<< Πεθαίνουν και οι αθάνατοι >> 2
ηλεκτρονική ανάρτηση με φωτογραφίες και εικονογράφηση
που δεν υπάρχουν στο βιβλίο
πεθαίνουν και οι αθάνατοι
2. ο ανεμόδρακος και το φίδι-γούρι του σπιτιού

Το ΨΗΛΟΤΑΒΑΝΟ σπίτι μας, με τα κόκκινα κεραμίδια, καμάρωνε στην ανατολική μεριά στο μακρόστενο κτήμα του, πνιγμένου στο πράσινο, με τον πανύψηλο ανεμόμυλο να το προστατεύει σαν φρουρός. Τη νύχτα σαν φυσούσε ο βοριάς κι΄έτριζαν οι σιδεριές του,τολμούσα να τον κρυφοκοιτάζω από το παραθυρό μου σαν σκελετό δράκου. Σίγουρα το φίδι που λούφαζε στο υπόγειο, πίσω απο τα βαρέλια με το κρασί,τέτοιες ώρες θα βγαινε να ρουφίξει γάλα από τη γαβάθα...Αυτά περνούσαν απο το μυαλό μου και κουκουλωνόμουνα στο πάπλωμα...
Η δημοσιά με τους ευκαλύπτους περνούσε στο νοτιά σύρριζα στο φράχτη και στην αυλόπορτα μας. Ο επισκέπτης του καλοκαιριού, μετά την κάψα και τη σκόνη του χωματόδρομου, βρισκόταν αμέσως στον ίσκιο του πλάτανου και στη δροσιά του πηγαδιού. Ξεδιψούσε από τη στάμνα και γευόταν μούρα και σύκα, ακουμπισμένα πάντα στον τσίγκινο πάγκο για τους περαστικούς. Το κτήμα μας, πριν αρχίσει να το περισφίγγει η άσφαλτος και το τσιμέντο, ήταν παράδεισος, μέσα στο πράσινο και στα αγριολούλουδα. Μικρούλης, μπουσουλούσα στο χώμα κι ανακάλυπτα τους μικροοργανισμούς, τα ζουζούνια, τις πεταλουδίτσες, τα μερμήγκια. Με άρπαζε η μάνα, με σκούπιζε από τα χώματα και έβαζε το σκύλο μας να με φυλάει μην ξαναμπουσουλήσω κατά τον μπαξέ της. 0 πατέρας χάιδευε το Λεωνή κι έλεγε: «0 σκύλος είναι σαν τον άντρα, έχει μπέσα. Η γάτα, όχι. Τη χαϊδεύεις και σου μπήγει τα νύχια...».
Προς το βορρά ορθώνονταν τα λυγερόκορμα κυπαρίσσια και τα πεύκα, που έκοβαν το χειμώνα τον τσουχτερό αέρα. Δυτικά, μετά το φράχτη -όσο έπιανε το μάτι σου- απλώνονταν τα αμπέλια με τις γράνες ορόσημα ιδιοκτησίας. Ανάμεσα τους ξεχώριζε η δίπατη καλύβα του δραγάτη, με τη σφυρίχτρα και το μονόκαννο, που, όπως λέγανε, γέμιζε τα φυσίγγια με χοντρό αλάτι. Όταν άκουγα τα σμπάρα του σκεφτόμουνα πως κάποιος κλέφτης είχε δεχτεί την τσουχτερή αλατιά στα πισινά του... 0 πατέρας όμως γελούσε, γιατί ήξερε ότι ο δραγάτης έριχνε τις τουφεκιές στον αέρα, στο γάμο του Καραγκιόζη. Κλέφτες δεν υπήρχαν εκείνο τον καιρό στην περιοχή μας, ούτε γύφτοι, μόνο μια φορά ξεπέσανε δυο Τσιγγάνες μπάιλντισμένες από τη ζέστη, με τα ακροφούστανά τους ως το χώμα. Επιμένανε -«ασήμωσε, κυρά, να σε πω τη μοίρα σου»-, αλλά η μάνα αρνήθηκε ευγενικά, τις ξεδίψασε, τις φίλεψε φρούτα και τις ρώτησε αν έχουνε παιδιά. Κλαψούρισαν ότι έχουνε μισή ντουζίνα και τότε τους έχωσε στο ταγάρι φαγώσιμα και δυο μπουκάλες γάλα. Η μια τής άρπαξε με το ζόρι την παλάμη κι άρχισε να της λέει ότι θα ζήσει πολλά χρόνια κι ότι θα δει το παιδί της -εμένα- τρανό και πλούσιο. Φύγανε με ευχαριστίες κι ευχές, να έχουμε όλα τα ελέη του Θεού. Η μάνα τις παρακολουθούσε με τη ματιά της ώσπου να βγουν από την αυλόπορτα. Η νουνά μου δε χώνευε τις γύφτισσες, κλέβουνε και του άγιου τα μάτια, έλεγε, αλλά ο πατέρας τής έκανε παρατήρηση: «Να μην κρίνεις, αλλά να κατανοείς...». Εκείνο τον καιρό η φτώχεια έλεγε το ψωμί ψωμάκι και σε κανέναν πεινασμένο δε μανταλώναμε την αυλόπορτα μας. Όλους τους φιλεύαμε. Και ποιοι δε σταματούσαν για μια ανάσα, να πιουν ένα ποτήρι νερό, να γλυκαθούν με λίγα σύκα. Κυρίως γυρολόγοι. 0 παλιατζής, ο γανωτής, ο ακονιστής, ο καρεκλάς, ο παπλωματάς, που χτυπούσε το στρώμα κι έκανε αφράτο το μπαμπάκι.
Αυτό ήταν το κτήμα μας, το βασίλειο των παιδικών μου χρόνων... Ανατολικά, μετά τα χωράφια, το νεκροταφείο με τους λιγοστούς τάφους. Πιο πάνω κυλούσε το ρέμα, κοντά στις στάνες των τσοπάνηδων, και σε μια ώρα δρόμο άρχιζαν τα ριζά του βοονού -αλλού πράσινο, αλλού βραχώδες-, που ο θεόρατος όγκος του δέσποζε κατά την ανατολή. Αυτό το βουνό φάνταζε στα μάτια μου μαγικό εργαστήρι, που έβγαζε από μέσα του κάθε πρωί τον ήλιο, ξερνούσε τα αστραπόβροντα και τις καταιγίδες, το χαλάζι και τη βροχή πριν το ουράνιο τόξο, δική του εφεύρεση κι αυτό... 0 μεγαλοπρεπής όγκος του μου προκαλούσε δέος. 0 πατέρας με καθησύχαζε ότι είναι ένας άκακος γίγας με μπηγμένα στη σάρκα του δέντρα, που φιλοξενεί αγρίμια, λαγούς, αλεπούδες, σκαντζόχοιρους, φίδια, πουλιά, που τον ταλαιπωρούν όμως οι ξυλοκόποι και οι κυνηγοί. Σκεφτόμουν ότι γι' αυτό μας έστελνε την αλεπού να μας πνίξει τα πουλερικά...
