Σταύρος Νιάρχος...
κολασμένα πάθη κι΄αμαρτωλοί γάμοι...
Τίνα παντρεύεται Άρη, αδελφή της Ευγενία Σταύρο, Σταύρος χωρίζει Ευγενία και κάνει σύζυγό του Σαρλότ,για να νομιμοποιήσει το νόθο παιδί τους... Σταύρος επανέρχεται σε Ευγενία, που πεθαίνει από ξυλοδαρμό... Σταύρος κάνει σύζυγό του χωρισμένη Τίνα, που βρίσκεται στο κρεβάτι της νεκρή...
σενάριο Χιτσκοκικής και Πολανσκικής φαντασίας... Με λίγα λόγια αυτά συμβαίνουν όχι μόνο στα τσαντήρια και στα φορτηγάκια με τα καρπούζια, αλλά και εις τα σαλέ και τας θαλαμηγούς με πίνακες εμπρεσεονιστών ζωγράφων...
Με την ευκαιρία του ανεβάσματος της αγγλόφωνης ιστοσελίδας Onasis.gr, στην οποία παραθέτονται αποσπάσματα από το βιβλίο "ΝΙΑΡΧΟΣ", Έλληνες επισκέπτες της ζητούν: να δημοσιευθούν κι΄εδώ περισσότερα για τον δαιμόνιο εφοπλιστή Σταύρο Νιάρχο, που όχι μόνο δημιούργησε μεγαλύτερη περιουσία από τον Ωνάση , αλλά και το Ίδρυμά του προσφέρει, αθόρυβα, πολλά.
Ένας δικαστικός ρωτάει, ποιά τα τελικά συμπεράσματα για τον ύποπτο θάνατο της Ευγενίας και εάν ο Νιάρχος συνετέλεσε σ΄αυτόν. Η απάντηση δίνεται με αποσπάσματα που προτάσσονται άλλων βιογραφικών του μεγαλοεφοπλιστή.
Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΝΙΑΡΧΟΥ αρχίζει παρακάτω (3η σελίδα)
υπό κατασκευή
Σταύρος Νιάρχος:
Γεννήθηκε στην Αθήνα 3 Ιουλίου 1909,από Λάκωνες γονείς, αλλά επειδή εργαζόταν στον Πειραιά, κόμπαζε ότι ήταν πειραιώτης. Φοίτησε στα Νομικά του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο πατέρας του Σπύρος, λαδέμπορος, που πτώχευσε και πήγε μετανάστης στις ΗΠΑ. Η μητέρα του Ευγενία, αδελφή των αλευροβιομηχάνων Κουμάνταρου στοΠειραιά,που τον σπούδασαν και τον είχαν στη δουλειά τους. Η μανία του να γίνει εφοπλιστής.
Η πρώτη του γυναίκα Ελένη Σπορίδη, κόρη ναυάρχου. Η δεύτερη Μελπομένη Κάππαρη (1939-1947), κόρη καραβοκύρη από την Σύρο. Υπηρετεί σημαιοφόρος στη Μάχη του Ατλαντικού και μετά τον πόλεμο αποκτάει Λίμπερτι και μετά τάνκερ.
Το 1947 νυμφεύεται την Ευγενία Λιβανού, μεγαλύτερη αδελφή της Τίνας Λιβανού (συζύγου του Αριστοτέλη Ωνάση) και κάνει μαζί της τέσσερα παιδιά. Το 1965 χωρίζει προσωρινά και κάνει πολιτικό γάμο με την Σαρλότ, εγγονή του θρυλικού ζάπλουτου Φορντ, επειδή την έχει καταστήσει έγγυο...Μετά την γέννηση του κοριτσιού, επιστρέφει στην Ευγενία. Η τελευταία πεθαίνει το 1970 στο ιδιόκτητο νησί τους Σπετσοπούλα και η ιατροδικαστική εξέταση ανακαλύπτει σοβαρούς μώλωπες (από ξυλοδαρμό;) σε όλο της το σώμα... Το 1971 νυμφεύεται την Τίνα Λιβανού, πρώην σύζυγο του Ωνάση και μετά του δούκα του Μάλμπορο. Το 1974 ο Νιάρχος βρίσκει νεκρή στο υπνοδωμάτιό της τηνΤίνα, από χρήση βαρβιτουρικών, κατά την ιατροδικαστική εξέταση. Πέθανε ζάπλουτος το 1996, μετά από συνεχείς εγχειρήσεις, εντατικές κι΄ αναπηρικές πολυθρόνες, συρρικνωμένος καιπεριμένοντας ως την τελευταία στιγμή την ανακάλυψη τουελιξιρίου της...αθανασίας!
