.  » αρχική σελίδα

 :: Επιλέξτε θέμα προς προβολή ::



ΝΙΑΡΧΟΣ κεφαλαιο 27



OnasNiarxfin27. ουδείς αθάνατος

Τον τελευταίο καιρό ζητούσε διαρκώς βοήθεια, ποιος, αυτός, ο παντοδύναμος κροίσος, που μια ζωή έβλεπε τους ανθρώπους σαν μερμήγκια και ένιωθε τον εαυτό του  βασιλικό χρυσαετό, που πετούσε στα μεσούρανα... Τώρα, με μαζεμένα φτερά, είχε κουρνιάσει άρρωστος κι αδύναμος, αλλά κυρίως αποοτεωμενος κι΄ αποστεγνωμένος από το ζουμί της ζωής, υποψήφιο κουφάρι... Το 1973, που είχε οδηγήσει τη θαλαμηγό του «Ατλαντίς» δίπλα στη «Χριστίνα» στο Σκορπιό, ο Άρης του είχε πει, καθώς πίνανε τα ουζάκια τους:  Σταύρο, μπορεί να ανταγωνιστήκαμε μια ολόκληρη ζωή και  εχθρεύτηκε ο ένας τον άλλο, αλλά τώρα, μετά από τόσα μηνύματα θανάτου δικών μας αγαπημένων προσώπων, πρέπει να συμφιλιωθούμε, ενόψει αναχωρήσεως μας εις τόπον χλοερόν και αναπαύσεως αιωνίας...

- Τι είναι αυτά που λες; Ακόμα κρατάνε τα κότσια μας...

 - Ως πότε, όμως; Δεν το έχεις καταλάβει ότι ουδείς αθάνατος, ούτε βασιλιάς, ούτε πλούσιος, ούτε ταλαντούχος, ούτε ιδιοφυής;  

-Δεν ξέρω τι θα κάνεις εσύ, αλλά εγώ θα ζήσω πάρα πολλά χρόνια ακόμη και, ποιος ξέρει, ως τότε, μπορεί η επιστήμη να έχει παρατείνει το χρόνο της ζωής ή και να έχει ανακαλύψει το ελιξίριο της αθανασίας...

- Κούνια που σε κούναγε, Σταύρο... Όλα, τα πάντα, έχουν  ημερομηνία λήξεως... Εσύ θα γλιτώσεις;

Είχε δίκιο ο Σμυρνιός, ο ανατολίτης φιλόσοφος, που ως και τη διαθήκη του είχε φροντίσει να γράψει, γιατί είχε συνειδητόποιήσει το θάνατο, ενώ εγώ, το αστείο ανθρωπάκι, ποτέ δεν λέω «όταν πεθάνω», αλλά «αν πεθάνω»...

 


— Τίνααα... Τζένηηη...

Στο όνειρό του ο γέρος  καλούσε τις θυγατέρες του Σταύρου Λιβανού σε  βοήθεια,  να του λύσουν το προθανάτιο μέγα πρόβλημα του... Πέστε μου κοκόνες μου -όπως σας φώναζε ο πατέρας σας- τι θα γίνει με το βίος μου, που το μάζεψα σαν εργατικό και προνοητικό μερμηγκακι και τώρα κινδυνεύει να διαγουμιστεί από κηφήνες στους ανέμους και στις καταιγίδες... Ήμαρτον Μεγαλοδύναμε, δεν είμαι λιοντάρι, ούτε αετός, αλλά ένα ταπεινό μερμηγκακι της δημιουργίας σου, που σε λίγο θα το τσαλαπατήσει και λειώσει ο θάνατος... Μα πως να πεθάνω, όταν ξέρω ότι τα τέσσερα μερίδια των κληρονόμων μου, θα γίνουν αργότερα δέκα τέσσερα και στη μεθεπόμενη γενιά εκατόν τέσσερα, που θα καρπίσουν δισέγγονα και τρισέγγονα...

Η γραμματέας του, καθισμένη μακριά στον τελευταίο καναπέ, πίσω από τη νοσοκόμα και το νεαρό με την πάπια, άκουγε χωρίς να μπορεί να ξεχωρίσει τις φράσεις του, έπιανε μερικές λέξεις-κλειδιά και καταλάβαινε τι εννοούσε... Κάποτε ο Νιάρχος -κοτσονάτος ακόμη- της είχε δείξει στο γραφείο του, τις πανάκριβες αντίκες, την επίπλωση, τα χαλιά και σταματώντας μπροστά σε ένα Τουλούζ Λοτρέκ, της είπε:  Ποια ανάξια όντα, χαραμοφάηδες του κόπου, του μόχθου, της εξυπνάδας μου, θα βγάλουν σε δημοπρασίες ό,τι εγώ αγάπησα και απόκτησα; Σίγουρα τα παιδιά μου θα σεβαστούν ό,τι εγώ τους άφησα, αλλά από κει και πέρα, τα εγγόνια, τα δισέγγονα, θα διαμοιράσουν τα ιμάτια μου... Μεγαλοδύναμε, για ποιους εργάστηκα, για τους διαγουμιστές της περιουσίας μου;

