2. ο ανεμόδρακος και το φίδι-γούρι του σπιτιού Το ΨΗΛΟΤΑΒΑΝΟ σπίτι μας, με τα κόκκινα κεραμίδια, καμάρωνε στην ανατολική μεριά στο μακρόστενο κτήμα του, πνιγμένου στο πράσινο, με τον πανύψηλο ανεμόμυλο να το προστατεύει σαν φρουρός. Τη νύχτα σαν φυσούσε ο βοριάς κι΄έτριζαν οι σιδεριές του,τολμούσα να τον κρυφοκοιτάζω από το παραθυρό μου σαν σκελετό δράκου. Σίγουρα το φίδι που λούφαζε στο υπόγειο, πίσω απο τα βαρέλια με το κρασί,τέτοιες ώρες θα βγαινε να ρουφίξει γάλα από τη γαβάθα...Αυτά περνούσαν απο το μυαλό μου και κουκουλωνόμουνα στο πάπλωμα... Η δημοσιά με τους ευκαλύπτους περνούσε στο νοτιά σύρριζα στο φράχτη και στην αυλόπορτα μας. Ο επισκέπτης του καλοκαιριού, μετά την κάψα και τη σκόνη του χωματόδρομου, βρισκόταν αμέσως στον ίσκιο του πλάτανου και στη δροσιά του πηγαδιού. Ξεδιψούσε από τη στάμνα και γευόταν μούρα και σύκα, ακουμπισμένα πάντα στον τσίγκινο πάγκο για τους περαστικούς. Το κτήμα μας, πριν αρχίσει να το περισφίγγει η άσφαλτος και το τσιμέντο, ήταν παράδεισος, μέσα στο πράσινο και στα αγριολούλουδα. Μικρούλης, μπουσουλούσα στο χώμα κι ανακάλυπτα τους μικροοργανισμούς, τα ζουζούνια, τις πεταλουδίτσες, τα μερμήγκια. Με άρπαζε η μάνα, με σκούπιζε από τα χώματα και έβαζε το σκύλο μας να με φυλάει μην ξαναμπουσουλήσω κατά τον μπαξέ της. 0 πατέρας χάιδευε το Λεωνή κι έλεγε: «0 σκύλος είναι σαν τον άντρα, έχει μπέσα. Η γάτα, όχι. Τη χαϊδεύεις και σου μπήγει τα νύχια...». Προς το βορρά ορθώνονταν τα λυγερόκορμα κυπαρίσσια και τα πεύκα, που έκοβαν το χειμώνα τον τσουχτερό αέρα. Δυτικά, μετά το φράχτη -όσο έπιανε το μάτι σου- απλώνονταν τα αμπέλια με τις γράνες ορόσημα ιδιοκτησίας. Ανάμεσα τους ξεχώριζε η δίπατη καλύβα του δραγάτη, με τη σφυρίχτρα και το μονόκαννο, που, όπως λέγανε, γέμιζε τα φυσίγγια με χοντρό αλάτι. Όταν άκουγα τα σμπάρα του σκεφτόμουνα πως κάποιος κλέφτης είχε δεχτεί την τσουχτερή αλατιά στα πισινά του... 0 πατέρας όμως γελούσε, γιατί ήξερε ότι ο δραγάτης έριχνε τις τουφεκιές στον αέρα, στο γάμο του Καραγκιόζη. Κλέφτες δεν υπήρχαν εκείνο τον καιρό στην περιοχή μας, ούτε γύφτοι, μόνο μια φορά ξεπέσανε δυο Τσιγγάνες μπάιλντισμένες από τη ζέστη, με τα ακροφούστανά τους ως το χώμα. Επιμένανε -«ασήμωσε, κυρά, να σε πω τη μοίρα σου»-, αλλά η μάνα αρνήθηκε ευγενικά, τις ξεδίψασε, τις φίλεψε φρούτα και τις ρώτησε αν έχουνε παιδιά. Κλαψούρισαν ότι έχουνε μισή ντουζίνα και τότε τους έχωσε στο ταγάρι φαγώσιμα και δυο μπουκάλες γάλα. Η μια τής άρπαξε με το ζόρι την παλάμη κι άρχισε να της λέει ότι θα ζήσει πολλά χρόνια κι ότι θα δει το παιδί της -εμένα- τρανό και πλούσιο. Φύγανε με ευχαριστίες κι ευχές, να έχουμε όλα τα ελέη του Θεού. Η μάνα τις παρακολουθούσε με τη ματιά της ώσπου να βγουν από την αυλόπορτα. Η νουνά μου δε χώνευε τις γύφτισσες, κλέβουνε και του άγιου τα μάτια, έλεγε, αλλά ο πατέρας τής έκανε παρατήρηση: «Να μην κρίνεις, αλλά να κατανοείς...». Εκείνο τον καιρό η φτώχεια έλεγε το ψωμί ψωμάκι και σε κανέναν πεινασμένο δε μανταλώναμε την αυλόπορτα μας. Όλους τους φιλεύαμε. Και ποιοι δε σταματούσαν για μια ανάσα, να πιουν ένα ποτήρι νερό, να γλυκαθούν με λίγα σύκα. Κυρίως γυρολόγοι. 0 παλιατζής, ο γανωτής, ο ακονιστής, ο καρεκλάς, ο παπλωματάς, που χτυπούσε το στρώμα κι έκανε αφράτο το μπαμπάκι. Αυτό ήταν το κτήμα μας, το βασίλειο των παιδικών μου χρόνων... Ανατολικά, μετά τα χωράφια, το νεκροταφείο με τους λιγοστούς τάφους. Πιο πάνω κυλούσε το ρέμα, κοντά στις στάνες των τσοπάνηδων, και σε μια ώρα δρόμο άρχιζαν τα ριζά του βοονού -αλλού πράσινο, αλλού βραχώδες-, που ο θεόρατος όγκος του δέσποζε κατά την ανατολή. Αυτό το βουνό φάνταζε στα μάτια μου μαγικό εργαστήρι, που έβγαζε από μέσα του κάθε πρωί τον ήλιο, ξερνούσε τα αστραπόβροντα και τις καταιγίδες, το χαλάζι και τη βροχή πριν το ουράνιο τόξο, δική του εφεύρεση κι αυτό... 0 μεγαλοπρεπής όγκος του μου προκαλούσε δέος. 0 πατέρας με καθησύχαζε ότι είναι ένας άκακος γίγας με μπηγμένα στη σάρκα του δέντρα, που φιλοξενεί αγρίμια, λαγούς, αλεπούδες, σκαντζόχοιρους, φίδια, πουλιά, που τον ταλαιπωρούν όμως οι ξυλοκόποι και οι κυνηγοί. Σκεφτόμουν ότι γι' αυτό μας έστελνε την αλεπού να μας πνίξει τα πουλερικά... Στα κεραμίδια του σπιτιού μας κούρνιαζαν σπουργίτια και κάτω από τις ξύλινες προεξοχές της στέγης τα χελιδόνια έφτιαχναν την άνοιξη τις φωλιές τους. Τα λουλούδια, σε γλάστρες και σε ασβεστωμένους τενεκέδες, κατακλύζανε τις βεράντες. Και οι πρασινάδες παντού, αναρριχόμενες ή έρποντας στο χώμα, έκρυβαν ακόμη και το πεζούλι του υπόγειου, όπου φοβόμουνα να κατεβώ, γιατί πίσω από τα βαγένια με το κρασί λούφαζε κουλουριασμένο το μεγάλο φίδι... Η μαμά έλεγε ότι γλιστρούσε αθόρυβα έξω τις νύχτες του καλοκαιριού για να ρουφήξει γάλα από τον κουβά, ενώ το χειμώνα έπεφτε σε λήθαργο. 0 δραγάτης είχε προθυμοποιηθεί να το σκοτώσει, αλλά ο πατέρας αρνήθηκε, γιατί το θεωρούσε γούρι του σπιτιού. Είχαμε και στέρνα, αλλά δε με άφηναν να μπω να πλατσουρίσω μη γλιστρήσω στη γλίτσα. Υπήρχε και μια γούρνα αθέατη, κάτω από τις φυλλωσιές της περικοκλάδας, μ' ένα ζευγάρι βατράχια να κοάζει πρίμοσεκόντο τις νύχτες της αστροφεγγιάς. Τα λέγαμε μονότονους φωνακλάδες. Τα τζιτζίκια αποτελούσαν τη χορωδία, μονότονη κι αυτή. Οι πριμαντόνες και οι τενόροι —καρδερίνες και φλώρια— κελαηδούσανε στα δέντρα και ένα μοναχικό αηδόνι -όχι ταχτικά- έκανε να σωπαίνουν τα πάντα... Κάτω από την κάνουλα της στέρνας ήταν το στερνάκι κι από κει ξεκινούσε το αυλάκι που κυλούσε σύρριζα στη βεράντα, ποτίζοντας τις βραγιές με τα ζαρζαβατικά. Ντοματιές, κολοκυθιές, μελιτζανιές, που ανήκαν στη δικαιοδοσία της μάνας, όπως όλος ο λαχανόκηπος, με τα κρεμμυδάκια, τα μαρούλια, τα ραπανάκια, τα αντίδια. Παλιά, το νερό το τραβούσε ο αερόμυλος από το πηγάδι, αλλά μετά την αχρήστευση του το ανέβαζε κεντρόφυγα. Ζείτε στην κιβωτό του Νώε, έλεγε ο γέρος με τα ράσα -μακρινός συγγενής μας- καθώς ευλογούσε μια φορά το χρόνο τα ζώα μας και τα έραινε με την αγιαστούρα, ακόμη και τις δυο αγελάδες και την κατσικούλα μας. Κάποια χρονιά είχαμε και γουρούνι, αλλά δεν ξαναπήραμε ποτέ πια, γιατί, όταν ήρθε η στιγμή να το σφάξουμε, έσκουζε τόσο, που μας ράγισε την καρδιά. Με είχε πάρει ο πατέρας βόλτα, κι όταν γυρίσαμε, ο εργάτης το είχε κρεμάσει στο τσιγκέλι με καψαλισμένο το παχύ σώμα του. Ως και το παγόνι είχε τρομάξει και φτερουγίσει ψηλά στον αερόμυλο, χρυσόφτερο και φανταχτερό, κι ο πατέρας αστειεύτηκε ότι είχε ανεβεί στον άμβωνα φορώντας τα άμφια του. Δεν του άρεσε η παρομοίωση του παπά, που χούτσα κούτσα απομακρύνθηκε κι έκανε πως χαζεύει τις κότες, τις φραγκόκοτες και τις πάπιες. Σύναξη κατοικίδιων ζώων και πτηνών ήταν το κτήμα μας κι ο εργάτης καθάριζε κάθε μέρα με τη μάνικα τις ακαθαρσίες των κουνελιών καιτις κακαράντζες. Και η οικοδέσποινα, αεικίνητη, πασάλειβε τους τοίχους με ασβέστη για να σκοτώσει τα μικρόβια. Τότε δεν είχε εφευρεθεί το Ντι Ντι Τι, ούτε η πενικιλίνη. Πέρα απο τα αγροκτήματα άρχιζαν στους χωματόδρομους οι μονοκατοικίες να είναι η μιά κοντά στην άλλη, να φτιάχνουν τις γειτονιές, με τα δίπατα σπίτια προς το κέντρο, με τη πλατεία, το αστυνομικό τμήμα, το φούρνο,το ζαχαροπλαστείο, το φαρμακείο, το εμπορικό, το παντοπωλείο, το χασάπικο, το ιχθυοπωλείο. Και τον υπαίθριο κινηματογράφο, τη λατρεία μου.Οι γειτονιές με τις αυλές των χαμηλών σπιτιών και τα μικρομάγαζά τους,το μπακαλικάκι,το τσαγκαράδικο,αλλά και τον γαλατά, τον παλιατζή, τον παπλωματά. Έφυγαν για πάντα για να ρθούν οι πολυκατοικίες της αντιπαροχής, τα σούπερ μάρκετ της καταναλωτικής κοινωνίας. Όλα τα θυμάμαι όχι σαν αντικείμενα, αλλά σαν φευγάτα αγαπημένα πρόσωπα, πως λέμε ο παππούς, η γιαγιά, η νονά μου... Το κρεμασμένο φανάρι προστάτευε τα ευπαθή φαγώσιμα από τις μύγες, το κινίνο έριχνε τον πυρετό, οι κοφτές βεντούζες διώχνανε το κρύωμα και οι βδέλλες ρουφούσανε το αρρωστημένο αίμα. Ξέχασα, στο χιονιά ο πατέρας έβαζε από μια εφημερίδα στο στήθος και στην πλάτη, να μην περνάει το κρύο. Το βράδυ καθόμαστε μπροστά στο τζάκι. Οι φτωχοί είχανε φουφού και κάποιοι άλλοι μόνο την ανάσα τους, που τη χου-χούλιαζαν. Δύσκολοι καιροί για τη φτώχεια, έλεγε ο πατέρας, όχι όμως όσο για τους προϊστορικούς ανθρώπους πάνω στα δέντρα, πρόσθετε έτσι ξεκάρφωτα. 0 δραγάτης έχασκε με θαυμασμό κι άκουγε τη συνέχεια. —Μετά οι άνθρωποι κατέφυγαν στις σπηλιές για να βρουν προστασία από τα αγρίμια και ζεστασιά από το αφόρητο κρύο. 0 δραγάτης ρουφούσε το κρασάκι, σκούπιζε με την παλάμη το μουστάκι του και χαιρόταν που ζούσε στη σημερινή εποχή, ανάμεσα στα οπωροφόρα δέντρα και στα αμπέλια και το χειμώνα ζεσταινότανε στο παραγώνι του. Κι εγώ ένιωθα τυχερός που είχα αποφύγει τη ζωή πάνω στα δέντρα και μέσα στις σπηλιές και ζούσα στον παράδεισο μας. Και τι δεν είχαμε... Οπωροφόρα δέντρα, αμπέλι, και στον κάτω φράχτη φραγκοσυκιές, που έμοιαζαν με αγκαθωτές λαγάνες. Στο χερσοχώραφο, με την κουφαλιασμένη χαρουπιά, υπήρχαν αιωνόβια αυτοφυή, με αγκαθωτές όρθιες μύτες. Τα τρυπούσα με το σουγιά για να δω τις ίνες τους να βγάζουν το αθάνατο ζουμί. Αν το πιεις, έλεγε ο δραγάτης, ή θα πεθάνεις επιτόπου ή θα γίνεις αθάνατος... Γιατί, μπαμπά, τα λένε αθάνατα; Γιατί, παιδί μου, δεν πεθαίνουνε ποτέ. Από τη μια οι νεκροφόρες στη δημοσιά, από την άλλη τα αθάνατα στα χωράφια, ερέθιζαν τη φαντασία μου και ρωτούσα γιατί δε μένουν και οι άνθρωποι αθάνατοι. Με χάιδευε στα ανάκατα μαλλιά και με παρακινούσε να πάω να παίξω, αλλά, μόνος μου, τι παιχνίδι να 'κανα. Έτρεχα να σκαρφαλώσω στην αμυγδαλιά για τσάγαλα, να γδάρω τα γόνατα μου και μετά να με μαλώσει χαιδευτικά η μάνα, που ένιωθε τη μοναξιά μου. Πολλές φορές έβρισκα καταφύγιο στη γέρικη χαρουπιά, που λέγανε ότι υπήρχε αιώνες. 0 σκεβρωμένος κορμός της δημιουργούσε ένα ακουμπιστήρι κι εκεί στήριζα την πλάτη και κρεμούσα τα πόδια μου διαβάζοντας Ντετέκτιβ Χ και Αρσέν Λουπέν, βιβλιαράκια που τα΄ κρυβα στην κουφάλα της. 0 σκύλος μου με περίμενε υπομονετικά ξαπλωμένος στον ίσκιο της, με το μουσουδι του στο χώμα, αναζητώντας δροσιά. Όσο ήμουνα στο δέντρο, καταμεσής των αμπελιών, ο πατέρας έλεγε: «Γυναίκα, ο γιος μας πάλι αμπελοφιλοσοφεί...». Ναι, σκεφτόμουν ότι, από τους ανθρώπους που ήξερα, κανένας δε θα ζούσε μετά από χρόνια, όλοι θά 'φευγαν με τη αράδα τους, ακόμη κι οι γονείς μου, εγώ κι ο σκύλος μου. Γράφοντας το ημερολόγιο μου, θυμόμουν ότι είχαν περάσει από το κτήμα μας δύο σκυλιά, ο Λέων ο Πρώτος κι ο Λέων ο Δεύτερος, κατάμαυροι κι οι δυό. Λεωνάκι μου, μονολογούσα, θα πεθάνεις κι εσύ ο άσημος, όπως θα φύγουν από τη ζωή και οι διάσημοι. 0 Σαρλό, η Γκρέτα Γκάρμπο, ο Χοντρός κι ο Λιγνός, ο Έρολ Φλυν... Παιδιάστικες σκέψεις, που γρήγορα εξανεμίζονταν, καθώς τρεχαλούσα ξυπόλυτος στα χωράφια, ανάμεσα στις ασπροκίτρινες μαργαρίτες και στις παπαρούνες, που έβαφαν τις πατούσες μου κόκκινες. Όταν μπάφιαζα, ώσπου να στεγνώσει ο ιδρώτας, μη με δει αναψοκοκκινισμένο η μάνα, την άραζα στο σκιερό αλωνάκι, όπου πίσω από ένα πεζούλι θάβαμε βαθιά τα οικιακά μας ζώα. Μετά τις φτυαριές, μόλις έφευγε ο πατέρας, έκανα τελετή στα σκυλιά μας τυλιγμένος σ' ένα σεντόνι σαν παπάς, μουρμουρίζοντας αυτοσχέδια ψαλμωδία, όπως ανάπαυσον αυτόν εν μέσω δροσερών υδάτων, γιατί τα σκυλιά μας μπλατσούριζαν στη κάψα του καλοκαιριού στο στερνάκι... Όταν πλησίαζε το Σαββατοκύριακο, μαδούσα μια μαργαρίτα -μ' αγαπά, δε μ' αγαπά- για να μάθω αν θα μας πήγαινε ο πατέρας την Κυριακή να δούμε τον Σαρλό. Όλοι γελούσαν με τις μεγαλοφυείς γκάφες του, μόνο η μαμά έκλαιγε με τα βάσανα του. Με τον Χοντρό και τον Λιγνό διασκέδαζαν ακόμη και οι βλάκες... Οι ταινίες που με είχαν συγκλονίσει ήταν: Οι τέσσερις ιππότες της Λποκαλύφεως, με τους καβαλάρηδες του θανάτου, ο αόρατος άνθρωπος, με τη διασκεδαστική αλλά και τραγική αυτοδυναμία του- Ο Φρανκεστάιν, με την αβάσταχτη μοναξιά του και ο Γχάγκα Ντιν, με τον ηρωισμό του. 0 κινηματογράφος, σχολίαζε ο πατέρας, δημιουργεί είδωλα, αυτά που λαχταρούν να είναι οι ίδιοι οι θεατές. Το σινεμά ήταν η καλύτερη ψυχαγωγία μου. Μεγαλώνοντας, με άφηνε ο πατέρας να πηγαίνω στο υπαίθριο σινεμά μόνος μου, αλλά φχαριστιόμουνα το έργο μόνο ως το διάλειμμα, γιατί μετά σκεφτόμουνα το γυρισμό. 0 δρόμος δεν είχε φωτισμό και τα σκυλιά με γάβγιζαν, γι' αυτό στον πηγεμό έβαζα πέτρες κάτω από τους ευκαλύπτους και τις μάζευα στην επιστροφή. 0 σκύλος μου όμως με μυριζόταν από μακριά και με περίμενε στο ύψωμα -το βουνάκι- να γυρίσουμε μαζί. Πανέξυπνος, τρεχαλούσε δίπλα μου τα μεσημέριαστο λιοπύρι, όταν παραμόνευα τις σταρήθρες. Τις λέγαμε και κατσουλιέρες. Το πουλί γυρόφερνε πάνω από τα σπαρτά και ξαφνικά βουτούσε σαν στούκας,παραπειστικά, μακριά από τη φωλιά του. Μετά σερνότανε κι έφτανε στα πουλάκια του, που ανοίγανε πεινασμένα τα ροζ χνουδωτά στοματάκια τους. Όταν έλειπε η μάνα τους, καθόμουνα και τα καμάρωνα. 0 χωματόδρομος με τους ευκαλύπτους διέσχιζε τα βρεγμένα πράσινα γεννήματα το χειμώνα, που μετά το θερισμό κιτρίνιζαν οι περόνες τους κάτω από τον καυτό ήλιο σαν πίνακες του Βαν Γκογκ. Όταν πρωτοπήγα σχολείο, κάποια παιδιά με κορόιδευαν που έμενα στην οδό Αναπαύσεως. Τη λέγανε και δρόμο των κυνηγών, γιατί κάτω από τους ευκαλύπτους της στήνανε το χάραμα καρτέρι στα τρυγόνια. Άριστος σκοπευτής ο πατέρας, απόφευγε το κυνήγι -«τι μου φταίνε τα αθώα πετεινά του ουρανού;» έλεγε-, αλλά αντάλλασσε φρούτα και φιστίκια με τρυγόνια και ορτύκια. Το κυνήγι άρεσε στον κτηνίατρο —ερχόταν με αγοραίο για τις αγελάδες-και στο μακρινό συγγενή μας με το ράσο, που κάθε καλοκαίρι τού παραχωρούσα το δωμάτιο μου για λίγες ημέρες. Θεόρατος γέρος, κάτισχνος σαν πίνακας του Γκρέκο. Τον φωνάζαμε πάτερ ή γέροντα, αλλά κανένας δεν τολμούσε να τον ρωτήσει λεπτομέρειες για την ιερατική καριέρα του. Τον συνόδευε η φήμη ότι υπήρξε ηγούμενος σε μονή του Αγίου Όρους και μας μιλούσε για την αγιοσύνη των καλογήρων. Έτσι, μόνο μεγάλους έβλεπα. Το ζευγάρι των περιβολάρηδων, το μισητό παιδίατρο, που διέταζε να μου δίνουν δυο κουταλιές μουρουνόλαδο, τον κτηνίατρο και τον παπά με την παπαδιά της ενορίας μας. Παιδιά ούτε για δείγμα δεν έβλεπα, γιατί σ' αυτή την ερημιά το κοντινότερο σπίτι απείχε όσο δεν έφτανε η φωνή του ανθρώπου. 0 πατέρας ήταν από ευκατάστατη επαρχιακή οικογένεια, αλλά, όταν ο παππούς έχασε την περιουσία του στο εμπόριο, επιβιβάστηκε στο «Σατούρνια» για να γυρίσει όμως πίσω με το ίδιο υπερωκεάνιο, καθώς ήταν φιλάσθενος. Εξάλλου, δε γνώριζε και καμιά τέχνη ώστε να προκόψει ως μετανάστης. Για να πλένεις πιάτα και να βάζεις σιδηρογραμμές δεν αντέχεις, του είπε ο γαλλομαθής γιατρός στο Έλις Άιλαντ και τον "έκοψε". Διάλεξε μια γυναίκα για σύντροφο και νοσοκόμα, αγόρασαν αυτόν το μικρό παράδεισο και βάλανε εμένα στο κέντρο του για επίγειο αγγελούδι τους. Αλλά, όπως είχε μάθει ο πατέρας από μικρός με υπηρέτες, συνέχισε να δίνει εντολές με ένα νεύμα στη μητέρα, που τις εκτελούσε υπάκουα. Ήταν αγαπημένο αντρόγυνο, εκείνος μορφωμένος και με τα γαλλικά του, εκείνη ούτε το δημοτικό δεν είχε βγάλει, γιατί τότε τα κορίτσια στην επαρχία έμεναν στο σπίτι. 