«Ο πλουσιότερος του κόσμου φαίνεται ότι ήταν ο μακαρίτης Σταύρος Νιάρχος. Άφησε στόλο τάνκερ, θαλαμηγούς, ιδιωτικά αεροπλάνα και ελικόπτερα, ιδιόκτητο νησί, πολυτελή διαμερίσματα, βίλες και πύργους με επιπλώσεις αντίκες, πανάκριβους πίνακες ζωγραφικής, πολύτιμους λίθους, χρυσό (40 τόνους!), μετοχές, αλλά και αμέτρητο ρευστό σε 87 τράπεζες, όσα ήταν τα χρόνια του όταν αποδήμησε εις Κύριον... Οι γνωρίζοντες, λένε, ότι ήταν ο Κροίσος των Κροίσων του αιώνα!»
ξένος τύπος και εφημερίδα "Βήμα" (7 Ιουλίου 1996) μετά το άνοιγμα της διαθήκης του
Ο Σταύρος Νιάρχος τέλη 1995, αρχές 1996, ισχνός, ανύμπορος και καμπουριασμένος από τα χρόνια,ξεγραμμένος από την επιστήμη, αντιμετωπίζει την έλευση του θανάτου με φόβο, αλλά και χιούμορ, ότι από στιγμή σε στιγμή θα ανακαλυφθεί το ελιξίριο της παράτασης της ζωής! Έχοντας κοντά του ένα τετραπέρατο Κεφαλλονίτη μπάτλερ, που αποβλέπει να γράψει ένα μπεστ σέλερ για τον εφοπλιστή, αναπολεί τον βίο και την πολιτεία του... Κι΄ανάμεσα στο μίσος του για τον Ωνάση, που τον είχε παντρευτεί η Τίνα Λιβανού και αυτός μετά 25 χρόνια!, αφού προηγήθηκε ο μυστηριώδης θάνατος της γυναίκας του Ευγενίας Λιβανού (αδελφής της Τίνας) ο μουρντάρης Νιάρχος θυμάται τις γυναίκες της ζωής του, με κακία, αλλά και χιούμορ... Είχε παραγγείλει ντουζίνες κοστούμια, πουκάμισα κι΄εσώρουχα στα νέα συρρικνωμένα μέτρα του και μόλις ένιωθε καλύτερα, αρωματιζότανε, ντυνότανε κι΄έβγαινε μια βόλτα στο διάδρομο και στο σαλόνι της σπέσιαλ σουίτας του νοσοκομείου που κρατούσε για την αφεντιά του...Και σε κάθε όμορφη νοσοκόμα που περνούσε δίπλα του, προσπαθούσε να οσμιστεί το άρωμά της και να της το χαρίσει, αφήνοντάς την άφωνη για τις γνώσεις του επί των γυναικείων αξεσουάρ...
αποσπάσματα απo το βιβλίο ντολουμέντo "Νιάρχος" που είναι γραμμένο με μυθιστορηματική πλοκή:άρωμα Σαννέλ Νο 5...
...Του γαργαλούσε τη μύτη το Σαννέλ νάμπερ φάιβ... Αλήθεια, αυτός τι έβαζε εκείνη την εποχή; Μπορούσε να το ξεχάσει; Ποτέ: Χαβί ρούζ του Γκερλέν! Τράβηξε αδύναμα την παλάμη του από το χεράκι της νοσοκόμας, έγειρε πίσω κι εκείνη αποτραβήχτηκε στη θέση της... "Τομ, βρε Τομ", ψιθύρισε... "Πολύ αργεί εκείνο το ελιξίριο, γι' αυτό φέρε μου λίγο νέκταρ να βρέξω τα χείλη μου, που ξεραθήκανε..."
-Μάλιστα, κύριε, το ηδύποτό σας...
-Ώστε εδώ είσαι;
-Για πάντα, κύριε Σταύρο, δεν θα σας εγκαταλείψω ποτέ.
