.  » αρχική σελίδα

 :: Επιλέξτε θέμα προς προβολή ::



ΠΑΠΑΔΙΑΜ. 2











Από  τα  Χριστούγεννα 
των  παιδικών  μου χρόνων 
ανεξίτηλα  μένουν   στη  μνήμη  μου  εκείνα  του  1941,  όταν   Γερμανοί  κατακτητές  είχαν  εισβάλει  στο  κτήμα  μας  και  πήραν  τα  πουλερικά  μας.  Μας  άφησαν  μόνο  ένα  ζαβό  γδυτολαίμικο  κοκοράκι  που  έμπαινε  στο  δωμάτιό  μου  και  ακίνητο  με  κοίταζε  κάνοντας  τσουρ  τσουρ...  Τον  φώναζα  Τσουρτσουρή.  Ανήμερα  τα  Χριστούγεννα  καθίσαμε  να  φάμε  κι΄ ακούω  τον  πατέρα  μου  να  λέει,  γυναίκα  καλά  που  μας  τον  αφήσανε... Καταλαβαίνω  ότι  τρώγαμε  το  ζαβό  φιλαράκι  μου,  βάζω  τα  κλάματα  και   κάνω  εμετό.      

LIBERO  DORO  Δημήτρης  Λιμπερόπουλος  21  Δεκεμβρίου  2017

Χρόνια  περασμένα στη  λήθη  ξεχασμένα

Μας  λέει  ή  δασκάλα  να  της  φέρουμε  την  επομένη  -  ο  καθένας  μας  -  ένα  αρχαίο  ρητό.   'Ακου  τι  ζητούσε  από  παιδιά  του  δημοτικού  και  να  λείπει  ο  πατέρας  μου  στην  επαρχία... Ρωτάω  την  μητέρα  μου,  αλλά  ήξερε  μόνο  προσευχές  και  Ευαγγέλια... Και  πετάγεται  η  Κατερίνα  μας  και  την  ρωτάει,    καλέ  Κυρία  να  πει  αυτό  που  λες, << δεν  νογάω  τι  νογάς >>. Σηκώνει  τους  ώμους  η  μανούλα  μου,  κουνάει  το  κεφάλι  καταφατικά  -  αρπάζω   το  μολύβι  και  γράφω  στο  τετράδιό  μου,  αυτό  που  βλέπετε.  Τότε  ήξερα  ορθογραφία,  τώρα  καταφεύγω  στο  λεξικό...

Την  άλλη  ημέρα  που  το  πάω  στη  δασκάλα  (  Ιφιγένεια  Κακούρου -  δημοτικό  Αμφιθέας  Παλαιού  Φαλήρου )  το  γράφει  στον  πίνακα  και  λέει : Δεν  είναι  ρητό  αλλά  της  καθομιλουμένης  και  το  νογάω  προέρχεται  από  το  αρχαίο  νοώ - καταλαβαίνω.
Πως  το  θυμήθηκα  μετά  τόσα  χρόνια  αυτό  το  περιστατικό ?  Διαβάζοντας  Κώστα  Βάρναλη,  βλέπω  με  συγκίνηση  την  φράση  << κουβεντιάζει  με  τους  Θεούς  και  νογά  το  λάλημα  των  πουλιών >>. Ταιριάζει  αυτές  τις  ημέρες  και  σας  το  στέλνω.

LIBERO  DORO Δημήτρης Λιμπερόπουλος

Όταν  σκότωνε  αδερφός  τον  αδερφό

Πως  πέρασαν  τα  χρόνια  σαν  βροχή,  αλλά  και  σαν  μια  καταιγίδα  παραμονές  Χριστουγέννων,  τότε... Πάνε  πάνω  από  εβδομήντα  χρόνια  κι΄ όμως  δεν  ξεχνάω   ημέρες  γιορτινές - θρησκευτικές  στο  στρατό,  εποχή  που  εμείς  οι  Έλληνες  είχαμε  εμπλακεί  στον  εμφύλιο  σκοτωμό  μας,  αδερφός  πολεμούσε  αδερφό... Από  αστική  οικογένεια,  με  τον  πατέρα  μου  να  έχει  πάρει  μέρος  στους  Βαλκανικούς  πολέμους και  να  βλέπει  τώρα  το  μοναχοπαίδι  του  φανταράκι  να  κινδυνεύει  από  ελληνική  σφαίρα  και  χατζάρα... 