Στα κεραμίδια του σπιτιού μας κούρνιαζαν σπουργίτια και κάτω από τις ξύλινες προεξοχές της στέγης τα χελιδόνια έφτιαχναν την άνοιξη τις φωλιές τους. Τα λουλούδια, σε γλάστρες και σε ασβεστωμένους τενεκέδες, κατακλύζανε τις βεράντες. Και οι πρασινάδες παντού, αναρριχόμενες ή έρποντας στο χώμα, έκρυβαν ακόμη και το πεζούλι του υπόγειου, όπου φοβόμουνα να κατεβώ, γιατί πίσω από τα βαγένια με το κρασί λούφαζε κουλουριασμένο το μεγάλο φίδι... Η μαμά έλεγε ότι γλιστρούσε αθόρυβα έξω τις νύχτες του καλοκαιριού για να ρουφήξει γάλα από τον κουβά, ενώ το χειμώνα έπεφτε σε λήθαργο. 0 δραγάτης είχε προθυμοποιηθεί να το σκοτώσει, αλλά ο πατέρας αρνήθηκε, γιατί το θεωρούσε γούρι του σπιτιού. Είχαμε και στέρνα, αλλά δε με άφηναν να μπω να πλατσουρίσω μη γλιστρήσω στη γλίτσα. Υπήρχε και μια γούρνα αθέατη, κάτω από τις φυλλωσιές της περικοκλάδας, μ' ένα ζευγάρι βατράχια να κοάζει πρίμοσεκόντο τις νύχτες της αστροφεγγιάς. Τα λέγαμε μονότονους φωνακλάδες. Τα τζιτζίκια αποτελούσαν τη χορωδία, μονότονη κι αυτή. Οι πριμαντόνες και οι τενόροι —καρδερίνες και φλώρια— κελαηδούσανε στα δέντρα και ένα μοναχικό αηδόνι -όχι ταχτικά- έκανε να σωπαίνουν τα πάντα... Κάτω από την κάνουλα της στέρνας ήταν το στερνάκι κι από κει ξεκινούσε το αυλάκι που κυλούσε σύρριζα στη βεράντα, ποτίζοντας τις βραγιές με τα ζαρζαβατικά. Ντοματιές, κολοκυθιές, μελιτζανιές, που ανήκαν στη δικαιοδοσία της μάνας, όπως όλος ο λαχανόκηπος, με τα κρεμμυδάκια, τα μαρούλια, τα ραπανάκια, τα αντίδια. Παλιά, το νερό το τραβούσε ο αερόμυλος από το πηγάδι, αλλά μετά την αχρήστευση του το ανέβαζε κεντρόφυγα.
Ζείτε στην κιβωτό του Νώε, έλεγε ο γέρος με τα ράσα -μακρινός συγγενής μας- καθώς ευλογούσε μια φορά το χρόνο τα ζώα μας και τα έραινε με την αγιαστούρα, ακόμη και τις δυο αγελάδες και την κατσικούλα μας. Κάποια χρονιά είχαμε και γουρούνι, αλλά δεν ξαναπήραμε ποτέ πια, γιατί, όταν ήρθε η στιγμή να το σφάξουμε, έσκουζε τόσο, που μας ράγισε την καρδιά. Με είχε πάρει ο πατέρας βόλτα, κι όταν γυρίσαμε, ο εργάτης το είχε κρεμάσει στο τσιγκέλι με καψαλισμένο το παχύ σώμα του. Ως και το παγόνι είχε τρομάξει και φτερουγίσει ψηλά στον αερόμυλο, χρυσόφτερο και φανταχτερό, κι ο πατέρας αστειεύτηκε ότι είχε ανεβεί στον άμβωνα φορώντας τα άμφια του. Δεν του άρεσε η παρομοίωση του παπά, που χούτσα κούτσα απομακρύνθηκε κι έκανε πως χαζεύει τις κότες, τις φραγκόκοτες και τις πάπιες. Σύναξη κατοικίδιων ζώων και πτηνών ήταν το κτήμα μας κι ο εργάτης καθάριζε κάθε μέρα με τη μάνικα τις ακαθαρσίες των κουνελιών καιτις κακαράντζες. Και η οικοδέσποινα, αεικίνητη, πασάλειβε τους τοίχους με ασβέστη για να σκοτώσει τα μικρόβια. Τότε δεν είχε εφευρεθεί το Ντι Ντι Τι, ούτε η πενικιλίνη.
Πέρα απο τα αγροκτήματα άρχιζαν στους χωματόδρομους οι μονοκατοικίες να είναι η μιά κοντά στην άλλη, να φτιάχνουν τις γειτονιές, με τα δίπατα σπίτια προς το κέντρο, με τη πλατεία, το αστυνομικό τμήμα, το φούρνο,το ζαχαροπλαστείο, το φαρμακείο, το εμπορικό, το παντοπωλείο, το χασάπικο, το ιχθυοπωλείο. Και τον υπαίθριο κινηματογράφο, τη λατρεία μου.Οι γειτονιές με τις αυλές των χαμηλών σπιτιών και τα μικρομάγαζά τους,το μπακαλικάκι,το τσαγκαράδικο,αλλά και τον γαλατά, τον παλιατζή, τον παπλωματά. Έφυγαν για πάντα για να ρθούν οι πολυκατοικίες της αντιπαροχής, τα σούπερ μάρκετ της καταναλωτικής κοινωνίας. Όλα τα θυμάμαι όχι σαν αντικείμενα, αλλά σαν φευγάτα αγαπημένα πρόσωπα, πως λέμε ο παππούς, η γιαγιά, η νονά μου... Το κρεμασμένο φανάρι προστάτευε τα ευπαθή φαγώσιμα από τις μύγες, το κινίνο έριχνε τον πυρετό, οι κοφτές βεντούζες διώχνανε το κρύωμα και οι βδέλλες ρουφούσανε το αρρωστημένο αίμα. Ξέχασα, στο χιονιά ο πατέρας έβαζε από μια εφημερίδα στο στήθος και στην πλάτη, να μην περνάει το κρύο. Το βράδυ καθόμαστε μπροστά στο τζάκι. Οι φτωχοί είχανε φουφού και κάποιοι άλλοι μόνο την ανάσα τους, που τη χου-χούλιαζαν. Δύσκολοι καιροί για τη φτώχεια, έλεγε ο πατέρας, όχι όμως όσο για τους προϊστορικούς ανθρώπους πάνω στα δέντρα, πρόσθετε έτσι ξεκάρφωτα. 0 δραγάτης έχασκε με θαυμασμό κι άκουγε τη συνέχεια.
—Μετά οι άνθρωποι κατέφυγαν στις σπηλιές για να βρουν προστασία από τα αγρίμια και ζεστασιά από το αφόρητο κρύο.
