::
Επιλέξτε θέμα προς προβολή
:: |
ΝΙΑΡΧΟΣ κεφάλαιο 26
26. ο πλούτος πάει στη Κόλαση... Η τελική γνωμάτευση ήταν: Θάνατος από οξύ πνευμονικό οίδημα. Χρήση βαρβιτουρικών. Ουδέν ίχνος κακώσεων ή βίας στο σώμα.
Η Τίνα Λιβανού ενταφιάστηκε με αυτό το όνομα, στο κοιμητήριο Μπουά ντε Βο της Λοζάνης, δίπλα στην αδελφή της Ευγενία. Τη νεκρώσιμη ακολουθία παρακολούθησαν, μεταξύ άλλων, ο σύζυγος της Νιάρχος και ο πρώην, ο δούκας του Μπλάντφορντ. Ο Ωνάσης δεν πήγε, είχε αρχίσει η ταλαιπωρία του με την μυασθένεια. Η Χριστίνα, ανάμεσα στους θείους, τις θείες και τα ξαδέρφια της, έκλαιγε γοερά, όχι μόνο τη μάνα της, αλλά και τον αδελφό της, ίσως και τον επερχόμενο θάνατο του πατέρα της, που της είχαν προαναγγείλει οι γιατροί... Ο Νιάρχος έκλαιγε συνεχώς... Ίσως σκεφτόταν ότι το ουρί του, ταξίδευε για την Κόλαση... - Τοοοόμ... Όλοι, οι πάντες, είχαν εγκαταλείψει το γερο στόλαρχο, τον είχαν αφήσει καταμεσής του ωκεανού, με μια αρκούλα, περιμένοντας το τελευταίο, αποφασιστικό κύμα, που θα τον έστελνε στο βυθό, ποιόν, αυτόν που άφηνε στους απογόνους του τα πλούτη της Γης, στα συμβολαιογραφεία και στα θησαυροφυλάκια των πέντε ηπείρων... — Τομ, που είσαι Τομ... Θέλω να πεθάνω... Βοήθησε με... Φέρε μου ένα από εκείνα τα χαπάκια, που έπαιρναν η Ευγενία και η Τίνα... Θέλω να πάω να τις βρω... Απόκαμα πια, δεν αντέχω άλλο... Κι όμως ο γερο λύκος άντεχε ακόμα... Και στα διαλείμματα διαύγειας που είχε, σκεφτότανε τα παλιά, ίσως γιατί τα τωρινά μύριζαν μόνο θάνατο... Όλα τα έγκριτα περιοδικά του είδους τον ανέφεραν ως το μεγαλύτερο συλλέκτη ζωγραφικής, ενώ εκείνος ο άλλος, ο Ωνάσης, δεν ήταν τίποτα μπροστά του... Ένας ξυπασμένος φιγουρατζής, που έντυνε τα σκαμπό του μπαρ της «Χριστίνας» με δέρμα από όρχεις φάλαινας, για να ενυπωσιάσει τα λαϊκής κυκλοφορίας περιοδικά... Αλλά και η κορβέτα-θαλαμηγός του, τι ήταν; Ένα σιδερικό, μπροστά στο δικό του ξύλινο αριστούργημα... Ο γέρος μούγκριζε, όχι από πόνο, αλλά από πείσμα, που δεν μπορούσε να σηκωθεί από την πολυθρόνα και να ριχτεί, όπως παλιά, στη δουλειά... Κι όταν λέμε δουλειά, συνεχής απασχόληση του μυαλού και μεγαλόπνοες αποφάσεις για βαπόρια, για ναύλους, για ναυπηγεία, για τράπεζες, για λεφτάπου γεννούσαν λεφτά... Αχ να μπορούσα -σκεφτόταν- να με βλέπανε μπροστά τους οι γιοι μου, οι διευθυντές και διοικητικοί μου παράγοντες, θα τους έπιανε τεταρταίος πυρετός... Όχι, δεν ήθελε να φύγει από τη ζωή, ο άνθρωπος που την είχε φάει με την κουτάλα και τώρα δεν του έμενε ούτε μια μπουκίτσα σ' ένα γλειμμένο πιάτο... Το ένιωθε,ότι σύντομα θα πέθαινε... Κι όμως ήθελε να παραταθεί η ζωή του, γιατί δεν ήταν κάποιος τυχαίος, αλλά ο Σταύρος Νιάρχος, the legent! Αλλά μήπως είχε γλιτώσει το θάνατο κανένας άλλος θρύλος στην ιστορία της ανθρωπότητας; Κανένας! Ούτε ο Σωκράτης, ούτε ο Μεγαλέξαντρος, ούτε ο Κροίσος, θαμποθυμότανε ότι του ΄χε πεί ο κωλοσμυρνιός... .
