ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΙΒΑΝΟΣ
ΛΙΒΑΝΟΣ-ΩΝΑΣΗΣ-ΝΙΑΡΧΟΣ
οι τρεις στόλαρχοι των ωκεανών
στη βιογραφία ΝΙΑΡΧΟΣ (Δημήτρης Λιμπερόπουλος- εκδόσεις Βασδέκη 1997) ο βιογραφούμενος, γεροντάκι πιά, θυμάται την περίοδο που αυτός και ο Ωνάσης παντρεύτηκαν τις θυγατέρες του Σταύρου Λιβανού:
...ένα από τα πρόσωπα που έφερνε συχνά στη μνήμη του ο στόλαρχος, ήταν ο Σταύρος Λιβανός, ο πατριάρχης των Ελλήνων εφοπλιστών... Ήταν τυχερός που δεν έζησε ως την εποχή των τραγικών θανάτων των κοριτσιών του και των εγγο¬νιών του... Τον θυμότανε το
Χιώτη στο ξενοδοχείο «Πλάζα» με τη γυναίκα του, τις θυγατέρες του και το γιο του... Μονόχνωτος, με κάλους στις παλάμες από το κουπί που τραβούσε νέος, ποτέ δεν σε κοίταζε στα μάτια, ακόμη κι όταν σε χαιρετούσε διά χειραψίας... Για καιρό ο Νιάρχος δεν ήταν σίγουρος ότι ο πεθερός του γνώριζε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του γαμπρού του... Ο άλλος γαμπρός όμως, ο Ωνάσης, όταν κα¬τάλαβε ότι ο Χιώτης φερόταν έτσι, δεν του άφησε το χέρι και τον ανάγκασε να τον κοιτάξει τον Σμυρνιό, κατάματα... «Εγώ, ο χέστης, πριν πάρω την κόρη του, ποτέ δεν είχα τολμήσει να κάνω το ίδιο» .
Τι ήταν ο Σταύρος Λιβανός όταν ξεκίνησε; Ένας ναύτης στο καΐκι του πατέρα του, που κουβαλούσε Χιώτες και φορτίο στα νησιά κι αργότερα, όταν μεγάλωσε το σκάφος και ο ίδιος, έφτανε ως το Μισίρι, δηλαδή την Αίγυπτο... Όπως ο Νιάρχος, έτσι και ο μπάτλερ του ο Θωμάς, ήξερε απ' έξω κι ανακατωτά τη σταδιοδρομία του Λιβανού. Και τώρα που ο Κεφαλονίτης άκουγε κάποιες λέξεις και ονόματα στα παραμιλητά του αφεντικού του, έβγαζε από το ντοσιέ τις σημειώσεις του και τα αποκόμματα και τα συμβουλευότανε για το βιβλίο του: Ο Σταύρος Λιβανός ξεκίνησε τη σερμαγιάτου με καΐκια, μετά αγόρασε ένα σαπιοκάραβο και το συμμόρφωσε σε πλεούμενο, αλλά πάντοτε με κίνδυνο να βρεθούνε στη θάλασσα πλή¬ρωμα και φορτίο... Το 1927 ο Σταύρος Λιβανός είναι 36 χρονών, παντρεμένος με μια όμορφη κοπέλα, που έχει σχεδόν τα μισά του χρόνια, την Αριέτα. Ζουν σε ένα μικροαστικό σπίτι στο Λονδίνο κι από εκεί κοντά - σε ένα γραφειάκι - κλείνει ναυλοφορτώσεις στα καραβάκια του, όλα παλιά, μεταποιημένα,όπως λέει η γυναίκα του, που ράβει μόνη της τα φουστάνια της και μπαλώνει ακόμη τα εσώρουχα και μαντάρει τις κάλτσες του τσιγκούνη, όπως διηγείται αργότερα στους γαμπρούς της... Είναι χρόνια που φτουράνε, γιατί ο Χιώτης καραβοκύρης, σφιχτοδεμένος με το πουγγί του και τη σωφροσύνη του, δεν αγοράζει μόνο σαράβαλα σκαριά, που τα μεταμορφώνει σε κερδοφόρα πλεούμενα, αλλά χτίζει και το πρώτο του φορτη¬γό σε βρετανικό ναυπηγείο... Και επειδή - όπως έλεγε - το καράβι είναι κουνέλα που γεννάει το ένα πίσω από το άλλο, πριν το 1930 έχει εφτά καινούργια πλοία και δύο κόρες. Μετά το 1930 έχει εξελιχθεί σε μεγάλο εφοπλιστικό όνομα του Σίτι και κανένας δεν σκέφτεται να σχολιάσει τα παλιομοδίτικα