0 δραγάτης ρουφούσε το κρασάκι, σκούπιζε με την παλάμη το μουστάκι του και χαιρόταν που ζούσε στη σημερινή εποχή, ανάμεσα στα οπωροφόρα δέντρα και στα αμπέλια και το χειμώνα ζεσταινότανε στο παραγώνι του. Κι εγώ ένιωθα τυχερός που είχα αποφύγει τη ζωή πάνω στα δέντρα και μέσα στις σπηλιές και ζούσα στον παράδεισο μας. Και τι δεν είχαμε... Οπωροφόρα δέντρα, αμπέλι, και στον κάτω φράχτη φραγκοσυκιές, που έμοιαζαν με αγκαθωτές λαγάνες. Στο χερσοχώραφο, με την κουφαλιασμένη χαρουπιά, υπήρχαν αιωνόβια αυτοφυή, με αγκαθωτές όρθιες μύτες. Τα τρυπούσα με το σουγιά για να δω τις ίνες τους να βγάζουν το αθάνατο ζουμί. Αν το πιεις, έλεγε ο δραγάτης, ή θα πεθάνεις επιτόπου ή θα γίνεις αθάνατος... Γιατί, μπαμπά, τα λένε αθάνατα; Γιατί, παιδί μου, δεν πεθαίνουνε ποτέ. Από τη μια οι νεκροφόρες στη δημοσιά, από την άλλη τα αθάνατα στα χωράφια, ερέθιζαν τη φαντασία μου και ρωτούσα γιατί δε μένουν και οι άνθρωποι αθάνατοι. Με χάιδευε στα ανάκατα μαλλιά και με παρακινούσε να πάω να παίξω, αλλά, μόνος μου, τι παιχνίδι να 'κανα. Έτρεχα να σκαρφαλώσω στην αμυγδαλιά για τσάγαλα, να γδάρω τα γόνατα μου και μετά να με μαλώσει χαιδευτικά η μάνα, που ένιωθε τη μοναξιά μου. Πολλές φορές έβρισκα καταφύγιο στη γέρικη χαρουπιά, που λέγανε ότι υπήρχε αιώνες. 0 σκεβρωμένος κορμός της δημιουργούσε ένα ακουμπιστήρι κι εκεί στήριζα την πλάτη και κρεμούσα τα πόδια μου διαβάζοντας Ντετέκτιβ Χ και Αρσέν Λουπέν, βιβλιαράκια που τα΄ κρυβα στην κουφάλα της. 0 σκύλος μου με περίμενε υπομονετικά ξαπλωμένος στον ίσκιο της, με το μουσουδι του στο χώμα, αναζητώντας δροσιά. Όσο ήμουνα στο δέντρο, καταμεσής των αμπελιών, ο πατέρας έλεγε: «Γυναίκα, ο γιος μας πάλι αμπελοφιλοσοφεί...». Ναι, σκεφτόμουν ότι, από τους ανθρώπους που ήξερα, κανένας δε θα ζούσε μετά από χρόνια, όλοι θά 'φευγαν με τη αράδα τους, ακόμη κι οι γονείς μου, εγώ κι ο σκύλος μου. Γράφοντας το ημερολόγιο μου, θυμόμουν ότι είχαν περάσει από το κτήμα μας δύο σκυλιά, ο Λέων ο Πρώτος κι ο Λέων ο Δεύτερος, κατάμαυροι κι οι δυό. Λεωνάκι μου, μονολογούσα, θα πεθάνεις κι εσύ ο άσημος, όπως θα φύγουν από τη ζωή και οι διάσημοι. 0 Σαρλό, η Γκρέτα Γκάρμπο, ο Χοντρός κι ο Λιγνός, ο Έρολ Φλυν... Παιδιάστικες σκέψεις, που γρήγορα εξανεμίζονταν, καθώς τρεχαλούσα ξυπόλυτος στα χωράφια, ανάμεσα στις ασπροκίτρινες μαργαρίτες και στις παπαρούνες, που έβαφαν τις πατούσες μου κόκκινες. Όταν μπάφιαζα, ώσπου να στεγνώσει ο ιδρώτας, μη με δει αναψοκοκκινισμένο η μάνα, την άραζα στο σκιερό αλωνάκι, όπου πίσω από ένα πεζούλι θάβαμε βαθιά τα οικιακά μας ζώα. Μετά τις φτυαριές, μόλις έφευγε ο πατέρας, έκανα τελετή στα σκυλιά μας τυλιγμένος σ' ένα σεντόνι σαν παπάς, μουρμουρίζοντας αυτοσχέδια ψαλμωδία, όπως ανάπαυσον αυτόν εν μέσω δροσερών υδάτων, γιατί τα σκυλιά μας μπλατσούριζαν στη κάψα του καλοκαιριού στο στερνάκι...
Όταν πλησίαζε το Σαββατοκύριακο, μαδούσα μια μαργαρίτα -μ' αγαπά, δε μ' αγαπά- για να μάθω αν θα μας πήγαινε ο πατέρας την Κυριακή να δούμε τον Σαρλό. Όλοι γελούσαν με τις μεγαλοφυείς γκάφες του, μόνο η μαμά έκλαιγε με τα βάσανα του. Με τον Χοντρό και τον Λιγνό διασκέδαζαν ακόμη και οι βλάκες... Οι ταινίες που με είχαν συγκλονίσει ήταν: Οι τέσσερις ιππότες της Αποκαλύφεως, με τους καβαλάρηδες του θανάτου, ο αόρατος άνθρωπος, με τη διασκεδαστική αλλά και τραγική αυτοδυναμία του- Ο Φρανκεστάιν, με την αβάσταχτη μοναξιά του και ο Γκάγκα Ντιν, με τον ηρωισμό του. 0 κινηματογράφος, σχολίαζε ο πατέρας, δημιουργεί είδωλα, αυτά που λαχταρούν να είναι οι ίδιοι οι θεατές. Το σινεμά ήταν η καλύτερη ψυχαγωγία μου. Μεγαλώνοντας, με άφηνε ο πατέρας να πηγαίνω στο υπαίθριο σινεμά μόνος μου, αλλά φχαριστιόμουνα το έργο μόνο ως το διάλειμμα, γιατί μετά σκεφτόμουνα το γυρισμό. 0 δρόμος δεν είχε φωτισμό και τα σκυλιά με γάβγιζαν, γι' αυτό στον πηγεμό έβαζα πέτρες κάτω από τους ευκαλύπτους και τις μάζευα στην επιστροφή. 0 σκύλος μου όμως με μυριζόταν από μακριά και με περίμενε στο ύψωμα -το βουνάκι- να γυρίσουμε μαζί. Πανέξυπνος, τρεχαλούσε δίπλα μου τα μεσημέριαστο λιοπύρι, όταν παραμόνευα τις σταρήθρες. Τις λέγαμε και κατσουλιέρες. Το πουλί γυρόφερνε πάνω από τα σπαρτά και ξαφνικά βουτούσε σαν στούκας,παραπειστικά, μακριά από τη φωλιά του. Μετά σερνότανε κι έφτανε στα πουλάκια του, που ανοίγανε πεινασμένα τα ροζ χνουδωτά στοματάκια τους. Όταν έλειπε η μάνα τους, καθόμουνα και τα καμάρωνα.