Εκείνο το πρωί ο γερο Νιάρχος είχε μιά ακόμη αναλαμπή και ζήτησε τις εφημερίδες... Είδε μερικούς τίτλους, τα βάσανα του κόσμου: Αναρχία και δυστυχία στα πρώην ανατολικά καθεστώτα, πόλεμος στην περιοχή της Γιουγκοσλαβίας, τα ίδια και τα ίδια με τους Εβραίους καιτούς Παλαιστίνιους, πείνα και δίψα ως το θάνατο στην Αφρική, κύματα εξαθλιωμένων μεταναστών προς την Ευρώπη και την Αμερική...
Πέταξε τις εφημερίδες, τι με νοιάζουν εμένα αυτά, γρύλλι-σε, ούτε πολιτικός, ούτε ιερωμένος είμαι... Έδειξε στον μπάτλερ ένα περιοδικό που βρισκόταν στο τραπεζάκι, ήθελε να του ρίξει μια ματιά από χθες, αλλά ένιωθε αδύναμος κι είχε γνέψει στον Φελίξ να μην το κουνήσουν από τη θέση του... Το πήρε στα τρεμάμενα χέρια του, στερέωσε τα γυαλιά-φακό στα μάτια του κι άρχισε να το φυλλομετράει... Βρήκε το άρθρο «Σύγχρονοι Κροίσοι» κι έπεσε με τα μούτρα στο διάβασμα: Περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο δολάρια περιουσία έχουν 129 άνθρωποι στον κόσμο! Επικεφαλής των δισεκατομμυριούχων είναι ο 42χρονος σουλτάνος του Μπρουνέι, ο Χασάν Μπολκιάχ, με 25 δις! Ο βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας Φαχτ Μπεν Αμπντούλ, 68 χρονών, 16 δις! Η οικογένεια Μαρς -ζαχαρώδη προϊόντα- στις ΗΠΑ, 12,5 δις! Η βασίλισσα Ελισάβετ της Μεγάλης Βρετανίας, 62 χρονών, 8,7 δις! Κοίταξε την ημερομηνία του περιοδικού ο στόλαρχος. Ή¬ταν του 1988, δηλαδή εφτά χρόνια πριν... Προχώρησε λίγες σειρές, για να βρει το όνομα του: Σταύρος Νιάρχος, Έλληνας εφοπλιστής, 79 χρονών, 3,7 δις!
— Χι, χι, χι, τσίρισε το χούφταλο. Είμαι πλουσιότερος από όσο νομίζουν... Υπολόγισε ότι εκείνη τη χρονιά δεν είχε περιουσία μόνο 3,7 δις, αλλά σχεδόντη διπλάσια! Και σήμερα, εν έτει 1995, ο πλούτος του είχε φτουρήσει τόσο πολύ, ώστε είχε φτάσει σε ύψη δυσθεώρητα... Φούσκωσε το ασθενικό στήθος του από υπερηφάνεια, αλλά ξαφνικά μελαγχόλησε, γιατί συνειδητοποίησε ότι σύντομα θα διαγραφόταν από το λίμπρο ντ' όρο των κροίσων, γιατί η μυθώδης περιουσία του θα κατακερματιζότανε στα παι¬διά του και αργότερα στα εγγόνια του... Πάλι ο Ωνάσης -αν και πεθαμένος- μπροστά του, γιατί εκείνου η περιουσία θα πε¬ριερχόταν σε ένα και μοναδικό κληρονόμο, την εγγονή του και δεν θα διασκορπιζόταν σε μερίδια... Μωρέ, τι βλακείες σκέφτομαι -μουρμούρισε χαιρέκακα- αφού το όνομα Ωνάσης έσβησε και τη θέση του θα πάρει το όνομα Ρουσέλ... Κι ως το 2002, που η Αθηνά Ρουσέλ θα ενηλικιωθεί, διαχειριστές, νομικοί σύμβουλοι και κηδεμόνες της μικρής, μπορεί να έχουν πέσει σαν σφήκες στην κληρονομιά και να την έχουν καταφάει, αφήνοντας της ψίχουλα... —Χι. Χι Χί. ο