0 ηγούμενος έλεγε ότι η δυσαρμονία μόρφωσης των γονιών μου είχε δημιουργήσει αρμονία στο γάμο τους. Ποτέ δεν είχα ακούσει τη μητέρα να φέρει αντίρρηση στον πατέρα, όπως κι εγώ υπάκουα σε κάθε εντολή του. «Μη βγαίνεις από το σπίτι το πρωί που ντουφεκάνε οι κυνηγοί, θα σε στραβώσουν τα σκάγια... Μη σκαρφαλώνεις στις συκιές να κόψεις άγουρα σύκα, γιατί θα σε τσούξει το γάλα τους... Μη κόβεις φραγκόσυκα, θα σε τρυπήσουν οι βελόνες τους... Μην πλησιάζεις στη στέρνα αν δεν είμαι εγώ ή η μητέρα σου... Μην παίρνεις τίποτα από τη βιβλιοθήκη που δε θα σ' το δώσω εγώ...» Στο ψηλότερο ράφι της υπήρχαν κάποια δερματόδετα βιβλία, εντελώς απαγορευμένα για την αφεντιά μου. Με έβλεπε βιβλιοφάγο και χαιρόταν που του είχα μοιάσει. Μετά από επιμονή της νουνάς μου, της επέτρεψε να μου χαρίσει το Χωρίς οικογένεια κι αργότερα τον Κόμη Μοντεχρίστο και τους Αθλίους. Δεν του άρεσαν τα μυθιστορήματα, αλλά δε μου απαγόρευσε να τα διαβάσω, αφού δεν είχα φίλους να παίξω. Για να βρω παιδί, τρύπωνα στο νεκροταφείο -κυρίως τα ψυχοσάββατα—, αλλά κάποιο μαυροφορεμένο χέρι το τραβούσε κοντά του. Γιατί, μανούλα, το λένε ψυχοσάββατο; ρωτούσα. Κι εκείνη μου εξηγούσε ότι αυτή η ημέρα είναι αφιερωμένη στην ανάπαυση των ψυχών. Ώστε οι ψυχές δεν είναι αναπαυμένες; αναρωτιόμουν. Και τις νύχτες, που στρίγγλιζε ο αέρας στις λαμαρινένιες φτερούγες του αερόμυλου, κουκουλωνόμουνα στο κρεβάτι από φόβο και η φαντασία μου έπλαθε ψυχές πεθαμένων που πετούσαν πάνω από τα μνήματα. Όταν περνούσε κηδεία -ο πεθαμένος μπροστά, οι ζωντανοί πίσω- κάναμε το σταυρό μας κι ο πατέρας έλεγε ότι ο άνθρωπος δεν προλαβαίνει καλά καλά να ζήσει και πεθαίνει... Τόσες ώρες κοιμάται, τόσες δουλεύει, τόσες έχει άγχος, τι του μένει, ένα τίποτα, συμπλήρωνε —στις σπάνιες επεμβάσεις της- η μητέρα. Εγώ είχα βγάλει το συμπέρασμα ότι, για να απολαύσει ο άνθρωπος τη ζωή, έπρεπε να ζει σε κάθε αιώνα από μία... Τους πρώτους φίλους τους απόχτησα στο σχολείο. Η φήμη μου είχε προηγηθεί, ότι δεν ήμοονα παιδί αλλά στοιχειό που ζούσε κοντά στο νεκροταφείο. Δεν πα να λεγαν ό,τι ήθελαν, εγώ ένιωθα ευτυχισμένος βολτάροντας με το σκύλο μου στο κτήμα, κορφολογώντας ρόκα, κάππαρη, βρούβες, σπαράγγια για τη σαλάτα του πατέρα. Στους όχτους φύτρωνε και χαμομήλι... Κάποιοι συμμαθητές κόμπαζαν ότι ο πατέρας τους ήταν επιστήμονας, αξιωματικός, έμπορος. Κάποιοι άλλοι με κορόιδευαν όταν έλεγα το μεδούλι "μελούδι" και το ούρλιαγμα αρούλιασμα. Αλλά ο πατέρας μού είπε ότι το μελούδι προέρχεται από το μυελό, όσο για το σκυλί, αρουλιάζει, όπως το έλεγαν πάππου προς πάππου στο χωριό του. Η κυρα δασκάλα με προστάτευε και με περιποιόταν, γιατί της έστελνε η μητέρα αυγουλάκια, σύκα και σταφύλια -ροδίτες, ροζακιά, μοσχάτα, σαββατιανά, αυγουλάτα. Και φιστίκια Αιγίνης, πανάκριβα, που, όταν η σοδειά χαλούσε, μειωνόταν το εισόδημα μας σημαντικά. Φιλεύαμε και το δάσκαλο, που συμφωνούσε με τον πατέρα ότι όσο προχωράει ο πολιτισμός, τόσο θα γίνονται άνοστα τα φρούτα με την υπερβολική χρήση λιπα¬σμάτων. Ακόμη έλεγε ότι στο μέλλον το καυσαέριο θα μας εμποδίζει να βλέπουμε τα αστέρια και οι πολυκατοικίες θα μας κρύβουν τον ήλιο όταν δύει. Ακούγοντας καμιά φορά σαξόφωνο ή τρομπέτα -που άρεσαν στον πατέρα- αναπολώ εκείνα τα ηλιοβασιλέματα και τις ξάστερες νύχτες και μου 'ρχεται να κλάψω... Πιστεύω ότι σε καμιά άλλη ζωή δε θα απολαύσω τόσες κουκκίδες να λαμπυρίζουν τη νύχτα, ούτε εκείνα τα εξαίσια χρώματα στη δύση του ήλιου. Ούτε θα νιώσω το μοσχοβόλημα της αγριοβιολέτας το σούρουπο και του νυχτολούλουδου στο φως του φεγγαριού. Σας είπα, στα μικράτα μου ζήλευα τα παιδιά που ζούσαν στο προάστιο, μερικά σε δίπατα πέτρινα σπίτια με μαρμάρινες σκάλες, ευρύχωρες βεράντες και σοφίτες με κόκκινα κεραμίδια. Βίλες με μυστηριώδες παρελθόν, αφού στην κεντρική είσοδο είχανε σκαλιστές επιγραφές, όπως «Υακίνθη», «Ελένη», «Κήπος της Εδέμ»... Το δικό μας μονώροφο σπίτι είχε κεραμίδια πάνω από τις δυο κρεβατοκάμαρες -για να απομονώνουν το κρύο και τη ζέστη- και ταράτσα στην κουζίνα, για να βάζει η μαμ'α τις μποτίλιες με ψύχα ντομάτας και να γίνει μπελτές.. Όταν πηγαίναμε στο προάστιο με τον πατέρα, καταλάβαινε το θαυμασμό μου για τις βίλες και μου έλεγε ότι αυτές είχαν δυο τρία πεύκα, ενώ εμείς κάθε είδους δέντρο. Μια βίλα, που ανήκε σε κάποιο μετανάστη που γύρισε από την Αυστραλία, είχε και γήπεδο τένις...Είχε ανοίξει το πρώτο παντοπωλείο με διαλεγμένα προιόντα ποιότητας και τα όσπρια δεν τα είχε σε ανοιχτά τσουβάλια, αλλά σε κιβ΄βτια με τζάμι. Πέππα, τον λέγανε κι΄επειδή κάπνιζε πίπα γελούσα... Οι κόρες του χτυπούσαν με τη ρακέτα το μπαλάκι, που το έστελναν πέρα δώθε και ζαλιζόμουνα σαν το παρακολουθούσα. Σε λίγες κατοικίες υπήρχαν αυτοκίνητα, κι ανάμεσα τους είχα βάλει στο μάτι μια κατακόκκινη Μπουγκάτι, που ο ιδιοκτήτης της, Ταρσούλη τον λέγανε, έτρεχε στους αγώνες, έτσι λέγανε τα παιδιά. Εγώ τους έκανα τον καμπόσο, αραδιάζοντας τους ψευτιές ότι, στο ανεμόπτερο που απογείωναν στα θερισμένα χωράφια, είχα μπει κι εγώ. Μυθικά πρόσωπα οι ανεμοπόροι, που ο ένας τους πιλοτάριζε και οι άλλοι τραβούσαν τα λαστιχοσχοινα φωνάζοντας ρυθμικά «έαααρ, έαααρ», ώσπου να απογειωθεί το μονοπλάνο και να βολτάρει πάνω από τα χωράφια τρομάζοντας τα πουλιά. Από πολύ μικρός έμαθα να διαβάζω, κι όταν πρωτοπήγα σγρλείο, η κυρία Ιφιγένεια η δασκάλα με αποκάλεσε «μικρόν τέρας». Κανένας άλλος μαθητής, ούτε της έκτης δημοτικού, δεν ήξερε για το θωρηκτό «Ποτέμκιν», τον «Τιτανικό» και το «Σατούρνια», αλλά και για τον Λίντμπεργκ, που είχε περάσει τον Ατλαντικό με αεροπλάνο. Στη πρώτη έκθεση μου έγραψα ότι αγαπάω τα ζώα περισσότερο από τους ανθρώπους και η ο δάσκαλος αποφάνθηκε ότι θα γίνω μισάνθρωπος ή κτηνίατρος. Τα γράφω μπερδεμένα, αλλά δεν είμαι συγγραφέας και αραδιάζω τις αναμνήσεις μου σκόρπια, όπως μου 'ρχονται στο νου κι όπως αισθάνομαι όταν πιάνω το μολύβι... Να, τώρα ξαφνικά θυμήθηκα ότι τις νύχτες του καλοκαιριού κοιμόμαστε στη βεράντα με ανοιχτές πόρτες και παράθυρα, με αχρείαστη την παρουσία του αστυφύλακα, που με το περιβραχιόνιο υπηρεσίας περιπολούσε μια φορά το πρωί και μια φορά το βράδυ στη δημοσιά. Όλα βαίνουν καλώς, έλεγε τραγουδιστά στο σκοτάδι και στη σιγαλιά της τελευταίας του βάρδιας, και προχωρώντας άρπαζε τη σακούλα με τα σύκα που του αφήναμε στη μάντρα. Τις Κυριακές, όταν σχολούσε η εκκλησία, ερχόταν ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος του προαστίου, με τα πόδια ή με το ποδήλα¬το του ταχυδρόμου. Όσοι περνούσαν από το κτήμα -γραβατωμένοι, ένστολοι, ρασοφόροι- γευόντουσαν τα φρούτα μας, ακόμη και το μπακαλόπαιδο με το ζεμπί-λι κι ο παγοπώλης, που μας έφερνε το καλοκαίρι με τη δαγκάνα τον πάγο, που έσταζε, για να φτιάξουμε πα¬γωτό. Η Κυριακή ήταν ξεχωριστή μέρα για τη μητέρα. Με σήκωνε με τον απόμακρο ήχο της καμπάνας -με είχε πλύνει αποβραδίς ολόκορμα- και μου φορούσε τα καλά μου. Καθώς βαδίζαμε για την εκκλησία, όλο μού έφτιαχνε τα ανάκατα μαλλιά, μουρμουρίζοντας ότι θα μου τα κούρευε γουλί. Συμφορά μου, σκεφτόμουνα, γιατί ήξερα ότι τα ξανθά μου μαλλιά με έκαναν να μοιάζω με αγγελούδι, όπως έλεγε ο ψάλτης με τη γαμψή μύτη. Δεν τον χώνευα αυτό τον άνθρωπο, που ήθελε να με κάνει βοηθό του, γιατί με χάιδευε στα μαλλιά και απότομα κατέβαζε τη χερούκλα του στα μπουτάκια μου, αλλά εγώ τσινούσα σαν πουλαράκι και ξέφευγα. Γλίτωσα οριστικά από τις απόπειρες χάιδολογημάτων του όταν μου φόρεσαν γκολφ παντελόνι. Στην Παναγίτσα,όσο έψελναν και λιβάνιζαν, χάζευα τις εικόνες, μεγαλώνοντας όμως έριχνα κρυφές ματιές στα κορίτσια με τα πεντακάθαρα φουστανάκια και τις καλοσιδερωμένες κορδέλες στα μαλλιά. Πιο υπομονετικά από τα αγόρια, παρακολουθούσαν με προσποιητή σοβαρότητα τη λειτουργία, χωρίς να λείπουν οι κρυφές ματιές κατά τη μεριά μας. Εμείς μπροστά δεξιά, κι αυτά αριστερά. Από την αρχή είχα βάλει στο μάτι μια καστανούλα, λίγο μεγαλύτερη μου. Την πρωτοείδα με δαντελένιο αραχνοΰφαντο φόρεμα, και τη βάφτισα Αραχνοΰφαντη. Όταν οι ματιές μας απόκτησαν οικειότητα, καλημερίζονταν, ρωτούσαν «πώς έχετε εις την υγεία σας;», έκαναν κομπλιμέντα για το καινούριο ροζ φόρεμα ή το γκολφ παντελόνι, κουτσομπόλευαν τους διπλανούς και έλεγαν αντίο... Μια Κυριακή, μόλις σχόλασε η λειτουργία, την πλησίασα στο προαύλιο και βάζοντας όλο μου το θάρρος τη ρώτησα: «Πώς σε λένε;». Το άκουσαν οι φιλενάδες της και βάλανε τα γέλια, εκείνη κοκκίνισε κι εγώ το 'σκασα τρέχοντας, πανικοβλημένος. Μια άλλη Κυριακή, καθώς δίσταζα να την πλησιάσω, ήρθε δίπλα μου και μου είπε με θάρρος: «Με λένε Ανεζούλα, εσένα;». Έτσι άρχισε η γνωριμία μας, με λιγόλογα, αλλά το βράδυ στο κρεβάτι μου κάλπαζε η φαντασία μου. Ήταν η εποχή που διάβαζα στα κρυφά ρομάντζα, αυτά που ξεχνούσε η νουνά το καλοκαίρι. Η μητέρα μαντάριζε ή σιδέρωνε κι ο πατέρας άκουγε στο γραμμόφωνο κάνα κλέφτικο ή καλαματιανό. Έβαζε και τον Καρούζο, αλλά ο γρατσουνισμένος δίσκος ήταν βραχνός. Ήξερα ότι η μουσική Θα τέλειωνε με τον δίσκο που αγαπούσα. Έσπευδα λοιπόν, ξάπλωνα μπροστά στο τζάκι κι απολάμβανα τη μουσική, που καταλάβαινα ότι κάθε φορά ράγιζε την καρδιά του πατέρα. Αμερικάνικος δίσκος, ανάμνηση από το ταξίδι του στη Νέα Τόρκη, που δεν πάτησε όμως το πόδι του σ΄αυτή. Τον έβγαζε τελετουργικά από τη δερμάτινη βαλίτσα του, που έκρυβε την απόπειρα του να γίνει μετανάστης, ποιός; ο γιος του τοπικού άρχοντα. Τα αγαπημένα του πράγματα ήταν καταχωνιασμένα βαθιά στην ντουλάπα και κανένας άλλος εκτός από τον ίδιο δεν επιτρεπόταν να τα αγγίξει. Αν και βιβλιοφάγος από μικρός, δε μ' άρεσαν τα παραμύθια για παιδιά. Σκάρωνα δικά μου. ιχνογραφώντας τα με κραγιόνια, όπως το παγόνι, με την πολύχρωμη μεγαλοπρεπή ουρά, που μονομαχούσε με το πελώριο μαύρο φίδι με τις άσπρες βούλες, που σφάδαζε ματωμένο στις περόνες του σκαντζόχοιρου. Και ο Λέων με περικεφαλαία Μεγαλέξανδρου και η χελώνα με πανοπλία μονομάχου... Η μαμά έλεγε πως ζει διακόσια χρόνια και πως μπορεί να είχε δει τον Κολοκοτρώνη και τον όσιο Νεκτάριο, μεγάλη η χάρη του... Ο πατέρας δεν ήθελε να με βλέπει να μουντζουρώνω- οι ποιητές και οι ζωγράφοι, σχολίαζε, πεθαίνουνε στην ψάθα. Η μητέρα όμως με καμάρωνε:Θα γίνει το παιδί μας ό,τι το φωτίσει ο καλός Θεός, του 'λεγε. Εκείνος θύμωνε: Σε αυτή τη ζωή είναι δικό μου παιδί και θα τον κάνω επιστήμονα. —Μα τι λες, μπαμπά, ρωτούσα, θα ζήσω κι άλλη ζωή; —Μπορεί... 0 παππούς σου ήταν σοφός και πίστευε ότι ερχόμαστε στη ζωή με ένα πρόσωπο εντελώς διαφορετικό από το προηγούμενο, αλλά και από το επόμενο... Συχνά η σκέψη μου πετούσε στα απαγορευμένα βιβλία, που πόσο πιο ακατάλληλα μπορούσαν να είναι από τη Λέδη Τσάττερλυ, που είχα διαβάσει κρυφά. Έτσι, λαχταρούσα να τα κατεβάσω από το ψηλότερο ράφι. Το πρώτο βιβλίο που μου έδωσε ο πατέρας είχε τίτλο Η ιστορία της ανθρωπότητας, του Βαν Λουν, αλλά ο ηγούμενος, που με είδε να το φυλλομετράω, είπε ότι έπρεπε ν' αρχίσω με την Αγία Γραφή. Θυμάμαι την πρώτη παράγραφο, που διάβασα φωναχτά: Ζούμε κάτω από τον ίσκιο ενός γιγάντιου ερωτηματικού. Ποιοί είμαστε, από πού ερχόμαστε, ποιός είναι ο προορισμός μας; 0 φιλοξενούμενος μας πετάχτηκε: Είμαστε δημιουργήματα του Θεού, ερχόμαστε από το χώμα και θα καταλήξουμε σε αυτό. 0 πατέρας κούνησε το κεφάλι. Ως προς το φθαρτό σώμα, πιθανόν να είναι έτσι, αλλά ως προς την ψυχή αμφιβάλλω... Η ερώτηση λοιπόνπρέπει να είναι:τι είναι η ψυχή, από πού έρχεται και πού πάει; Ο γέροντας θύμωσε που ο πατέρας έμπαινε στα αμπελοχώραφά του και είπε στη μητέρα, που παρακολουθούσε όπως πάντα σιωπηλή την κουβέντα: Θα έχεις την ευχή μου αν κάψεις αυτά τα βιβλία. Γιατί, αν τα διαβάσει ο γιος σου, θα γίνει άθεος. Όταν κατέβασα από το ψηλότερο ράφι το πρώτο απαγορευμένο βιβλίο, νομίζω ότι ο πατέρας έκανε τα στραβά μάτια, ώστε να μην αναγκαστεί να μου εξηγήσει τα ανεξήγητα, όπως εκείνο για το αέναο ταξίδι της ψυχής. Άρχισα να διαβάζω περίεργα πράγματα: Υπάρχει γέννηση εκ νέου της ψυχής σε μία ή περισσότερες διαδοχικές υπάρξεις, που μπορεί να είναι άνθρωποι, ζώα ή σε μερικές περιπτώσεις φυτά. Όπως πρεσβεύουν κάποιες ανατολικές θρησκείες, αλλά και οι αρχαίοι Έλληνες, οι ορφικοί, η προϋπάρχουσα ψυχή επιβιώνει του σωματικού θανάτου και μετενσαρκώνεται διαδοχικά. Ακόμη και οι πεταλούδες μπορεί να είναι ανθρώπινες ψυχές. Και ο Πλάτων πίστευε στην αθανασία της ψυχής, που ταξιδεύει σε επαναλαμβανόμενες μετενσαρκώσεις. Ακόμη διάβασα ότι ο βουδισμός αρνείται την αμετάβλητη ψυχή, που διαφοροποιείται σε κάθε ζωή στο σπέρμα της συνείδησης στη μήτρα της μάνας. Δεν τολμούσα να ρωτήσω το γονιό μου για όλα αυτά που διάβαζα και τις απορίες που είχα. Έβαζα δικά μου ερωτήματα στον εαυτό μου, αν δηλαδή η ψυχή του νεογέννητου υπάρχει στο έμβρυο ή εισέρχεται στο σώμα του τη στιγμή της γέννησης... 0 πατέρας είχε βάλει σημάδια στα βιβλίαταμπού και μου είχε πει να μην τα κατεβάσω από το ράφι, αλλά εξακολουθούσε να κάνει στραβά μάτια. Όταν μεγαλώσεις, τόνιζε, θα σου πω τα συμπεράσματα μου για το έπος της ψυχής. Τι συμπεράσματα, αφού τα είχα βγάλει, βιαστικά, μόνος μου... Είχαμε στο γυμνάσιο ένα συμμαθητή που κοριτσόφερνε. Οι άλλοι τον κορόιδευαν, αλλά εγώ μάντευα ότι στην προηγούμενη ζωή του υπήρξε γυναίκα. Αλλά και η αρρενωπή γυμνάστρια θα ήταν κάποτε άντρας. Αυτά τα περίεργα κλωθογύριζαν στη σκέψη μου, χωρίς να τολμώ να τα εξομολογηθώ σε κανέναν. Είπαμε, δεν είχα φίλους και οι συμμαθητές μου παίζανε βόλους και μπάλα, ενώ εγώ διάβαζα μετά μανίας βιβλία για να εξηγήσω τα μεταφυσικά φαινόμενα που με απασχολούσαν. Καμιά φορά ο πατέρας μου 'δειχνε, στο φως της λάμπας, εκδόσεις της Νάσιοναλ Τζεογκράφικ, που χρηματοδοτούσε αρχαιολόγους και ερευνητές για να ξεθάψουν τις ρίζες του ανθρώπου. Χάζευα φωτογραφίες βγαλμένες σε σπήλαια πρωτόγονων και σε χώρους ανασκαφών. Συλλάβιζα τις λεζάντες. Αργότερα καταβρόχθιζα σελίδες. Όσο μεγάλωνα, σχημάτιζα δικές μου εικόνες και κρατούσα περιληπτικά σημειώσεις Χιλιάδες χρόνια πριν, στο τέλος της παγετώδους εποχής, συντελέστηκε μια καταλυτική αλλαγή. Ο πρωτόγονος άνθρωπος κατέβηκε από τα δέντρα, όπου ζούσε σαν άγγελος, και κατέφυγε σαν τυφλοπόντικας σε σπηλιές, όπου διατηρούσε εστία φωτιάς. Μετά έφτιαξε κατοικίες με πέτρα και λάσπη. Προόδευε. Οι κυνηγοί αποθήκευαν τροφή, τα χέρια τους έγιναν επιδέξια και έφτιαξαν εργαλεία, οι μονάδες αναζήτησαν το νόημα της ζωής στην ομαδικότητα, σε ιεροτελεστίες. Ήταν τότε που ο άνθρωπος εκφράστηκε καλλιτεχνικά, πελεκώντας το βράχο και ζωγραφίζοντας πάνω του... 0 πατέρας συζητούσε με τον ηγούμενο τέτοια θέματα κι εγώ έκανα πως ιχνογραφούσα, στήνοντας αυτί. Δεν είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση το νοήμον θηλαστικό και μιλούσε περιφρονητικά: 0 άνθρωπος είναι ένα μερμηγκάκι στον ίσκιο του Δημιουργού, πονηρό και άπληστο, που η όσφρηση του φτάνει, μόνο ως την τροφή και. την απόλαυση. 0 γέροντας κόμπαζε: Ναι, αλλά αυτό το μερμηγκάκι, με τη δύναμη του Θεού, ανέδειξε αγράμματους ψαράδες σε σοφούς αποστόλους που κήρυξαν τη χριστιανική πίστη. Πώς το εξηγείς εσύ ο παντογνώστης; —Η μετενσάρκωση της ψυχής, γέροντα. 0 αγράμματος ευαγγελιστής θα ήταν σε προηγούμενη ζωή τέρας μόρφωσης. Ίσως φιλαναγνώστης παπύρων ή βιβλιοθηκάριος. —Μα τι λες, βλάσφημε... Οι ευαγγελιστές είχαν τη θεία έμπνευση και χάρη... —Με την ανακύκλωση της ψυχής τα πάντα μπορούν να συμβούν. Όπως εσείς, μπορεί να προϋπήρξατε ιεροεξεταστής και να είχατε ρίξει στην πυρά αθώους... Και σε άλλη ζωή να υπήρξατε μαύρος σκλάβος που τον λίντσαραν... 0 γέροντας άρχισε να σταυροκοπιέται και να μουρμουρίζει: Ήμαρτον, Κύριε, που έμπλεξα με αυτόν το δαιμονισμένο. 0 πατέρας συνέχιζε: Να σας πω κι άλλα... Η ίδια ψυχή μπορεί να είναι σε μια ζωή δικαστής, σε άλλη στο σταυρό του μαρτυρίου. Αλλά εσείς μη φοβάστε. Σε τούτη τη ζωή γίνατε διάκονος, αρχιμανδρίτης, ηγούμενος, αλλά στις επόμενες ίσως να προβιβασθείτε σε δεσπότη, ακόμη και σε πατριάρχη... Μπορεί όμως και σε καντηλανάφτη... —Σταμάτησε, αμαρτωλέ, θα σε αφορίσω... 0 πατέρας χαμογελούσε και πρότεινε το ποτηράκι του να τσουγκρίσουν, όμως ξαφνικά, μια μέρα, εκεί που ο δεσπότης νόμιζε ότι είχε λήξει αυτή η συζήτηση, δέχτηκε τον κεραυνό: Δε μου λέτε, πάτερ, ο ληστής που πήρε άφεση αμαρτιών στο Γολγοθά μπορούσε να φανταστεί ότι εκείνος που του την έδωσε από το διπλανό σταυρό θα ανακηρυσσόταν αρχηγός μιας θρησκείας εκατομμυρίων ανθρώπων; Κι΄ ακόμη μιά ερώτηση, που ίσως σας βγάλει από τα ράσα σας: Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έμαθε ποτέ τη δόξα του; 0 γέροντας δεν κατάλαβε αμέσως την ερώτηση, αλλά, μόλις συνειδητοποίησε το νόημα της, πετάχτηκε οργισμένος, άρπαξε τη μαγκούρα του και ζήτησε να έρθει αγοραίο να τον πάρει. «Δε θα ξαναπατήσω το πόδι μου εδώ» είπε, αλλά έτρεξε η μάνα να τον καλμάρει, το ίδιο κι ο πατέρας, μετανιωμένος για τη βλάσφημη ερώτηση του. Τελικά κάλμαρε, έτεινε το χέρι του να το ασπαστούμε για να μας δ'ωσει συχώρεση κι ο πατέρας τού έβαλε στο πιάτο τον καλύτερο μεζέ από κουνέλι στιφάδο. Όταν μεγάλωσα, σκεφτόμουν ότι ο γονιός μου είχε βάλει στην ερώτηση του το «ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός» όχι μόνο για χάρη του ιερωμένου αλλά και από δικό του σεβασμό για τον εσταυρωμένο Θεάνθρωπο. Μετά από χρόνια, όταν είχε φωλιάσει για τα καλά στο μυαλό μου η ιδέα της μετενσάρκωσης, θυμόμουν εκείνη την τρομερή απορία και έθετα το αμαρτωλό, για ένα χριστιανό, ερώτημα: Η ψυχή ενός προφήτη, ενός αγίου, ενός πατριάρχη ή πάπα, μπορούσε να εισχωρήσει στο σώμα ενός νεογέννητου που θα εξελισσόταν σε κακούργο; Γιατί όχι, αφού και η ψυχή του Τζακ του αντεροβγάλτη μπορούσε να δώσει ζωή σε ένα νεογέννητο... Όλα ήταν στο μυαλό μου ρευστά και, λόγω του μεγέθους τους, αναπάντητα. Προσπαθούσα να θυμηθώ απορίες που έθετα στο γονιό μου και με απόπαιρνε: —Πολλά θέλεις να μάθεις, νιάνιαρο... 