"Θα σας εγκαταλείψω όλους εγώ", σκέφτηκε ο γέρος, καθώς ο παλιός μπάτλερ έφτιαχνε τη δόση κι ο νέος τόλμησε να σκύψει και να του ψιθυρίσει "Ξέρετε, κύριε Τομ, ο γιατρός μου είπε ούτε γουλιά ποτό στον σερ" ... Ο Τομ τον αγριοκοίταξε κι έμεινε με το δίσκο στο χέρι, γιατί ο Μεγάλος ροχάλιζε... Διέταξε με ένα νεύμα τον Φελίξ να καθίσει στον καναπέ. "Αν ξυπνήσει, να με φωνάξεις", είπε σιγά και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο του... Κάθισε στο γραφειάκι του και για μια ακόμη φορά έβγαλε από το συρτάρι τα ντοσιέ του... Τον δυσκόλευε, τον μπέρδευε όλο αυτό το υλικό και δεν ήξερε από που ν' αρχίσει και που να τελειώσει... Βρήκε μια σημείωση του εκδότη του: "Μπλέξε όλους τους μεγαλοεφοπλιστές και παρουσίασε τους σκληρούς και βίαιους, όχι μόνο στις δουλειές τους, αλλά σε όλες τους τις εκδηλώσεις... Παρομοίασε τους με θαλάσσια κήτη που βουτάνε σε ανήλιαγα βάθη, εκεί που δεν φτάνουν τα αφρόψαρα... Ανέλκυσε την απληστία, τον ακόρεστο πόθο τους για πλούτο και ηδονή, σε μεγέθη που εντυπωσιάζουν τα αφρόψαρά-αναγνώστες..." Τέτοιο είδος βιβλίο, δηλαδή τσόντα, αποκλείεται να γράψω, είχε απαντήσει στον εκδότη κι εκείνος τον συμβούλεψε: "Τότε μην παιδεύεσαι άδικα, γιατί ούτε δημοσιογράφος, ούτε συγγραφέας είσαι... Το μόνο που μπορείς να προσφέρεις είναι κουτσομπολιό και καυτές ερωτικές σκηνές των κροίσων, που υπηρέτησες και γνώρισες από κοντά"... Καλό σκυλόψαρο είσαι κι εσύ, που θέλεις να κατασπαράξεις τα θύματα σου, έκανε να του πει, αλλά προτίμησε να μουρμουρίσει: "Καλά, θα προσπαθήσω".
Ο κεφαλλονίτης, όμως, δεν παράτησε την προσπάθεια κι άρχισε να ταξινομεί το υλικό του, κατά κεφάλαια κι ίσως αργότερα να εύρισκε άλλο σοβαρότερο εκδότη... Ο ερασιτέχνης συλλέκτης και ίσως, μελλοντικός βιογράφος, είχε καταλάβει από το Σεν Μόριτς ότι ο Μεγάλος ξανάβλεπε σαν κινηματογραφική ταινία τη ζωή του κι όχι μόνο στο ξύπνιο του, αλλά και στον ύπνο του... Και τι δεν θα 'δινε ένας μεγάλος εκδοτικός οίκος, αν μπορούσε να τοποθετήσει ένα μηχάνημα στο κεφάλι του Νιάρχου, που να μπορεί να καταγράφει τις αναμνήσεις και τις σκέψεις του... Αυτό θα αποτελούσε μια συνταρακτική αυτοβιογραφία κι όχι φανταστική που θα επιχειρούσαν - μετά το θάνατο του - να γράψουν κάποιοι. Πραγματικά ο Σταύρος Νιάρχος, τόσο τελευταία στην Ελβετία, όσο και τώρα στην Αμερική, έφερνε διαρκώς στη σκέψη του συμβάντα από το παρελθόν... Τίποτα καινούριο δεν τον ενδιέφερε πλέον, ποιον, αυτό το δαιμόνιο και προχωρημένο εφοπλιστή και επιχειρηματία, που οι ρηξικέλευθες αποφάσεις του χάραζαν νέους δρόμους, που οι άλλοι εφοπλιστές ακολουθούσαν μετά... Κι όμως, μέσα στο βραχυκυκλωμένο από το χρόνο μυαλό του, έκανε και ορισμένες σκέψεις, που πήγαζαν από κάποιες εκπομπές της γαλλικής τηλεόρασης, με πνευματικούς ανθρώπους... Φώναζε, λοιπόν, τον Τομ και του υπαγόρευε:
" Το καταραμένο κομπιούτερ, που έχω στο γραφείο μου, συγκεντρώνει το έργο μου, τον πλούτο μου, αλλά εξουδετερώνει την ατομικότητα μου, τις μεμονωμένες ιδέες μου... Γράφε, Τομ: Η νέα τεχνολογία δημιουργεί καινούριους μηχανισμούς, που εξαφανίζουν την ελευθερία και τη βούληση του ατόμου... Γράφε, Τομ: Η μετριότητα των ΜΕDΙΑ αποσυναρμολογεί και αποπροσανατολίζει τα ταλέντα - δημοσιογραφικά, καλλιτεχνικά, πολιτικά - και τα κατεβάζει από τα ύψη του πνεύματος στον πάτο του λαϊκισμού. Γράφε, Τομ: Το καινούριο σύστημα καταβροχθίζει τα εκλεκτά παιδιά του και ξερνάει στη δημοσιογραφία, στην τέχνη, στην πολιτική - παντού - τα σκάρτα"
Ο Τομ, κατά τη λαική ρήση, δώσε θάρρος στο χωριάτη, να σ' ανέβει στο κρεβάτι, τον διέκοπτε: "Αυτά είναι χωρίς σημασία, γιατί δεν μου υπαγορεύετε σημαντικά γεγονότα της ζωής σας;" Ο γέρος τον κοίταζε με υποψία, έτοιμος να εκραγεί, γιατί ο υποτακτικός του δεν τον είχε προσφωνήσει σερ... Αλλά δεν είχε άλλον να ξεσπάει και να του αποκαλύψει αυτό που κατετρωγε τα σωθικά του και είχε αρνηθεί να το εκμυστηρευθεί ακόμη και στον αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο, που είχε σπεύσει να τον εξομολογήσει και να τον μεταλάβει... Δίσταζε, αλλά έπρεπε να μιλήσει σε κάποιον, να του φύγει το βάρος που ένιωθε μέσα του, αφού ακόμη και τα παιδιά του δεν τον έπαιρναν πια στα σοβαρά. Ή μήπως δεν καταλάβαινε ότι κι η πιστή του γραμματέας βαριότανε τις φλυαρίες ενός ετοιμοθάνατου γέρου... Γι' αυτό ρωτούσε τον Τομ:
-Δεν μου λες, Άγγελε ή Διάβολε, που εσύ μόνο ξέρεις τί είσαι, μήπως κρατιέμαι στη ζωή, για να ξεκαθαρίσω μερικές πράξεις μου, για τις οποίες με έχουν κατηγορήσει αυτά τα ανίκανα και ζηλόφθονα μερμηγκάκια, οι άνθρωποι; Λες να μην έκανα σωστά που αρνήθηκα να εξομολογηθώ στο δεσπότη που ήρθε, μυρίζοντας λιβάνι, αλλά και κολόνια, τις αμαρτίες μου; Ποιός ρε να εξομολογηθεί και σε ποιούς αναμάρτητους; αγρίεψε ο γέρος. Εγώ που βλέπεις, μια ολόκληρη ζωή δεν έδωσα λόγο σε κανένα, γιατί δεν φοβήθηκα ποτέ κανένα... Ούτε κυβερνήσεις, ούτε κρατικά όργανα, ούτε νόμους... Μόνο τώρα φοβάμαι τον ξεπεσμό μου... Κατάντησα άβουλο κι αδύναμο γεροντάκι στα χέρια των γιατρών κι όλων αυτών των υποτακτικών που κουμαντάρουν τη ζωή μου, από το κρεβάτι ως την πολυθρόνα μου...
[selida]
"οι Έλληνες στο κίνδυνο πολεμάμε σαν λιοντάρια!"