γερο Νιάρχος χασκογελούσε με το φιάσκο που μπορεί να πάθει το βίος του Σμυρνιού... Ξανάσκυψε στο περιοδικό του 1988 και με το φακό στο ένα μάτι, συνέχισε να διαβάζει, τα ονόματα των κροίσων. Που είχε μείνει; Α, ναι, Νιουχάους, εκδόσεις και τηλεοπτικοί σταθμοί, Φορντ, αυτοκίνητα, Λόντερ, καλλυντικά, Χιρστ, εκδόσεις, Μέρντοχ, μέσα μαζικής ενημέρωσης, Μάριοτ, ξενοδοχεία, Τραμπ, ξενοδοχεία-καζίνο, οι Καναδοί Ράιχμαν, γαιοκτήμονες, Ίρβινγκ, 400 εταιρίες, και εκδόσεις. Οι Βρετανοί: Γκρόσβενος, γαιοκτήμονας, Μάξουελ, μαζική ενημέρωση, ο Ιάπωνας Ματσουχίτα, ηλεκτρονικά, ο Κινέζος Λι Κα Σινγκ, κυρίαρχος του Χονγκ Κόνγκ, ο Ιάπωνας Φουρουκάβα, μέσα ψυχαγωγίας, οι Ιταλοί Ανιέλι και Μπερλουσκόνι και άλλοι, 129 συνολικά, με περιουσία πάνω από ένα δισεκατομμύριο δολάρια,ανάμεσα στα πέντε δισεκατομμύρια πληθυσμό της Γης... Κοίταζε τις ηλικίες τους, ελάχιστοι νέοι, οι περισσότεροι γέροι και αρκετοί είχαν αποδημήσει εις Κύριον... Το περιοδικό είχε και τη φωτογραφία του Ωνάση, εκείνη τη φριχτή, πριν μπει στο νοσοκομείο για να πεθάνει... Θεέ μου, έτσι θα έχω καταντήσει κι εγώ, γι' αυτό έχουν εξαφανίσει τους καθρέπτες από μπροστά μου, ακόμη κι εκείνον του μπάνιου... Σίγουρα, κάπου θα με έχουν φωτογραφίσει, κρυφά με τηλεφακό, οι παπαράτσι και οι δικοί μου κρύβουν τις εφημερίδες... Πόσοι νέοι στην ηλικία, κροίσοι και μαικήνες, θα βλέπουν τη φωτογραφία μου και θα με λυπούνται οι άφρονες, αφού κι εκείνοι -με όσα δισεκατομμύρια κι αν έχουν- έτσι θα καταντή¬σουν. .. Εκτός κι αν έχουν τη θεόπεμπτη τύχη να πεθάνουν στον ύπνο τους χωρίς να πάρουν είδηση ότι τα τινάζουν... Ο απροσδόκητος θάνατος, όπως του πατέρα μου -εν πλήρει ευθυμία μάλιστα-πάνω στο άλογο... Ευλογία Θεού για το γέρο... Μπα σε καλό μου, νευρίασε ξαφνικά και πέταξε μακριά το περιοδικό. Τι θέλω και ανοίγω κάθε μέρα την πόρτα μου σε θλιβερές σκέψεις... Ας ανοίξω και κάνα παράθυρο σε ευχάριστες... Καταλάβαινε ότι η απραξία μαλθακώνει τα κύτταρα, νερουλιάζει το μυαλό κι απονεκρώνει κάθε ενέργεια, ως την υπνηλία... Δεν ήταν γιατρός, αλλά ήξερε ότι εκτός από τις ασκησούλες και τις μαλάξεις που του έκανε καθημερινά ο μασέρ, έπρεπε να γυμνάζει και το μυαλό του, ώστε να μη βυθίζεται στην αδράνεια... Και στο έργο αυτό μπορούσε να τον βοηθάει μόνο η σκέψη του, αυτό το ελεύθερο πουλί που έκρυβε μέσα του και δεν μπορούσε να το φυλακίσει κανένας, ούτε τα παιδιά του που τον κρατούσαν αιχμάλωτο, μακριά από τις δουλειές του... Μια ολόκληρη ζωή είχε συνηθίσει ν' απασχολεί διαρκώς το μυαλό του με ναυλοφορτώσεις, αγορές και μεγαλοφυείς αποφάσεις, πως λοιπόν, έστω κι