Στην αρχή -εκείνο τον καιρό- η Χίλαρι συγκλονιζόταν από τις μεταφυσικές εξάρσεις του αφεντικού της, αλλά τώρα πια από το ένα αυτί μπαίνανε κι από το άλλο βγαίνανε, γιατί ο Νιάρχος ήταν ξεγραμμένος και σε λίγο δεν θα είχε κανένα πρόβλημα, εκεί που θα πήγαινε... Ενώ, αυτή θα έμενε οτη Γη και θα αντιμετώπιζε τα δικά της προβλήματα, από τα οποία το πιο σημαντικό ήταν: Θα της άφηνε ο γέρος κάποιο αξιόλογο ποσό ή μόνο κανένα συμβολικό, για να πατσίσει το στεφάνι που θα του έστελνε στην κηδεία του;

Κάποιες φορές ο στόλαρχος θυμότανε τον πατέρα του και κυρίως τον ξαφνικό θάνατο του πάνω στο μουλάρι, μετά ένα 24ωρο τσιμπούσι σε πανηγύρι... Ο κοινοτάρχης του χωριού του είχε στείλει ένα συλλυπητήριο γράμμα: «Αείμνηστος πατήρ σας αναχώρησε από τη ζωή χορτάτος από γουρνοπούλα σουβλιστή και οίνον και πριν ανεβεί εις τον ημίονον, εχόρευσε ως εικοσαετές παλικάρι... Εύχομαι εις πάντα, τοιούτον ευτυχές αναχωρητήριον, αλλά και ευλαβές, διότι ο Σπυρίδων Νιάρχος είχε παρακολουθήσει μετά κατανύξεως την θείαν λειτουργίαν και είχε κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων».

Αντίθετα, ο πεθερός του Σταύρος Λιβανός -που και αυτός ήταν φαγάς- δεν πήγε από γουρνοπούλα ψητή, αλλά έπαθε καρδιακή προσβολή πάνω στο μέτρημα των βαποριών του, στο γραφείο του στη Λοζάνη... Σε κάθε γραφείο του (Λονδίνο, Λοζάνη, Νέα Υόρκη, Πειραιά) αλλά και στα σπίτια του και στα εξοχικά του (εκεί έκανε κουμάντο η γυναίκα του) είχε τριπλοκλειδωμένο τον κατάλογο των πλοίων του. Εκείνη την ημέρα έκανε σούμα των φορτηγών και των τάνκερ του, γιατί ένα δυο είχαν αποσυρθεί και κάποια άλλα είχαν προστεθεί στο στόλο του... Πάνω στην προσθαφαίρεση έκανε λάθος και κάλεσε στο τηλέφωνο τον καπετάν Μιχάλη Πειθή -αρχιπλοίαρχο του- να βοηθήσει στη σούμα... Αλλά, καθώς φώναζε στο ακουστικό συγχυσμένος, έπαθε την κρίση... Λένε, ότι η τελευταία εντύπωση του, πριν τα τινάξει, ήταν ευχάριστη, γιατί πρόλαβε να βεβαιωθεί ότι είχε ένα τάνκερ περισσότερο από όσα νόμιζε...

Ο καπετάν Σταύρος Λιβανός είχε αφήσει το μάταιο τούτο κόσμο στις 28 Μαρτίου 1963. Ήταν 73 χρονών και ο θάνατός του  πρωτοσέλιδος στις εφημερίδες του Λονδίνου και της Αθήνας, που τόνιζαν ότι ήταν πεθερός των Ωνάση και Νιάρχου, η κεφαλή δηλαδή της τριανδρίας των Χρυσών Ελλήνων... Στη γυναίκα του και στο γιο του άφησε στόλο φορτηγών και τάνκερ και στις δυο κόρες του την ευχή του... Και στο τέλος της διαθήκης του τόνιζε: Ποτέ μην πουλήσετε ή παροπλίσετε βαπόρι, εάν προηγουμένως δεν το έχετε αντικαταστήσει εις διπλούν...

Όταν πέθανε ο πεθερός του, ο Νιάρχος ήταν 54 χρονών κι ούτε πέρασε από το νου του η σκέψη ότι μια μέρα θα έφευγε κι αυτός... Στην κηδεία, όμως, περνώντας ανάμεσα στους τάφους των πλουσίων και των επωνύμων (σωστά μαυσωλεία πολλοί) συνειδητοποίησε ότι ουδείς αθάνατος... Τώρα, πάνω στην αναπηρική του καρέκλα, ο 86χρονος στόλαρχος, απόφευγε να φέρνει στη μνήμη του την κηδεία του Λιβανού, αλλά καμιά φορά έβλεπε στο όνειρο του την πομπή ανάμεσα στους τάφους, τις μαυροφορεμένες θυγατέρες και τα εγγόνια του νεκρού... Και μπερδευότανε, νομίζοντας ότι είναι η δική του κηδεία και πεταγόταν έντρομος από τον ύπνο του... Κι ήταν η μόνη φορά που -όπως συνήθιζε σε άλλα όνειρα και αναμνήσεις του- δεν τσίριζε χι, χι, χι... Μόνο λούφαζε, ώσπου ν' απαλλαγεί από τη φοβερή εικόνα...ΑΥΡΙΟ  ΤΟ  ΤΕΛΟΣ


προστέθηκε στις: Κυριακή 07.02.2016

 
 

:: αρχική :: προφίλ :: επικοινωνία :: εικόνες

© Δημήτρης Λιμπερόπουλος :: ...Webmaster