0 χωματόδρομος με τους ευκαλύπτους διέσχιζε τα βρεγμένα πράσινα γεννήματα το χειμώνα, που μετά το θερισμό κιτρίνιζαν οι περόνες τους κάτω από τον καυτό ήλιο σαν πίνακες του Βαν Γκογκ. Όταν πρωτοπήγα σχολείο, κάποια παιδιά με κορόιδευαν που έμενα στην οδό Αναπαύσεως. Τη λέγανε και δρόμο των κυνηγών, γιατί κάτω από τους ευκαλύπτους της στήνανε το χάραμα καρτέρι στα τρυγόνια. Άριστος σκοπευτής ο πατέρας, απόφευγε το κυνήγι -«τι μου φταίνε τα αθώα πετεινά του ουρανού;» έλεγε-, αλλά αντάλλασσε φρούτα και φιστίκια με τρυγόνια και ορτύκια. Το κυνήγι άρεσε στον κτηνίατρο —ερχόταν με αγοραίο για τις αγελάδες-και στο μακρινό συγγενή μας με το ράσο, που κάθε καλοκαίρι τού παραχωρούσα το δωμάτιο μου για λίγες ημέρες. Θεόρατος γέρος, κάτισχνος σαν πίνακας του Γκρέκο. Τον φωνάζαμε πάτερ ή γέροντα, αλλά κανένας δεν τολμούσε να τον ρωτήσει λεπτομέρειες για την ιερατική καριέρα του. Τον συνόδευε η φήμη ότι υπήρξε ηγούμενος σε μονή του Αγίου Όρους και μας μιλούσε για την αγιοσύνη των καλογήρων. Έτσι, μόνο μεγάλους έβλεπα. Το ζευγάρι των περιβολάρηδων, το μισητό παιδίατρο, που διέταζε να μου δίνουν δυο κουταλιές μουρουνόλαδο, τον κτηνίατρο και τον παπά με την παπαδιά της ενορίας μας. Παιδιά ούτε για δείγμα δεν έβλεπα, γιατί σ' αυτή την ερημιά το κοντινότερο σπίτι απείχε όσο δεν έφτανε η φωνή του ανθρώπου.
0 πατέρας ήταν από ευκατάστατη επαρχιακή οικογένεια, αλλά, όταν ο παππούς έχασε την περιουσία του στο εμπόριο, επιβιβάστηκε στο «Σατούρνια» για να γυρίσει όμως πίσω με το ίδιο υπερωκεάνιο, καθώς ήταν φιλάσθενος. Εξάλλου, δε γνώριζε και καμιά τέχνη ώστε να προκόψει ως μετανάστης. Για να πλένεις πιάτα και να βάζεις σιδηρογραμμές δεν αντέχεις, του είπε ο γαλλομαθής γιατρός στο Έλις Άιλαντ και τον "έκοψε". Διάλεξε μια γυναίκα για σύντροφο και νοσοκόμα, αγόρασαν αυτόν το μικρό παράδεισο και βάλανε εμένα στο κέντρο του για επίγειο αγγελούδι τους. Αλλά, όπως είχε μάθει ο πατέρας από μικρός με υπηρέτες, συνέχισε να δίνει εντολές με ένα νεύμα στη μητέρα, που τις εκτελούσε υπάκουα. Ήταν αγαπημένο αντρόγυνο, εκείνος μορφωμένος και με τα γαλλικά του, εκείνη ούτε το δημοτικό δεν είχε βγάλει, γιατί τότε τα κορίτσια στην επαρχία έμεναν στο σπίτι. 0 ηγούμενος έλεγε ότι η δυσαρμονία μόρφωσης των γονιών μου είχε δημιουργήσει αρμονία στο γάμο τους. Ποτέ δεν είχα ακούσει τη μητέρα να φέρει αντίρρηση στον πατέρα, όπως κι εγώ υπάκουα σε κάθε εντολή του. «Μη βγαίνεις από το σπίτι το πρωί που ντουφεκάνε οι κυνηγοί, θα σε στραβώσουν τα σκάγια... Μη σκαρφαλώνεις στις συκιές να κόψεις άγουρα σύκα, γιατί θα σε τσούξει το γάλα τους... Μη κόβεις φραγκόσυκα, θα σε τρυπήσουν οι βελόνες τους... Μην πλησιάζεις στη στέρνα αν δεν είμαι εγώ ή η μητέρα σου... Μην παίρνεις τίποτα από τη βιβλιοθήκη που δε θα σ' το δώσω εγώ...» Στο ψηλότερο ράφι της υπήρχαν κάποια δερματόδετα βιβλία, εντελώς απαγορευμένα για την αφεντιά μου. Με έβλεπε βιβλιοφάγο και χαιρόταν που του είχα μοιάσει. Μετά από επιμονή της νουνάς μου, της επέτρεψε να μου χαρίσει το Χωρίς οικογένεια κι αργότερα τον Κόμη Μοντεχρίστο και τους Αθλίους. Δεν του άρεσαν τα μυθιστορήματα, αλλά δε μου απαγόρευσε να τα διαβάσω, αφού δεν είχα φίλους να παίξω. Για να βρω παιδί, τρύπωνα στο νεκροταφείο -κυρίως τα ψυχοσάββατα—, αλλά κάποιο μαυροφορεμένο χέρι το τραβούσε κοντά του.
Γιατί, μανούλα, το λένε ψυχοσάββατο; ρωτούσα. Κι εκείνη μου εξηγούσε ότι αυτή η ημέρα είναι αφιερωμένη στην ανάπαυση των ψυχών. Ώστε οι ψυχές δεν είναι αναπαυμένες; αναρωτιόμουν. Και τις νύχτες, που στρίγγλιζε ο αέρας στις λαμαρινένιες φτερούγες του αερόμυλου, κουκουλωνόμουνα στο κρεβάτι από φόβο και η φαντασία μου έπλαθε ψυχές πεθαμένων που πετούσαν πάνω από τα μνήματα. Όταν περνούσε κηδεία -ο πεθαμένος μπροστά, οι ζωντανοί πίσω- κάναμε το σταυρό μας κι ο πατέρας έλεγε ότι ο άνθρωπος δεν προλαβαίνει καλά καλά να ζήσει και πεθαίνει... Τόσες ώρες κοιμάται, τόσες δουλεύει, τόσες έχει άγχος, τι του μένει, ένα τίποτα, συμπλήρωνε —στις σπάνιες επεμβάσεις της- η μητέρα. Εγώ είχα βγάλει το συμπέρασμα ότι, για να απολαύσει ο άνθρωπος τη ζωή, έπρεπε να ζει σε κάθε αιώνα από μία...