Το καλοκαίρι του 1953 ο Ωνάσης παίζει μεγάλο παιγνίδι στο Μόντε Κάρλο, έχει
πατήσει γερά, προσπαθεί να το καταλάβει, υποδουλώνοντας κι αυτόν ακόμη το μονάρχη του... Είναι η χρονιά του, αφού ναυπηγεί στη Γερμανία το μεγαλύτερο τάνκερ του κόσμου, το "Τίνα Ωνάση" 45 χιλιάδων τόνων, ενώ την ίδια εποχή,στο στο Κίελο του μετατρέπουν μια καναδική κορβέτα σε χλιδάτη θαλαμηγό, που θα της δώσει το όνομα της κορούλας του Χριστίνας... Ο Νιάρχος έχει προηγηθεί στην αγορά κότερου, με το τρικάταρτο κομψοτέχνημα "Κρεολή"... Και οι δύο έχουν γίνει ιδιοκτήτες δεξαμενόπλοιων Τ2, που μαζί με τα Λίμπερτι, τους είχε παραχωρήσει η αμερικανική κυβέρνηση...Τα ονόματά τους γίνονται γνωστά από τις εφημερίδες και ο κόσμος αναρωτιέται από πού βαστάει η σκούφια αυτών των δυό εφοπλιστών, που μπαίνουν ακόμη και πρωτοσέλιδοι... Κι΄όταν κάποιος λέει, ότι είναι Έλληνες, μερικοί αναρωτιούνται πού βρίσκεται η Ελλάδα!!! " Εκεί που γεννήθηκε ο πολιτισμός και η δημοκρατία" απαντάει ο Νιάρχος, "εκεί που έζησαν ο Οδυσσέας κι΄ο Μέγας Αλέξανδρος", λέει ο Ωνάσης. Κι΄όταν οι δυό αντίζηλοι στον έρωτα και ανταγωνιστές στο πλούτο, τυχαίνει να συναντηθούν σε κάποια κοσμική εκδήλωση (μπορεί και σε σκυλάδικο της Νέας Υόρκης) σφίγγουν τα χέρια με θαυμασμό ο ένας γιά τον άλλο, που είναι Έλληνες!
Και ξαφνικά σκάει η μπόμπα! Το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ μηνύει το Νιάρχο για παράβαση της πράξης πώλησης αμερικανικών πλοίων (1946-47) σε ξένους...Πριν προλάβει να σχολιάσει ο Ωνάσης ότι "ο Σταύρος σιγοψήνεται", μηνύεται κι αυτός για την ίδια αιτία... Το υπουργείο Οικονομικών τους θεωρεί φοροφυγάδες και το υπουργείο Δικαιοσύνης τους κατηγορεί ότι με δόλιο τρόπο απόκτησαν Λίμπερτι και Τ2. Ο Χούβερ του ΡΒΙ ζητάει το κεφάλι τους επί πίνακι, αλλά οι δυο Έλληνες -για πρώτη φορά- ανταλλάσσουν γνώμες, σκαρφίζονται κόλπα για να διαφύγουν το διεθνή διασυρμό... Καθένας διαθέτει κορυφαίους Αμερικανούς δικηγόρους, που τους παρουσιάζουν ατού... Οι γυναίκες τους έχουν αποκτήσει την αμερικανική υπηκοότητα... Τα παιδιάτου Σμυρνιού έχουν γεννηθεί στην Αμερική. Εν τούτοις, τον Οκτώβρη εκδίδεται ένταλμα σύλληψης του Ωνάση και τα λιμάνια και τα αεροδρόμια των ΗΠΑ, έχουν το όνομα του στην μπλακ λιστ... Ο Χούβερ έχει βάλει σκοπό να του φορέσει χειροπέδες, γιατί αυτός ο Έλληνας πετάει πάνω από το μπόι του και νταραβερίζεται με τους Σαουδάραβες, με πρόθεση να αποκτήσει τη μονοπωλιακή διακίνηση των πετρελαίων τους...
Τον Ιανουάριο του 1954 το "Τίνα Ωνάση" καταπλέει στην Τζέντα, με τον Άρη και τη γυναίκα του, που φιλοξενούνται στα ανάκτορα του Σαούντ. Η συμφωνία Σαουδικής Αραβίας - Ωνάση είναι στα σκαριά και οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρίες νιώθουν ένα νάνο να τους πριονίζει τα γιγάντια πόδια...
Ο γερο Νιάρχος θυμάται και την αναταραχή που είχε προκαλέσει ο Ωνάσης στην αμερικανική κυβέρνηση και στην Αράμκο, το θόρυβο στο τύπο. Και να, τώρα τελευταία ένας πράκτορας του ΡΒΙ μιλάει στις τηλεοράσεις, ότι τάχα "τον είχα πληρώσει, να καθαρίσει τον Ωνάση!"