Τέτοιο  μίσος  ανάμεσά  μας,  λες  και  είχε  ο  ένας  στον  άλλο  απέναντί  του  αλλόγλωσσο  κι΄ αλλόθρησκο  εχθρό... Διαλύθηκαν  και  ξεκληρίστηκαν  οικογένειες  για  ιδεολογίες  που  αποδείχτηκαν  ανεφάρμοστες  για  το  ανθρώπινο  είδος,  ότι  πιο  απάνθρωπο  και  σκληρό  στη  ζούγκλα  της  κοινωνίας. Και  ως  σήμερα  βλέπουμε  ότι  ο  άνθρωπος  αν  και  είναι  το  μοναδικό  ον  πάνω  στη  Γη  που  γνωρίζει  ότι  θα  πεθάνει,  εν  τούτοις  παραμένει  εγωπαθές,  επαρμένο  και  φανατικό.  Αχ  ρε  πατέρα  που  ποτέ  σου  δεν  υποστήριξες  ομάδα  ποδοσφαίρου  και  με  συμβούλευες  να  κάνω  κι΄ εγώ  το  ίδιο... Γιατί  καλέ  μπαμπά ?  Γιατί  παιδί  μου  οπαδός  σημαίνει  σκλάβος  ομάδας,  κόμματος,  δηλαδή  υπόδουλος  αθλητικοπατέρα  ή  πολιτευτή...

Θα  μου  πείτε,  τι  είναι  αυτά  τα  αναχρονιστικά  που  μας  λες  Μαθουσάλα... Ναι,  θα  σας  πω  κι΄ άλλα  σε  εσάς  στην  άλλη  άκρη  της  Γης - που  ίσως  με  καταλαβαίνετε -  γιατί  εδώ  στη  χώρα  που  γέννησε  ότι  μεγαλόπνοο  υπάρχει  στον  πλανήτη  μας... δεν  καταλαβαίνει  πιά  ο  ένας  τον  άλλο  -  ρίχτε  μια  ματιά  στο  F/B  και  θα  βρείτε  ασυναρτησίες,  αερολογίες,  ακριβώς  ίδιες  κι΄ απαράλλαχτες  μ΄ αυτές  που  αμολάνε  οι  πολιτικοί  μας...                  

Κάστανα  και  καλαμπόκια
και  μπακαλίστικα  μεζεδάκια

Τέτοιες  ημέρες  περπατούσα  με  τους διάσημους  στο  πλούτο  Ωνάση  και  στη  μουσική  Χατζιδάκι,  έξω  από  το  Σέντραλ  Παρκ...  και  ξαφνικά  μου  δείχνει  ο  πρώτος  τον  Έλληνα  υπαίθριο  πωλητή  και  μου  λέει  << τσάκωσε  τέσσερις   σακουλίτσες  κάστανα  και  καλαμπόκια >>. Τα  τσακώνω,  αρχίζουμε  να  μασουλάμε  οι  δυό,  κλαψουρίζει  ο  τρίτος  που  δεν  είχε  δόντια :  Ζηλεύω...

Ακολουθείστε  με,  λέει  ο  Σμυρνιός  κι΄ εκεί  κοντά  ήταν  το  μπιφμπέργκερ  της  Κατίνας  Μόσχου.  Μπαίνομε  και  ρωτάει  << έχετε  γουδοχέρι >> ?  Έχουμε. Τους  δίνει  μια  σακουλίτσα   ψημένα  καλαμπόκια  και  διατάζει  << κάντε  τα  λυώμα >>. Έτσι  ο  μαέστρος  τα  απόλαυσε...

Μετά,  να  στο  τραπέζι  μας  ούζο  και  ελιές  Καλαμών,  φέτα,  σαρδελίτσα... Εκείνος  έπινε,  εμείς  καμακώναμε... Μας  κοίταζε  και  κουνούσε  το  κεφάλι,  ήρθε  ο  σοφέρ  του,  πάω  να  ξαπλώσω  λίγο,  είπε  κι΄ έφυγε  με  την  τέταρτη  σακουλίτσα  για  την  Κάλλας  που  ήτανε  στο  ξενοδοχείο  << Πιέρ >>. 