Τους πρώτους φίλους τους απόχτησα στο σχολείο. Η φήμη μου είχε προηγηθεί, ότι δεν ήμοονα παιδί αλλά στοιχειό που ζούσε κοντά στο νεκροταφείο. Δεν πα να λεγαν ό,τι ήθελαν, εγώ ένιωθα ευτυχισμένος βολτάροντας με το σκύλο μου στο κτήμα, κορφολογώντας ρόκα, κάππαρη, βρούβες, σπαράγγια για τη σαλάτα του πατέρα. Στους όχτους φύτρωνε και χαμομήλι... Κάποιοι συμμαθητές κόμπαζαν ότι ο πατέρας τους ήταν επιστήμονας, αξιωματικός, έμπορος. Κάποιοι άλλοι με κορόιδευαν όταν έλεγα το μεδούλι "μελούδι" και το ούρλιαγμα αρούλιασμα. Αλλά ο πατέρας μού είπε ότι το μελούδι προέρχεται από το μυελό, όσο για το σκυλί, αρουλιάζει, όπως το έλεγαν πάππου προς πάππου στο χωριό του. Η κυρα δασκάλα με προστάτευε και με περιποιόταν, γιατί της έστελνε η μητέρα αυγουλάκια, σύκα και σταφύλια -ροδίτες, ροζακιά, μοσχάτα, σαββατιανά, αυγουλάτα. Και φιστίκια Αιγίνης, πανάκριβα, που, όταν η σοδειά χαλούσε, μειωνόταν το εισόδημα μας σημαντικά. Φιλεύαμε και το δάσκαλο, που συμφωνούσε με τον πατέρα ότι όσο προχωράει ο πολιτισμός, τόσο θα γίνονται άνοστα τα φρούτα με την υπερβολική χρήση λιπα¬σμάτων. Ακόμη έλεγε ότι στο μέλλον το καυσαέριο θα μας εμποδίζει να βλέπουμε τα αστέρια και οι πολυκατοικίες θα μας κρύβουν τον ήλιο όταν δύει. Ακούγοντας καμιά φορά σαξόφωνο ή τρομπέτα -που άρεσαν στον πατέρα- αναπολώ εκείνα τα ηλιοβασιλέματα και τις ξάστερες νύχτες και μου 'ρχεται να κλάψω... Πιστεύω ότι σε καμιά άλλη ζωή δε θα απολαύσω τόσες κουκκίδες να λαμπυρίζουν τη νύχτα, ούτε εκείνα τα εξαίσια χρώματα στη δύση του ήλιου. Ούτε θα νιώσω το μοσχοβόλημα της αγριοβιολέτας το σούρουπο και του νυχτολούλουδου στο φως του φεγγαριού.

Σας είπα, στα μικράτα μου ζήλευα τα παιδιά που ζούσαν στο προάστιο, μερικά σε δίπατα πέτρινα σπίτια με μαρμάρινες σκάλες, ευρύχωρες βεράντες και σοφίτες με κόκκινα κεραμίδια. Βίλες με μυστηριώδες παρελθόν, αφού στην κεντρική είσοδο είχανε σκαλιστές επιγραφές, όπως «Υακίνθη», «Ελένη», «Κήπος της Εδέμ»... Το δικό μας μονώροφο σπίτι είχε κεραμίδια πάνω από τις δυο κρεβατοκάμαρες -για να απομονώνουν το κρύο και τη ζέστη- και ταράτσα στην κουζίνα, για να βάζει η μαμ'α τις μποτίλιες με ψύχα ντομάτας και να γίνει μπελτές.. Όταν πηγαίναμε στο προάστιο με τον πατέρα, καταλάβαινε το θαυμασμό μου για τις βίλες και μου έλεγε ότι αυτές είχαν δυο τρία πεύκα, ενώ εμείς κάθε είδους δέντρο. Μια βίλα, που ανήκε σε κάποιο μετανάστη που γύρισε από την Αυστραλία, είχε και γήπεδο τένις...Είχε ανοίξει το πρώτο παντοπωλείο με διαλεγμένα προιόντα ποιότητας και τα όσπρια δεν τα είχε σε ανοιχτά τσουβάλια, αλλά σε κιβ΄βτια με τζάμι. Πέππα, τον λέγανε κι΄επειδή κάπνιζε πίπα γελούσα... Οι κόρες του χτυπούσαν με τη ρακέτα το μπαλάκι, που το έστελναν πέρα δώθε και ζαλιζόμουνα σαν το παρακολουθούσα. Σε λίγες κατοικίες υπήρχαν αυτοκίνητα, κι ανάμεσα τους είχα βάλει στο μάτι μια κατακόκκινη Μπουγκάτι, που ο ιδιοκτήτης της, Ταρσούλη τον λέγανε, έτρεχε στους αγώνες, έτσι λέγανε τα παιδιά. Εγώ τους έκανα τον καμπόσο, αραδιάζοντας τους ψευτιές ότι, στο ανεμόπτερο που απογείωναν στα θερισμένα χωράφια, είχα μπει κι εγώ. Μυθικά πρόσωπα οι ανεμοπόροι, που ο ένας τους πιλοτάριζε και οι άλλοι τραβούσαν τα λαστιχοσχοινα φωνάζοντας ρυθμικά «έαααρ, έαααρ», ώσπου να απογειωθεί το μονοπλάνο και να βολτάρει πάνω από τα χωράφια τρομάζοντας τα πουλιά.
Από πολύ μικρός έμαθα να διαβάζω, κι όταν πρωτοπήγα σγρλείο, η κυρία Ιφιγένεια η δασκάλα με αποκάλεσε «μικρόν τέρας». Κανένας άλλος μαθητής, ούτε της έκτης δημοτικού, δεν ήξερε για το θωρηκτό «Ποτέμκιν», τον «Τιτανικό» και το «Σατούρνια», αλλά και για τον Λίντμπεργκ, που είχε περάσει τον Ατλαντικό με αεροπλάνο. Στη πρώτη έκθεση μου έγραψα ότι αγαπάω τα ζώα περισσότερο από τους ανθρώπους και η ο δάσκαλος αποφάνθηκε ότι θα γίνω μισάνθρωπος ή κτηνίατρος.
