείο του, γεμάτο με μικρογραφίες και κάδρα πλοίων, ένιωσε δέος... Ερχότανε με αποφασιστικότητα και θράσος να επιδείξει τη δράση του στον Ατλαντικό, αλλά έχασε τη φωνή του, όταν ο πρόεδρος τον αποστόμωσε:

 - Έμαθα, κύριε Νιάρχο, ότι απαιτείτε να πάρετε διψήφιο αριθμό Λίμπερτι, κάτι που δεν ζήτησαν ούτε παραδοσιακοί ε φοπλιστές... Εμένα, που βλέπετε, μπήκα στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις του πατέρα μου στη Σύρο έφηβος και το 1921 εγκα ταστάθηκα στο Λονδίνο και με την έναρξη του πολέμου πρόλαβα κι ήρθα στη Νέα Υόρκη. Όχι μόνο είμαι αυθεντικός, αλλά και το νιώθω, γιατί ο παππούς μου το 1831 είχε ναυπηγήσει το πρώτο του ιστιοφόρο... Κι έρχεσαι εσύ τώρα, με κάποιο εύσημο υπηρεσίας προς την πατρίδα σου, να γίνεις από τη μια μέρα στην άλλη μεγαλοεφοπλιστής...

 Ο γερο σακάτης λες κι έβλεπε μπροστά του τον πρόεδρο των εφοπλιστών, εκείνη την ημέρα στη Νέα Υόρκη, που τον επιτιμούσε για το θράσος του... Κάτι πήγε να πει, να δικαιολογηθεί, αλλά ο Κουλουκουντής σήκωσε το χέρι του, τον εμπόδισε να μιλήσει και συνέχισε:

— Αρκεί να σου πω ότι ο Κώστας Λαιμός, διπλωματούχος πλοίαρχος και με ναυτιλιακά γραφεία στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη, έχει πάρει ένα μόνο πλοίο... Κι εσύ ο άσχετος, που, επαναλαμβάνω, έκανες το καθήκον σου υπηρετώντας την πατρίδα, ξεχνάς ότι άλλοι Έλληνες ναυτικοί σκοτώθηκαν ή έμειναν ανάπηροι... Ποιος είσαι εσύ, που ζητάς να πάρεις πάνω από δέκα Λίμπερτι! Μπορείς να μου πεις ποιός νομίζεις ότι είσαι; Ο Κανάρης ή ο Τομπάζης;

 Είχε ρθει με πολλά επιχειρήματα ο Νιάρχος στο γραφείο του προέδρου της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών, αλλά έφυγε χωρίς να του δώσει την ευκαιρία ο παμπόνηρος εφοπλιστής να πει κουβέντα... Ο Νιάρχος πλησίασε εκείνο τον καιρό και τον υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας Νίκο Αβραάμ, που βρισκόταν στη Νέα Υόρκη, για το θέμα των Λίμπερτι, του είπε ότι είναι ανιψιός των Κουμάνταρων, αλλά εκείνος με το μειλίχιο ύφος του, τον παρέπεμψε στην Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών... Και πριν φύγει άπρακτος, ο ενημερωμένος υπουργός, τον ρώτησε ευγενικά, πόσο καιρό είχε να δει τους θείους του στον Πειραιά... Ο Νιάρχος τότε κατάλαβε ότι είχε κυκλοφορήσει ευρύτερα η φήμη ότι τον  είχαν στείλει οι Κουμάνταροι να αγοράσει κάποια πλοία, αλλά αυτός τα είχε πάρει στο όνομα του και αργότερα τους αποζημίωσε από τα κέρδη...

 Όλες τις πόρτες τις έβρισκε κλειστές, αλλά είχε τύχη βουνό... Σε ένα μπαρ συνάντησε τον παλιό του φίλο Γιώργο Εμμανουήλ, που μόλις είχε αποστρατευθεί από τον αμερικανικό στρατό και μαζί του ήταν ένας δικηγόρος, μάνα στα ναυτιλιακά... Τα ήπιαν και ο Νιάρχος τους εξέθεσε το πρόβλημα του... Για πόσα κομμάτια έχεις τις προκαταβολές; τον ρώτησε ο δικηγόρος κι εκείνος του απάντησε: Για μια δωδεκάδα... Σε μια βδομάδα θα είσαι ιδιοκτήτης τους, αν ο φίλος μας ο Γιώργος κι εσύ βρεθούμε αύριο στο γραφείο μου...