Γύρισα  και  είπα  στον  μαέστρο : Δεν  μπορώ  να  καταλάβω,  τόσο  πλούσιος  και  πίνει  με  μπακαλίστικους  μεζέδες... Χαχάνισε  ο  Μάνος :  Κι΄εγώ  δεν  μπορώ  να  καταλάβω  πως  κάνει  μαζί  σου  παρέα... Γιατί  ?  Γιατί  το  ούζο δεν  πάει  με  φουά  γκρά  και  τα  τοιαύτα...  

----------------------------------------------

Με  ρώτησαν  ποιά  Χριστούγεννα  στις  δεκαετίες  της  ζωής  μου  νοσταλγώ  περισσότερο... Δεν  το  είχα  σκεφτεί... Εκείνα  που  μοναχοπαίδι  περνούσα  με  τους  γονείς  μου   μπροστά  στο  τζάκι   και  με  λάμπες  πετρελαίου ?  Εκείνα  - αργότερα -  στο  διαμέρισμά  μας, κατάφωτο  από  ηλεκτρικό  ?  ' Η  εκείνα  στη  Νέα  Υόρκη  ανάμεσα  σε  φίλους  ή  στην  Ουάσιγκτον  με  συγγενείς  μου  ?  Έχω  κάνει  και  Χριστούγεννα  σε  σπίτια  φίλων  ή  σε  νυχτερινά  κέντρα,  ακόμη  και  σε  καζίνο...

Τι  να  πρωτοθυμηθώ... Κι΄ όμως  εντοπίζω  τα  Χριστούγεννα  των  παιδικών  μου  χρόνων  στο  κτήμα  μας  που  μεγάλωσα...  Οι  γονείς  μου,  εγώ  και  η  Κατερίνα  μας,  μη  ξεχάσω  και  τα  σκυλιά  μας,  το  κυνηγιάρικο   του  πατέρα  μου  -  ο  Νταβέλης  -  και  το  δικό  μου  -  ο  Ντικ -  όλοι  μια  οικογένεια...  Σήμερα  δεν  έχω  αυτή  τη  χριστουγεννιάτικη  θαλπωρή,  ούτε  σκυλί...   

----------------------------------------------


ο  πατέρας  διάβαζε  Παπαδιαμάντη

  το  μοναχοπαίδι  άκουγε εκστατικό
-----------------------------------------------

Ο  πατέρας  μου   -  ως  μοναχοπαίδι  που  ήμουν  και  χωρίς  παιδιά  να  παίξω  εις  το  αγρόκτημά  μας  -  μου  εδιάβαζε  τις  ημέρες  των  Χριστουγέννων  Παπαδιαμάντη. Δυσνόητα  κείμενα  αλλά  καταληπτά  ως  προς  τα  βασανισμένα  πρόσωπα  που  περιέγραφαν  και  με  την  μητέρα  μου  να  κάνει  τον  σταυρό  της  δοξάζοντας  τον  Κύριον  που  εμείς  δεν  είμαστε  σε  τέτοια  κατάντια...  

Η  σταχομαζώχτρα  ( απόσπασμα )  που  προκαλούσε  ακόμη  και  δάκρυα :  