Ο στόλαρχος ταρακουνιέται στην πολυθρόνα του, μουρμουρίζει και βρίζει... Η νοσοκόμα του σκουπίζει τα σάλια, ενώ η Χίλαρι έχει πλησιάσει με τον μπάτλερ του... Τους κοιτάζει, μέσα από τη σχισμή του μισόκλειστου ματιού του:
-Με κατηγόρησαν ότι συνεργάστηκα με πράκτορες για να ξεκάνω τον Άρη...Ψέματα και κακοήθειες ευφάνταστων δημοσιογράφων και συνταξιούχων μπάτσων του ΡΒΙ, που προσπαθούν να βγουν από το σκοτάδι στο φως... Ξέρετε τι είναι η τηλεόραση για ένα ανώνυμο και άσημο; Η μεγάλη ευκαιρία γιαπροβολή και δημοσιότητα... Δεν είμαι σίγουρος, αλλά νομίζω ότι κάποιοςείχε σκοτώσει όλη την οικογένεια του για να γίνει πρωτοσέλιδος και να τον δείξει αυτή η ρημάδα, η τηλεόραση!
Όπως κάθε μέρα, έτσι και σήμερα ο γέρος θυμάται ανακατεμένα τα κεφάλαια της ζωής του... Αυτό με τη μήνυση της αμερικανικής κυβέρνησης έχει σφηνωθεί στη σκέψη του... Γνέφει στη γραμματέα του, να σκύψει, να ακούσει και να του απαντήσει:
- Θυμάσαι τι έγινε τελικά με την υπόθεση Ωνάση-FBI;
Η Αγγλίδα διστάζει να του πει, αλλά εκείνος επιμένει:
- Να μου θυμίσεις ότι ακριβώς έγινε κι ας νομίζεις ότι θα με στενοχωρήσεις...
- Η γυναίκα, που έχει ζήσει μέσα από τα ξεσπάσματα τουαφεντικού της, τα στενογραφικά ορνιθοσκαλίσματά της, τα πλήκτρα της γραφομηχανής, τα ΡΑΧ και τα τηλέφωνα, όλο τον τιτάνιο και πανούργο αγώνα του για πλουτισμό και δύναμη, του σκουπίζει τώρα το ιδρωμένο μέτωπο και του λέει:
—Ο Ωνάσης είχε γίνει πρωτοσέλιδο θέμα στον αμερικανικό τύπο, που, ούτε λίγο ούτε πολύ, τον παρουσίαζε ως νέο Λουτσιάνο... Σε λίγες ημέρες όμως πέρασε στην αντεπίθεση, υπενθυμίζοντας στις εφημερίδες ότι αυτός έσωσε τα αμερικανικά ναυπηγεία Μπέθλεεμ Γιαρντς από το λουκέτο, γιατί τους ανέθε σε να του κτίσουν στόλο σούπερ τάνκερ... Κι ακόμη ότι κατά τον πόλεμο της Κορέας διέθεσε τα πλοία του με ξένη σημαία, στο Αμερικανικό Ναυτικό, που τον ευχαρίστησε δημόσια.
—Και τι έγινε μετά, έκανε ο γέρος, που ήξερε την απάντηση, αλλά ήθελε να την ξανακούσει.
—Ο μαφιόζος Έλληνας Λουτσιάνο, έγινε ο Τζον Γουέιν!
Ο γέρος άρχισε να γελάει ακατάπαυστα και η γραμματέας με τη νοσοκόμα φοβηθήκανε μη πνιγεί από τα γέλια... Όταν ησύχασε, τους είπε με υπερηφάνεια:
— Έτσι είμαστε εμείς οι Έλληνες... Τρωγόμαστε μεταξύ μας, σαν νυφίτσες και τσακάλια, αλλά μπροστά στους ξένους γινόμαστε λιοντάρια... Και τα λιοντάρια, όμως, γερνάνε -συνέχισε με αποκαμωμένη φωνή- και καταντάνε σαν τον Άρη, με μαδημένο τρίχωμα και χαίτη, ψωραλέα και αξιολύπητα, ακόμηκαι για τους ρακοσυλλέκτες του Σηκουάνα... Γιατί του Σηκουάνα; Γιατί εκεί στο Παρίσι, ψοφολόγησε το πιο ανήμερο λιοντάρι που συνάντησα σ' αυτή τη ζούγκλα που λέγεται ανθρώπινος ανταγωνισμός και ψωροϋπερηφάνεια... Πες μου, λοιπόν, καλή μου Χίλαρι, εσύ που γνώρισες και τον Άρη κι εμένα, στο απόγειο της δυνάμεως μας, τι απόμεινε σε μας; Χάθηκε η υπερη φάνεια, αφού με νταντεύετε σαν μωρό, κι έμεινε η ψώρα, α φού μυρίζω κιόλας σαν ψοφίμι...