κο¬στούμια του και τα φτηνά ελληνικά τσιγάρα «Έθνος», που κά¬πνιζε ακόμη... Εκείνα τα χρόνια ο καπετάν Σταύρος ταξιδεύει - διά θαλάσ¬σης - από το Λονδίνο, ως τον Πειραιά, τον Περσικό Κόλπο, τη Βόρεια και Νότια Αμερική και απουσιάζει από το σπίτι του ένα και δυο μήνες... Εδραιώνει αντιπροσώπους και γραφεία του παντού, γίνεται διεθνής, ενώ η Αριέτα στο Λονδίνο μετακομίζει με τα παιδιά της σε μεγαλύτερο σπίτι, αποκτά καμαριέρα, που έχει και καθήκοντα νταντάς για τις κόρες της και βοηθού μα¬γείρισσας, γιατί στην κουζίνα θέλει να έχει η ίδια τον πρώτο λόγο... Μετά, αποκτά και υπηρέτη (μπάτλερ τον λέγανε οι Εγγλέζοι) και σοφέρ... Δίνει και τσάγια με καλεσμένες αξιοπρεπείς κυρίες του Σίτι, που ξετρελαίνονται για τους μεζέδες καιτα γλυκά της τα χιώτικα... Ο άντρας της έχει αποκτήσει γνωρι¬μίες και συναλλαγές με επώνυμους του ναυτιλιακού και επιχει¬ρηματικού κύκλου της Αλβιόνας και τους εισάγει στο γαργάλημα του ουρανίσκου και στην απόλαυση του στομαχιού: Μαστίχα, ούζο, ελιές, σαρδελίτσα και φέτα... Το ζεύγος Λιβανού γί¬νεται περιζήτητο και οι θυγατέρες τους πηγαίνουν σε ακριβά σχολεία και αποκτούν αριστοκράτισσες φίλες... Ο Σταύρος Λιβανός γι' αυτό επονομάστηκε από εκείνα τα χρόνια ο πατριάρχης των Ελλήνων εφοπλιστών, που αργότε¬ρα, με την είσοδο των Ωνάση και Νιάρχου, στο αρχοντικό του, καθιερώθηκαν στο διεθνές τζετ σετ ως οι «Χρυσοί Έλληνες» ! Αυτά έβλεπε στον ύπνο του ο Νιάρχος, αυτά σκεφτότανε στο ξύπνιο του ο Τομ και όσο κι αν τον ταλαιπωρούσε τριάντα τόσα χρόνια ο τζαναμπέτης σερ, δεν μπορούσε παρά να τον θαυμάζει και να νιώθει δέος γι' αυτό το ιερό τέρας, τον τελευ¬ταίο Χρυσό Έλληνα, που ανεξάρτητα πως φερόταν στα νεύρα του, στο φυσιολογικό του ήταν ο πιο αριστοκράτης από οποιο¬δήποτε Ρωμιό εφοπλιστή... Ο πεθερός του ήταν πράγματι σκα¬πανέας των Ελλήνων εφοπλιστών, αλλά ο Ωνάσης και ο Νιάρχος ήσαν πρωτοπόροι της σύγχρονης ναυτιλίας... Η σκέψη του, όλες αυτές τις τελευταίες ημέρες της πνευμα¬τικής ανάκαμψης, απογειωνόταν από το ερειπωμένο σώμα του και γύριζε στα παλιά, ταξίδευε με τους πεθαμένους, που κάπο¬τε ήσαν όχι μόνο ζωντανοί, αλλά και παντοδύναμοι οι άντρες, πανέμορφες οι γυναίκες... Να, ο Σταύρος Λιβανός, ανάμεσα στους δυο γαμπρούς του... Άξεστος, αθυρόστομος, απαιτητικός, δολοπλόκος, άπληστος, αλλά και γαλίφης όταν χρειαζόταν, ιδίως στη γυναίκα του, που κρατούσε την αρμαθιά με τα κλειδιά σε ντουλάπες, κασέλες και χρηματοκιβώτια... Όταν για πρώτη φορά φωτογραφήθηκαν οι τρεις τους - ήθελε το κάδρο η Αριέτα στο σαλόνι της - ο Χιώτης καραβοκύρης αναρωτήθηκε φωναχτά «ήθελα να 'ξερα,τι σας βρήκαν οι θυγατέρες μου και ξελογιαστήκανε: μπόι, ομορφιά, νταηλίκι;»
Η γυναίκα του ήξερε τι βρήκαν οι κόρες τους στους γαμπρούς τους και του το 'πε: «Κάθε γυναίκα ονειρεύεται τον αδίστακτο κι άγριο αγαπητικό, που αν έχει αυτά τα προσόντα στη δουλειά του, θα τα διαθέτει και στο κρεβάτι.»