0 άνθρωπος δεν είναι σαν τα υπόλοιπα όντα της φύσης, που καθένα του σβήνει κι εξαφανίζεται παντελώς με το θάνατο του. Ούτε ο παππούς σου ούτε εγώ μάθαμε αν η ψυχή διαιωνίζεται σε διαφορετικά σώματα. Υποθέσεις κάναμε... —Και γιατί, μπαμπά, μια πεταλούδα να μην είναι ψυχή ενός παιδιού; —Αν νομίζεις ότι είναι, μην τη βασανίζεις... Ήθελα να ρωτήσω τον παπά της ενορίας μας, που του είχα περισσότερο θάρρος από τον αυταρχικό ηγούμενο. Ως εκπρόσωπος του Θεού, θα έπρεπε να ξέρει περισσότερα, αλλά, όπως καταλάβαινα, σκράπας ήταν σ' αυτό το θέμα. Κάποτε με αποκάλεσε «μικρόν τέρας» και αναρωτιόταν αν έκρυβα μέσα μου το Σατανά. Ο πατέρας δεν ανησυχούσε για τις ερωτήσεις που με κατέκλυζαν, όπως γιατί να έρχονται στον κόσμο τυφλά και ανάπηρα μωρά ή να πεθαίνουν ταλέντα πριν προλάβουν να εκπληρώσουν την αποστολή τους. «Εσύ τι λες, παπά;» ρωτούσε, κι ο εκπρόσωπος του Θεού με αγριοκοίταζε και δίσταζε να μου δώσει το χέρι του να το ασπαστώ πριν φύγει. Μια μέρα τον άκουσα να λέει στη μητέρα ότι στον παράδεισο του κτήματος μας υπάρχουν ένας διάβολος και ένα διαβολάκι. Εκείνη σταυροκοπήθηκε, σίγουρη για μας, αφού προσευχόμαστε πριν φάμε και πριν κοιμηθούμε. Εκκλησιαζόμαστε κιόλας, αλλά ο πατέρας, αντίθετα με τη μάνα, δε φιλούσε τις εικόνες, μόνο έκανε μια υπόκλιση μπαίνοντας και μια φεύγοντας. Σκεφτόμουνα, μήπως απόφευγε τα μικρόβια από τα φιλήματα των πιστών; 3.ο γονιός έφυγε και άφησε πνευματική κληρονομιά ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ, στο κυριακάτικο γεύμα μας, πέθανε ο πατέρας από συγκοπή της καρδιάς. Την άλλη μέρα τον κηδέψαμε. Μετά την κηδεία μαζευτήκανε στο σπίτι συγγενείς και γείτονες, αλλά εγώ κλείστηκα στο δωμάτιο μου έχοντας τον διαρκώς στη σκέψη μου. 0 Λέων με είχε ακολουθήσει αθόρυβα χωρίς να μου κουνήσει την ουρά του. Ξάπλωσε στο πάτωμα χώνοντας το μουσούδι του στα μπροστινά του πόδια. Με κρυφοκοίταζε. Όταν τον κοίταζα κι εγώ, έστρεφε την υγρή ματιά του αλλού. Μια φράση του πατέρα τριγύριζε διαρκώς στο μυαλό μου: «Αν ο άνθρωπος δε γεννιέται και δεν πεθαίνει μόνο μια φορά, τότε το έπος της αθάνατης ψυχής του από σώμα σε σώμα αποτελεί το μεγάλο μυστικό του Δημιουργού». Αναρωτιόμουν αν είχα ξαναζήσει κι εγώ άλλες ζωές. Από μικρός είχα ένα ραδιοφωνάκι με γαληνίτη και ακουστικά, κι ακούγοντας μακρινούς σταθμούς σε άγνωστες γλώσσες, ζωγράφιζα με τέμπερες μια όαση με φοινικιές, ένα ψαροχώρι στα φιόρδ... Ίσως, κάποτε, είχα ζήσει κι εγώ σε μακρινούς τόπους... Είχα ακούσει τον παπά να λέει ότι μόλις βγει η ψυχή ίπταται για μια μέρα και μια νύχτα γύρω από τα αγαπημένα της πρόσωπα και μετά ανεβαίνει στους ουρανούς. Εγώ άλλα πίστευα, η ψυχή του γονιού μου θα έμπαινε σε κάποιο σώμα νεογέννητου... Αποκοιμήθηκα με αυτές τις σκέψεις, αλλά νόμιζα ότι ήμουν ακόμη ξύπνιος όταν είδα τον πατέρα να μπαίνει στο δωμάτιο μου. Αμέσως θυμήθηκα ότι είχε πεθάνει και τον ρώτησα αν η ψυχή του ήταν ακόμη κοντά μας. Μου έγνεψε καταφατικά και μου ψιθύρισε χωρίς να κουνάει τα χείλη του, να προσέχω τον εαυτό μου και τη μητέρα μου, γιατί ήταν αδύνατον να μας προστατέψει πλέον αυτός. Με κοίταζε κατάματα, με λατρεία αλλά και απόγνωση, γιατί η ψυχή του θα φώλιαζε σαν πουλάκι σε άλλο σώμα... «Μπαμπά!» φώναξα κι άρχισα να τον εκλιπαρώ να έρχεται συχνά στα όνειρα μου να με καθοδηγεί, γιατί ήμουν ακόμη μικρός και ανήμπορος. Κούνησε το κεφάλι, σαν να μου 'λεγε ότι αυτό ήταν αδύνατον να γίνει. Ξαφνικά εξαφανίστηκε, έβγαλα φωνή σπαραχτική, παρακλητική, να μείνει, και ξύπνησα. 0 Λέων ήταν όρθιος, με τεντωμένο το σώμα, σηκωμένο το κεφάλι, με τα ρουθούνια του υγρά, ανήσυχος. —Ησύχασε, αγόρι μου, είμαι εδώ κοντά σου, είπε η μαυροφορεμένη μάνα μου, που είχε σπεύσει να με ηρεμήσει. —Οι άλλοι φύγανε; ρώτησα. —Αγόρι μου, όλοι γύρισαν στα σπίτια τους. —Μανούλα, θέλω μια χάρη... Να βάλεις το δίσκο του μπαμπά... Κούνησε καταφατικά το κεφάλι, με σκέπασε, με φίλησε και βγήκε αθόρυβα, χωρίς να κλείσει την πόρτα. Σε λίγο ο ήχος της τρομπέτας πλημμύρισε το σπίτι μας, λες και συνόδευε τον πατέρα στο ταξίδι του. Όταν μετά από λίγες ημέρες αναζήτησα το δίσκο, δεν τον βρήκα στη θέση του, ούτε αλλού πουθενά... Η περιβολάρισσα τον είχε σπάσει από απροσεξία καθώς συγύριζε. Μείναμε απροστάτευτοι. Μας βοηθούσε ο περιβολάρης με τη γυναίκα του στο κτήμα. Απομονώθηκα περισσότερο στα βιβλία και στη ζωγραφική. 0 παπάς με την παπαδιά συνέχιζαν να μας επισκέπτονται με άδεια σακούλια και να φεύγουν γεμίζοντας τα φρούτα, αυγά και κάνα κουνέλι. Το άσπρο κρέας, παπά, είναι νηστίσιμο, τον πείραζε κάποτε ο πατέρας... Ήμαστε ενορίτες του και με συμβούλευε να γίνω εικονογράφος, γιατί η εκκλησία είχε έλλειψη εικόνων. Αλλαξε γνώμη όταν είδε το σκίτσο του, που τον έδειχνα σαν Διόνυσο να ρουφάει την κούπα με το κρασί. Θα τον αφορίσω, μουρμούρισε στην παπαδιά, που χαμογελούσε άκακα. Τα πάντα ζωγράφιζα, κυρίως τα κατοικίδια ζώα μας και τον περίγυρο του σπιτιού μας με την πανδαισία χρωμάτων, το καλοκαίρι τα κίτρινα χωράφια και τις κατακόκκινες παπαρούνες, και το χειμώνα την παντοκρατορία του πράσινου. Το φθινόπωρο οι ζευγολάτες αυλάκωναν τα χωράφια, που είχαν μαλακώσει από τα πρωτοβρόχια. 0 περιβολάρης τσάπιζε, φύτευε, η αντλία ρουφούσε το νερό από το πηγάδι, η γη ζωντάνευε, οι κότες σγαρλεύανε το χώμα, ο σκύλος κουνούσε την ουρά και τα γατιά ραχάτευαν. Η μητέρα έβγαζε από το μπαούλο και την ντουλάπα τα χειμωνιάτικα και τα άπλωνε να ξεμυρίσουν από τη ναφθαλίνη. Στο γυμνάσιο κάναμε αγιασμό. Ο χειμώνας έμπαινε για τα καλά, όλα αποχτούσανε την περυσινή τους όψη κι από το σπίτι ως το σχολείο έβλεπα τους ίδιους ανθρώπους. Μόνο ο πατέρας έλειπε... Η μητέρα μού μεταποίησε στη Σίγκερ της ένα κοστούμι του πατέρα, κι επιστρέφοντας από το σχολείο, ανυπομονούσα να δω το πρώτο μου γκολφ παντελόνι. Μου έφερε στα μέτρα μου και το κασμιρένιο παλτό του και, καθώς φορούσα τα ρούχα του, ένιωθα την ανάσα του να με περιβάλλει, όσο μακριά κι αν βρισκόταν η ψυχή του... Όταν έπεφτα να κοιμηθώ, παρακαλούσα να τον δω στον ύπνο μου, αλλά εκείνος δεν ερχόταν. Εκείνο το πρωινό η μητέρα είχε πάει στον τάφο του πατέρα. Σκέφτηκα ότι είχε έρθει η στιγμή να ανοίξω τη βαλίτσα του, αφού φορούσα πια τα ρούχα του, ήμουν ο διάδοχος του. Την έβγαλα από την ντουλάπα και με τρεμάμενα χέρια την άνοιξα. Και τι δεν είχε μέσα...Ένα σκούρο μπορσαλίνο με λίγο πιο ανοιχτόχρωμη φαρδιά κορδέλα, ένα μεταξωτό φουλάρι, ένα χοντρό χρυσό ρολόι με χρυσή αλυσίδα, ένα δαχτυλίδι, ένα ζευγάρι μανικετόκουμπα, μια μεταξωτή γκρενά γραβάτα με μια χρυσή αγκράφα, ένα τρυπημένο εισιτήριο του «Σατούρνια». Είχε ακόμη φωτογραφίες και την άδεια χάρτινη θήκη δίσκου - ο μαύρος με την τρομπέτα- κι από κάτω έγραφε στα αγγλικά: «Λούις Άρμστρογκ με το συγκρότημα του Χοτ Σέβεν». Κοίταξα και τις φωτογραφίες, που όλες είχαν πάνω σημειώσεις του πατέρα. Ένας ουρανοξύστης: «Εμπάιαρ Στέιτ, το υψηλότερο κτίριο του κόσμου». Ένας άντρας με κάσκα πιλότου: «Λίντμπεργκ, ο αεροπόρος που διέσχισε πρώτος τον Ατλαντικό». Δυο πυγμάχοι στο ριγκ, με τον ένα να πέφτει από τη γροθιά του άλλου: «Η σιδερένια γροθιά του Μαξ Μπάερ ρίχνει νοκάουτ τον Πρίμο Καρνέρα, το γίγαντα με τα πόδια από άργιλο». Και μια άλλη, ενός παλαιστή: «Τζιμ Λόντος, ο αήττητος τσάμπιον». Και οι τρεις μας... Ο ίδιος φορούσε μπορσαλίνο, η μητέρα καπελίνο αλά Γκρέτα Γκάρμπο κι εγώ, ο μπόμπιρας, στην καρέκλα, με τα μποτινάκια μου να αιωρούνται. Υπήρχε κι ένα σχολικό τετράδιο, με τσιτάτα του πατέρα και τονισμένο με κόκκινο κραγιόνι: «Ονειρεύομαι το παρελθόν προσδοκώντας το μέλλον...». Να και ο φάκελος για μένα: «Στο γιο μου». Τον άνοιξα και διάβασα: «Αγόρι μου, πιθανόν η ψυχή να ταξιδεύει από σώμα σε σώμα, αλλά κάθε φορά φορτώνεται με νέες αναμνήσεις. Ξέρω, σε έχω μπερδέψει στο λαβύρινθο που σε έβαλα, αλλά πιστεύω ότι κατέχεις το μίτο της Αριάδνης για να βγεις σοφότερος από μένα». Η άνοιξη έφτασε ευωδιαστή, όπως κάθε χρόνο. Γέννησε όλους εκείνους τους μικροοργανισμούς-σίγουρα ψυχές παιδιών που κατακλύζουν και χαίρονται το πολύχρωμο ταπέτο της γης. Παντού χρώματα, που προσπαθούσα να μεταφέρω με τις νερομπογιές μου στο χαρτί. Από μιά φωτογραφία του πατέρα άρχισα να του φτιάχνω το πορτρέτο, κι όταν το τέλειωσα, αντίκρισα να με κοιτάζει με απέραντη λύπη αλλά και με λαχτάρα, όπως εκείνη τη νύχτα του ονείρου. Το έκρυψα στο συρτάρι μου. δεν ήθελα να το δει η μητέρα και να βάλει τα κλάματα. Κόντευα την εφηβεία και η απασχόληση μου στη ζωγραφική ήταν συνεχής. Ένας γερο-ζωγράφος που έστηνε καβαλέτο στην περιοχή μας και τον φιλεύαμε φρέσκα φρούτα και δροσερό νερό είχε δει τα έργα μου και έλεγε στη μητέρα ότι έχω ταλέντο. Εκείνη καμάρωνε σαν παγόνι, που΄ χε κάνει το χρυσό αυγό...Ο επισκέπτης μας πρόσεξε ότι είχα πολλές γνώσεις για την ηλικία μου και ανεχότανε να κουβεντιάζουμε ακόμη και για την αθανασία της ψυχής και τη μετενσάρκωση. Μου έλεγε ότι η ζωή αφορά τους βιολόγους κι όχι ένα παιδί σαν και μένα. Όσο για τη μετενσάρκωση, δεν την αποδεχόταν, αφού υπήρχε η διαδοχή της ζωής μέσω του σπέρματος και η ομοιότητα απογόνων με προγόνους. —Δάσκαλε, και με τον πατέρα μου κάναμε τέτοιες συζητήσεις, αλλά ποτέ δεν τόλμησα να τον ρωτήσω -γιατί η μητέρα μου είναι θεοφοβούμενη- πώς σκαρώθηκαν ο Αδάμ με την Εύα. Ποιά είναι η δική σας άποψη; —Παλαιότερα οι ζωγράφοι αναπαριστούσαν τους πρωτόπλαστους να εκδιώκονται από έναν οργισμένο Δημιουργό από τον παράδεισο. Καθώς όμως προχωράει η επιστημονική έρευνα, δε βλέπουμε στα σχολικά βιβλία ούτε στα εικονογραφημένα παραμύθια τέτοια σκηνή αποπομπής. Ίσως κάποιοι σκέφτηκαν ότι οι πρωτόπλαστοι δεν είναι δημιούργημα του Θεού αλλά της φαντασίας των ανθρώπων. Τα σημερινά παιδιά, με την εξάπλωση της τυπογραφίας, της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης, γνωρίζουν πολύ περισσότερα από τους μεγάλους του περασμένου αιώνα. Έμαθα ότι στο σχολείο σε αποκαλούν μικρό τέρας παντογνωσίας, αλλά μάθε ότι δεν υπάρχουν μόνο άριστοι μαθητές αλλά και παιδιά θαύματα, αριθμομνήμονες και ταλέντα στη μουσική. —Αυτό λέω και γω, δάσκαλε. 0 Μότσαρτ ήταν παιδί-θαύμα, γιατί ίσως είχε φύγει από την προηγούμενη ζωή του χωρίς να προλάβει να εκδηλώσει το ταλέντο του. —Εσύ περνάς τον εαυτό σου για πρώιμο ταλέντο; —Δεν ξέρω... Αρχισα να τον σκιτσάρω και σε λίγο τού έδειξα το έργο μου. Τον είχα κάνει απαράλλαχτο. Ο γέρος, αφού κοίταξε το σκίτσο, είπε: Πραγματικά, μικρέ, είσαι καλός φωτογράφος, αλλά στη ζωγραφική χρειάζεται κάτι περισσότερο. Ίσως η ψυχή, που τόσο συχνά αναφέρεις. Κατάπινε τα σύκα με τις φλούδες -έχουνε βιταμίνες, έλεγε- και με συμβούλευε: Πρόσεξε, μικρέ καλλιτέχνη, γιατί έρχονται καιροί πονηροί, που θα μπερδέψουν τους ταλαντούχους με τους ατάλαντους και τους άξιους με τους ανάξιους. Η γενιά των σπουδαίων καλλιτεχνών θα αντικατασταθεί από δημιουργήματα καπάτσων εμπόρων. Η τέχνη θα χάσει την ιστορική και ποιητική μνήμη της, ο εγκέφαλος θα απογυμνωθεί από τα κλασικά επιτεύγματα και θα γίνει βορά ακόμη και τσαρλατάνων. Τον επόμενο χρόνο έκλεισα τα δεκαέξι και μετά το γκολφ παντελόνι φόρεσα μακρύ. Στα μαθηματικά και στη χημεία ήμουνα σκράπας, αλλά στην έκθεση έσκιζα. Ένα γραφτό μου είχε κάνει πάταγο, αφού πήρε το πρώτο βραβείο έκθεσης και έγινε αιτία να γνωριστώ καλύτερα με την Ανεζούλα. Στις διακοπές συναντηθήκαμε και κάναμε βόλτες στην παραλία. Μια μέρα κατεβήκαμε τα βραχάκια και καθίσαμε σ' ένα αμμουδερό αλώνι. Τα δάχτυλα μας σάλευαν για ώρα στην άμμο, ώσπου τελικά να συναντηθούν. Έκανε την πρώτη κίνηση, φιληθήκαμε αδέξια... Ήταν η πρώτη επαφή, το πρώτο σκίρτημα... Ξαφνικά η Ανέζ -όπως τη φώναζα- φάνηκε τρομαγμένη, κοίταζε πέρα από την πλάτη μου και απότομα σηκώθηκε και έφυγε. Είχε δει το γερο-ζωγράφο λίγο μακρύτερα, να ψαρεύει σε ένα βράχο. Πήγα κοντά του και λυπήθηκα τα ψαράκια που σκιρτούσαν απεγνωσμένα. Παρακολουθούσα αμίλητος. Μετά άναψε φωτιά, αλεύρωσε τα ψαράκια μισοζώντανα και ρίχνοντας τα στο τηγάνι είπε: Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό. Και εγώ ο κανίβαλος έφαγα το αρνάκι που μεγάλωνε στην αγκαλιά μου, σκέφτηκα... Έβγαλε από ένα σακούλι μια φρατζόλα ψωμί, έκοψε μια ντομάτα κι αρχίσαμε να τρώμε. Κουβεντιάζαμε. Με ρώτησε αν έχουν προχωρήσει οι σχέσεις μου με την κοπέλα, κοκκίνισα και κατέβασα το κεφάλι. Το βλέμμα του με αγκάλιασε και η ζαρωμένη παλάμη του άγγιξε το γόνατο μου σαν χάδι, σαν νοσταλγία. Έφηβε μου, δώσε μου τα νιάτα σου και πάρε μου ό,τι μου έχει απομείνει στη ζωή, ακόμη και την αγάπη μου για τη ζωγραφική. Έλεγε κι΄άλλα, όπως: όταν καταλάβεις ότι μια γυναίκα σε θέλει, θα νιώσεις θεός. Ο γέρος με έτρωγε με τα μάτια, λες κι αντίκριζε ένα θαύμα. Συνέχισε: Γίνεσαι άντρας, παιδί μου, μπαίνεις στον προθάλαμο της γνώσης, του ανταγωνισμού αλλά και των απρόοπτων κινδύνων. Μου άρπαξε με το ένα χέρι το μπράτσο και με το άλλο μού χούφτιασε το σαγόνι. Ένιωσα την ανάσα του, η φωνή του έτρεμε: Οι γέροι στην Ασία αναζωογονούνται ρουφώντας σφρίγος από τους εφήβους. Είσαι ωραίο αγόρι, γι' αυτό πρόσεχε... Όπως πάντα, ήμουν απρόβλεπτος στις ερωτήσεις μου: Πότε, δάσκαλε, θα καταλάβω ότι γέρασα και ήρθε ο καιρός να αποχαιρετίσει η ψυχή μου το σώμα; —Είσαι ακόμη παιδί, μη σκέφτεσαι τέτοια πράματα. Σου εύχομαι να γεράσεις με ηρεμία, όπως εγώ. Πάντως να ξέρεις, η αποχαιρετιστήρια περίοδος δεν είναι εκείνη των απόλυτων γερατειών, της κατάρρευσης. Είναι αυτή που προηγείται, η οποία διατηρεί, αλλά μειωμένες, τις αισθήσεις και τον ανταγωνισμό, όπως ακριβώς συμβαίνει με μένα τώρα... Αρχίζω να μη βλέπω καλά, να μην ακούω όπως πριν, αλλά, όσο μπορώ να χρησιμοποιώ τον εγκέφαλο μου, αποτελώ ακόμη ζωντανό κύτταρο, έστω παρακμασμένο, της φύσης. Ξέρεις τι φοβάμαι; Την απομόνωση μου, τη μαλάκυνση, ανίατη γεροντική πάθηση που παραλύει τον εγκέφαλο και ευτελίζει την ανθρώπινη υπόσταση... —Θέλω να μάθω, δάσκαλε, τι συμβαίνει με την ψυχή όταν επέλθει η μαλάκυνση του εγκεφάλου. —Και τι σε νοιάζει, επιστήμονας είσαι; —Είμαι ερευνητής και αναρωτιέμαι αν σε αυτή την ανίατη ασθένεια υποκύπτει και η ψυχή, που πρέπει βιαστικά να βρει έγκαιρα άλλο σώμα. Γιατί, αν μείνει, σίγουρα αργοπεθαίνει μαζί με τον αποσυντονισμένο εγκέφαλο. —Μου βάζεις δύσκολα... Εγώ, που έχω διαβάσει πολλά βιβλία, δεν μπορώ να βγάλω συμπέρασμα. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, η Φύση είναι αυτό που βλέπουμε και ο Θεός το άυλο. Και τα δυο είναι πάνσοφα, αφού τη στιγμή του θανάτου όλα εξομοιώνονται, δεν υπάρχει πλέον διαχωρισμός ανθρώπου, ζώου, φυτού, ομορφιάς, ασχήμιας, πλούτου, φτώχειας... Εντελώς γυμνοί και αθώοι σαν σάλιαγκες ερχόμαστε, και ένοχοι με ένα κέλυφος φεύγουμε... Ζήσε λοιπόν τη ζωούλα σου και ο εγκέφαλος με την καρδιά σου θα τη διαμορφώσουν. Όσο για την ψυχή, που σε ενδιαφέρει τόσο πολύ, κόκκο άμμου ψάχνεις να βρεις στην έρημο. Τι να πω, τον ευχαρίστησα για το φαγητό και ανηφόρισα στα βραχάκια. 0 Λέων ο Δεύτερος, ο μπαγάσας, με είχε ανακαλύψει και με περίμενε κάτω από έναν ευκάλυπτο κουνώντας την ουρά του. Κάθε φορά που εξαφανιζόταν, επισκεπτότανε τη σκυλίτσα στο γειτονικό κτήμα. 0 πατέρας -θυμόμουνα πάντα τα τσιτάτα και τα χωρατά του- έλεγε ότι μόνο οι αθώοι βαρβάτοι σκύλοι κολλάνε με τις σκύλες και γίνονται θέαμα και μπαίγνιο... Οι πονηροί βαρβάτοι άντρες καταφεύγουνε στα μοναστήρια, για να εξαγνιστούν με τη νηστεία και την προσευχή ή να κολάσουν την αγιοσύνη... Όσο για τη μαλάκυνση του εγκεφάλου, ο Αγιορείτης φιλοξενούμενος μας σχολίαζε ότι είναι θέλημα Θεού κάποιοι αμαρτωλοί να περνούν από το κολαστήριο στο καθαρτήριο, ώστε να έχουν ελπίδες εισόδου στον παράδεισο... Τι τα θυμόμουνα, έτσι ανακατεμένα όλα... Πάμε,Λεωνάκι μου, να φας, να νταυραντιστείς, η σκυλίτσα σε περιμένει. [selida] 4. ένας πρωτόγονος καλλιτέχνης με τα αγρίμια των σπηλαίων ΣΤΗ ΔΗΜ0ΣΙΑ το βαριεστημένο άλογο έσερνε το τετράτροχο, που ήταν φορτωμένο λυγαριές. Αμαξάς δεν υπήρχε. 