ντοκουμέντο για τον μυστηριώδη
θάνατο της Ευγενίας Νιάρχου
ο στόλαρχος πάντα ονειρευότανε τη φρεγάδα
που είχε κουρσέψει ο παγαπόντης σμυρνιός
(σελίδες 183 184 185)
Εκείνο το πρωί ο Νιάρχος ξύπνησε φοβισμένος, γιατί είχε δεί ένα όνειρο που δεν του άρεσε... Κωπηλατούσε -λέει- πλησιάζοντας σε μιά όχθη, όπου καθότανε μια ασπροφορεμένη γυναίκα, που δεν ξεχώριζε το πρόσωπο της... Καθώς μασουλούσε το πρωινό του, ήθελε να ρωτήσει τον μπάτλερ του - που παλιά έκανε τον ονειροκρίτη στην Ευγενία - αλλά δίσταζε, γιατί όσο και να του εξηγούσε ότι ήταν καλό όνειρο, θα έβλεπε στην έκφραση του τα κακά σημάδια... Γιατί, φως φανάρι, η βάρκα ήταν η ζωή του και η όχθη το τέλος της... Πήγε ο νους του και στην Ευγενία - τη γυναίκα στην όχθη - που τον περίμενε σιωπηλή και ταπεινή, όπως πραγματικά ήταν κι΄όχι όπως την ήθελε αυτός στο αγέρωχο πορτρέτο της...
—Τοοομ...
—Μάλιστα κύριε.
Του έγνεψε να τσουλήσει την πολυθρόνα του και του έδειξε την κατεύθυνση που ήθελε να τον πάει, στο γραφείο του, όπου τον διέταξε να περιμένει στην πόρτα... Άνοιξε με δυο κλειδιά το χρηματοκιβώτιο και έβγαλε ένα μπλε σκούρο ντοσιέ, κλείδωσε, κι ο μπάτλερ τον ξανατσούλησε ως τη μόνιμη θέση του, μπροστά στο τεράστιο τζάκι... Έκανε τη συνηθισμένη του χειρονομία, ότι ήθελε να μείνει μόνος, κι ο Τομ πήγε και κάθισε με τη νοσοκόμα στο βάθος του καθιστικού, περίεργος πάντα. τι περιείχε το ντοσιέ... Ο γέρος το άνοιξε με τα τρεμάμενα δάχτυλά του πάνω στα γονατά κι΄άρχισε να βγάζει χαρτιά. Ήσαν αποκόμματα και φωτοτυπίες... Τα περισσότερα από εφημερίδες της περιόδου 1970 και μετά, όταν είχε πεθάνει η γυναίκα του στη Σπετσοπούλα και οι δημοσιογράφοι είχαν επιπέσει πάνω του σαν πιράνχας, να τον κομματιάσουν...
Ήταν 3 Μαΐου - φοβερή ημερομηνία - του 1970... Πρώιμο καλοκαιράκι και οι καλεσμένοι του στη Σπετσοπούλα βρισκόντουσαν στις καμπάνες τους ή στην παραλία... Η Ευγενία, μανιώδης με το μαγείρεμα, επέβλεπε κάποιο σπέσιαλ φαγητό της στην κουζίνα... Η Τίνα, που την παραφυλούσε από το πρωί ο οικοδεσπότης, χάζευε ένα άλμπουμ με φωτογραφίες στο καθιστικό...
Βρήκε ευκαιρία και κάθισε δίπλα της, κάνοντας ότι χαζεύει κι αυτός τις φωτογραφίες... Εκείνη γύρισε και του χαμογέλασε, δημιουργώντας λακκάκια στα μαγουλά της... Καθώς τα είδε ο Σταύρος, του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, την άρπαξε και πριν προλάβει να του αντισταθεί, άρχισε να τη φιλάει με μανία στα μάγουλα... Τον έσπρωξε έκπληκτη:
—Τι έπαθες, Σταύρο, τρελάθηκες;
—Όχι τώρα, αλλά εδώ και είκοσι τέσσερα χρόνια, από τότε που είδα αυτά τα λακκάκια και ήθελα να τα φιλήσω... Αλλά πρόλαβε και σε πήρε από μένα ο κωλοσμυρνιός και μετά η κρυφα- δερφή... Αλλά τώρα ήρθε η στιγμή, κοριτσάκι μου, να σε αποκτήσω...