— Βρε Άρη - ρώτησε μια μέρα ο πεθερός το γαμπρό του - έχεις τα προσόντα που χρειάζονται σ' ένα εφοπλιστή; Γιατί πολύ ντιστεγκέ σε βλέπω...
Ο Σμυρνιός του χαμογέλασε και καθώς παίζανε τάβλι - ο Χιώ¬της όλο τον έκλεβε - πιάσανε κουβέντα για ναύλους, φορτία και βαπόρια και να σε μια στιγμή ο πεθερός του εξομολογήθηκε ότι βρήκε σε στένεψη τον τάδε εφοπλιστή και θα του 'παιρνε το βαπόρι για ένα κομμάτι ψωμί... Παίξανε, δυο τρεις παρτίδες, ο Λιβανός έτριβε τα χέρια που κέρδισε κι ο Ωνάσης πήγε προς νερού του σε μια στιγμή... Αργοπόρησε να γυρίσει. Που χάθηκες; τον ρώτησε... Τηλεφώνησα κι αγόρασα το καράβι για την Τίνα, είπε κι ο Χιώτης φρύαξε, αλλά η Αριέτα τον ηρέμησε:
— Μη φωνάζεις, Σταύρο μου, γιατί το καράβι στην οικογένεια ήρθε...
Κάτι τέτοιες στιγμές, που ο Λιβανός τις διατυμπάνιζε, για να δείξει τι ξύπνιο γαμπρό έκανε, ο Νιάρχος ένιωθε έξω από την οικογένεια... Και για να μπει μέσα, έστυβε το μυαλό του και σοφιζόταν ιδέες και μεγαλεπίβολα σχέδια, την ίδια στιγμή που και ο μπατζανάκης του μεγαλουργούσε... Η αντιζηλία των δυο τους, έφερε τον ανταγωνισμό και το μίσος, που αν περιοριζότανε σ' ένα ρινγκ, σίγουρα θα ήτανε μέχρι τελικής πτώσης... Ο πεθερός έτριβε τις ροζιασμένες παλάμες του - απομεινάρια από πριονίσματα και καλαφατίσματα παλιού καραβοκύρη - και χαιρότανε για την πρόοδο των γαμπρών του μέσω του ανταγωνισμού... Για στάσου, όμως, βρε γυναίκα - αναρωτιότανε συχνά - πολλούς παράδες σκορπίζουνε για το θεαθήναι οι πεζεβέγκηδες... Σπίτια στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στην Ελλάδα, φιγουροβάπορα (έτσι αποκαλούσε τα γιότ), ιδιωτικά αεροπλάνα, ναύτες, πιλότοι, προσωπικό, καμαριέρες, μάγειροι, σοφέρ, κηπουροί,
φύλακες σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης... Γελούσε η καραβοκύρισσα, που με τη δική της επιμονή, διατηρούσαν σπίτια ανάλογα με τον πλούτο τους κι είχε στείλει τα παιδιά τους να σπουδάσουν σε αριστοκρατικά σχολεία:
- Αμέ τι νόμισες, Σταύρο μου, ότι θα μπαίνανε οι γαμπροί και οι θυγατέρες μας στις κοσμικές στήλες, αν δεν ήσαν ανοιχτοχέρηδες;
- Σκορποχέρηδες, θέλεις να πεις, κοκόνα μου, γιατί αυτοί πετάνε τους παράδες από τα παράθυρα...
- Τα χρόνια πέρασαν, καπετάνιε μου, άλλαξαν οι καιροί... Εσύ όμως μένεις, ακόμη, στην εποχή «Λασπάκης - τροφοδοσία τέσσερα...»
- Εσύ, που τα έμαθες αυτά; θύμωσε ο Λιβανός.
- Πίσω από την πλάτη σου, άντρα μου, όλο τέτοια λένε και σε κουτσομπολεύουνε...
- Τους έχω χεσμένους όλους, φρύαξε ο Λιβανός.
- Κι εκείνοι, εσένα, μουρμούρισε η καπετάνισσα.
προστέθηκε στις: Σάββατο 10.06.2006