Μεγάλην ἐξέφρασεν ἔκπληξιν ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιώ, ἰδοῦσα τῇ ἡμέρᾳ τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 187… τὴν θεια Ἀχτίτσα φοροῦσαν καινουργῆ μανδήλαν, καὶ τὸν Γέρο καὶ τὴν Πατρώνα μὲ καθαρὰ ὑποκαμισάκια καὶ μὲ νέα πέδιλα. Τοῦτο δὲ διότι ἦτο γνωστότατον ὅτι ἡ θεια Ἀχτίτσα εἶχεν ἰδεῖ τὴν προῖκα τῆς κόρης της πωλουμένην ἐπὶ δημοπρασίας πρὸς πληρωμὴν τῶν χρεῶν ἀναξίου γαμβροῦ, διότι ἦτο ἔρημος καὶ χήρα καὶ διότι ἀνέτρεφε τὰ δύο ὀρφανὰ ἔγγονά της μετερχομένη ποικίλα ἐπαγγέλματα. Ἦτο  ἀπ᾽ ἐκείνας ποὺ δὲν ἔχουν στὸν ἥλιο μοῖρα.
Ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιὼ ᾤκτειρε τὰς στερήσεις τῆς γραίας καὶ τῶν δύο ὀρφανῶν, ἀλλὰ μήπως ἦτο καὶ αὐτὴ πλουσία, διὰ νὰ ἔλθῃ αὐτοῖς ἀρωγὸς καὶ παρήγορος; Εὐτυχὴς ὁ μακαρίτης, ὁ μπαρμπα Μιχαλιός, ὅστις προηγήθη εἰς τὸν τάφον τῆς συμβίας Ἀχτίτσας, χωρὶς νὰ ἴδῃ τὰ δεινὰ τὰ ἐπικείμενα αὐτῇ μετὰ τὸν θάνατόν του. Ἦτο καλῆς ψυχῆς, ἂς εἶχε ζωή! ὁ συχωρεμένος. Τὰ δύο παιδιά,  ὁ Γεώργης καὶ ὁ Βασίλης, ἐπνίγησαν βυθισθείσης τῆς βρατσέρας των τὸν χειμῶνα τοῦ ἔτους 186… Ἡ βρατσέρα ἐκείνη ἀπωλέσθη αὔτανδρος, τί φρίκη, τί καημός! Τέτοια τρομάρα καμμιᾶς καλῆς χριστιανῆς νὰ μὴν τῆς μέλλῃ. Ὁ τρίτος ὁ γυιός της, ὁ σουρτούκης, τὸ χαμένο κορμί, ἐξενιτεύθη, καὶ εὑρίσκετο, ἔλεγαν, εἰς τὴν Ἀμερικήν. Πέτρα ἔρριξε πίσω του. Μήπως τὸν εἶδε; Μήπως τὸν ἤκουσεν; Ἄλλοι πάλιν πατριῶτες εἶπαν ὅτι ἐνυμφεύθη εἰς ἐκεῖνα τὰ χώματα, κ᾽ ἐπῆρε, λέει, μιὰ φράγκα. Μιὰ ᾽γγλεζοπούλα, ἕνα ξωθικό, ποὺ δὲν ἤξευρε νὰ μιλήσῃ ρωμέικα. Μὴ χειρότερα! Τί νὰ πῇ κανείς, ἠμπορεῖ νὰ καταρασθῇ τὸ παιδί του, τὰ σωθικά του, τὰ σπλάγχνα του;
Ἡ κόρη της ἀπέθανεν εἰς τὸν δεύτερον τοκετόν, ἀφεῖσα αὐτῇ τὰ δύο ὀρφανὰ κληρονομίαν. Ὁ πατεριασμένος  τους ἐζοῦσε ἀκόμα (ποὺ νὰ φτάσουν τὰ μαντᾶτα του, ὥρα τὴν ὥρα!), μὰ τί νοικοκύρης, τὸ πρόκοψε ἀλήθεια! Χαρτοπαίκτης, μέθυσος καὶ  μὲ  ἄλλας ἀρετὰς ἀκόμη. Εἶπαν πὼς ξαναπαντρεύτηκε ἀλλοῦ, διὰ νὰ πάρῃ καὶ ἄλλον κόσμον εἰς τὸν λαιμόν του, ὁ ἀσυνείδητος! Τέτοιοι ἄντρες!… Ἔκαμε δὰ κι αὐτὴ ἕνα γαμπρό, μὰ γαμπρὸ (τὸ λαμπρό* τ᾽ νὰ βγῇ!). Τί νὰ κάμῃ, ἔβαλε τὰ δυνατά της, κ᾽ ἐπροσπαθοῦσε ὅπως-ὅπως νὰ ζήσῃ τὰ δύο ὀρφανά. Τί ἀξιολύπητα, τὰ καημένα!