αν ένιωθε αδύναμος στο σώμα, μπορούσε να εγκαταλείψει το μυαλό του στην αδράνεια... Διάβάζε, έβλεπε τηλεόραση, κουραζόταν κι έγερνε το κεφάλι, αλλά και πάλι σκεφτόταν τα περασμένα, απασχολούσε το μυαλό του με ό,τι είχε κάνει στη ζωή του... Και διατηρούσε την ελπίδα -με μοχθηρία- να εκδικηθεί τους δεσμοφύλακες του, ότι θα σηκωνόταν πάλι με νέες δυνάμεις, για να ξαναπάρει το τιμόνι... Τι στολαρχος είμαι, αν δεν πιστεύω, σαν τον Μακ Άρθουρ, ότι θα επιστρέψω... Στη μοναξιά του σκαρφιζόταν αιτίες για να μην ξεκόψει από τη ζωή και τα χόμπι του, όπως τώρα, που βλέποντας ένα ντοκιμαντέρ για το ζωγράφο Τζοναθαν Τρένερ, έσκυβε με το φακό στο μάτι και μουρμούριζε με θαυμασμό: - Τι απεραντοσύνη ουρανού, γης και θάλασσας! Τι σύλληψη... Κατεσπαρμένες αρχαίες κολόνες, ιστιοφόρα... Φως που θαμπώνει από τον ήλιο, δέντρα αιωνόβια, βράχοι κακοτράχαλοι, υπεραιωνόβιοι από κατακλυσμούς... Μικροσκοπικές ανθρώπινες φιγούρες, απρόσωπες κι ακαθόριστες, απόμακρες, αγωνιώδεις, τραγικές... Ο παλιός με τον νέο μπάτλερ, η νοσοκόμα κι ο σεκιούριτι, που είχε πλησιάσει, τον παρακολουθούσαν, περίεργοι να ακούσουν τι έλεγε, αλλά μόνο ο Τομ, που τον ζούσε τόσο κοντά πολλά χρόνια, μπορούσε να καταλάβει ότι ο στολαρχος μιλούσε για τους πίνακες ζωγραφικής, που συνέχισε να εκθειάζει: Εξαίσια χρώματα! Πορτοκαλί, μπλε, βεραμάν, κιτρινωπό, όλα φωτεινά, που εμπνέουν κάτι το υπερφυσικό και το μεταφυσικό... Τομ, τηλεφώνησε αμέσως στον Μπρουκς, να μου τους αγοράσει... Τώρα αμέσως... Τέλειωσε το ντοκιμαντέρ, ο γέρος είχε κουραστεί, έγειρε στην πολυθρόνα του... Ήταν η τελευταία φορά που είδε τηλεόραση... Όλες αυτές οι ξεθωριασμένες εικόνες, τα περιστατικά, οι διάλογοι, ερχόντουσαν και ξαναρχοντουσαν ανακατεμένα φλας μπακ, στο αποστεωμένο κεφάλι του ανάπηρου γέρου, που ήθελε να ξεφύγει από το παρόν, που μύριζε θάνατο, και να γυρίσει σε εποχές που έβραζε μέσα του το αίμα... Τότε, που δεν έβλεπε διαρκώς μπροστά του νοσοκόμους, γιατρούς, καμαριέρηδες, αλλά υγιείς ανθρώπους, όπως τον πεθερό του, πσυ έτρωγε τον αγλέουρα από τα φαγητά και τα γλυκίσματα της Αριέτας... Ήταν ροδοκόκκινος και κοτσονάτος κι όχι σαν κι εμένα, όπως κατάντησα ο δόλιος... Τον ζυγίζανε κάθε μέρα, αλλά σίγουρα δεν του λέγανε το πραγματικό του βάρος... Αλλά και σαράντα πέντε κιλά! Ούτε τζόκεϊ να ήτανε... Ψηλαφούσε το κεφάλι του, ένιωθε το πετσί, χωρίς κρέας, κολλημένο στο καύκαλο... Όλο του το σώμα μάζευε σαν κι εκείνα τα κουφάρια που αφήνανε οι Ινδιάνοι στον αέρα και στον ήλιο... Θεέ μου, ας άνοιγε το ταβάνι, να πέσει πάνω του μια δροσερή βροχή, γιατί ψηνότανε... Είχανε