0 ήλιος ήταν καυτερός κι ο λίβας σάρωνε το χωματόδρομο με τους ευκαλύπτους. Σκεφτόμουν από ποιους έπρεπε να φυλάγομαι, όπως μου είπε ο γέρος, όταν ξαφνικά έκανα την τεμπελιά μου ενεργητικότητα: «Λεωνάκι μου, με συγχωρείς» είπα και σάλταρα. Αρπάχτηκα από την τριχιά και σκαρφάλωσα πάνω στο φόρτωμα. Τα έχασα, γιατί μια γυναίκα ήταν ξαπλωμένη στις λυγαριές. Το αρχικό της τρόμαγμα έγινε χαμόγελο. —Με συγχωρείτε, θα κατεβώ, ψέλλισα. —Τι λες, αγόρι μου, με τα πόδια θα πας; Ήταν νέα και ζουμερή, από κείνες τις πρωτευουσιάνες που παραθέριζαν σε γειτονικά κτήματα. Το στενό πουκαμισάκι της τσίτωνε το πλούσιο στήθος της. Κρατιόμουν από την τριχιά μη χάσω την ισορροπία μου, το κατάλαβε και μου 'γνεψε να ξαπλώσω δίπλα της. —Πόσων χρονών είσαι; με ρώτησε. —Δεκάξι, είπα αμήχανα. —Φαίνεσαι μεγαλύτερος. Σε μια λακκούβα έχασα την ισορροπία μου κι έπεσα απότομα δίπλα της μπρούμυτα, αλλά αμέσως γύρισα και βρέθηκα κατάφατσα με το πρόσωπο της. «Έτσι μπράβο» μουρμούρισε και με άρπαξε τραβώντας με πάνω της. Το άλογο ανηφόριζε στο λιοπύρι, οι λακκούβες τράνταζαν τα ιδρωμένα κορμιά μας. Είχα μισοχάσει τις αισθήσεις μου, μήτε πολυκαταλάβαινα τι γινότανε, ήμουνα λεία στις ορέξεις της, καθώς όλα είχαν γίνει ένα. Η ζέστη, οι λυγαριές, το στήθος της πάνω μου. τα μπούτια μας στα κοντοπαντέλονά μας... Μετά ένιωσα απέραντη ηδονή σε όλη μου τη ραχοκοκαλιά. Είχα χάσει τον εαυτό μου, που αυτή η γυναίκα τον κα¬τασπάρασσε με λαίμαργα φιλιά. Τον ξαναβρήκα όταν άκουσα κάποιο αυτοκίνητο να μας προσπερνάει κορνάροντας. Στη στροφή του νεκροταφείου πήδησα στο δρόμο, σαλιώνοντας τα ματωμένα χείλη μου. 0 πιστός μου σκύλος κουνούσε την ουρά του χαρούμενος που με ξανάβλεπε. Το δουλευτάδικο άλογο ήξερε τον προορισμό του, μπήκε στο γειτονικό κτήμα και σταμάτησε μπροστά στο σπίτι, δίπλα στη σκονισμένη Πόντιακ. 0 κάτοχος της ρώτησε τη γυναίκα του, που πρόβαλε πάνω στο φορτίο: Μόνη σου έφερες τις λυγαριές; Όταν προσπέρασα με το αυτοκίνητο, δε σε πρόσεξα. Ένας γέρος τη βοήθησε να ξεπεζέψει και αυτή πήγε στη βρύση, την άνοιξε και άρχισε να καταβρέχει με το λάστιχο το φλογισμένο κορμί της. Εμφανίστηκε μια γριά και της έδωσε μια πετσέτα. Μόλις έφαγαν, η γριά τους είπε ότι τα φρούτα τα είχε στη κρεβατοκάμαρα. Κάθε φορά που ερχόταν ο άντρας της, η πρωτευουσιάνα μασουλούσε στο κρεβάτι και μετά έκανε πως νύσταζε, όπως τώρα... Εκείνος έβγαλε το πουκάμισο, ασπρόμαυρες τρίχες περόνιασαν το φανελάκι του στο στήθος και κάτω από το σώβρακο πρόβαλαν τα λιγνόπόδαρα. —Είμαι πτώμα, είπε. Εκείνη το επιβεβαίωσε μουρμουρίζοντας: Είσαι... Έκλεισε τα μάτια κι έκανε πως την έπαιρνε αμέσως ο ύπνος, μα η σκέψη της γύριζε πίσω στη δημοσιά με τους ευκαλύπτους και τη λεία της... .................................................... Έφερνα στη μνήμη μου όλα όσα είχαν συμβεί σε μένα, αλλά και σε άλλα πρόσωπα που ανέφερα σκόρπια στο ημερολόγιο μου. Μετά το αναπάντεχο χαρούμενο πρελούντιο πάνω στις λυγαριές πήγα στον τάφο του πατέρα για το θλιβερό ρέκβιεμ. Προσπάθησα να πιάσω κουβέντα μαζί του: — Έχω τόσα να σου πω, πατέρα, μονολογούσα, κάτι μου συνέβη πριν λίγο, δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό... Η ματιά μου περιπλανιόταν στα μνήματα. Η βαριά, ασήκωτη σιωπή των νεκρών, με τις ανάλαφρες ψυχές, που ίσως πετούσαν μακριά από τα κουφάρια και τους σκελετούς, έλεγε ο πατέρας, τότε που είχε μιλιά και γνώση. Είχανε περάσει κιόλας τρία χρόνια, μόλις πριν λίγο είχα γίνει άντρας. Κάτι πρέπει να πω κι εγώ, πατέρα, ψέλλισα όταν γύρισα σπίτι και άνοιξα το ημερολόγιο μου. Η δίδυμη όψη του κόσμου -έγραψα- η Γη κι ο Ουρανός, το καθηλωμένο σώμα και η αποκαθήλωση της ψυχής... Δεν άγγιξα το φαγητό -«μάνα, είμαι ψόφιος στην κούραση» είπα- κι έπεσα ξερός στο κρεβάτι. Ξύπνησα από τα γαβγίσματα του σκύλου μου, που είχε συνηθίσει να τον χαϊδεύω απολαμβάνοντας το ηλιοβασίλεμα. Κίτρινο, πορτοκαλί, κόκκινο, αστραφτερές και πένθιμες αποχρώσεις μαζί... Ο πατέρας έλεγε ότι αυτή την ώρα οι πρόσφυγες της παραγκούπολης, εκεί στις ρίζες του βουνού, όσο μίζερα κι αν ζουν, απολαμβάνουν το ουζάκι τους. —Κι όμως, παρατήρησε ο ζωγράφος, αυτοί οι άνθρωποι στη Μικρασία μένανε σε ευρύχωρα σπίτια με λουτροκαμπινέδες. Πολλοί ήταν πλούσιοι. Η προσφυγιά όμως τους μετέβαλε από αστούς σε προλετάριους. —Τι είναι αυτά που λες, έκανε ο πατέρας, που δεν ήθελε τέτοιες κουβέντες μπροστά μου. Ο ζωγράφος προσπάθησε να τα διορθώσει: Θέλω να πω ότι οι πρόσφυγες της Μικρασίας από σκλάβοι-νοικοκυραίοι έγιναν ελεύθεροι-πένητες... —Αυτές οι συζητήσεις δε γίνονται μπροστά σε παιδιά. —Κατάλαβα, είπε ο πεινασμένος και συνέχισε να καταπίνει μπουκιές και γουλιές. Σκίτσαρα στο χαρτί αετούς που πετούσαν στην Κοροφή του βουνού και χαμοπούλια που σέρνονταν στα χερσοτόπια. Τα είδε ο δάσκαλος και μου' κλείσε το μάτι, αλλά τσαντίστηκα και τα μουντζούρωσα, γιατί πήγαινε καμιά φορά κόντρα στον πατέρα. Τον σεβόταν και απόφευγε να τον ερεθίζει με τις αριστερές πεποιθήσεις του -όπως πριν- γιατί πού αλλού θα 'βρισκε τέτοιο φαγοπότι...Έτσι, ανεχόταν και τις δοξασίες του για τη μετενσάρκωση, αλλά ο πατέρας τού τα 'ψελνε: Καταλαβαίνω ότι εσύ και οι άλλοι με θεωρείτε φαντασιοκόπο, αλλά τα μερμηγκάκια πώς είναι δυνατόν να ακούσουν το βουχηθμό του λιονταριού; Μια μέρα ο δάσκαλος μου είχε κάνει παρατήρηση, γιατί σε μια τέμπερα μου, που έδειχνε το τρένο να φεύγει στο σταθμό, τα πρόσωπα στα παράθυρα του ήταν πινελιές χωρίς συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. 0 πατέρας με δικαιολόγησε: Γιατί η ψυχή είναι αθάνατη και δεν μπορεί να εκπροσωπείται από τη φυσιογνωμία του κάθε περαστικού. Το τρένο είναι η αιωνιότητα, ο επιβάτης το προσωρινό... Του τα χάλασε η παιδική μου αφέλεια: Το τρένο έχει ταχύτητα, δεν προλαβαίνω να αποτυπώσω τα χαρακτηριστικά των ταξιδιωτών... Ο ζωγράφος μού απένειμε εύσημα: Μάλλον έκανες το σωστό, γιατί η λεπτομέρεια αποδυναμώνει την ακουαρέλα, που οι πινελιές της πρέπει να είναι ολόδροσες σταγόνες βροχής πάνω σε φυλλωσιές δέντρων... Με τους σπηλαιανθρώπους... Ο ήλιος χάθηκε πέρα στη θάλασσα, η γάτα χουζούρευε στα πόδια του κρεβατιού. Δε μ' έπιανε ύπνος -είχα κοιμηθεί όλο το απόγευμα-, κι όταν με πήρε, είδα ένα όνειρο, το πρώτο από όσα θα αναστάτωναν την υπόλοιπη ζωή μου... Βρισκόμουνα σε ξέφωτο βουνού, μπροστά σε μια σπηλιά. Δίπλα της, δυο ακόμη. Μια γυναίκα — αγρίμι, άπλυτη, με κολλημένα μαλλιά, βρόμικα μεγάλα νύχια, με ένα δέρμα κατάσαρκα, που δεν έκρυβε όμως όλη τη γύμνια της. Μου μιλούσε αγριεμένη και μου 'δειχνε κατά το ηλιοβασίλεμα, που φαίνεται ότι γινότανε κάτι σπουδαίο. Γύρω μας γυναικόπαιδα και γέροι, που ξαφνικά ξέσπασαν σε αλαλαγμούς χαράς, όταν φάνηκαν ανηφορίζοντας στον κουρνιαχτό οι κυνηγοί με τη λεία τους. Μπήκα στη σπηλιά, που τη φώτιζαν λουμίνια στο ξίγκι. Άπλωσα το ντελικάτο χέρι μου για να πελεκήσω με μυτερή πέτρα μια αναπαράσταση κυνηγιού θηρίου, που είχα παρακολουθήσει από την κορυφή του λόφου. Η γυναίκα με είχε ακολουθήσει με χειρονομίες και γκριμάτσες, σαν να με κατηγορούσε ότι είμαι δειλός που δεν είχα πάρει μέρος στο κυνήγι. Μου έδειχνε στα χέρια της καρπούς δέντρων, καταλάβαινα ότι μου έλεγε ότι οι άλλες γυναίκες θα τρώγανε κρέας. Ξαφνικά μου χίμηξε να με ξεσκίσει με τα νύχια της, την απέφυγα κι έτρεξα στο άνοιγμα της σπηλιάς. Με ακολούθησε με μίσος ως την κορυφή του απόκρημνου βράχου. Ημαστε λαχανιασμένοι κι οι δυο, όταν φάνηκε ένας δασύτριχος άντρακλας. Κρατούσε ένα κομμάτι κρέας, που έσταζε αίμα. Ήρθε κοντά μας βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Η γυναίκα έκάνε ν' αρπάξει με βουλιμία το κρέας, αλλά ο κυνηγός με έδειξε γρυλίζοντας. Τότε εκείνη, ξαφνικά, με έσπρωξε βίαια, βγάζοντας κραυγή μίσους. Ξύπνησα έντρομος τη στιγμή που γκρεμοτσακιζόμουνα... Έκαιγε όλο μου το σώμα, έτρεξα στη βρύση κι άρχισα να ρίχνω νερό πάνω μου. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Δεν είχα καμιά ομοιότητα με τον τριχωτό λαξευτή του βράχου με το στενό μέτωπο, τα εξογκωμένα ζυγωματικά και την προτεταμένη γνάθο. Κι όμως, στο όνειρο μου είχα νιώσει ότι ήμουν ο εαυτός μου... Αρχισα να σκιτσάρω τη γυναίκα-αγρίμι με το ζωώδες βλέμμα. Σε λίγες ώρες αναπαράστησα με χρώματα και τη σκηνή του κυνηγιού με τους αγριανθρώπους και τον προαιώνιο δειλό εαυτό μου. Η Ανέζ ερχόταν με το ποδήλατο της, έπαιρνα και το δικό μου και κατηφορίζαμε κατά το αμμουδερό αλώνι μας, στη θάλασσα, όπου κολυμπούσαμε, χαιρόμαστε τα νιάτα μας και κουβεντιάζαμε. Όταν επιχειρούσα να της πω για το όνειρο μου και για τη μετενσάρκωση, δε μ' έπαιρνε στα σοβαρά, γελούσε. —Κι όμως, έχω δει στον ύπνο μου μια προηγούμενη ζωή μου. Με αποστόμωνε: Άφησε τις φαντασιώσεις και απόλαυσε την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα... Το στήθος της είχε φουντώσει, οι γοφοί της είχαν αποχτήσει θηλυκότητα και τα χείλη της, καυτά, κολλούσαν σαν βεντούζες στα δικά μου. Κι εγώ είχα αλλάξει, γινόμουν άντρας καθώς τέλειωνε το καλοκαίρι. Ένα καλοκαίρι που θα με έστελνε στα σχολικά θρανία διαφορετικό, αλλά πάντοτε βυθισμένο στην έμμονη ιδέα μου. Η Ανέζ δεν ήθελε ν' ακούει για όνειρα. Με σφιχταγκάλιαζε τόσο αχόρταγη για έρωτα, που αναρωτιόμουνα μήπως τον είχε στερηθεί σε προηγούμενη ζωή της... Έφτασε το φθινόπωρο. Τα φύλλα στα δέντρα έχαναν τη φρεσκάδα και το χρώμα τους, κιτρίνιζαν, δεν είχαν πια δύναμη να κρατηθούν στα κλαδιά, έπεφταν στο χώμα. Αυτή η διαδικασία θανάτου με τρόμαζε, όπως και η δύση του ήλιου, που συντόμευε τις ημέρες του φθινοπώρου. Ήξερα όμως ότι ο ήλιος θα ξανάβγαινε το πρωί. Και την άνοιξη θα πετούσαν τα κλαδιά καινούρια, καταπράσινα φύλλα. Με τις ακριβές νερομπογιές της Ανέζ -«για να ονειρεύεσαι με χρώματα» μου είπε- ζωγράφιζα ακατάπαυστα. Στην πιο πολυπρόσωπη σύνθεση μου έβαλα στο φόντο τα γυναικόπαιδα να υποδέχονται τους κυνηγούς και σε πρώτο πλάνο εμένα με τη γυναίκα. Δυο τριχωτά ανθρωποειδή που είχαν προχωρήσει ένα βήμα πιο μπροστά από το χιμπαντζή, ιδίως εγώ... Επειδή όμως η Ανέζ με πείραζε για την ασχήμια και την κακομοιριά του καλλιτέχνη των σπηλαίων, έφτιαξα έναν άλλο πίνακα, με την ίδια σύνθεση, αλλά με τον προαιώνιο εαυτό μου όμορφο και θαρραλέο, να λαξεύει το βράχο. Και τους αγριανθρώπους να χαζεύουν το έργο μου με θαυμασμό. Η ιστορία της τέχνης άρχισε από μένα, κόμπαζα, και η Ανέζ με εξερευνούσε με τη ματιά της, προσπαθώντας να καταλάβει αν αστειευόμουν ή αν το πίστευα. Κάθε βράδυ τρόμαζα, ότι μπορεί να ξανάβλεπα τον προαιώνιο εαυτό μου με το τραγικό τέλος... Και τον ξαναείδα. Αυτή τη φορά σε μια αιματηρή μάχη πιθηκανθρώπων με πελώρια χέρια σαν κουτάλες και γυμνών κυνηγών με λόγχες. Κι εγώ, τρομοκρατημένος, να λουφάζω ανάμεσα στα τρομαγμένα γυναικόπαιδα. Ήμουνα σίγουρος ότι είχα ζήσει στην αυγή του ανθρώπου, τότε που το κτήνος άφηνε τα δέντρα κι αναζητούσε καταφύγιο από τους κεραυνούς και προστασία από τα αγρίμια. Ξεφυλλίζοντας ένα ξένο περιοδικό, έμεινα εμβρόντητος. Είχε ένα ρεπορτάζ για κάποιο παλαιολιθικό σπήλαιο, που σε ένα λαξευμένο βράχο του υπήρχε αναπαράσταση κυνηγιού μαμούθ. Η περιοχή λεγόταν Φαλακρή Κορυφή. Υπήρχαν και δυο φωτογραφίες, η μια έδειχνε την είσοδο της σπηλιάς, η άλλη το λαξευμένο βράχο. Κατέφυγα στην Ανέζ και της είπα ότι αυτή την τοποθεσία την είχα δει στο όνειρο μου και έπρεπε να την επισκεφθώ. Αποφασίσαμε να πάμε μαζί το καλοκαίρι, αλλά αργότερα μετάνιωσε. Θα έχεις ξαναδεί τις φωτογραφίες σε άλλο περιοδικό και δεν το θυμάσαι, μου είπε. Εγώ όμως ήμουνα βέβαιος για το όνειρο, που το ξαναζούσα όταν έβαζα στο πικάπ το ορχηστρικό Η δημιουργία του κόσμου. Η μουσική αυτή με ταξίδευε σε ζούγκλες άγριας βλάστησης και πρωτόγονης μεγαλοπρέπειας. Κοσμογονία πρωτόπλαστων μικροοργανισμών, που μεγεθύνονταν αποκτώντας πελώριες διαστάσεις. Αμφίβια τέρατα αναδυόντουσαν από παφλαζοντα ύδατα, ερπετά σερνόντουσαν σε αμμώδεις ερημιές, δεινόσαυροι μούγκριζαν μέσα από τις πελώριες μασέλες τους και χτυπούσανε με πάταγο τις ουρές τους. Αγέρωχα μαμούθ και πανικόβλητα αγρίμια. Με κλειστά μάτια άκουγα τη μουσική των εγχόρδων, των πνευστών, των κρουστών και των χάλκινων, έβλεπα γυμνούς αγριανθρώπους με λόγχες και πυρσούς. Οσμιζόμουν αίμα, τσίκνα, ξίγκι, απλυσιά. Κεραυνοί και καταιγίδες χτυπούσαν τα μηνίγγια μου, φοβόμουνα μήπως τρελαθώ... Βλέποντας πίνακες του Βαν Γκογκ, του ζωγράφου που πάνω στη τρέλα του έκοψε το αυτί του, επικεντρώθηκα στο starry night, που ο ίδιος έγραψε να μην εκτεθεί ποτέ στο κοινό... Και προσπαθούσα να βρω την αιτία... Ταλαίπωρη μεγαλοφυία που ποτέ δεν καρπώθηκες την αξία σου κι΄ίσως σε μιά επόμενη ζωή σου να επεδίωξες μετα μανίας να γίνεις διάσημος, πλούσιος, χωρίς να ακρωτηριάσεις το πρόσωπό σου... Τα έσοδα μου ήταν φτωχά, δεν είχα τα έξοδα να πάω στον τόπο του ονείρου μου και ανέβαλα το ταξίδι για τον άλλο χρόνο, που θα τέλειωνα το γυμνάσιο. Η Ανέζ πήγαινε στο πανεπιστήμιο. Μου σύστησε έναν εκδότη και έκανα εικονογραφήσεις στο περιοδικό του. Μόλις τέλειωσα το σχολείο μπήκα στη σχολή Καλών Τεχνών. 0 καθηγητής μου έμεινε άναυδος όταν, ζωγραφίζοντας μια γυμνή γυναίκα, της παραποίησα το σώμα με πυκνή τριχοφυΐα και το πρόσωπο της με στενό μέτωπο, εξογκωμένα ζυγωματικά και προτεταμένη γνάθο. Το μοντέλο, μόλις είδε το έργο μου, έβαλε τα κλάματα. Είχα καταλάβει πως ο εκδότης με συμπαθούσε, γιατί το σαλόνι του κοσμούσαν έργα μου. Ο παππούς και η γιαγιά του, οι γονείς του. όλοι χωρικοί ανανεωμένοι ενδυματολογικά από το πινέλο μου. Τον έπεισα να μας στείλει, με την Ανέζ -που έβγαζε καλές φωτογραφίες-, στη Φαλακρή Κορυφή. Φτάσαμε στο χωριουδάκι της περιοχής και το πούλμαν μάς ανέβασε στο οροπέδιο με τη λίμνη. Θα μέναμε στο ξενοδοχείο «Τρία σπήλαια» και το πρωί θα μας ξεναγούσαν στο βουνό. Δε μ' έπιανε ύπνος. Ξεκινήσαμε ξημέρωμα. Η Ανέζ μού σκούπιζε τον ιδρώτα και μου 'δινε κουράγιο. Ανηφορίζαμε κάτω από τα δέντρα και, μόλις βγήκαμε στο ξέφωτο, λυγίσανε τα γόνατα μου... Μπροστά μας τα τρία ανοίγματα στο βράχο. Ακολουθήσαμε με το γκρουπ τον ξεναγό στο ακριανό σπήλαιο, σε αυτό που είχα μπει στο όνειρο μου... Προβολείς φώτιζαν το εσωτερικό του, προχωρούσαμε πάνω σε εξέδρα. 0 πολιτισμός και η πρόοδος είχαν εισβάλει στο καταφύγιο των πρωτόγονων. Φτάσαμε ως το βάθος. 