Τα γράφω μπερδεμένα, αλλά δεν είμαι συγγραφέας και αραδιάζω τις αναμνήσεις μου σκόρπια, όπως μου 'ρχονται στο νου κι όπως αισθάνομαι όταν πιάνω το μολύβι... Να, τώρα ξαφνικά θυμήθηκα ότι τις νύχτες του καλοκαιριού κοιμόμαστε στη βεράντα με ανοιχτές πόρτες και παράθυρα, με αχρείαστη την παρουσία του αστυφύλακα, που με το περιβραχιόνιο υπηρεσίας περιπολούσε μια φορά το πρωί και μια φορά το βράδυ στη δημοσιά. Όλα βαίνουν καλώς, έλεγε τραγουδιστά στο σκοτάδι και στη σιγαλιά της τελευταίας του βάρδιας, και προχωρώντας άρπαζε τη σακούλα με τα σύκα που του αφήναμε στη μάντρα. Τις Κυριακές, όταν σχολούσε η εκκλησία, ερχόταν ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος του προαστίου, με τα πόδια ή με το ποδήλα¬το του ταχυδρόμου. Όσοι περνούσαν από το κτήμα -γραβατωμένοι, ένστολοι, ρασοφόροι- γευόντουσαν τα φρούτα μας, ακόμη και το μπακαλόπαιδο με το ζεμπί-λι κι ο παγοπώλης, που μας έφερνε το καλοκαίρι με τη δαγκάνα τον πάγο, που έσταζε, για να φτιάξουμε πα¬γωτό.
Η Κυριακή ήταν ξεχωριστή μέρα για τη μητέρα. Με σήκωνε με τον απόμακρο ήχο της καμπάνας -με είχε πλύνει αποβραδίς ολόκορμα- και μου φορούσε τα καλά μου. Καθώς βαδίζαμε για την εκκλησία, όλο μού έφτιαχνε τα ανάκατα μαλλιά, μουρμουρίζοντας ότι θα μου τα κούρευε γουλί. Συμφορά μου, σκεφτόμουνα, γιατί ήξερα ότι τα ξανθά μου μαλλιά με έκαναν να μοιάζω με αγγελούδι, όπως έλεγε ο ψάλτης με τη γαμψή μύτη. Δεν τον χώνευα αυτό τον άνθρωπο, που ήθελε να με κάνει βοηθό του, γιατί με χάιδευε στα μαλλιά και απότομα κατέβαζε τη χερούκλα του στα μπουτάκια μου, αλλά εγώ τσινούσα σαν πουλαράκι και ξέφευγα. Γλίτωσα οριστικά από τις απόπειρες χάιδολογημάτων του όταν μου φόρεσαν γκολφ παντελόνι.
Στην Παναγίτσα,όσο έψελναν και λιβάνιζαν, χάζευα τις εικόνες, μεγαλώνοντας όμως έριχνα κρυφές ματιές στα κορίτσια με τα πεντακάθαρα φουστανάκια και τις καλοσιδερωμένες κορδέλες στα μαλλιά. Πιο υπομονετικά από τα αγόρια, παρακολουθούσαν με προσποιητή σοβαρότητα τη λειτουργία, χωρίς να λείπουν οι κρυφές ματιές κατά τη μεριά μας. Εμείς μπροστά δεξιά, κι αυτά αριστερά. Από την αρχή είχα βάλει στο μάτι μια καστανούλα, λίγο μεγαλύτερη μου. Την πρωτοείδα με δαντελένιο αραχνοΰφαντο φόρεμα, και τη βάφτισα Αραχνοΰφαντη. Όταν οι ματιές μας απόκτησαν οικειότητα, καλημερίζονταν, ρωτούσαν «πώς έχετε εις την υγεία σας;», έκαναν κομπλιμέντα για το καινούριο ροζ φόρεμα ή το γκολφ παντελόνι, κουτσομπόλευαν τους διπλανούς και έλεγαν αντίο...
Μια Κυριακή, μόλις σχόλασε η λειτουργία, την πλησίασα στο προαύλιο και βάζοντας όλο μου το θάρρος τη ρώτησα: «Πώς σε λένε;». Το άκουσαν οι φιλενάδες της και βάλανε τα γέλια, εκείνη κοκκίνισε κι εγώ το 'σκασα τρέχοντας, πανικοβλημένος. Μια άλλη Κυριακή, καθώς δίσταζα να την πλησιάσω, ήρθε δίπλα μου και μου είπε με θάρρος: «Με λένε Ανεζούλα, εσένα;». Έτσι άρχισε η γνωριμία μας, με λιγόλογα, αλλά το βράδυ στο κρεβάτι μου κάλπαζε η φαντασία μου. Ήταν η εποχή που διάβαζα στα κρυφά ρομάντζα, αυτά που ξεχνούσε η νουνά το καλοκαίρι.
Η μητέρα μαντάριζε ή σιδέρωνε κι ο πατέρας άκουγε στο γραμμόφωνο κάνα κλέφτικο ή καλαματιανό. Έβαζε και τον Καρούζο, αλλά ο γρατσουνισμένος δίσκος ήταν βραχνός. Ήξερα ότι η μουσική Θα τέλειωνε με τον δίσκο που αγαπούσα. Έσπευδα λοιπόν, ξάπλωνα μπροστά στο τζάκι κι απολάμβανα τη μουσική, που καταλάβαινα ότι κάθε φορά ράγιζε την καρδιά του πατέρα. Αμερικάνικος δίσκος, ανάμνηση από το ταξίδι του στη Νέα Τόρκη, που δεν πάτησε όμως το πόδι του σ΄αυτή. Τον έβγαζε τελετουργικά από τη δερμάτινη βαλίτσα του, που έκρυβε την απόπειρα του να γίνει μετανάστης, ποιός; ο γιος του τοπικού άρχοντα. Τα αγαπημένα του πράγματα ήταν καταχωνιασμένα βαθιά στην ντουλάπα και κανένας άλλος εκτός από τον ίδιο δεν επιτρεπόταν να τα αγγίξει.
Αν και βιβλιοφάγος από μικρός, δε μ' άρεσαν τα παραμύθια για παιδιά. Σκάρωνα δικά μου. ιχνογραφώντας τα με κραγιόνια, όπως το παγόνι, με την πολύχρωμη μεγαλοπρεπή ουρά, που μονομαχούσε με το πελώριο μαύρο φίδι με τις άσπρες βούλες, που σφάδαζε ματωμένο στις περόνες του σκαντζόχοιρου. Και ο Λέων με περικεφαλαία Μεγαλέξανδρου και η χελώνα με πανοπλία μονομάχου... Η μαμά έλεγε πως ζει διακόσια χρόνια και πως μπορεί να είχε δει τον Κολοκοτρώνη και τον όσιο Νεκτάριο, μεγάλη η χάρη του... Ο πατέρας δεν ήθελε να με βλέπει να μουντζουρώνω- οι ποιητές και οι ζωγράφοι, σχολίαζε, πεθαίνουνε στην ψάθα. Η μητέρα όμως με καμάρωνε:Θα γίνει το παιδί μας ό,τι το φωτίσει ο καλός Θεός, του 'λεγε. Εκείνος θύμωνε: Σε αυτή τη ζωή είναι δικό μου παιδί και θα τον κάνω επιστήμονα.
—Μα τι λες, μπαμπά, ρωτούσα, θα ζήσω κι άλλη ζωή;
—Μπορεί... 0 παππούς σου ήταν σοφός και πίστευε ότι ερχόμαστε στη ζωή με ένα πρόσωπο εντελώς διαφορετικό από το προηγούμενο, αλλά και από το επόμενο...