Κατὰ τὰς διαφόρους ὥρας τοῦ ἔτους, ἐβοτάνιζε, ἀργολογοῦσε*, ἐμάζωνε ἐλιές, ἐξενοδούλευε. Ἐμάζωνε κούμαρα καὶ τὰ ἔβγαζε ρακί. Μερικὰ στέμφυλα ἀπ᾽ ἐδῶ, καμπόσα βότσια ἀραβοσίτου ἀπ᾽ ἐκεῖ, ὅλα τὰ ἐχρησιμοποίει. Εἶτα κατὰ Ὀκτώβριον, ἅμα ἤνοιγαν τὰ ἐλαιοτριβεῖα, ἔπαιρνεν ἕνα εἶδος πῆχυν, ἓν πενηντάρι ἐκ λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κ᾽ ἐγύριζεν εἰς τὰ ποτόκια*, ὅπου κατεστάλαζαν αἱ ὑποστάθμαι τοῦ ἐλαίου, κ᾽ ἐμάζωνε τὴν μούργα. Διὰ τῆς μεθόδου ταύτης ᾠκονόμει ὅλον τὸ ἐνιαύσιον ἔλαιον τοῦ λυχναρίου της.
Ἀλλὰ τὸ πρώτιστον εἰσόδημα τῆς θεια Ἀχτίτσας προήρχετο ἐκ τοῦ σταχομαζώματος. Τὸν Ἰούνιον κατ᾽ ἔτος ἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς Εὔβοιαν. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸν ἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾽ αὐτῆς, διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ πλέῃ γυνὴ εἰς τὰ πελάγη. Ἐκεῖ, μετ᾽ ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τοὺς ἀστάχυς, τοὺς πίπτοντας ἀπὸ τῶν δραγμάτων τῶν θεριστῶν, ἀπὸ τῶν φορτωμάτων καὶ κάρρων. Κατ᾽ ἔτος, οἱ χωρικοὶ τῆς Εὐβοίας καὶ τὰ χωριατόπουλα ἔρριπτον κατὰ πρόσωπον αὐτῶν τὸ σκῶμμα: «Νά! οἱ φ᾽στάνες! μᾶς ἦρθαν πάλιν οἱ φ᾽στάνες*!» Ἀλλ᾽ αὕτη ἔκυπτεν ὑπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τὰ ψιχία ἐκεῖνα τῆς πλουσίας συγκομιδῆς τοῦ τόπου, ἀπήρτιζε τρεῖς ἢ τέσσαρας σάκκους, ὁλόκληρον ἐνιαυσίαν ἐσοδείαν δι᾽ ἑαυτὴν καὶ διὰ τὰ δύο ὀρφανά, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἐμπιστευθῆ ἐν τῷ μεταξὺ εἰς τὰς φροντίδας τῆς Ζερμπινιῶς, καὶ ἀποπλέουσα ἐπέστρεφεν εἰς τὸ παραθαλάσσιον χωρίον της.

-----------------------------

    Καλή  τους  ώρα  όπου  κι΄ αν  βρίσκονται  η  Ελένη  Ανουσάκη,  η  Βέρα  Κρούσκα  και  η  Γωγώ  Αντζολετάκη,  που  στα  πρώτα  τους  βήματα  τις  γνώρισα  -  μικρότερες  εκείνες,  μεγαλύτερος  εγώ  -  και  μου  μιλούσανε  στον  πληθυντικό...

 

Η  πρώτη  εντυπωσίασε  στα  << Κόκκινα  φανάρια >>  του  Βασίλη  Γεωργιάδη. Είχε και  ένα  ρόλο  δίπλα  στον  Άντονι  Κουήν  στον  << Ζορμπά >>  του  Μιχάλη  Κακογιάννη.  Από  μικρή  της  άρεσαν  τα  παραμύθια  και  γι΄ αυτό  κατέληξε  στην  πολιτική...


Η  Βέρα  ήταν   εξαιρετική  στην   << Μεθυσμένη  πολιτεία >>   και  στην  κλασική   πλέον  σκηνή  με  τον  συγκλονιστικό  Νίκο  Καλογερόπουλο.
 Της  άρεσαν  τα  παραμύθια  με  φτωχά  κορίτσια  και  πρίγκιπες...


Και  η  Γωγώ   πανέμορφη  ως  ηθοποιός  και   μετέπειτα   με  συγγραφική  και  ποιητική  απασχόληση. Στην  αρχή  παραμυθιαζόταν  με  το  ποδόσφαιρο.   Την  είχα  << δικάσει >>   στην  τηλεοπτική  εκπομπή  μου  << Αθώος  ή  ένοχος >> -  από  σπόντα  τον  Γυμνασιάρχη  πατέρα  της  που  ανέχτηκε  η  μαθήτρια  κόρη  του  να  πάρει  μέρος  στα  καλλιστεία.                    

             

προστέθηκε στις: Παρασκευή 15.12.2017

 
 

:: αρχική :: προφίλ :: επικοινωνία :: εικόνες

© Δημήτρης Λιμπερόπουλος :: ...Webmaster