0 ξεναγός εξηγούσε: Σ' αυτόν το λαξευμένο βράχο, τότε που το πρωτόγονο ον κατεφευγε στο σπήλαιο για να προφυλαχτεί από τα στοιχεία της φύσης και να γλιτώσει από τα θηρία, σκίρτησε μέσα του η καρδιά του καλλιτέχνη. Πήρε μια κοφτερή πέτρα και πελέκησε στο βράχο ένα μαμούθ βάφοντας το με ρίζες φυτών. Βρισκόμαστε ενώπιον καλλιτεχνήματος κάποιου προγόνου μας, που είχε εξελιχθεί από ζώο σε άνθρωπο. Η ιστορία της τέχνης άρχισε πάνω σ' αυτόν το βράχο... Λιποθύμησα... Συνήλθα στο ξενοδοχείο. Ένας γιατρός έλεγε ότι είχα ελαφρά ζαλάδα από τη ζέστη. Θα φεύγαμε την επομένη, αλλά δεν είχα το κουράγιο να ξαναμπώ στη σπηλιά, να δω με προσοχή το καλλιτέχνημα μου -ήμουνα βέβαιος ότι ήτανε δική μου δημιουργία- να το αγγίξω... Ένα κρύο ντους θα σου κάνει καλό, είπε η Ανέζ και με έσπρωξε στο μπάνιο ανοίγοντας τον κρουνό. Ξανάρθα στα συγκαλά μου, έπεσα στο κρεβάτι και με πήρε αμέσως ο ύπνος. Όταν ξύπνησα, είχε νυχτώσει και το φεγγάρι ταξίδευε πάνω από την αιωνόβια γη και τους περαστικούς ανθρώπους. Η Ανέζ με χάιδευε, με συμβούλευε να κάνω τη φαντασίωση μου εικονογραφημένο βιβλίο... —Αρέσουν αυτά στον κόσμο και θα βγάλεις λεφτά, χαχάνισε κι άρχισε να απαγγέλλει σαν ποίημα: Κάτω από το μεγαλοπρεπή καταρράκτη και την οργιώδη βλάστηση, με τους γρυλισμούς των πιθήκων, το μακρινό μουγκρητό του μαμούθ, ο μαλλιαρός κυνηγός εκφράζει λόγια λατρείας στη μαλλιαρή γυναίκα. Η στιγμή που ο πρωτόγονος άνθρωπος ξυπνάει από το μακρύ λήθαργο του ζώου... —Κορίτσι μου, εκτός από τα τρεχούμενα νερά, την παρθένα βλάστηση και τον άντρα με τη γυναίκα, υπάρχει και το φινάλε, η σκηνή τρόμου, που δε σ' την έχω διηγηθεί. Η γυναίκα-αγρίμι με δολοφόνησε... —Τότε, δεν είμαι το αθώο κορίτσι, αλλά η ύπουλη γυναίκα, έκανε η Ανέζ και κόλλησε τα χείλη της πάνω μου, σαν βεντούζα, προσπαθώντας να μπήξει, τα νύχια της στην πλάτη μου. Έβγαζε άναρθρες κραυγές. Από το κρεβάτι κυλίσαμε στο πάτωμα, πάνω στο δέρμα γορίλα, όπως διαφήμιζε το προσπέκτους του ξενοδοχείου. Μούγκριζα κι εγώ, ένιωθα ζώο, ερχόμουν από τα βάθη των αιώνων... Μετά τον παροξυσμό αναρωτιόμουν μήπως και η παι¬δική μου φίλη ήταν μετενσάρκωση της γυναίκας των σπηλαίων... Της διηγήθηκα τη λεπτομέρεια του θανάτου μου στο όνειρο-εφιάλτη. Χαμογέλασε. —Αν ήσουν τότε τόσο καλός εραστής όσο σήμερα, η γυναίκα δε θα σε σκότωνε, αλλά θα σε κρατούσε κοντά της ταίζοντας σε μέλι και καρύδια... Πάμε τώρα για ένα μπάνιο στη φεγγαρόφωτη λίμνη. Όταν μπήκε γυμνή στο νερό, άρχισε να με καλεί κοντά της: Έλα, αγριάνθρωπε των σπηλαίων. Το φεγγάρι και τα αστέρια έστελναν το προαιώνιο αντιφέγγισμα τους στη λίμνη. Κι΄όμως κάποια αστέρια είχαν πάψει να λάμπουν, αλλά το σβήσιμό τους δεν είχε φτάσει ακόμη ως την απόμακρη Γη, που μπορεί να είχε αλλάξει εδαφολογικά από σεισμούς, καταποντισμούς και κατακλυσμούς, αλλά εμείς οι δυό παραμέναμε οι δυό προαιώνιοι εραστές... Εξακολουθούσα να είμαι παγιδευμένος στο παρελθόν. Τα τζιτζίκια και οι γρύλοι τάραζαν την απόλυτη σιωπή με το ερωτικό τους κάλεσμα, όπως και η φωνή της Ανέζ, που όμως δε με ενδιέφερε. Η προσοχή μου ήταν στραμμένη στη Φαλακρή Κορυφή, προσπαθούσα ν' αφουγκραστώ το μουρμουρητό των φαντασμάτων από τα βάθη των αιώνων. Σίγουρα οι μαλλιαροί άντρες με το στενό μέτωπο και την προτεταμένη γνάθο οσφραίνονταν την παρουσία μου και θα κατηφόριζαν με αλαλαγμούς στο ξέφωτο. Θα περνούσαν το δάσος και θα έφταναν στη λίμνη για να με ρωτήσουν απειλητικά: «Δε μας λες, δειλό ανθρωπάκι, με ποιούς είσαι, με εμάς, με τους τωρινούς ή με τους κατοπινούς;». Με ποιούς ήμουνα; Μα με τον εαυτό μου, που στο ξύπνιο μου ονειρευόμουνα πως σε κάποια από τις ζωές μου θα ήμουνα ένας ψυχρός και τρομαχτικός καβαλάρης, που επέλαυνα με τους ιππείς μου για την απελευθέρωση μιάς πατρίδας και λαχταρούσα να το ζήσω στον ύπνο μου… Άλλοτε, ήθελα να δω μια προηγούμενη ζωή μου στην οποία ήμουνα γοητευτικός και ακατανίκητος εραστής… Ποτέ όμως δεν έβλεπα στον ύπνο μου αυτό που επιθυμούσα, αλλά ταραζόμουνα από εφιαλτικές στιγμές προηγούμενων ζωών μου και κυρίως επιθανάτιας αγωνίας… Αποκοιμήθηκα στη βεράντα του ξενοδοχείου και όταν ξύπνησα αντίκρισα το βουνό. Ένα μακρόστενο σύννεφο σερνότανε πάνω του σαν πελώριο χνουδάτο φίδι. Αποφάσισα να μείνουμε ακόμη δυο ημέρες. Ακολούθησα μόνος μου την ανηφοριά για τα σπήλαια, ξαναμπήκα στο προαιώνιο καταφύγιο μου. Έμεινα ώρες με κάθε γκρουπ που έμπαινε, άκουγα και ξανάκουγα τον ξεναγό. Το απόγευμα πήγαμε στο μουσείο με τα εκθέματα. Πέτρινα εργαλεία, κόκαλα, δόντια και κυρίως υπολείμματα διαβίωσης του προϊστορικού ανθρώπου. Στο ταξίδι της επιστροφής σκεφτόμουνα το βιβλίο του Βαν Λουν. 0 προϊστορικός άνθρωπος ήταν απότομος στους τρόπους αλλά απλός στις συνήθειες του, και κυρίως ήταν το πιο ανυπεράσπιστο πλάσμα, ανάμεσα στα ποικίλα αγρίμια και θηρία που ζούσαν και περιπλανιόντουσαν στους αχανείς ερημότοπους και στις ζούγκλες. Είχε όμως το μεγαλύτερο μυαλό σε μέγεθος και ποιότητα και κατόρθωσε να επιζήσει ακόμη και στην περίοδο των παγετώνων. Η ζωή του τότε είχε γίνει ακόμη δυσκολότερη, σχεδόν αφόρητη, αλλά, χρησιμοποιώντας τη λογική σκέψη και την αντίληψη του, άντεξε και δεν εξαφανίστηκε, όπως άλλα είδη, από προσώπου γης. Στο περιοδικό έκανα μια σειρά από σκίτσα των σπηλαιανθρώπων. Πίστευα ότι είχα ζήσει μαζί τους, αλλά ευχόμουνα να μη δω σε όνειρο άλλη ζωή μου, κυρίως την εποχή των παγετώνων, την πιο βασανιστική για το ανθρώπινο γένος. —Δε θ' άντεχα άλλο εφιάλτη, είπα στην Ανέζ. —Γι' αυτό όσοι μετενσαρκώνονται δεν ξέρουν τίποτα από την προηγούμενη ζωή τους, μου είπε. Τους αρκούν τα βάσανα της τωρινής. —Έτσι πρέπει να είναι. Η ψυχή αποκόβεται εντελώς από το σώμα. Η Ανέζ με δούλευε: Σκέψου να ονειρευτείς ότι σε ρίχνουν στα λιοντάρια... Μπορεί η ψυχή μου να είχε ζήσει κι άλλες φορές, αλλά το σώμα μου είχε τα ελαττώματα του πατέρα, κυρίως το αραλίκι. Στο τέλος της ημέρας άραζα στην ξαπλώστρα της απάνεμης βεράντας, που είχε θέα τα τρία σημεία του ορίζοντα. Διάβαζα, απολάμβανα τη δύση ή χάζευα κατά το βουνό και συχνά αποκοιμιόμουν. Το βουνό!!! Το αιώνιο και αυτοφυές -έλεγε ο κτηνίατρος-, από στέρεα αθάνατη ύλη, ακλόνητο και αναλλοίωτο σε καταιγίδες και κοσμογονίες... Εφτά κατακλυσμοί είχαν γίνει από καταβολής κόσμου, αλλά αυτό έστεκε, όπως όλα τα βουνά, ακλόνητο στη θέση του. Συμπαγές μεγαθήριο, ένιωθε τους ανθρώπους πάνω του σαν ένα τίποτα... Πού είσαι, πατέρα, να δεις αυτά τα τίποτα να σκαρφαλώνουν πάνω του, να καίνε το δάσος και να του τρυπάνε τα σπλάχνα... Αυτά σκεπτόμουν εκείνο το σούρουπο και είδα ακόμη ένα όνειρο. Λούφαζαν οι αγριάνθρωποι στο σπήλαιο, τρομαγμένοι από τα αστραπόβροντα και την καταιγίδα. Είχαν ανοίξει οι καταρράκτες του ουρανού. Κουρνιασμένος πάνω σε ένα δέρμα, κρατούσα σφιχτά τη γυναίκα-αγρίμι. Τριγύρω κι άλλοι ζευγαρωμένοι, αλλά και παιδιά να κλαψουρίζουν και γέροι να βογκάνε, σφιχταγκαλιασμένοι από φόβο... Όταν κόπασε ο χαλασμός, ακούστηκε βραχνό γέλιο, ακολούθησαν κι άλλα. Κάποια τριχωτά χέρια με έδειχναν στο φως των λουμινιών. Ήμουν ο περίγελος, ο δειλός που προτιμούσε να πελεκάει το βράχο παρά να συμμετέχει στο κυνήγι. Κι όμως -στη συνέχεια του ονείρου μου- ο γερο αρχηγός της ανθρωποφωλιάς, λίγο πριν πεθάνει, εμένα είχε καλέσει κοντά του. Με τρεμάμενα δάχτυλα, με χάιδεψε στο πρόσωπο. Είχε χαταλάβει ότι όλοι ήμαστε περαστικοί, μόνο οι ζωγραφιές στο βράχο θα έμεναν... Ένιωσα ευτυχισμένος, γιατί δεν ήμουν ένα παμφάγο μηδαμινό ον αλλά ένας καλλιτέχνης... Πετάχτηκα. Η μάνα με σκουντούσε να πάω να κοιμηθώ στο κρεβάτι. Για μια ακόμη φορά είχα ονειρευτεί το παρελθόν. Ένιωθα περήφανος. Πριν το γκρεμοτσάκισμά μου, όχι μόνο ο νεαρός σκαλιστής, αλλά και ένας σοφός γέρος είχε καταλάβει ότι το ζώο που πηδούσε από δέντρο σε δέντρο και είχε καταφύγει στο σπήλαιο εξελισσόταν σε σκεπτόμενο πλάσμα... Σκεπτόμενο τερατάκι με είχε αποκαλέσει κάποτε ο θεολόγος στο γυμνάσιο, τονίζοντας μου ότι η σκέψη μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλόπνοα έργα αλλά και σε ποταπές πράξεις. Όταν ο καθηγητής είδε κι απόειδε ότι δεν μπορούσε να με νουθετήσει, κάλεσε τον πατέρα και τον συμβούλεψε να μη με αφήνει να διαβάζω άλλα βιβλία εκτός των σχολικών, γιατί θα κατέληγα στο τρελάδικο... 0 πατέρας με καμάρωνε: Καλύτερα τρελός σκεπτόμενος παρά λογικός ηλίθιος... 0 Αγιορείτης, ακούγοντας τον, σχολίασζ ότι και τους δυο μάς είχε βαφτίσει τρελός παπάς... 5. στα νερά του Νείλου είδα ένα άλλο πρόσωπό μου ΚΥΛΟΥΣΕ 0 ΧΡΟΝΟΣ τόσο γρήγορα όσο αργοπορούσα εγώ με την εμμονή μου στο παρελθόν. Η Ανέζ είχε δίκιο ότι πρέπει να ξεχνάμε το παρελθόν και να απολαμβάνουμε το παρόν προσδοκώντας καλύτερο μέλλον. Κατέβα από τα σύννεφα, προσγειώσου, παρότρυνα ο ίδιος τον εαυτό μου. Φυτοζωούσα με εικονογραφήσεις. Συνέχιζα όμως να ελπίζω ότι το ταλέντο μου θα με έβγαζε μια μέρα από την αφάνεια. Η πρώτη μου έκθεση ήταν για μένα συνταρακτικό γεγονός, όχι όμως και για τους άλλους. Ήρθαν στα εγκαίνια λιγοστοί γνωστοί, η Ανέζ και ένας μόνο κριτικός. Ο γεροδάσκαλος ήταν σε γηροκομείο. Όταν η αίθουσα άδειασε και μείναμε μόνοι με την πιστή μου φίλη, που είχε πάψει να είναι φιλενάδα μου, η βροχή είχε δυναμώσει, στα παράθυρα κυλούσαν οι σταγόνες της και διαλυόντουσαν σαν τις ελπίδες μου... Ούτε κοσμικοί ούτε άνθρωποι της τέχνης -αφού δεν ανήκα στον κύκλο τους- με είχαν τιμήσει με την παρουσία τους. Ένιωθα ασήμαντος, σαν τον καλλιτέχνη των σπηλαίων. —Χρειάζεσαι μάνατζερ, με παρηγόρησε η Ανέζ. —0 λαξευτής των βράχων δεν είχε... Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση μου και ένα αστραπόβροντο συγκλόνισε το κτίριο, ενώ την ίδια στιγμή το πορτρέτο της γυναίκας-αγρίμι έπεσε στο πάτωμα. Το ξανακρέμασα και η Ανέζ αστειεύτηκε: Νομίζω ότι διαμαρτυρήθηκε, γιατί έβγαλες στο σφυρί τα ιερά και τα όσια σου... —Λες; Η έκθεση μου πήγε άπατη, πούλησα μόνο το πορτρέτο της Ανέζ στον υποψήφιο σύζυγο της. Άλλοι ζωγράφοι, ακόμη και ασήμαντοι, προόδευαν, γιατί ήταν δημοσιοσχεσίτες. Η μάνα μου έκανε το σταυρό της κι έλεγε: «Ευτυχώς έχουμε το κτήμα μας...». Η μανία μου με τη ζωγραφική είχε κοπάσει, πάντα όμως έψαχνα για ένα θέμα διαφορετικό από όσα είχα κάνει. Όταν ξεφόρτωναν από το κάρο της κοινότητας το κουφάρι κανενός μαγκούφη, το έθαβαν άκλαυτο και βιαστικά στην αγκαθιασμένη γωνιά του νεκροταφείου. 0 πατέρας έλεγε ότι ίσως η ψυχή του να έμπαινε σε κάποιο πριγκιπόπουλο και να είχε καλύτερη τύχη... Ζωγράφισα το παραμελημένο κοιμητήρι με τους τσακισμένους ξύλινους σταυρούς. Έβαλα το κίτρινο του καυτού ήλιου και των ξεραμένων αγκαθιών. Έστειλα τον πίνακα σε ένα διεθνή διαγωνισμό για νέους ζωγράφους, αλλά με ολλανδικό ψευδώνυμο. Πήρα το πρώτο βραβείο και στην ξενομανή πατρίδα μου οι δημοσιογράφοι με αποκάλεσαν σύγχρονο Βαν Γκογκ. Οι εφημερίδες σε κάνουν από άγνωστο γνωστό και από γνωστό γνωστότερο. Εμένα με έκαναν έμπορο της πραμάτειας μου. Στη νέα έκθεση μου πούλησα όλους τους πίνακες, εκτός από εκείνους των ονείρων μου, που τους κράτησα για να θυμάμαι τη τρέλα μου... Είχα γίνει φίρμα και πλούσιος. Την ημέρα που με κάλεσε η Ακαδημία για να δώσω διάλεξη, το ίδιο βράδυ που η μητέρα με σταύρωνε με τα δάχτυλα της για να μη με ματιάσουν, είδα ένα ακόμη σημαδιακό όνειρο. Βρισκόμουν σε καυτή έρημο. 0 ήλιος έκαιγε το γυμνό μαυριδερό σώμα μου. Ανήκα στην ομάδα με τους μελαψούς εργάτες που κουβαλούσαν με καμήλες το υλικό και έχτιζαν μία ογκώδη, ψηλή ως τον ουρανό, πυραμίδα. Κουβαλούσα το πηλοφόρι κι ο ιδρώτας, ανακατεμένος με σκόνη, έτσουζε την πλάτη μου. 0 τεράστιος πορτοκαλής ήλιος βασίλευε πέρα στην έρημο, ένα σήμαντρο χτύπησε και οι λασπωμένοι κατάκοποι εργάτες παρατήσαμε τη δουλειά. Οι γεροντότεροι κάθισαν στην άμμο βαριανασαίνοντας. οι νέοι απομακρύνθηκαν κατά το ποτάμι να ξελασπωθούν. Ανάμεσα τους κι εγώ, που παράτησα το λασποζεμπιλο κι άρχισα να πλένομαι στην ακροποταμιά. Μετά πήρα μια ανάσα, πριν ακολουθήσω τους τελευταίους εργάτες στον καταυλισμό με τις καλύβες. Μακρύτερα, η κουστωδία του φαραώ, κάτω από την τέντα της. Πριν φύγω, έσκυψα στο νερό να στρώσω τα μαλλιά μου και καθρεφτίστηκε το μαυριδερό πρόσωπο μου. Κατάκοπος έφτασα μπροστά στην καλύβα μου και φώναξα ένα όνομα, που όπως το πρόφερα σίγουρα ανήκε σε γυναίκα. Ξαναφώναξα κι έσπρωξα την καλαμόπορτα, αλλά μπαίνοντας δέχτηκα μια μαχαιριά στην πλάτη. Πριν πεθάνω, είδα δυο ένοχα ζευγάρια μάτια καρφωμένα πάνω μου. Το πρώτο ανήκε στον επιστάτη, που μας παρότρυνε με το βούρδουλα να δουλεύουμε κάτω από το λιοπύρι, το δεύτερο ήταν τα μάτια μιας γυμνής αραπίνας, της γυναίκας μου. Ξεψυχώντας, άκουγα το κλάμα ενός μωρού... Ξύπνησα λουσμένος στον ιδρώτα. Συνειδητοποίησα ότι είχα δει μια ακόμη μετενσάρκωση μου, που το τέλος της ήταν φριχτό, όπως και του προηγούμενου όνειρου... Από τα βάθη των αιώνων έπαιρνα μηνύματα. Ώστε είχα υποστεί, μετά τον εφιάλτη των σπηλαίων, και άλλο τραγικό θάνατο, πάλι από γυναίκα-σύντροφό μου. Αρχισα να ζωγραφίζω την αραπίνα. 0 σκύλος μου κουνούσε την ουρά του. Ίσως κι αυτός να είχε ζήσει κάποτε σκυλίσια ζωή, σε καταυλισμό σκλάβων ή χαρισάμενη σε παλάτι φαραώ... Τώρα απολάμβανε τεμπελιάζοντας την αγάπη και τη φροντίδα μου. Ξεφύλλισα πάλι την Ιστορία της ανθρωπότητας και στάθηκα στο κεφάλαιο της απαρχής του πολιτισμού. Στην κοιλάδα του Νείλου! Ενώ ο άνθρωπος είχε κινδυνέψει να εξαφανιστεί ολοκληρωτικά στις πεντακόσιες χιλιάδες χρόνια των παγετώνων, ως σκεπτόμενο ον, επέζησε, ενώ τα γιγάντια είδη του ζωικού βασιλείου —με το μυαλό κουκούτσι—εξαφανίστηκαν. Συνέχισα να διαβάζω: Μετά την Αίγυπτο η Μεσοποταμία έγινε γεφύρι στη γνώση και στην επιστήμη της γηραιάς Ανατολής με τη νεαρή Δύση. Τη σκυτάλη παρέλαβαν τα νησιά του Αιγαίου και η γύρω τους ηπειρωτική χώρα, οι Έλληνες, ό,τι πιο ευγενικό και ωραίο είχε υπάρξει, λέει ο Βαν Λουν. Ποιοί όμως κουβάλησαν κι ανύψωσαν τα μάρμαρα; Μήπως σκλάβοι, όπως στις πυραμίδες, είλωτες όπως στη Σπάρτη ή πληβείοι, όπως στη Ρώμη; Ήθελα να ονειρευτώ αυτές τις εποχές, όχι όμως αν υπήρξα δούλος με κακομούτσουνη σύντροφο και πειναλέα παιδιά, αλλά μόνο αρχοντόπουλο ή πατρίκιος με ανάκλιντρα σε παλάτια... Είχα δει κι΄ένα όνειρο στην εποχή της μπελ επόκ, αλλά προσπαθούσα να το διαγράψω, γιατί σ΄εκείνη τη ζωή ήμουνα γυναίκα... όνειρο εφιάλτης, στο οποίο κάποιος με βίαζε, αντιστεκόμουνα, πάλευα με τα νύχια μου, ώσπου να παραδοθώ...Τέτοια ηδονή δεν είχα νιώσει ποτέ ως άντρας... Τα χρόνια περνούσαν. Είχα αποχτήσει λεφτά και φήμη, τίποτα όμως δεν είχε αλλάξει στην ψυχοσύνθεση μου. Ήμουν διάσημος, αλλά μέσα μου λούφαζε ο δειλός καλλιτέχνης των σπηλαίων, ο κακομοίρης λασποκουβαλητής των πυραμίδων... Παρέμενα ο μοναχικός άνθρωπος που ζούσε με τη μητέρα, δεμένος στο κτήμα με την εξωραϊσμένη βίλα, που την περικύκλωναν, όλο και πιο ασφυκτικά, η άσφαλτος και το τσιμέντο. Οι μπετονιέρες περνούσαν έξω από την πόρτα μας, το θηρίο της αντιπαροχής μούγκριζε. Το φίδι είχε εξαφανιστεί από το υπόγειο,δεν είχαμε πιά βαρέλια και το κρασί το αγοράζαμε σε μπουκάλια...Το παγόνι δεν υπήρχε και μόνο λίγες κοτούλες με έναν κόκορα να λαλεί ανόρεχτα, θύμιζαν την εποχή του πατέρα. Οι ξεθωριασμένες γλάστρες με τα αγριολούλουδα είχαν αντικατασταθεί από τον κηπουρό με αρχαιοφανή πιθάρια με τριαντάφυλλα εκλεκτών σπόρων. Το πότισμα στις λιγοστές βραγιές γινόταν με σωληνώσεις, το αμπέλι είχε αποψιλωθεί, τα δέντρα ήταν κλαδεμένα ομοιόμορφα. Είχαν εξαφανιστεί η κάππαρη, η ρόκα, οι τζοχοί, οι μολόχες, οι βρούβες, τα σπαράγγια... Δεν υπήρχαν πια φραγκοσυκιές και στα λιγοστά χωράφια που είχαν απομείνει δεν ξεμύτιζαν αθάνατα... Και την άνοιξη, δεν ευωδίαζαν οι αγριοβιολέτες, γιατί το χώμα νοθευόταν με χημικό λίπασμα και δεν υπήρχαν πια όχτοι να φυτρώσουν. Παντού οι μπουλντόζες ισοπέδωναν, για να ανεγερθούν οικοδομές, το τσιμέντο κατάπινε τη φύση... Η Ανέζ είχε παντρευτεί, αλλά ερχόταν δυο τρεις φορές το χρόνο να μας δει και να με μαλώσει που δεν είχα βρει ακόμη μόνιμη σύντροφο. Τι να την κάνω, αν μου τύχει κάποια σαν τις προηγούμενες, την αποστόμωνα. Κουνούσε το κεφάλι για τις έμμονες παραισθήσεις μου. Αστειευότανε κιόλας: Κι εγώ είχα ονειρευτεί ότι ήμουνα πόρνη, αλλά δε μου έγιναν έμμονη ιδέα οι οίκοι ανοχής... Η κουβέντα μας επεκτεινόταν και πάντα προσπαθούσα να την πείσω ότι η ψυχή ταξιδεύει ώσπου να εισχωρήσει σε νεογέννητο. Η ορθολογίστρια όμως απορούσε και με έφερνε σε δύσκολη θέση: Αν είναι όπως τα λες, πώς γίνεται ο αρχικά μικρός αριθμός ψυχών από καταβολής κόσμου να έχει αυξηθεί σε δισεκατομμύρια; Γι' αυτό, σταμάτα αυτές τις φαντασιώσεις, που σε βγάζουν από τη ζωή σου. Η ερώτηση με προβλημάτιζε, ώσπου βρήκα απάντηση στο όνειρο. .................................................... Το διαστημόπλοιο μόλις είχε προσγειωθεί. 0 πιλότος κι εγώ βγάλαμε τις ζώνες ασφαλείας και τις κάσκες και σε λίγο πατήσαμε στο κοσμοδρόμιο που είχαν φτιάξει πριν από καιρό τα συνεργεία μας. Δυσκολευόμαστε στο βηματισμό, λόγω της διαφοράς βαρύτητας. 