—Πραγματικά τρελάθηκες, γιατί ξέρεις ότι δεν είμαι πια το κοριτσάκι του «Πλάζα», αλλά σαράντα ενός χρονών γυναίκα... Έχω δυο μεγάλα παιδιά κι εσύ τέσσερα και είσαι άντρας της αδερφής μου...
—Αυτής της κάργιας - είπε - και την ξανάρπαξε φιλώντας την άτσαλα, σαν σχολιαρόπαιδο...
Ακούστηκε μια στριγγλιά... Ήταν της Τζένης, που τους έφερνε μεζέ στο πιάτο... Της έπεσε στο πάτωμα, έκανε μεταβολή βάζοντας τα κλάματα και έτρεξε στις σκάλες που οδη γούσαν στους κοιτώνες... Κι ενώ η Τίνα είχε μείνει στήλη άλατος, ο Νιάρχος πέταξε μια βλαστήμια στα θεία κι έτρεξε να προλάβει τη γυναίκα του, αλλά εκείνη είχε κλειδωθεί κιόλας στην κρεβατοκάμαρα της...
— Βρε κουτό, ένα αστείο κάναμε, της φώναζε απ' έξω, αλλά η Τζένη έσπαζε ό,τι έβρισκε μπροστά της και έκλαιγε.
Ο άντρας της άνοιξε με πασπαρτού και τη βρήκε μπρούμυτα στο κρεβάτι να ξεφωνίζει υστερικά.
—Καλά εσύ, παλιάνθρωπε, αλλά η αδερφή μου;
—Δεν φταίει η Τίνα, Τζενάκι μου... Εγώ της έκανα ένα αστείο...
—Ποιό αστείο, παλιάνθρωπε; Λες και δεν σε βλέπω εδώ και τόσα χρόνια να σου τρέχουνε τα σάλια... Έννοια σου και θα το πω σε όλο τον κόσμο, να εξευτελισθείς...
Η γυναίκα του προσπάθησε να τον γρατσουνήσει με τα νύχια της, την απέφυγε και σπρώχνοντας την πέταξε στο κρεβάτι.
— Καλά, θα σου περάσει, της είπε, κι έφυγε βροντώντας την πόρτα τόσο δυνατά, που ακούστηκε ως κάτω.
Στο καθιστικό δεν ήταν η Τίνα, ούτε κανένας άλλος, μόνο κάποια σκιά καμαριέρη στο παράθυρο, που δίσταζε να μείνει ή να εξαφανιστεί κι αυτός με τους άλλους, που προβλέποντας θύελλα είχαν αποσυρθεί στη κουζίνα.
Ο Νιάρχος έπινε και βλαστημούσε, εξακόντιζε και κανένα ποτήρι στον τοίχο... Τι μέρα κι αυτή... Από το πρωί είχε τον πρώτο καυγά με τη γυναίκα του, που δεν ήθελε να φιλοξενήσουν στο νησί το «μούλικο» της Φορντ και να πριν λίγο το επεισόδιο, που ασφαλώς θα είχε συνέχεια, γιατί η Τζένη πίστευε ότι ο άντρας της είχε σχέσεις με την αδερφή της...
Πριν συνεχιστεί η εξιστόρηση των γεγονότων που ακολούθησαν τη νύχτα της 3ης Μαΐου 1970, για να φτάσουμε στον τραγικό θάνατο της Ευγενίας Νιάρχου, πρέπει να γίνει η μεγάλη αποκάλυψη, που ελάχιστοι άνθρωποι γνώριζαν ή γνωρίζουν. Γιατί αυτά που προηγήθηκαν (ερωτικό ξέσπασμα του οικοδεσπότη στην κουνιάδα του με αυτόπτη μάρτυρα τη γυναίκα του) δεν ήσαν αποκυήματα φαντασίας του συγγραφέα, αλλά...
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
προστέθηκε στις: Σάββατο 19.03.2005