Συχνά η σκέψη μου πετούσε στα απαγορευμένα βιβλία, που πόσο πιο ακατάλληλα μπορούσαν να είναι από τη Λέδη Τσάττερλυ, που είχα διαβάσει κρυφά. Έτσι, λαχταρούσα να τα κατεβάσω από το ψηλότερο ράφι. Το πρώτο βιβλίο που μου έδωσε ο πατέρας είχε τίτλο Η ιστορία της ανθρωπότητας, του Βαν Λουν, αλλά ο ηγούμενος, που με είδε να το φυλλομετράω, είπε ότι έπρεπε ν' αρχίσω με την Αγία Γραφή. Θυμάμαι την πρώτη παράγραφο, που διάβασα φωναχτά: Ζούμε κάτω από τον ίσκιο ενός γιγάντιου ερωτηματικού. Ποιοί είμαστε, από πού ερχόμαστε, ποιός είναι ο προορισμός μας; 0 φιλοξενούμενος μας πετάχτηκε: Είμαστε δημιουργήματα του Θεού, ερχόμαστε από το χώμα και θα καταλήξουμε σε αυτό. 0 πατέρας κούνησε το κεφάλι. Ως προς το φθαρτό σώμα, πιθανόν να είναι έτσι, αλλά ως προς την ψυχή αμφιβάλλω... Η ερώτηση λοιπόνπρέπει να είναι:τι είναι η ψυχή, από πού έρχεται και πού πάει; Ο γέροντας θύμωσε που ο πατέρας έμπαινε στα αμπελοχώραφά του και είπε στη μητέρα, που παρακολουθούσε όπως πάντα σιωπηλή την κουβέντα: Θα έχεις την ευχή μου αν κάψεις αυτά τα βιβλία. Γιατί, αν τα διαβάσει ο γιος σου, θα γίνει άθεος. Όταν κατέβασα από το ψηλότερο ράφι το πρώτο απαγορευμένο βιβλίο, νομίζω ότι ο πατέρας έκανε τα στραβά μάτια, ώστε να μην αναγκαστεί να μου εξηγήσει τα ανεξήγητα, όπως εκείνο για το αέναο ταξίδι της ψυχής. Άρχισα να διαβάζω περίεργα πράγματα: Υπάρχει γέννηση εκ νέου της ψυχής σε μία ή περισσότερες διαδοχικές υπάρξεις, που μπορεί να είναι άνθρωποι, ζώα ή σε μερικές περιπτώσεις φυτά. Όπως πρεσβεύουν κάποιες ανατολικές θρησκείες, αλλά και οι αρχαίοι Έλληνες, οι ορφικοί, η προϋπάρχουσα ψυχή επιβιώνει του σωματικού θανάτου και μετενσαρκώνεται διαδοχικά. Ακόμη και οι πεταλούδες μπορεί να είναι ανθρώπινες ψυχές. Και ο Πλάτων πίστευε στην αθανασία της ψυχής, που ταξιδεύει σε επαναλαμβανόμενες μετενσαρκώσεις. Ακόμη διάβασα ότι ο βουδισμός αρνείται την αμετάβλητη ψυχή, που διαφοροποιείται σε κάθε ζωή στο σπέρμα της συνείδησης στη μήτρα της μάνας.
Δεν τολμούσα να ρωτήσω το γονιό μου για όλα αυτά που διάβαζα και τις απορίες που είχα. Έβαζα δικά μου ερωτήματα στον εαυτό μου, αν δηλαδή η ψυχή του νεογέννητου υπάρχει στο έμβρυο ή εισέρχεται στο σώμα του τη στιγμή της γέννησης... 0 πατέρας είχε βάλει σημάδια στα βιβλίαταμπού και μου είχε πει να μην τα κατεβάσω από το ράφι, αλλά εξακολουθούσε να κάνει στραβά μάτια. Όταν μεγαλώσεις, τόνιζε, θα σου πω τα συμπεράσματα μου για το έπος της ψυχής. Τι συμπεράσματα, αφού τα είχα βγάλει, βιαστικά, μόνος μου... Είχαμε στο γυμνάσιο ένα συμμαθητή που κοριτσόφερνε. Οι άλλοι τον κορόιδευαν, αλλά εγώ μάντευα ότι στην προηγούμενη ζωή του υπήρξε γυναίκα. Αλλά και η αρρενωπή γυμνάστρια θα ήταν κάποτε άντρας.
Αυτά τα περίεργα κλωθογύριζαν στη σκέψη μου, χωρίς να τολμώ να τα εξομολογηθώ σε κανέναν. Είπαμε, δεν είχα φίλους και οι συμμαθητές μου παίζανε βόλους και μπάλα, ενώ εγώ διάβαζα μετά μανίας βιβλία για να εξηγήσω τα μεταφυσικά φαινόμενα που με απασχολούσαν. Καμιά φορά ο πατέρας μου 'δειχνε, στο φως της λάμπας, εκδόσεις της Νάσιοναλ Τζεογκράφικ, που χρηματοδοτούσε αρχαιολόγους και ερευνητές για να ξεθάψουν τις ρίζες του ανθρώπου. Χάζευα φωτογραφίες βγαλμένες σε σπήλαια πρωτόγονων και σε χώρους ανασκαφών. Συλλάβιζα τις λεζάντες. Αργότερα καταβρόχθιζα σελίδες. Όσο μεγάλωνα, σχημάτιζα δικές μου εικόνες και κρατούσα περιληπτικά σημειώσεις Χιλιάδες χρόνια πριν, στο τέλος της παγετώδους εποχής, συντελέστηκε μια καταλυτική αλλαγή. Ο πρωτόγονος άνθρωπος κατέβηκε από τα δέντρα, όπου ζούσε σαν άγγελος, και κατέφυγε σαν τυφλοπόντικας σε σπηλιές, όπου διατηρούσε εστία φωτιάς. Μετά έφτιαξε κατοικίες με πέτρα και λάσπη. Προόδευε. Οι κυνηγοί αποθήκευαν τροφή, τα χέρια τους έγιναν επιδέξια και έφτιαξαν εργαλεία, οι μονάδες αναζήτησαν το νόημα της ζωής στην ομαδικότητα, σε ιεροτελεστίες. Ήταν τότε που ο άνθρωπος εκφράστηκε καλλιτεχνικά, πελεκώντας το βράχο και ζωγραφίζοντας πάνω του...
0 πατέρας συζητούσε με τον ηγούμενο τέτοια θέματα κι εγώ έκανα πως ιχνογραφούσα, στήνοντας αυτί. Δεν είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση το νοήμον θηλαστικό και μιλούσε περιφρονητικά: 0 άνθρωπος είναι ένα μερμηγκάκι στον ίσκιο του Δημιουργού, πονηρό και άπληστο, που η όσφρηση του φτάνει, μόνο ως την τροφή και. την απόλαυση.