0 αστροναύτης με αποκαλούσε με σεβασμό καθηγητή και κόμπαζε ότι, όσα έτη φωτός χώριζαν το δικό μας προηγμένο πλανήτη από αυτό τον υποανάπτυκτο, άλλη τόση ήταν η διαφορά των πολιτισμών μας. Εδώ η τεχνολογία ήταν ανύπαρκτη, αλλά η ομορφιά της φύσης πλούσια. Παρθένα βλάστηση, νερά σε λίμνες, ποτάμια, καταρράκτες, βουνά και πεδιάδες σε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου, ζώα, πολύχρωμα πουλιά, θάλασσες και ψάρια. Του είπα ότι και ο δικός μας μακρινός πλανήτης ήταν παρόμοιος πριν από εκατομμύρια χρόνια, αλλά η πρόοδος και η εξέλιξη τον είχαν απογυμνώσει από τη φυσική του ομορφιά. Και οι δικοί μας πρόγονοι λάξευαν θεούς και δαίμονες, σαν κι εκείνα τα πέτρινα κατασκευάσματα στο οροπέδιο. Αλλά αργότερα, όταν αρχίσαμε να πετάμε στο διάστημα, τους ξεχάσαμε, γιατί πιστέψαμε ότι είχαμε γίνει εμείς οι ίδιοι θεοί. Στον ατομικό μου υπολογιστή ζήτησα τις πληροφορίες που είχα αποθηκεύσει γι' αυτό τον πλανήτη. Βρισκόταν ακόμη στο χρόνο της ατομικής τοπικής επικοινωνίας, οι κάτοικοι του ζούσαν σε χωριά, δεν είχαν δημιουργήσει πόλεις. Σκεφτόμουν ότι επικοινωνία ίσον φωνή, ανταλλαγή τροφών, ζώων, εργαλείων, και κυρίως ιδεών. Η συναλλαγή γινόταν πρόσωπο με πρόσωπο. Ποδαρόδρομος, ή στη ράχη ζώων, σε δύσβατα μονοπάτια και άγρια βλάστηση. Δεν είχε ανακαλυφτεί ακόμη ούτε το τροχοφόρο. Ενώ στον πλανήτη μας είχαμε προχωρήσει πιο μπροστά και από τα ατμοκίνητα, τα μηχανοκίνητα, την ατομική ενέργεια, είχαμε εξουδετερώσει το χρόνο και τις αποστάσεις με την ταχύτητα των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Η βουκολική ζωή υπήρχε κάποτε και στο δικό μας αστέρι, που είχε κι αυτό στην παιδική του ηλικία πλούσια βλάστηση. Γεννηθήκαμε όμως εκατομμύρια χρόνια μετά την οικολογική καταστροφή και τα ξέρουμε μόνο από δισκέτες. Τώρα, στο μακρινό για τη Γη πλανήτη, είχαμε προχωρήσει σε ιλιγγιώδεις χρόνους προόδου. Το νερό και η τροφή είχαν αντικατασταθεί με χημικές ουσίες. Ακόμη και η έλλειψη οξυγόνου δε μας τρόμαζε, γιατί διαθέταμε αεροστεγή σκάφανδρα. Νιώθαμε πλανητάρχες, ελέγχαμε το αστρικό σύστημα της περιοχής μας. Είχαμε προοδεύσει τόσο, ώστε από τα εργαλεία-βοηθήματα των σωματικών μας οργάνων είχαμε προχωρήσει και εγκλωβίσει δυνάμεις προέκτασης του εγκεφάλου μας μέσα στους υπολογιστές... Διέκοψε τους συλλογισμούς μου ο πιλότος, που είχε επηρεαστεί από την πλούσια βλάστηση και τα τρεχούμενα νερά: Θα το διηγηθώ στα παιδιά μου και δε θα με πιστέψουν ότι είδα ζωντανά δάση, καταρράκτες, κι ότι άκουσα φωνές ζώων και πουλιών. —Αμφιβάλλω αν δείξουν ενδιαφέρον, γιατί χιλιάδες χρόνια τώρα τα παιδιά του πλανήτη μας μεγαλώνουν αποξενωμένα από την ψυχή τους, που έχει απολέσει την ευαισθησία της. Πώς να σ' το εξηγήσω... Η τεχνολογία στερείται συναισθημάτων και το παιδί, βυθισμένο στον υπολογιστή, θάβει τα δικά του. Η πρόοδος σήμανε το τέλος της ζωντανής εκπαίδευσης και ακολούθησε η απρόσωπη διδασκαλία. Η ανάσα, η φωνή, η ματιά, η απορία, ο διαλογισμός δεν υπάρχουν πια... Η ζωντανή μνήμη έχει αντικατασταθεί από νεκρά βοηθήματα. Επιστρέφαμε στο κοσμοδρόμιο, η αποστολή μου, για τη σύνταξη έκθεσης σχετικά με τον υποανάπτυκτο πλανήτη Γη, είχε τελειώσει. Μετά την εκτόξευση μας η βάση θα ανατιναζόταν αυτόματα, δεν τη χρειαζόμαστε, δε θα ξαναρχόμαστε σε ένα άστρο με πλούσια χλωρίδα και πανίδα αλλά καθυστερημένα όντα. Οι χαραγμένες λωρίδες στο οροπέδιο —διάδρομοι προσγείωσης και απογείωσης— θα έμεναν για να θυμίζουν στα ανεγκέφαλα γηγενή πλάσματα το πέρασμα μας. Τα βλέπαμε, αυτά τα ατελή όντα, και τα ακούγαμε πεντακάθαρα στην ψηφιακή οθόνη, φοβισμένα, στο ξέφωτο του δάσους, κοντά στον καταρράκτη, κάτω από τα κελαηδίσματα των πουλιών. Σκεφτόμουν ότι, μετά την απογείωση, δε θα ξανάβλεπα ζωντανά δέντρα και δροσερά τρεχούμενα νερά, ούτε θα ξανάκουγα να κελαηδούν πουλιά... Είδα σκιές ανθρώπων πίσω από τις φυλλωσιές των δέντρων. —Οι ντόπιοι μάς παρακολουθούν έντρομοι από τον παράδεισο τους. —Τι σημαίνει παράδεισος; απόρησε ο πιλότος. Κατάλαβα ότι έβλεπα όνειρο. Δεν του απάντησα. Τι να του 'λεγα, ότι αυτή την άγνωστη για εκείνον λέξη, όπως και την ονομασία Γη, την είχα δανειστεί από το λεξιλόγιο επόμενης ζωής μου; ....................................................... Η μητέρα μου με σκουντούσε: Σήκω, αγόρι μου, σε ζητάει στο τηλέφωνο η Ανεζούλα. —Δώσ' τη μου και τη θέλω... Ανέζ, δεν έχεις δίκιο ότι οι αθάνατες ψυχές είναι λιγότερες από τα φθαρτά σώματα. Περιπλανιούνται όχι μόνο στη Γη αλλά σε όλους τους γαλαξίες, στο αχανές διάστημα... —Πάλι άρχισες τα τρελά σου... —Μάλλον λογικά, γιατί συνεχίζονται οι αποκαλύψεις, όπως αυτή που μου έδωσε απάντηση στην απορία σου. Οι ψυχές του Σύμπαντος καλύπτουν τον αυξανόμενο πληθυσμό της Γης. Ακουσε, να τρελαθείς κι εσύ... Στο επιβεβαιώνω, τα ίχνη κοσμοδρομίου στις Ανδεις είναι πράγματι έργο προηγμένων όντων του διαστήματος, που είχαν επισκεφθεί τη Γη χιλιάδες χρόνια πριν οι Έλληνες αρχίσουν να εξηγούν τα μυστήρια του σύμπαντος. —Χρειάζεσαι κατεπειγόντως ψυχίατρο και ο άντρας μου, όπως ξέρεις, είναι κορυφαίος στα ψυχικά νοσήματα. Με πρώτη ευκαιρία θα σε επισκεφθούμε... —Του έχεις διηγηθεί ασφαλώς για την εμμονή μου στο παρελθόν. —Βεβαίως. —Και η διάγνωση του; —Εκστασιακή απορρόφηση στο αιώνιο. —Θα τα πούμε από κοντά, Αραχνοΰφαντη, αλλά και χίλια μίλια μακριά αν είσαι, γλυκιά μου, να με σκέφτεσαι, όπως εγώ εσένα. Η μητέρα είχε βγάλει τα συμπεράσματα της για μένα και μου έλεγε: «Τι να κάνω, του αλαφροίσκιωτου πατέρα σου έμοιασες, αλλά μακάρι να είχαν κι άλλες μανάδες παιδί σαν το δικό μου». Αρκετές φορές αναρωτιόμουν αν οι άλλες μου μανάδες —σε προηγούμενες ζωές μου- υπήρξαν τόσο καλές με μένα... Κάθε φορά που έπεφτα να κοιμηθώ έτρεφα την ελπίδα να ονειρευτώ πάλι τον εαυτό μου, όχι τόσο στο κοσμοδρόμιο του Περού, όσο στον πλανήτη εκείνο που είχε προηγηθεί στην τεχνολογία από τη Γη. Διάβαζα ότι στον εικοστό αιώνα, που ζούσα, θα πατούσαμε το φεγγάρι και γελούσα. Χαρά στο επίτευγμα... Κάποιοι άλλοι, όταν η Γη ήταν ακόμη στα σπάργανα, είχαν προσγειωθεί στις Ανδεις. Δεν ξανάδα τον αστροναύτη, που φοβόμουν ότι ίσως κι αυτόν θα τον είχε προδώσει η γυναίκα του... Ξαναονειρεύτηκα όμως το σκλάβο, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους, στο γιαπί που ανυψωνόταν ως τα μεσούρανα. Το βράδυ η υγρασία περόνιαζε ως το κόκαλο και ο καταυλισμός μύριζε μπαμπακόλαδο, κάρδαμο και φούλια. Γλίτσα στα κορμιά μας και στα ιδρωμένα μεριά της αραπίνας, που αγέρωχη κι ολόγδυτη σηκωνόταν να ξεδιψάσει από το λαγήνι στο φως του φεγγαριού, με τον επιστάτη απέξω, να χτυπάει στον αέρα το βούρδουλα και να την ορέγεται. Και πέρα στην έρημο, η πυραμίδα, όπου χιλιάδες σκλάβοι είχαν αφήσει την τελευταία τους πνοή... ΓΥ αυτό το τραγούδι του φελάχου ακουγόταν μακρόσυρτο στο φεγγαρόφωτο, λυπητερό, και σου σπάραζε την καρδιά. Ξύπνησα πάλι τρομαγμένος. Ώστε τόσο μηδαμινός και βασανισμένος υπήρξα και σ' εκείνη τη ζωή μου; Λασποκουβαλητής, με τη γυναίκα μου να προετοιμάζει τη δολοφονία μου. Πείσμωσα και άρχισα να ζωγραφίζω το σκλάβο του Νείλου, όχι κουρελή και καταφρονεμένο, αλλά υπερήφανο και αγέρωχο, με ακριβά φορέματα και στολίδια παλατιανού πρίγκιπα. Όταν ερχόταν η Ανέζ, θα κόμπαζα, δείχνοντας τον πίνακα μου, ότι υπήρξα γιός φαραώ! Γιατί όχι, η μετενσάρκωση έπρεπε να είναι απόδοση δικαιοσύνης στον άνθρωπο, που, αν σε μια ζωή ήταν καταφρονεμένος και πεινασμένος, σε μια άλλη έπρεπε να απολαμβάνει ότι είχε στερηθεί. Μόνος μου τα σκεφτόμουνα όλα αυτά και καμιά φορά το διασκέδαζα. Στην τράπεζα με εξυπηρετούσε ένας κλητήρας που το έφερε βαρέως γιατί δεν τον προβίβαζαν σε αρχικλητήρα. Ίσως στην επόμενη ζωή του θα γινόταν τοκογλύφος-τραπεζίτης. |
6.η ίδια σατανική γυναίκα μετενσαρκωνόταν αιώνια Ο ΝΑΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΜΑΡΜΑΡΙΝΕΣ κολόνες φάνταζε μεγαλόπρεπος ψηλά στο βράχο. Το χρυσοφιλντισένιο άγαλμα της θεάς σπάθιζε με το δόρυ του την ήρεμη νύχτα, καθώς το λειψό φεγγάρι ταξίδευε στον ουρανό. Η πολιτεία, ναρκωμένη στο μεθύσι της καλοπέρασης των κρατούντων, κοιμόταν. Μόνο εγώ ξαγρυπνούσα, στηρίζοντας το κεφάλι μου στις παλάμες, με την αυταρχική γυναίκα μου να γκρινιάζει: Να μη δραπετεύσει ο δάσκαλος με τα λεφτά μας. Εγώ επέμενα: 0 δήμιος μου το υποσχέθηκε. Θα του δώσει αντί κώνειο υπνωτικό και θα μου τον παραδώσει ναρκωμένο. Όταν ξυπνήσει, θα ταξιδεύει μαζί μας στο πέλαγος. Της εξηγούσα ότι είμαι πλούσιος και μπορούσα να σώσω έναν αθώο, που το μοναδικό του παράπτωμα ήταν ότι άνοιγε νέους ορίζοντες στη σκέψη των μαθητών του. Εκείνη επέμενε ότι, αφού ο δάσκαλος υπάκουε στους νόμους και στις αποφάσεις της πολιτείας, έπρεπε κι εμείς να πράξουμε το ίδιο κι όχι να δώσουμε την περιουσία μας και να μπλέξουμε σε κίνδυνο. Θύμωσα, άρχιζα να φωνάζω: Είσαι γυναίκα μου, αλλά δεν έχεις ευθύνη στις πράξεις μου και δικαιώματα στην περιουσία μου. Θα σου δώσω το σπίτι, όλα τα κοσμήματα και τα μισά χρυσά νομίσματα, κι εγώ θα διαθέσω τα υπόλοιπα όπως θέλω. Αφησα στο μαρμάρινο τραπέζι το ένα σακούλι, πήρα το άλλο και έφυγα. Στα προπύλαια ενός κτιρίου με περίμενε ένας άντρας, του το 'δωσα και το 'κρυψε κάτω από το χιτώνα. Μου είπε πως θα κάνει ό,τι υποσχέθηκε. Στο γυρισμό ένιωθα ήσυχη τη συνείδηση μου, είχα κάνει το καθήκον μου, αλλά μόλις μπήκα στο σπίτι μου με περίμεναν οι μισθοφόροι. Σκέφτηκα ότι δεν είχαν αποδείξεις, αλλά η γυναίκα μου τους κουνούσε το κεφάλι καταφατικά. Με είχε προδώσει. Οδηγώντας με στη φυλακή, το λειψό φεγγάρι εξακολουθούσε την πορεία του στον έναστρο ουρανό. Όταν ξύπνησα, το χλωμό φως έπεφτε ακόμη στο παράθυρο. Το όνειρο δε με τρόμαξε όπως τα προηγούμενα, ίσως γιατί δεν έφτασε ως τη στιγμή που θα μου έδιναν και μένα κώνειο. Καθώς ζωγράφιζα την όμορφη γυναίκα με την υφαντή αισθήτα, σκεφτόμουν ότι στο Χρυσό Αιώνα του Περικλή ανήκα στην τάξη των αρχόντων, είχα μόρφωση, πλούτο, υπερηφάνεια, δεν ήμουνα ταπεινός και, κουρελής, όπως σε άλλες ζωές μου. Όμως, και από θέση ισχύος, είχα προδοθεί πάλι από μια γυναίκα. Κοίταζα τα τρία διαφορετικά πρόσωπα που με είχαν οδηγήσει στο θάνατο. Ξαφνικά κατάλαβα. Και τα τρία με κοίταζαν με το ίδιο καταχθόνιο βλέμμα. Βγήκε βρυχηθμός από τα έγκατα της ψυχής μου. Ήμουνα σίγουρος πια: οι γυναίκες αυτές, που έζησαν σε διαφορετικούς αιώνες μαζί μου, είχαν την ίδια μοχθηρή ψυχή σε κάθε μετενσάρκωση τους. Ίσως ήταν η ίδια γυναίκα-δολοφόνος μου κάθε φορά... Όχι, όχι, άρχισα να φωνάζω. Σε τούτη τη ζωή δε θα μου τη φέρεις, σατανικό ον, θα προσέχω... Από την άλλη μέρα ταμπουρωνόμουνα σε κάθε γυναίκα, κυρίως όμορφη, που γνώριζα. Προσπαθούσα να ανακαλύψω στη ματιά της το σατανικό βλέμμα των πορτρέτων, για να προφυλαχτώ από το προαιώνιο μίσος. Εκείνη την περίοδο των υπερβολικών παραισθήσεων μου υποπτευόμουν ακόμη και την Ανέζ, τη μοναδική γυναίκα που της είχα, ως τώρα, εμπιστοσύνη. Μου είπε ότι αποκλείεται να είναι εκείνη, γιατί το πολύχρονο αίσθημα μας είχε εξελιχθεί σε φιλία. Είχε δίκιο, οι δρόμοι μας είχαν χωρίσει. Με συμβούλεψε να πάψω να είμαι φιλύποπτος για κάθε γυναίκα που γνώριζα, αν ήθελα να ζήσω την υπόλοιπη ζωή μου χωρίς εφιάλτες. Κι όμως, εφιάλτη ξανάδα στον ύπνο μου... ........................................... Ένας γέρος με χιτώνα χτυπούσε τη γροθιά του στο μαρμάρινο τραπέζι με τα κάνιστρα και τα πήλινα. —Αυτή η γυναίκα δεν είναι αντάξια σου. —Μα την αγαπάεο, πατέρα... —Αγάπα την ως ερωμένη, αλλά όχι να μπει στο αρχοντικό μας. Δεν ανήκει στην τάξη μας. Πώς θα ανεχθείς μια σύζυγο με μέθυσο και ταραχοποιό πατέρα, πώς θα διεκδικήσεις δημόσιο αξίωμα; —Άλλοι κυβερνούν με τιμή και δόξα έχοντας σύζυγο εταίρα... —Προτιμώ να πεθάνω παρά να δίο να μπαίνει στο σπίτι μας αυτή η γυναίκα, που έχει κοιμηθεί με τόσους φίλους σου. Γιατί κανένας από αυτούς δεν τη ζήτησε σε γάμο; —Πατέρα, μη μιλάς έτσι για μια γυναίκα που θα γίνει νύφη σου... —Γιε μου, μοναχοπαίδι μου, με κάνεις να ντρέπομαι.... Πώς θ' αντικρίσω τους συγγενείς και τους φίλους μας; Αρκετοί έχουν κοιμηθεί μαζί της και όλοι την περιγράφουν ως άπληστη στο χρήμα και αχάριστη στους ευεργέτες της. —Δε με νοιάζει τι λένε από ζήλια οι άλλοι... —Τότε, μάθε ότι έχω κι εγώ προσωπική γνώμη γι΄ αυτή την εταίρα. Ρώτησε την και θα σου πει... Ξύπνησα ταραγμένος. Σίγουρα, σε μία ακόμη ζωή μου, υπήρξα μπαίγνιο των γυναικών... ................................................. Δε με είχανε πάρει τα χρόνια. Μπορούσα να κάνω οικογένεια, να αφοσιωθώ σ' αυτή και ν' απαλλαγώ από την εκστασιακή απορρόφηση στο αιώνιο... Την Ανέζ -που είχε δυο παιδιά- δεν την έβλεπα, μόνο στο τηλέφωνο τα λέγαμε καμιά φορά. Δεν της ανέφερα πια όνειρα και χαιρόταν που είχα απαλλαγεί από τους εφιάλτες μου, αλλά το σαράκι εξακολουθούσε να με τρώει βαθιά μέσα μου. Η μητέρα γερνούσε και στενοχωριόταν που δεν είχα βρει ακόμη σύντροφο να αποχτήσει εγγόνια. Εκείνο το απόβραδο μου έλεγε την πίκρα της, που θα με άφηνε σαν καλαμιά στον κάμπο. Την ίδια νύχτα είδα ένα ακόμη όνειρο, το πιο περίεργο από όλα. Ήμουνα ξαπλωμένος σε ανάκλιντρο και στο δάπεδο κάθονταν τρεις γυναίκες. Το αγρίμι δάγκωνε λαίμαργα ένα κοψίδι ωμό κρέας, η αραπίνα, φοβισμένη, βύζαινε ένα μωρό και η εταίρα, αγέρωχη, ναρκισσευόταν. Σημασία δε μου 'διναν, όταν ξαφνικά συγχωνεύτηκαν η μια μέσα στην άλλη σε ένα κοινό μόρφωμα. Έγιναν μια θαμπή ακαθόριστη σιλουέτα, που προχώρησε, στάθηκε όρθια μπροστά μου και μου είπε: —Είμαι η αιώνια γυναίκα, γυμνή όπως η αλήθεια και ντυμένη σαν την ψευτιά, αυτή που νομίζεις ότι σε πρόδωσε. —Ποιά από όλες; ψέλλισα. Η θαμπή σιλουέτα ξεκαθάρισε. Ήταν η γυναίκα-αγρίμι που μου εξήγησε, περισσότερο με άναρθρες κραυγές και χειρονομίες παρά με λόγια: Οι κυνηγοί είχαν αποφασίσει να σε σκοτώσουν με τις λόγχες. Ο θάνατος σου θα ήτανε μαρτυρικός, γι' αυτό σε γκρέμισα από το βράχο. Σε αγαπούσα μόνο όταν ήμαστε παιδιά, μετά είχα απαιτήσεις από σένα που ποτέ δεν εκπλήρωσες. Δε μου 'φερνες κυνήγι, δεν άντεχες να σκοτώνεις ζώα, να γδέρνεις το τομάρι να το φορέσω ή να το κάνω στρώμα στη σπηλιά. —Σου έφερνα όμως φρούτα, ακόμη και ψάρια από το ποτάμι. Σε αγαπούσα και σε φρόντιζα. —Κι εγώ από παιδούλα σού μάζευα ρίζες για να βάφεις τα σκαλίσματα σου στο βράχο. Μετά όμως είχα απαιτήσεις, ο σύντροφος μου έπρεπε να είναι κυνηγός κι όχι τεμπέλης και δειλός. Το αγρίμι εξαφανίστηκε και φάνηκε η αραπίνα, που είπε: 0 επιστάτης ήταν δυνατός, εσύ αδύναμος. Είχε αποφασίσει να σε στείλει στην έρημο, να πεθάνεις μαρτυρικά από πείνα και δίψα. Εγώ τον παρακάλεσα να είναι ο θάνατος σου σύντομος... —Σε παρακαλώ, θέλω να μου πεις αν το μωρό που έκλαιγε ήταν δικό μου... —Δικό σου ήταν, αλλά δεν είχα γάλα να το βυζάξω και πεινούσε. Αν δε μου 'φερνε καμηλόγαλο ο επιστάτης, θα είχε πεθάνει. Ήμαστε τόσο φτωχοί όσο και η έρημος. Τυχερός εσύ που έφυγες, άτυχη εγώ που έμεινα και πέρασα τόσα βάσανα ώσπου να πεθάνω από χολέρα... —Το παιδί; —Πέθανε το άτυχο πριν μεγαλώσει... Τυχερός που δεν είδες την κατάντια μας στην πείνα και στις αρρώστιες... Εξαφανίστηκε η αραπίνα, στη θέση της βρέθηκε η αγέρωχη εταίρα, παραμορφωμένη λες, μέσα απο ευρυγώνιο φακό... Άκουγα σαν σύρσιμο φιδιού τη φωνή της, χωρίς να κουνάει τα χείλη της: Ήσουν το ωραίο άπραγο αρχοντόπουλο, ο καλλίγραμμος άντρας που πόζαρε στους γλύπτες, ο Νάρκισσος... Είχες αρχίσει να ανακαλύπτεις άσπρες τρίχες στα μαλλιά σου και ρυτίδες στο πρόσωπο σου. Μου έλεγες απογοητευμένος ότι τέλειωνε η νιότη σου. Ήσουνα τόσο παραστατικός -ο άνθρωπος ωριμάζει και μετά μαραίνεται και σαπίζει όπως το φρούτο- που με τρομοκράτησες. Είχα προσέξει κι εγώ την απαρχή της φθοράς πάνω μου. Αν έδινες τόσο χρυσό για τη σωτηρία του δάσκαλου, ίσως να το στερούσες από τα αξιοπρεπή γεράματα μας. Γι' αυτό σε απάλλαξα από το επερχόμενο γήρας, που τόσο φοβόσουν, για να εξασφαλίσω και εγώ το μέλλον μου. Όλη σου όμως η περιουσία κατασχέθηκε από την πολιτεία και ξανάγινα εταίρα. Μια εταίρα που γερνούσε, ξεχασμένη από τους παλιούς εραστές της. Μόνο εσύ, αν δε σου είχαν δώσει το κώνειο, θα μου έμενες πιστός ως το τέλος... —0 πατέρας μου; —Αρνήθηκε τη φροντίδα μου. Πέθανε διακονιάρης. —Καταραμένη, κατάντησες έναν άρχοντα ζητιάνο... Κι όμως, εγώ σε αγαπούσα, σε φρόντιζα. Θυμάσαι, δέχτηκα, όπως μου ζήτησες, να μην κάνεις παιδί και χαλάσει η υπέροχη σιλουέτα σου, σίγουρα για ν' αρέσεις στους εραστές σου. Και να πώς μου το ανταπέδωσες. Πάψε λοιπόν να με βασανίζεις, καταχθόνιο πλάσμα, που με μίσησες τόσο ώστε να με δολοφονείς σε κάθε μου ζωή. —Ο δολοφόνος δεν είναι πάντα και νικητής... Και οι τρεις γυναίκες είχαν συμπυκνωθεί πάλι σε μία και το κοινό τους μόρφωμα, πριν εξαφανιστεί, μου είπε: Όχι, ποτέ δε σε μίσησα, και απόδειξη ότι σε αγαπώ ακόμη είναι πως θα ξανάρθω κοντά σου, για να επανορθώσω, να εξιλεωθώ... Σε παρακαλώ, μη με διώξεις, τώρα που θα μου προσφέρεις ό,τι στερήθηκα στις προηγούμενες ζωές μου... —Δε θέλω να ξανάρθεις ποτέ πια. Το άκουσες, ποτέ πια! Αν και ονειρευόμουν, σκέφτηκα ότι καλύτερα να ήμουνα γυναίκα στην τελευταία μου ζωή, ώστε να γλίτωνα από το σατανικό αυτό πλάσμα, που ήθελε να με πείσει ότι με δολοφόνησε για το καλό μου. Και να που συνεχίστηκε το όνειρο και εμφανίστηκε μπροστά μου μια άλλη γυναίκα, με ντύσιμο του δέκατου ένατου αιώνα. —Εσύ ποιά είσαι; τη ρώτησα. —Εγώ είμαι εσύ και εσύ εγώ. τόνισε με έμφαση. Το μυαλό μου πήρε στροφές. —Δηλαδή, σε μια ζωή μου υπήρξα γυναίκα; Κούνησε καταφατικά το κεφάλι και ξύπνησα. Όταν ζωγράφισα το πρόσωπο της, παρατήρησα σ' αυτό ένα άκακο πλάσμα, που δεν είχε τη σατανικότητα των άλλων γυναικών που είχα δει στους εφιάλτες μου. Σκέφτηκα ότι, και ως γυναίκα, θύμα υπήρξα... Και ήθελα, αλλά και φοβόμουνα να ονειρευτώ μιά από τις ζωές μου ως γυναίκα, γιατί στη τωρινή ήμουν άντρας και δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι μέσα στην αδιάκοπη πορεία μου ανήκα και στο άλλο φύλο... Και να, που σε ένα φευγαλέο όνειρο-εφιάλτη είδα τον εαυτό μου κάτι χειρότερο από γυναίκα, ομοφυλόφιλο... Περιφερόμουνα σε μιά ρωμαική αγορά φτιασιδωμένος έντονα σαν γυναίκα, αλλά η αντίδρασή μου ήταν τέτοια που ξύπνησα ξεφωνίζοντας... Παλιότερα είχα δει τον εαυτό μου να κάθεται συλλογισμένος και μετά να