Βρέθηκαν κι΄εκεί  είχε κληθεί κι ένας απόστρατος ναύαρχος, ήρωας του πολέμου του Ειρηνικού και δια της πλαγίας οδού ο Νιάρχος απέκτησε μια ντουζίνα Λίμπερτι... Τον ίδιο αριθμό που είχε παραλάβει και ο Ωνάσης... Ποτέ δεν θα ξεχνούσε εκείνη την ημέρα ο Σταύρος Νιάρχος: Στο Νόρθφολκτης Βιρτζίνια οι παροπλισμένες σειρές των πλοίων κι ανάμεσα τους, τα δικά του, αυτά που θα τον αναγόρευαν σε μεγαλοεφοπλιστή!

  Ο Λιβανός, όταν το έμαθε, είπε παρουσία άλλων ότι ο Πειραιώτης κι ο Σμυρνιός αγόρασαν άχρηστα σκάφη - για να μην πέσουν όλοι στα Λίμπερτι - αλλά ο ίδιος είχε φροντίσει να εξασφαλίσει δέκα πέντε από αυτά... Ήταν η εποχή του ανταγωνισμού, που κανένας εφοπλιστής δεν ήθελε να έχει λιγότερα πλοία από τον άλλο, πόσο μάλλον ο παμπόνηρος Χιώτης, ο αρχιμάστορας στις αγορές ευκαιρίας... Συγκεκριμένα, τέλη 1947 ο Λιβανός είχε αγοράσει ένα κελεπούρι, το αυστραλέζικο πετρελαιοφόρο ΚΑΡΑΜΒΑ, 6.500 τόνων, αντί 25.000 λιρών Αγγλίας και στο πρώτο κιόλας ταξίδι ξεπλήρωσε την τιμή του, αφού πληρώθηκε 33 δολάρια τον τόνο, δηλαδή 350 τοις εκατό πάνω από το τότε διεθνές ναυλολόγιο! Ο Νιάρχος είχε δει το Λιβανό να τρίβει τα χέρια του και να χοροπηδάει σαν αρκούδα, γιατί με ακόμη δύο ταξίδια Αμπαντάν - Καζαμπλάνκα μετέφερε πετρέλαιο κι έβγαλε χρυσάφι...

 Τα θυμόταν όλα αυτά ο Νιάρχος, γιατί συνέπιπταν με το δικό του ξεκίνημα, τότε που απόκτησε το στολίσκο του κι αμέσως μετά τα τάνκερ Τ2 των 16.000 τόνων κι αυτά από την αμερικανική κυβέρνηση, που τα παραχωρούσε μόνο σε δικούς της πολίτες... Ο Ωνάσης ήταν εκείνος που καταστρατήγησε τους νόμους, δημιουργώντας σε μια νύχτα εταιρίες με Αμερικανούς μετόχους, αλλά που τις μετοχές τους τις κατείχε ο ίδιος... Το έκανε και ο Νιάρχος, ακολουθώντας το σύστημα του Σμυρνιού... Λιβανός και Ωνάσης! Οι αετονύχηδες των αγορών τάνκερ και των κερδοφόρων ναυλοφορτώσεων. Ο Ωνάσης είχε προχωρήσει και σε άλλα κόλπα: Κατέθετε τα συμβόλαια ναυλοφορτώσεων μαζούτ και πετρελαίου και τα ναυπηγεία του χτίζανε τάνκερ, που ξεκίνησαν από 25.000 τόνους για να φτάσουν τους κολοσσούς των 250.000! Λιβανός ο δάσκαλος, Ωνάσης ο καθηγητής και τσουπ ξαφνικά  ο Νιάρχος με ντοκτορά... 

ΚΛΙΚ για τη  ΣΥΝΕΧΕΙΑ

{selida}

προστέθηκε στις: Παρασκευή 15.01.2016

 
 

:: αρχική :: προφίλ :: επικοινωνία :: εικόνες

© Δημήτρης Λιμπερόπουλος :: ...Webmaster