0 γέροντας κόμπαζε: Ναι, αλλά αυτό το μερμηγκάκι, με τη δύναμη του Θεού, ανέδειξε αγράμματους ψαράδες σε σοφούς αποστόλους που κήρυξαν τη χριστιανική πίστη. Πώς το εξηγείς εσύ ο παντογνώστης;
—Η μετενσάρκωση της ψυχής, γέροντα. 0 αγράμματος ευαγγελιστής θα ήταν σε προηγούμενη ζωή τέρας μόρφωσης. Ίσως φιλαναγνώστης παπύρων ή βιβλιοθηκάριος.
—Μα τι λες, βλάσφημε... Οι ευαγγελιστές είχαν τη θεία έμπνευση και χάρη...
—Με την ανακύκλωση της ψυχής τα πάντα μπορούν να συμβούν. Όπως εσείς, μπορεί να προϋπήρξατε ιεροεξεταστής και να είχατε ρίξει στην πυρά αθώους... Και σε άλλη ζωή να υπήρξατε μαύρος σκλάβος που τον λίντσαραν...
0 γέροντας άρχισε να σταυροκοπιέται και να μουρμουρίζει: Ήμαρτον, Κύριε, που έμπλεξα με αυτόν το δαιμονισμένο.
0 πατέρας συνέχιζε: Να σας πω κι άλλα... Η ίδια ψυχή μπορεί να είναι σε μια ζωή δικαστής, σε άλλη στο σταυρό του μαρτυρίου. Αλλά εσείς μη φοβάστε. Σε τούτη τη ζωή γίνατε διάκονος, αρχιμανδρίτης, ηγούμενος, αλλά στις επόμενες ίσως να προβιβασθείτε σε δεσπότη, ακόμη και σε πατριάρχη... Μπορεί όμως και σε καντηλανάφτη...
—Σταμάτησε, αμαρτωλέ, θα σε αφορίσω...
0 πατέρας χαμογελούσε και πρότεινε το ποτηράκι του να τσουγκρίσουν, όμως ξαφνικά, μια μέρα, εκεί που ο δεσπότης νόμιζε ότι είχε λήξει αυτή η συζήτηση, δέχτηκε τον κεραυνό: Δε μου λέτε, πάτερ, ο ληστής που πήρε άφεση αμαρτιών στο Γολγοθά μπορούσε να φανταστεί ότι εκείνος που του την έδωσε από το διπλανό σταυρό θα ανακηρυσσόταν αρχηγός μιας θρησκείας εκατομμυρίων ανθρώπων; Κι΄ ακόμη μιά ερώτηση, που ίσως σας βγάλει από τα ράσα σας: Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έμαθε ποτέ τη δόξα του; 0 γέροντας δεν κατάλαβε αμέσως την ερώτηση, αλλά, μόλις συνειδητοποίησε το νόημα της, πετάχτηκε οργισμένος, άρπαξε τη μαγκούρα του και ζήτησε να έρθει αγοραίο να τον πάρει. «Δε θα ξαναπατήσω το πόδι μου εδώ» είπε, αλλά έτρεξε η μάνα να τον καλμάρει, το ίδιο κι ο πατέρας, μετανιωμένος για τη βλάσφημη ερώτηση του. Τελικά κάλμαρε, έτεινε το χέρι του να το ασπαστούμε για να μας δ'ωσει συχώρεση κι ο πατέρας τού έβαλε στο πιάτο τον καλύτερο μεζέ από κουνέλι στιφάδο. Όταν μεγάλωσα, σκεφτόμουν ότι ο γονιός μου είχε βάλει στην ερώτηση του το «ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός» όχι μόνο για χάρη του ιερωμένου αλλά και από δικό του σεβασμό για τον εσταυρωμένο Θεάνθρωπο. Μετά από χρόνια, όταν είχε φωλιάσει για τα καλά στο μυαλό μου η ιδέα της μετενσάρκωσης, θυμόμουν εκείνη την τρομερή απορία και έθετα το αμαρτωλό, για ένα χριστιανό, ερώτημα: Η ψυχή ενός προφήτη, ενός αγίου, ενός πατριάρχη ή πάπα, μπορούσε να εισχωρήσει στο σώμα ενός νεογέννητου που θα εξελισσόταν σε κακούργο; Γιατί όχι, αφού και η ψυχή του Τζακ του αντεροβγάλτη μπορούσε να δώσει ζωή σε ένα νεογέννητο... Όλα ήταν στο μυαλό μου ρευστά και, λόγω του μεγέθους τους, αναπάντητα. Προσπαθούσα να θυμηθώ απορίες που έθετα στο γονιό μου και με απόπαιρνε:
—Πολλά θέλεις να μάθεις, νιάνιαρο... 0 άνθρωπος δεν είναι σαν τα υπόλοιπα όντα της φύσης, που καθένα του σβήνει κι εξαφανίζεται παντελώς με το θάνατο του. Ούτε ο παππούς σου ούτε εγώ μάθαμε αν η ψυχή διαιωνίζεται σε διαφορετικά σώματα. Υποθέσεις κάναμε...
—Και γιατί, μπαμπά, μια πεταλούδα να μην είναι ψυχή ενός παιδιού;
—Αν νομίζεις ότι είναι, μην τη βασανίζεις...
Ήθελα να ρωτήσω τον παπά της ενορίας μας, που του είχα περισσότερο θάρρος από τον αυταρχικό ηγούμενο. Ως εκπρόσωπος του Θεού, θα έπρεπε να ξέρει περισσότερα, αλλά, όπως καταλάβαινα, σκράπας ήταν σ' αυτό το θέμα. Κάποτε με αποκάλεσε «μικρόν τέρας» και αναρωτιόταν αν έκρυβα μέσα μου το Σατανά. Ο πατέρας δεν ανησυχούσε για τις ερωτήσεις που με κατέκλυζαν, όπως γιατί να έρχονται στον κόσμο τυφλά και ανάπηρα μωρά ή να πεθαίνουν ταλέντα πριν προλάβουν να εκπληρώσουν την αποστολή τους. «Εσύ τι λες, παπά;» ρωτούσε, κι ο εκπρόσωπος του Θεού με αγριοκοίταζε και δίσταζε να μου δώσει το χέρι του να το ασπαστώ πριν φύγει. Μια μέρα τον άκουσα να λέει στη μητέρα ότι στον παράδεισο του κτήματος μας υπάρχουν ένας διάβολος και ένα διαβολάκι. Εκείνη σταυροκοπήθηκε, σίγουρη για μας, αφού προσευχόμαστε πριν φάμε και πριν κοιμηθούμε. Εκκλησιαζόμαστε κιόλας, αλλά ο πατέρας, αντίθετα με τη μάνα, δε φιλούσε τις εικόνες, μόνο έκανε μια υπόκλιση μπαίνοντας και μια φεύγοντας. Σκεφτόμουνα, μήπως απόφευγε τα μικρόβια από τα φιλήματα των πιστών
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...
προστέθηκε στις: Παρασκευή 03.04.2015