κοιτάζεται σ΄ένα καθρέφτη, που σίγουρα ήταν το είδωλο ενός ομοφυλόφιλου... Κάποιες φορές, κοντοστεκόταν η σκέψη μου και γύριζε στα βάθη των αιώνων, όπου είχα ζήσει όχι μόνο ως άντρας και γυναίκα, αλλά και μπερδεμένος με το φύλο μου... Άρχισα να φοβάμαι να κοιμηθώ, μήπως δω, εκτός από τους βίαιους θανάτους μου που είχα ονειρευτεί, και εξευτελιστικά συμβάντα... Ήμουνα σίγουρος ότι το παζλ των προηγούμενων ζωών μου περιλάμβανε και ταπεινώσεις που πρόσταζε η σάρκα... Περνούσα περίοδο μεγάλης εσωτερικής αμφιταλάντευσης και διαταραχής... Ήθελα να πάω σε ψυχίατρο, αλλά ποιος γιατρός δε θα μ' έβγαζε τρελό... Είχα απομονωθεί στο πατρικό μου σπίτι, χωρίς να ζωγραφίζω. Ο φόβος μου για την προαιώνια γυναίκα που θα με απειλούσε και σε τούτη τη ζωή με είχε απομακρύνει από τις κοινωνικές μου σχέσεις. Η μητέρα με παρακίνησε να δεχτώ μια πρόσκληση στο εξωτερικό, να ταξιδέψω, να απελευθερωθώ για λίγο από τον αυτοπεριορισμό μου. Το έκανα, αλλά εκεί που πήγα γνώρισα μια κοπέλα, κι όταν μου είπε ότι νιώθει σαν να με ξέρει χρόνια, το έβαλα στα πόδια... Κι όμως, δεν είχε καμιά ομοιότητα η ματιά της με κείνη που είχα αντικρίσει στους εφιάλτες μου. Επιστρέφοντας, βλεπα απο το παραθυράκι του αεροπλάνου, κάμπους, βουνά, χωριά και πόλεις. Κάτω, ένας ανάγλυφος χάρτης, που είχε διαμορφωθεί με αλλεπάλληλες αλλαγές από την εποχή της ζωής στα σπήλαια. Κουκκίδες αθέατες οι κάτοικοι, σπιρτόκουτα τα κτίσματα τους, γραμμούλες οι δρόμοι τους... Οι σκέψεις άρχισαν πάλι να βασανίζουν το μυαλό μου, αμπελοφιλοσοφούσα, όπως ο πατέρας μου. Είχε προοδεύσει τόσο πολύ ο άνθρωπος, αυτός ο κόκκος άμμου πάνω στην αχανή υδρόγειο, ώστε εκμηδένιζε τις αποστάσεις με το αεροπλάνο. Σε λίγο θα έφτανε και στο φεγγάρι... Πριν από μυριάδες χρόνια αυτό το ον με τον περιούσιο εγκέφαλο είχε θεό του τον ήλιο, τη φωτιά, το αστραπόβροντο, τώρα είχε στήσει για είδωλο τον ίδιο τον εαυτό του... Και ποιός ήταν ο εαυτός του; Ίδιος κι απαράλλαχτος με τα γυναικόπαιδα που αλάλαζαν υποδεχόμενα τους κυνηγούς με τα κοψίδια ωμό κρέας, τους σκλάβους που προσκυνούσαν τους φαραώ, τους θεατές που επευφημούσαν τον αιματοβαμμένο νικητή στο παγκράτιο, τον όχλο που τον έτερπε η κατασπάραξη ανθρώπων από τα λιοντάρια... Στο πιλοτήριο οι χειριστές μπορεί να έπαιζαν σκάκι αφήνοντας το τιμόνι στον αυτόματο πιλότο, ένα ακόμη θαυμαστό κατασκεύασμα. Ακόμη και το διαστημόπλοιο που θα εκτόξευαν στο φεγγάρι αυτόματος μηχανισμός θα το οδηγούσε. Η αεροσυνοδός με ρωτούσε τι θα πιω, έκλεισα τα μάτια, έκανα τον κοιμισμένο. Εξακολουθούσα να αμπελοφιλοσοφώ. Όσο κι αν είχε φτιάξει ο άνθρωπος θαυμαστά έργα, έφτανε στην κατιούσα του, τον διαδεχόταν η ανιούσα του αυτοματισμού των ηλεκτρονικών κυμάτων. Προσπαθούσα να καταλάβω από πού αρχίζει η σήψη του ανθρώπινου γένους, από το μυαλό ή το σώμα. Σίγουρα είχε αρχίσει από την άφθαρτη ψυχή του, την κατάκοπη από την αέναη περιπλάνηση της στον αιώνιο χρόνο. Κρυφοκοίταζα τους συνεπιβάτες μου. Κουβέντιαζαν, διάβαζαν, άκουγαν μουσική, κοιμόντουσαν... Κανένας δε μάντευε τη φοβερή αλήθεια. Μόνο εγώ γνώριζα. Η αεροσυνοδός ακούμπησε μερικές εφημερίδες μπροστά μου, έκανε τη βάρδια της σαν κομπιούτερ. Αναψυκτικά, φαγητό, εφημερίδες. Ξεφύλλισα μια. Αραγε ο τύπος έλεγχε την εξουσία ή την κατεύθυνε; Χαμογελούσα για τον ίδιο τον εαυτό μου. Σκεφτόμουν ότι από όλες τις προηγούμενες ζωές μου, που ελάχιστες ήξερα, η ψυχή μου είχε επηρεαστεί περισσότερο από εκείνη που έζησε στην αρχαία Ελλάδα, με τους μεγάλους φιλοσόφους της, τους συζητητές των συμποσίων. Προσπαθούσα να συμαζέψω τις σκόρπιες σκέψεις μου κι΄έγραφα στο σημειωματάριό μου: Οι άνθρωποι... Πολύ λιγότεροι καλοπερνούσαν ή πλούτιζαν... Από τα σπήλαια ως τα παλάτια και τις σουίτες, οι λίγοι καθόριζαν τη ζωή των πολλών. Φύλαρχοι, μάγοι, μάντεις, προφήτες, εκπρόσωποι θεών και δαιμόνων, δημιουργοί θρησκειών και ιδεολογιών, σοφοί και δάσκαλοι, φεουδάρχες, αρχηγοί κρατών, βασιλιάδες, αυτοκράτορες, πολιτικοί, ιερωμένοι, στρατιωτικοί, επα¬ναστάτες, τραπεζίτες, βιομήχανοι, άρχοντες των μέσων μαζικής ενημέρωσης, διαπλεκόμενοι σε κρατικούς κορβανάδες... Γι' αυτό ο Δημιουργός είχε προβλέψει το φθαρτό του σώματος και το άφθαρτο της ψυχής, της περιπλανώμενης, από εξουσιαστή σε εξουσιαζόμενο, από αδύναμο σε δυνατό... Μπίλια ρουλέτας η ψυχή... Ο Καζαντζάκης έλεγε ότι ο Θεός βρίσκεται μέσα στον άνθρωπο. Τι ήταν ο άνθρωπος; Ατελής θεός, ή ο Θεός ήταν ο μοναδικός τέλειος άνθρωπος; Η αμπελοφιλοσοφία μου δεν είχε τελειωμό... Μια νύχτα ήρθε στο όνειρο μου ο σκεπτόμενος άστροναύτης του κοσμοδρομίου. Μιλούσε την ίδια ακατάληπτη γλώσσα, όπως την προηγούμενη φορά. αλλά εγώ καταλάβαινα τι έλεγε. Απευθυνόταν σε μαθητές: «Είσαστε οι μελλοντικοί κατακτητές του διαστήματος, χειριζόσαστε ηλεκτρονικά ψηφιακά εργαλεία σε συνεργασία με το μυαλό σας και τον εγκέφαλο του υπολογιστή σας. Αυτό το μάθημα είναι το τελευταίο για μένα, αλλά, πριν σας αποχαιρετίσω, θέλησα να σας υπενθυμίσω την προσωπική διδασκαλία κι όχι την απρόσωπη μέσω των υπολογιστών. Θα σας πω μερικές σκέψεις μου. Σκέψεις που δεν υπάρχουν πλέον στην εκπαίδευση. Θέμα, οι επικοινωνίες. Οι πρώτοι κάτοικοι του πλανήτη μας επικοινωνούσαν από κοντά με τη φωνή τους, Συνδιαλέγονταν. διαφωνούσαν, συμφωνούσαν, αντάλλασσαν τροφές, δέρματα, ζώα, εργαλεία, σκέψεις, ιδέες. Αργότερα, έστελναν μηνύματα με τον καπνό, με τα πουλιά. Χρησιμοποιούσαν αγγελιοφόρους, ζώα, τροχοφόρα, μηχανοκίνητα, τρένα, πλοία, αεροπλάνα. Όσο ο χρόνος κυλούσε, η επικοινωνία, η συναλλαγή, το εμπόριο, η ανταλλαγή απόψεων και ιδεών, έχανε την επαφή με τη θερμή χειραψία και την άχνα της ζεστής ανθρώπινης φωνής. Τώρα οι διαδικασίες, ακόμη και της συναλλαγής του χρήματος, έχουν απλοποιηθεί μέσω των άψυχων πολύπλοκων υπολογιστών. Φτάσαμε στους αόρατους πωλητές και αγοραστές και στα εμφυτευμένα τσιπ ταυτοτήτων και καρτών στη σάρκα μας. Σε έναν άλλο πλανήτη, που τον έχω επισκεφθεί, δεν έχει εφευρεθεί ακόμη ο ασύρματος, το τηλέφωνο, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής. Πρόκειται για καθυστερημένο πλανήτη, που έχει όμως δέντρα, βλάστηση, λίμνες και ποτάμια, χιλιάδες είδη ζώων και πουλιών, ψάρια, μέλισσες, πεταλούδες. Οι κάτοικοι του είναι τόσο καθυστερημένοι όσο εμείς πριν εκατομμύρια χρόνια. Δεν έχουν ανακαλύψει το σιδηροπρίονο να κόβουν τα δέντρα, το δυναμίτη να ανατινάζουν τα βουνά, τα εντομοκτόνα, το χρήμα να διαφθείρει τα σκεπτόμενα όντα. Μερικά από αυτά τα όντα τα είχαμε αιχμαλωτίσει, μάθαμε τη γλώσσα τους, τις συνήθειες τους, τον τρόπο σκέψης τους. Ένας από εσάς με είχε ρωτήσει τι μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση στην επαφή μου μαζί τους. Του είχα απαντήσει αμέσως: το καθυστερημένο μυαλό τους. Μετά από ώριμη σκέψη, εγώ, ο δάσκαλος-ρομπότ, αλλάζω την απάντηση. Συγκλονιστική εντύπωση μου έχει κάνει μια λέξη τους, που δεν υπάρχει, εδώ και χιλιάδες χρόνια στο δικό μας λεξιλόγιο. Η λέξη όνειρο... Η λέξη αυτή αντικαθιστά τη λαχτάρα του όντος να αποκτήσει και να χαρεί κάτι περισσότερο από τη φτώχεια και τη μιζέρια του. Η λέξη όνειρο είναι τόσο δυνατή κι ελπιδοφόρα, που το ον τη βιώνει ακόμη και στον ύπνο του, κάτι το ανύπαρκτο για εμάς τα ρομπότ, που έχουμε καταργήσει την ψυχή και την καρδιά. Η εκπαίδευση περιορίζεται στα ηλεκτρονικά μέσα και η ζωντανή μνήμη έχει αντικατασταθεί από τα άψυχα ψηφιακά μικροτσίπ. Οι υπολογιστές κρύβουν μέσα τους τον καταστροφέα του συναισθήματος και της σκέψης και οι χειριστές τους έχουν χάσει την προσωπικότητα τους, δρουν πλέον ως ρομπότ... Αυτά είχα να σας πω...». Ξύπνησα λουσμένος στον ιδρώτα. Άρχισα να σημειώνω τα λόγια του αστροναύτη, δηλαδή ενός άλλου εαυτού μου από περασμένους αιώνες... Συλλογίστηκα το παρελθόν και μου έμεινε η αίσθηση του αιώνιου... Το παλιό ρητό του πατέρα αιωρείτο ακόμη στο δωμάτιο μου... Αλλά και η δική μου αμφιβολία, αν υπήρξα όχι μόνο γυναίκα αλλά και ομοφυλόφιλος... Εκείνο τον καιρό, είχα γνωρίσει ένα διάσημο χορευτή, που μου ζήτησε να του κάνω το πορτρέτο. Ήταν ένα πανέμορφο πλάσμα της φύσης, ένας Ντόριαν Γκρέι που ακκιζόταν με σκέρτσο ακόμη κι΄όταν μου πόζαρε... Σκέφτηκα πως στη προηγούμενη ζωή του, σίγουρα ήταν γυναίκα, μπορεί άσχημη και κακοφτιαμένη και τώρα που συνέχιζε ως άντρας πάσχιζε ν΄απολαύσει ότι λαχταρούσε πριν...Όπως τα παιδιά θαύματα, που δεν είχαν προλάβει στη προηγούμενη ζωή να ολοκληρώσουν κάποιο ταλέντο τους και βιάζονται τώρα από τα γεννοφάσκια τους... 7. κι αναπάντεχα συντελείται η συγκλονιστική ανατροπή (απο τα επιδέξια δάχτυλα στις δυνατές γροθιές) ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΩ πλησίαζα τα τριάντα πέντε, κι ακόμη δεν είχα δημιουργήσει οικογένεια. Στα σημαδιακά όνειρα μου δεν είχα δει να έχω παιδιά, κι όμως είχα ακούσει το κλάμα του μωρού στην καλύβα μου, πριν πεθάνω. Μια μέρα ανακάλυψα την πρώτη άσπρη τρίχα στα μαλλιά μου. Δεν ήταν αυτό το πρόβλημα μου. Εκείνο που με ανησυχούσε ήταν αν έκρυβα μέσα στο κεφάλι μου την τρέλα... Το ίδιο βράδυ ένα φιλικό ζευγάρι, ο Νίκος και η Τόλα, μου γνώρισε τη Μίκα. Ήταν μόλις δεκαοχτώ χρονών, αλλά στο κοριτσίστικο σώμα της είχε φουντώσει η θηλυκότητα. Πήγαμε κι οι τέσσερις στο βαριετέ. Προσπαθούσα να παρακολουθήσω τα νούμερα, αλλά όσο ένιωθα δίπλα μου τη μικρή δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτε άλλο. Δεν κατάλαβα πώς βρέθηκα να της κρατάω το χέρι. Προσπάθησα να της αφήσω τα δάχτυλα, αλλά όλο και τα 'σφιγγα περισσότερο. Καταλάβαινα ότι την πονούσα, αλλά εκείνη ακουμπούσε πάνω μου με ευχαρίστηση. Φοβήθηκα μήπως γελοιοποιηθώ, αλλά, όπως ο ισορροπιστής είχε ξεκινήσει από τη μια άκρη του συρματόσχοινου προς την άλλη χωρίς να μπορεί πια να γυρίσει πίσω, έτσι κι εγώ προχωρούσα... Καλοκαίρι. Τα πυρακτωμένα ταβάνια των σπιτιών έδιωχναν τον κόσμο στις πλατείες και στα υπαίθρια σινεμαδάκια. Μου δινόταν η ευκαιρία να βλέπω τη μικρή, που τη φιλοξενούσε το ζευγάρι. Στέκι μας η πλατεία με το σιντριβάνι, και με τους νεαρούς που τη γλυκοκοίταζαν. Εκείνη όμως σημασία δεν τους έδινε, αφού το ειδύλλιο μας εξελισσόταν. Η παρεούλα μας κουβέντιαζε με οδηγό της συζήτησης εμένα, που δεν ξεχνούσα την εμμονή μου στη μετενσάρκωση. Η μικρή έδειξε κάποιο ενδιαφέρον, όταν είπα ότι η ψυχή δεν μπορεί να χάνεται όπως το σώμα, αλλά γρήγορα η συζήτηση στράφηκε σε άλλο θέμα. Ένα βράδυ δεν τη βρήκα στο πόστο μας. Την είχε πάρει η μητέρα της για να προετοιμαστεί στα μαθήματα. Είχα μελαγχολήσει, η καρέκλα της ήταν άδεια, κι όταν κάποιος τη ζήτησε, την παραχώρησα με δυσφορία. Σε λίγες ημέρες ο Νίκος με κατατόπισε ότι η Μίκα σχετιζόταν με ένα νεαρό πυγμάχο. —Μα είναι δυνατόν, αυτό το λουλούδι με έναν μποξέρ; —Γιατί όχι, κοριτσόπουλο της συνοικίας είναι. Ο Χεμινγουέι ταυρομάχους βάζει για ήρωες του... Δίκιο είχε... 0 μποξέρ ήταν αντράκι κι εγώ ένα μαμμόθρεφτο. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και σύγκρινα το πρόσωπο μου με τα πορτρέτα του πρωτόγονου καλλιτέχνη, του σκλάβου, του αρχοντόπουλου. Ένα επαναλαμβανόμενο υποτελές στη γυναίκα. Απομονώθηκα πάλι και άρχισα να φτιάχνω με κραγιόνια το πορτρέτο της μικρής. Όταν το τέλειωσα, δεν είχα καταφέρει να πετύχω την αθώα έκφραση των ματιών της, ίσως γιατί δεν ήταν στην πραγματικότητα τόσο αθώα όσο ήθελα να πιστεύω. Από το κουφωτό παντζούρι έπεφτε στο πορτρέτο μια δέσμη αχτίδες ήλιου. Προσπαθούσα να ανακαλύψω το λάθος μου στην έκφραση των ματιών της, όταν -ξαφνικά- άρχισα να καταλαβαίνω... Όχι μόνο οι γυναίκες μου από το παρελθόν, αλλά και η Μίκα είχε το ίδιο βλέμμα που με κυνηγούσε από τα βάθη των αιώνων. Αναρωτήθηκα αν ήταν η σύγχρονη υποψήφια δολοφόνος μου. Σκάρωσα κι΄έναν άλλο πίνακα, με δυό κεφάλια πανομοιότυπα, το ένα αντικριστό στο άλλο, με την απορία τους πως είναι δυνατόν να υπάρχει η ίδια ψυχή σε δυό διαφορετικά σώματα... Νοσταλγούσα την παρεούλα μας, τότε που η μικρή έλεγε ότι δεν ήθελε να σπουδάσει αλλά να χαρεί τη ζωή της. Το μπουμπούκι ανθίζει και δε χωράει στη γλάστρα, γελούσε ο Νίκος. Απορούσα πώς ήταν δυνατόν γυναίκες να έχουν περίοπτη θέση στην ιστορία για έργα που απείχαν από την κρεβατοκάμαρα... Πιθανόν σε προηγούμενη ζωή τους να ήταν άντρες, με πείραζε εκείνος, χωρίς να ξέρει ότι εγώ το πίστευα απόλυτα. ............................................................... Μελαγχολικό το φθινόπωρο στο περιζωμένο από τσιμέντο και άσφαλτο κτήμα μας, ζοφερό στο καλοκαιρινό μας στέκι, όπου με είχανε φέρει τα βήματα μου. Οι καρέκλες, σε ντάνες, σκεπασμένες με βρεγμένους μουσαμάδες, έρημο το πάρκο από παιδιά, που πριν ένα μήνα βομβολογούσαν σαν μελισσολόι. Είχε σουρουπώσει. Άρχισε πάλι το ψιλόβροχο, επιτάχυνα τα βήματα μου καταφεύγοντας στη στοά του παλαιοπωλείου. Μπήκα στο μαγαζί, καλησπέρισα τον υπάλληλο, που ήξερε το χούι μου, ότι δεν ήθελα συντροφιά στην περιήγηση μου. Ανέβηκα τις σκάλες του δεύτερου ορόφου, εκεί όπου βρίσκονταν οι πανάκριβες αντίκες. Δεν τις έβλεπα ως αντικείμενα τέχνης. Σκεφτόμουν ότι εκείνοι που τις είχαν αποκτήσει με αγάπη και γούστο δεν υπήρχαν στη ζωή. Οι κληρονόμοι-διαγουμιστές, χωρίς γούστο ή από ανάγκη, τις πούλησαν. Ένα σκαλιστό κρεβάτι με περίτεχνη κουνουπιέρα, που ίσως είχε φιλοξενήσει νόμιμο έρωτα ή μοιχαλίδα με τον εραστή της. Ένα γραφείο με μελανοδοχείο και κονδυλοφόρο, όπου κάποιος έγραφε τις σκέψεις του ή έκανε τους λογαριασμούς του πλούτου του. Ένας ξεθωριασμένος καθρέφτης, που είχε κατοπτρίσει την ηδυπάθεια μιας γυναίκας. Ένας φωνόγραφος με χωνί και δίσκο του Καρούζο. Κατέβηκα τις σκάλες, τέλος εποχής... Η νέα αρχή βρισκόταν στις διπλανές, κατάφωτες βιτρίνες, με τα είδη ρουχισμού, τις ηλεκτρικές συσκευές και τις δυο κούκλες, γαμπρός και νύφη. Ό,τι αγόραζαν εφέτος οι γυναίκες, σε ένα δυο χρόνια δε θα το φορούσαν, γιατί η μόδα άλλαζε συνεχώς. Μόνο τα γραφεία κηδειών, με έναν υπάλληλο να λαγοκοιμάται και ένα φέρετρο πίσω από το παραβάν, έμεναν σταθερά. Η βροχή είχε σταματήσει, τα μαγαζιά έκλειναν, οι ιδιοκτήτες τους και οι υπάλληλοι γύριζαν στα σπίτια τους, άλλοι θα κατέληγαν σε κάποιο ραντεβού, στο σινεμά, στο καφενείο, στην ταβέρνα. Μόνο εγώ δεν είχα ενδιαφέρον για τίποτα, ίσως γιατί σκεφτόμουνα τη Μίκα. Κοντοστάθηκα σε μια βιτρίνα, είδα καθρεφτισμένο το πρόσωπο μου κι αναρωτήθηκα πόσο είχε προχωρήσει η τρέλα μου. Λίγο έλειψε ν' αρχίσω να ουρλιάζω ζητώντας βοήθεια. ............................................................................... Η Ανέζ απόκτησε τρίτο παιδί. Ακόμη μια ανύποπτη που γεννούσε μωρό με προαιώνια ψυχή... Θα μεγάλωνε έχοντας σωματικά το dna των γονιών του και εσωτερικά την άφθαρτη ψυχή του. Ένιωθα όλο και περισσότερο μπερδεμένος κοιτάζοντας τα πορτρέτα του πρωτόγονου λαξευτή, του μέλαφού λασποκουβαλητή, του αρχοντόπουλου, Υπήρχαν και οι φωτογραφίες των τωρινών παππούδων και γιαγιάδων μου. Τι ήμουνα; Ενα σώμα που γνώριζε τη προαιώνια ψυχή του ή ψυχασθενής; Έγραψα με κραγιόνι στο καθρέφτη: «Κανένας τρελός δεν παραδέχεται την τρέλα του». Έπρεπε να αντιδράσω, να καταστρέψω τα πορτρέτα των φαντασιώσεων μου πριν καταλήξω στο τρελοκομείο... Εκτός κι αν ανακάλυπτα ότι η δολοφόνος μου, η προαιώνια γυναίκα, υπήρχε και σ' αυτή τη ζωή μου. Έπρεπε να ξαναδώ τη Μίκα, να εξερευνήσω από κοντά τη ματιά της, να διαπιστώσω αν πραγματικά ήταν εκείνη που νόμιζα. Τηλεφώνησα στο φίλο μου και έμαθα ότι το απόγευμα πήγαινε φροντιστήριο. Όταν σχόλασε, με είδε κι έτρεξε κοντά μου. «Αύριο θα είμαι στην Τόλα» είπε και έφυγε. Την άλλη μέρα έσπευσα και όταν ήρθε η στιγμή να φύγει τη συνόδευσα. Μόλις μπήκαμε στο αυτοκίνητο μου έκανα να της ζητήσω εξηγήσεις, γιατί είχε εξαφανιστεί χωρίς να με αποχαιρετίσει. Μου έβαλε το δαχτυλάκι της στα χείλη μου, δεν ήθελε κουβέντα, αλλά μόνο φιλιά και χάδια. Φεύγοντας, γύρισε, μου έστειλε ένα φιλί και μπήκε στο σπίτι της. Είχε πιάσει βροχή κι ακόμη στεκόμουν ακίνητος στο δρόμο, κάτω από το μαγνητισμό αυτού του κοριτσιού, που με έκανε να νιώθω ευτυχισμένος. Γύρισα σπίτι πουντιασμένος, έβηχα, είχα πυρετό. Η μάνα δεν έπαιρνε από λόγια, με έγδυσε, με έτριψε γερά στο στήθος και στην πλάτη και μου έριξε βεντούζες, παλιά της τέχνη. Όταν η Μίκα μού τηλεφώνησε της είπα ότι ο γιατρός διέταξε να μείνω λίγες ημέρες στο κρεβάτι. Ήρθε με την Τόλα και η ματιά της έπεσε αμέσως στην προσωπογραφία της. Ενθουσιάστηκε, αλλά, όταν είδε τα άλλα πορτρέτα, άρχισε να τα παρατηρεί με προσοχή. —Παράξενες είναι αυτές οι αρχαίες, είπε. —Τι παράξενο τους βρίσκεις; —Η πρώτη έχει έκφραση ζώου, η αραπίνα ένοχο βλέμμα, η τρίτη κοιτάζει υπεροπτικά. —Επεσες διάνα, λες και τις ήξερες. —Σιγά μην τις ήξερες κι εσύ... —Δε μ' αρέσουν οι φάτσες τους, είπε η Τόλα και πήγε στην κουζίνα για να της δείξει η μητέρα κάποια συνταγή γλυκού. Μείναμε μόνοι και η μικρή μού χάιδευε τα μαλλιά και με φιλούσε. Ένιωθα ένα χάδι και μια ανάσα από τα βάθη των αιώνων. Της έδειξα τα πορτρέτα: —Αυτές οι γυναίκες ήταν συντρόφισσες μου σε προηγούμενες ζωές... Σ' το έχω ξαναπεί, η ψυχή μετενσαρκώνεται σε διαδοχικές παρουσίες και εποχές. —Γιατί δε γράφεις ένα βιβλίο με παραμύθια; Φεύγοντας με ειρωνεύτηκε: «Καληνύχτα, Δαλάι Λάμα...». Δε μου ξανατηλεφώνησε κι άρχισα να την ξεχνάω, όταν είδα στην εφημερίδα τη φωτογραφία της, δίπλα σε νεαρό πρωταθλητή της πυγμαχίας... Τον είχε παντρευτεί. 0 Νίκος σχολίασε ότι με το γάμο γλίτωσε τα μαθήματα, η γυναίκα του κουνούσε το κεφάλι: Δεν έχω δει πιο επιπόλαιο πλάσμα. Ξέρεις τι με ρώτησε στο γάμο της; Γιατί δεν ήρθες ή, τουλάχιστον, γιατί δεν της έστειλες για δώρο το πορτρέτο της... ................................................................. Εκείνη την εποχή δέχτηκα έναν κεραυνό κατακέφαλα. Η μητέρα μου κοιμήθηκε το βράδυ και δεν ξύπνησε το πρωί. Δεν κοινοποίησα το θάνατο της, δεν ήθελα κανέναν στη κηδεία της, εκτός από την Ανέζ, που ήρθε αεροπορικώς. Δεν μπορούσαν να λείψουν και οι συγγενείς, οι φίλοι, οι γνωστοί. —Εφυγε η άγια μητέρα σου, μου ψιθύρισε η Ανέζ, κι έμεινες εσύ, το τέρας... Κι όμως, έδωσα στο μωράκι μου το όνομα σου. Είχα αποτρελαθεί. —Δεν έχουν καμιά σημασία τα ονόματα που δίνουν διαδοχικά στην ίδια ψυχή, της απάντησα. Έμεινα κατάμονος. Όταν ήρθαν ο Νίκος με την Τόλα να με συλλυπηθούν, ήταν μαζί τους και η Μίκα. Αλλοπρόσαλλο πλάσμα. Πριν φύγει με φίλησε στο στόμα και μου είπε ότι θα ξαναρχόταν. Με επισκέφθηκε όταν ο άντρας της είχε απομονωθεί στο προπονητήριο για ένα σημαντικό αγώνα. Έμεινε όλη νύχτα. Ξαπλώσαμε στη βελέντζα μπροστά στο τζάκι. Δεν ήταν το αθώο πλάσμα που είχα γνωρίσει πριν λίγους μήνες. Είχε εξελιχθεί σε φιλήδονη γυναίκα, που κατασπάρασσε τον άντρα... Αντίθετα, εμένα δε με τραβούσε μόνο το σαρκικό πάθος, αλλά και η υπόνοια ότι η μυρωδιά του κορμιού της ερχόταν από τα βάθη των αιώνων. Ήμαστε αγκαλιασμένοι μπροστά στο τζάκι. Πάτησα το πλήκτρο χι ακούστηκε η εισαγωγή της κοσμογονίας. Κεραυνοί, καταιγίδα, βρυχηθμοί, οιμωγές... Στις αναλαμπές της φλόγας φανταζόμουνα την παρθένα βλάστηση, τους καταρράκτες, τα ερπετά, τα μαμούθ, τους δεινόσαυρους, τα ανθρωποειδή στο σπήλαιο... —Παράξενη μουσική, μουρμούρισε η Μίκα. Ποιος είναι ο τίτλος του κομματιού; —Η δημιουργία του κόσμου. Πήρα δύο τσιγάρα, τα άναψα μαζί και της πρόσφερα το ένα. Η μουσική τέλειωνε και θεώρησα κατάλληλη τη στιγμή να της υπενθυμίσω την έμμονη ιδέα μου: —Κι εσύ κι εγώ σέρνουμε μέσα μας δυο ψυχές που έχουν ζήσει σε διαφορετικά σώματα και εποχές, αλλά πάντοτε ήταν συντονισμένες κάτω από την ίδια στέγη-άσυλο. Σε σπήλαιο, καλύβα ή σπίτι... Πώς να σ' το εξηγήσω, κορίτσι μου, υπήρξαμε αντρόγυνο στις προηγούμενες ζωές μας. Της έσφιγγα το χέρι, προσπαθούσα να με προσέξει, να της μεταδώσω την ασίγαστη πεποίθηση μου ότι αυτή ήταν εκείνη κι εγώ εκείνος. Ξαναπάτησα το κουμπί του μαγνητόφωνου. Κεραυνοί, καταιγίδα, βρυχηθμοί... Τράβηξε την παλάμη της από τη δική μου, πετάχτηκε όρθια, είδα στη ματιά της το φόβο, τον τρόμο... Μάζεψε τα ρούχα της και μπήκε στο μπάνιο. Όταν βγήκε, φαινόταν επιφυλακτική, λες κι είχε απέναντι της έναν παρανοϊκό. Ξαφνικά σκέφτηκα να της ζητήσω συγνώμη για τις βλακείες μου, να μην την τρομοκρατήσω περισσότερο και φύγει. Δίστασα όμως, γιατί, αν ήταν εκείνη, και να 'φευγε, θα ξαναρχόταν. Δεν την πλησίασα, γιατί την είδα να τρέμει σαν φύλλο, αλλά της είπα: Πριν φύγεις, άκουσε αυτά τα λόγια. Όταν σε χρειάστηκα, όχι μόνο δε στάθηκες δίπλα μου, αλλά μ' έσπρωξες στο θάνατο... Να δω τι θα κάνεις σ' αυτή τη ζωή μας... —Είσαι για τα σίδερα, είπε και, πριν κλείσει πίσω της την πόρτα, πρόσθεσε: Μα ποιός νομίζεις ότι είσαι, ο Δαλάι Λάμα; Έφυγε πανικόβλητη. .............................................................. Το πλήθος αγωνιούσε, παρότρυνε ή αποδοκίμαζε τους δυο πυγμάχους στο κατάφωτο ριγκ. Μόνο εγώ, στην πρώτη σειρά, αναρωτιόμουνα τι ήθελα εκεί, όπου οι άνθρωποι επιστρέφουν στο πρωτόγονο ένστικτο, στη ζωώδη έχφραση. Κι όμως, είχα έρθει για να δω από κοντά τον άντρα της Μίκας, αυτόν που είχε προτιμήσει από μένα. Όταν τον είδα να ανεβαίνει στο ριγκ, ένιωσα ζήλια γι' αυτόν το νεαρό λαϊκό ήρωα. Αστραφταν τα φλας και τον χειροκροτούσαν. Θυμήθηκα τη φωτογραφία του πατέρα στη βαλίτσα. Ο Μαξ Μπάερ με τη σιδερένια γροθιά... Καθώς σήκωνε ψηλά τις πέτσινες γροθιές του χαιρετώντας τους θαυμαστές του. ένιωσα την επιθυμία να ήμουν εγώ στη θέση του, γιατί αυτόν θαύμαζε και αγαπούσε η Μίκα. Όταν άρχισε ο αγώνας, απόφευγα να βλέπω τους πρωταγωνιστές, γιατί δεν άντεχα τις γροθιές στα πρόσωπα τους. Σε μια στιγμή έστρεψα τη ματιά μου πάνω στο ριγκ και είδα μια γροθιά να κεραυνοβολεί τον κρόταφο του νεαρού πυγμάχου. Την ίδια στιγμή βρέθηκα στο τίποτα, στο μηδέν. Είχα πάθει συγκοπή καρδιάς ταυτόχρονα με την πτώση από το νοκάουτ του άντρα της Μίκας. Όταν συνήλθα, θαμπόβλεπα. Το κεφάλι, μου βάραινε σαν ογκόλιθος. Μετά αντίκρισα μερικά πρόσωπα, όλα άγνωστα, να σκύβουν πάνω μου. Ανοιγόκλειναν χείλη, μια βουή κατείχε την ακοή μου. Η ματιά μου ξεκαθάριζε κι άρχισε να μετατοπίζεται από πρόσωπο σε πρόσωπο, για να καταλήξει στο χέρι μου, που ακουμπούσε στο στήθος μου. Αυτό που έβλεπα όμως δεν ήταν το δικό μου χέρι με τα λεπτά δάχτυλα, αλλά μια τετράγωνη παλάμη, ένα ξένο χέρι. Κάποιος με άσπρη μπλούζα έσκυψε πάνω μου και με ρώτησε πώς αισθάνομαι. —Τι έπαθα; ρώτησα με μια φωνή που δεν ανήκε σε μένα. —Νοκάουτ! ΄Ανοιξε η πόρτα, «συνήλθε» είπε κάποιος. Φάνηκε η Μίκα, που στάθηκε πάνω μου. Μου έπιασε το τριχωτό χέρι, ήταν κλαμένη, περίλυπη. —Πέθανε, μου είπε. Την ίδια στιγμή που έπεφτες νοκάουτ έπαθε συγκοπή. —Ποιός πέθανε; απόρησα. —0 ζωγράφος, ψιθύρισε κι άρχισε τους λυγμούς. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε, τι γινόταν. Ανασήκωσα με δυσκολία το κεφάλι μου και κοίταξα το ξαπλωμένο σώμα μου. Δεν ήτανε το δικό μου. Ζήτησα έναν καθρέφτη, κάποιος μου τον έβαλε μπροστά μου γελώντας. —Μη φοβάσαι, ομορφόπαιδο, δε στραπατσαρίστηκες πολύ. Είδα το είδωλο μου, που δεν ήταν άλλο από το πρόσωπο του πυγμάχου... Λιποθύμησα. Όταν συνήλθα, ο γιατρός μού είπε: «Σε δέκα ημέρες μπορείς να ξαναρχίσεις την προπόνηση». Στο αυτοκίνητο του μάνατζερ η Μίκα συνέχιζε να κλαίει βουβά. Προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω, τι ακριβώς είχε συμβεί... Σίγουρα η ψυχή μου είχε πάψει να εξουσιάζει το παλιό μου σώμα και είχε μεταπηδήσει σε νέο κορμί. Τη στιγμή που πάθαινα συγκοπή ο πυγμάχος έπεφτε σε θανάσιμο νοκάουτ, αλλά η ψυχή μου περνούσε αστραπιαία στο σώμα του και το διατηρούσε στη ζωή... Ήθελα και τα 'παθα, ήθελα να πω στη Μίκα, αλλά εξακολουθούσα να είμαι ζαβλακωμένος. Όταν φτάσαμε στο σπίτι του πυγμάχου -από δω και πέρα το σπίτι μου- με ξάπλωσαν στο κρεβάτι. Ξαναζήτησα καθρέφτη. Διαπίστωσα οριστικά ότι σε τίποτα δε διέφερα από τον πυγμάχο και σε τίποτα δεν έμοιαζα με το ζωγράφο. 0 βασιλιάς πέθανε, ζήτω ο βασιλιάς... Ό,τι είχα επιθυμήσει μπροστά στο ριγκ, είχε πραγματοποιηθεί, τι άλλο ήθελα; Είχα χάσει το ντελικάτο σώμα μου και είχα αποχτήσει ένα άλλο μυώδες, που το εξουσίαζε όμως η άφθαρτη ψυχή μου. Είχα τη γυναίκα που αγαπούσα, αλλά και μια συγκλονιστική απόδειξη, που είχε φανερωθεί μόνο σε μένα... Όλη νύχτα η Μίκα μου άλλαζε κομπρέσες στο μέτωπο, ώσπου αποκοιμήθηκα. Όταν ξύπνησα, κοιμόταν δίπλα μου. Αναρωτιόμουν αν ζούσα εφιάλτη ή μήπως είχα τρελαθεί. Όταν η γυναίκα του πυγμάχου άνοιξε τα μάτια της ήταν μεσημέρι και είχα πια συνειδητοποιήσει τι ακριβώς μου είχε συμβεί. —Έφαγα το ξύλο της χρονιάς μου, της είπα κι άπλωσα το τριχωτό χέρι μου -το 'νιωθα ακόμη ξένο- που άρχισε να μου το χαϊδεύει. —Δε στενοχωριέμαι για σένα, είπε, αλλά για το ζωγράφο, που πέθανε ξαφνικά. —Ποιός είναι αυτός; —΄Ηταν φίλος του Νίκου και της Τόλας. Καλός άνθρωπος. Η Μίκα με πήγε στην κηδεία του εαυτού μου. Για όλα είχε φροντίσει η Ανέζ, που είχε καταφθάσει από το εξωτερικό. Ενταφίασαν το σώμα του ζωγράφου -που ως πρόσφατα ήταν δικό μου- δίπλα στους γονείς του. Μα τι λέω, Θεέ μου, δικοί μου είναι ακόμη, αφού τους γονείς του πυγμάχου ούτε τους ξέρω... Δεν έχανα από τα μάτια μου την Ανέζ. Μαυροφορεμένη, συγκλονισμένη, έριξε λίγο χώμα στον τάφο κι απομακρύνθηκε. Η Μίκα ήταν με το Νίκο και την Τόλα, έτσι ξέφυγα και την ακολούθησα. Ακουμπούσε σ" ένα κυπαρίσσι κι έκλαιγε. Όταν με είδε, παραξενεύτηκε. Της είπα ότι είμαι ο πυγμάχος. —Πέθανε τη στιγμή που πυγμαχούσα... —Το έμαθα, αλλά μου έκανε εντύπωση, γιατί δεν του άρεσαν τα σκληρά σπορ. Παράξενο... —Παράξενος ήταν κι ο ίδιος. Ήσαστε φίλοι από παιδιά και πρέπει να ξέρετε ότι σκεφτόταν διαφορετικά από τους άλλους ανθρώπους. —Πώς το γνωρίζετε εσείς, ποιός είσαστε κύριε; —Καλός φίλος του τον τελευταίο καιρό, που μου άνοιγε τη καρδιά του για τις δοξασίες του. Δεν είχα τη μόρφωση του, αλλά τον άκουγα με προσοχή και αυτό τον ευχαριστούσε. Της έδειξα κατά τη δυτική μάντρα: Εκεί πέρα είναι το σπίτι του, τα έργα του, οι αναμνήσεις του, αν μπορεί να ειπωθεί αυτό για έναν φευγάτο από τη ζωή. Σε λίγες ημέρες θα σας καλέσει ο συμβολαιογράφος. Τους πίνακες του, την περιουσία του, τα πάντα, τα αφήνει σε εσάς. Σας εξουσιοδοτεί να κάνετε το πατρικό του σπίτι πινακοθήκη και να αφήσετε στην ίδια θέση τα πορτρέτα των γυναικών των ονείρων του και της Μίκας. Όπως και τις ακουαρέλες των σπηλαίων, των πυραμίδων, του Χρυσού Αιώνα, του κοσμοδρομίου των Ανδεων... —Μα πώς τα γνωρίζετε όλα αυτά, κύριε; —Σας είπα, ήμαστε φίλοι. Μου μιλούσε συχνά για εσάς, αλλά και για την αιώνια γυναίκα που έβλεπε στα όνειρα του. —Στους εφιάλτες του... —Τελευταία στεκόταν μπροστά στα πορτρέτα εκείνης κι αναρωτιόταν σε τι έφταιξε, ώστε η ίδια γυναίκα να τον προδίδει διαρκώς. Η Ανέζ ξέσπασε σε λυγμούς. — Πάντα ο ίδιος, ως το τέλος..., ψιθύρισε. Άπλωσα το χέρι μου διστακτικά, ήθελα να την αγγίξω, να τη χαϊδέψω, μα δεν τολμούσα. Ήταν το μόνο πλάσμα, μετά τους γονείς μου και τα σκυλιά μου, που με είχε αγαπήσει αληθινά. Έσκυψα, έπιασα την παλάμη της και την άγγιξα με τα χείλη, ήθελα να ξεσπάσω και να της φωνάξω «Ανεζούλα, είμαι εγώ...», αλλά δεν τόλμησα. Σκούπισε τα μάτια της, με κοίταζε διερευνητικά, έκπληκτη για όσα ήξερα. Φαινόταν όμως εντελώς ανυποψίαστη για το ποιός πραγματικά της μιλούσε. Της χαμογέλασα αποχαιρετιστικά και, φεύγοντας, ψιθύρισα: Γεια σου, Αραχνούφαντη... Τρόμαξε. —Τι είπατε; —Έτσι σας αποκαλούσε... Απομακρύνθηκα, ξέροντας ότι είχα κόψει το νήμα με το μπερδεμένο κουβάρι του παλιού εαυτού μου. Γύρισα στη Μίκα και στους φίλους μας. Τους είπα ότι θέλω να περπατήσω μόνος και κατηφόρισα κατά το πατρικό μου σπίτι. Η αυλόπορτα ήταν κλειστή κι ο περιβολάρης με τη γυναίκα του, που γύριζαν από την κηδεία, με ρώτησαν αν ήθελα τίποτα. Τους ζήτησα ένα ποτήρι νερό. Κάθισα κάτω από το δέντρο κι ο σκύλος μου, λες;υποψιασμένος, με κοίταζε από μακριά. Δεν είχα τη μυρωδιά του αφεντικού του, αλλά με πλησίασε διστακτικά, κούνησε την ουρά του και ξαφνικά, μ' ένα σάλτο, βρέθηκε με υψωμένα πόδια πάνω μου, γλείφοντας τα χέρια μου που το χάιδευαν...Όσο σε πονάει ο σκύλος σου, δεν σε γνοιάζεται η γυναίκα σου, έλεγε ο πατέρας μου... 0 Λέων ήταν το μόνο πλάσμα πάνω στη γη που ένιωθε ποιος είμαι. Το μόνο... Όταν ήρθε η Μίκα να με πάρει, ο περιβολάρης έκλεισε πίσω μας την αυλόπορτα, αλλά ο Λέων εξακολουθούσε να μου κουνάει την ουρά του. Δεν άντεχα, ήθελα να ουρλιάξω και να πω ποιος κρυβόταν μέσα στο σώμα του πυγμάχου, αλλά δεν τολμούσα. Ως τώρα ζούσα μια ευτυχισμένη ζωή στον παράδεισό μου, στο κτήμα μας, που με κρατούσε δέσμιο των παιδικών μου αναμνήσεων. Ξαφνικά αποκοβόμουν από το νέο μου σώμα κι΄έμπαινα στην κόλαση. Δεν είχα πια περιουσία ούτε εισόδημα. Κι αν ο πυγμάχος διέθετε πριν τις γροθιές του για να ζει, εγώ είχα χάσει τα πάντα, δεν είχα στον ήλιο μοίρα. Ήμουν ένα τέρας της φύσης, ένα μοναχικό ον με μια ψυχή που εχθρευόταν το σώμα της. Δε γνώριζα τους συγγενείς του -ευτυχώς ο πυγμάχος ήταν του ορφανοτροφείου- ούτε τους φίλους και τους γνωστούς του. Η Μίκα πρόσεξε ότι διάβαζα εφημερίδες και βιβλία εντελώς διαφορετικά από πριν. 0 μάνατζερ που έτρεφε ακόμη την ελπίδα της επιστροφής μου στο ριγκ, σχολίαζε ότι δεν ήταν δυνατόν ένα νοκάουτ να έχει καταστρέψει την καριέρα μου. Όσο για το Νίκο, απορούσε πώς μια γροθιά είχε ανυψώσει το πνευματικό επίπεδο και την κουλτούρα μου. Αλλά το πρόβλημα μου δεν ήταν αν θα ξαναπυγμαχούσα, αλλά πώς θα ζούσα. Έκανα και γκάφες. Ξάφνιαζα γνωστούς του ζωγράφου. «Πώς είσθε, κύριε πρύτανη;» μου ξέφευγε κι ο γηραιός κύριος αναρωτιόταν αν γνωριζόμαστε... Κι αντίθετά, με αγκάλιαζε αυθόρμητα κάποιος αναφωνώντας: «Πότε θα σε ξαναδούμε στο ριγκ, θηρίο...». Ένα θηρίο με καρδιά αρνιού. Η Μίκα είχε πιστέψει ότι είχε σαλέψει το μυαλό μου, κυρίως μιά νύχτα που το φεγγάρι ήταν κατακόκκινο και της είπα πως ήταν πονεμένο στην απέραντη μοναξιά του... Με κοίταζε αμίλητη, σίγουρη ότι οι γροθιές που είχα φάει στο κεφάλι, άλλαξαν τη ψυχοσύνθεσή μου... Απομονωθήκαμε στο μικρό διαμέρισμα, κλείνοντας την πόρτα στους ανεπιθύμητους. Ακούγαμε δίσκους, που, έστω κι αν δεν ήτανε της προτίμησης μου, δεν αντιδρούσα για χάρη του μοναδικού ανθρώπου που με φρόντιζε. Μια μέρα που είχε πάει για ψώνια προσπάθησα να ζωγραφίσω, αλλά τα δάχτυλα μου δεν υπάκουαν στην επιθυμία μου. Κατάλαβα ότι είχα χάσει, μαζί με την προηγούμενη ζωή μου, και το ταλέντο μου. Δεν είχα και τα βιβλία μου, έπρεπε να τηλεφωνήσω στην Ανέζ, να της πω να μη χαθούν. Και, γιατί όχι -ως φίλος του μακαρίτη είχα παρουσιαστεί- να μου επιτρέπει να πηγαίνω στο κτήμα να τα διαβάζω. Μα δεν τολμούσα, γιατί, αν άκουγε τη φωνή μου χωρίς να με βλέπει, ίσως να της θύμιζε εκείνον. Μου το 'λεγε και η Μίκα, ότι εκφραζόμουνα με τις ίδιες φράσεις και λέξεις που χρησιμοποιούσε ο ζωγράφος. Συχνά στεκόμουνα μπροστά στον καθρέφτη και προσπαθούσα να εισχωρήσω με τη ματιά μου μέσα στο είδωλο μου. Τι ήμουνα τελικά, καλλιτέχνης ή αθλητής; Θυμόμουνα τα λόγια κάποιου συγγραφέα: «Μπορείς να γίνεις αθλητής ή ποιητής ή και τα δυο μαζί. 0 αθλητής δομεί το σώμα του, που είναι η σκοπιά απέναντι στον κόσμο». Μέσα στο σώμα λοιπόν, που το είδωλο του καθρεφτιζόταν μπροστά μου, βρισκόταν έγκλειστη η ψυχή του ποιητή, που με τα μάτια του αθλητή εξέφραζε την ευαισθησία του παιδιού που είχε πιστέψει στην ανακύκλωση του ανθρώπου... Και οι αναμνήσεις του αθλητή; Είχαν θαφτεί -όπως συμβαίνει σε κάθε θάνατο- με το σώμα του ποιητή. Έπιανα το κεφάλι μου, έσφιγγα τους κροτάφους. Αυτή τη φορά δε γλίτωνα, είχα περάσει τα όρια της λογικής και διάβαινα την πύλη της τρέλας. Έπρεπε να τα πω όλα στη Μίκα, να της εξηγήσω την τραγική κατάσταση μου, αλλά δίσταζα, γιατί θα την τρομοκρατούσα και θα το 'βαζε στα πόδια. Θα έμενα ολομόναχος... Δεν μπορούσα να πάω ούτε στο πατρικό μου σπίτι, να μου κουνήσει την ουρά του και να πηδήσει πάνω μου ο Λέων. Και καθώς θα μ' έγλειφε και θα τον χαιδολογούσα, να του 'λεγα το παράπονο μου -όπως παιδί, στο Λέοντα τον Πρώτο- για τη μοναξιά και την απελπισία μου... Μόνο ένα σκυλί μπορούσε να με καταλάβει, άνθρωπος κανένας. Υπήρχε μια μοτοσικλέτα, την καβαλούσα και βόλταρα κατά το δρόμο με τους ευκαλύπτους. Περνούσα σαν αστραπή μπροστά από το σπίτι μου, για να μην έχω πάλι συγκινητική συνάντηση με το σκυλί μου, που δε θα την άντεχα. Σταματούσα έξω από το νεκροταφείο και κοίταζα κατά το κτήμα μας, με τα γύρω αμπέλια και τα δέντρα, που όλο λιγόστευαν, γιατί τα ξερίζωνε η επιδρομή της αντιπαροχής. Θυμόμουνα τα λόγια του ποιητή: Τα δέντρα ανασαίνουν τη μαύρη γαλήνη των πεθαμένων. Θεέ μου... 0 γερο-παπάς... Την ευχή σου, γέροντα, μουρμούρισα, αλλά πέρασε μπροστά μου σκυφτός, χωρίς να με δει και να μ' ακούσει.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ κανε ΚΛΙΚ στον κωδικό
http://liberopoulos.gr/listcats.php?subaction=showfull&id=1480295023&archive=&start_from=&ucat=112&show_cat=112 |
|