κρύψει τους καθρέπτες, αλλά το ήξερε ότι είχε καταντήσει σκέλεθρο και το έβλεπε στα μάτια των επισκεπτών του. Ήταν σίγουρος ότι κάποιοι χαιροντουσαν που ο παντοδύναμος στόλαρχος είχε καταντήσει τόσο ανήμπορος κι αδύναμος... Πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε που είδε στις εφημερίδες και στα περιοδικά τη φωτογραφία του Άρη... Παναγία μου, είχε φωνάξει... Ο εχθρός του είχε καταντήσει ένα κάτισχνο, ετοιμόρροπο ανθρωπάκι, με κρεμασμένα μάγουλα και βλέφαρα, που μόλις διακρινόταν η φοβισμένη -τι λέω;- η κατατρομαγμένη ματιά του... Ο άλλοτε τσιμεντένιος άντρας, ήξερε ότι δεν είχε σωτηρία, ούτε από γιατρούς και φάρμακα, ούτε από γονυκλισίες και προσευχές... Όπως ακριβώς μ' εμένα -συνέχισε να σκέφτεται ο Νιάρχος- που λένε στα παιδιά μου «ο ασθενής είδε βελτίωση» και άλλες τέτοιες μαλακίες... Έτσι μου 'ρχεται να τους κλάσω κι ακόμη να τους χέσω όλους πατόκορφα, αλλά που δύναμη για τέτοια... Μάζεψε κάποιες δυνάμεις και βλέποντας το γιατρουδάκι, ξέσπασε πάνω του, νομίζοντας ότι φωνάζει, αλλά ψέλλιζε υποτονικά:
— Ρε απατεώνες, γιατί κοροϊδεύετε και τα παιδιά μου κι εμένα και δεν με αφήνετε να σβήσω σαν μεταξοσκώληκας, που αφού ύφανε το μετάξι, βγήκε από το κουκούλι του και τέζαρε;... Αχ ρε Άρη... Σε έβλεπα στις φωτογραφίες πως κατάντησες κι αναρωτιόμουνα πόσο άκαρδοι ήσαν οι παπαράτσι, που την είχανε στήσει έξω από το σπίτι της Γλυφάδας, για να σε φωτογραφίσουν, καθώς πήγαινες να πεθάνεις στο Παρίσι... Πως είχες καταντήσει έτσι;... Λιπόσαρκος κι αδύναμος, ποιος, εσύ ο χειροδύναμος, που έστυβες την πέτρα. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήσουν ο ίδιος άνθρωπος, αυτός που είχε κουρσέψει πλούτη και γυναίκες... Θεέ μου, έτσι έχω καταντήσει κι εγώ και σίγουρα με λυπούνται οι γύρω μου και οι παπαράτσι θα περιμένουν κάτω, στην Πέμπτη Λεωφόρο, να απαθανατίσουν την κατάντια μου... Ξαφνικά θυμήθηκε μια εικόνα από το παρελθόν, στο Μόντε Κάρλο, όταν κρατώντας μια μποτίλια ουίσκι, ανέβαινε τις σκάλες του «Οτέλ ντε Παρί», με κοντομάνικο φανελάκι, κοντοβράκι και παπούτσια Ελβιέλα... Ο θυρωρός δίσταζε να του υποδείξει ότι δεν μπορούσε να μπει μη ευπρεπώς ντυμένος από την κεντρική είσοδο, όταν βρέθηκε φάτσα με φάτσα με τον Ωνάση -με το μπλε του κοστούμι- που κατέβαινε με την αδερφή του Μερόπη Κονιαλίδη... Σήκωσε την παλάμη και του 'φραξε την άνοδο, οργισμένος: Άκουσε, Σταύρο, όταν έρχεσαι στο αρχοντικό μου σαν ναύτης του Αιγαίου και μάλιστα μεθυσμένος, δεν τιμάς ούτε εμένα, ούτε τον εαυτό σου... Αν το επαναλάβεις, θα βάλω να σε πετάξουν με τις κλοτσιές... Πάμε Μερόπη...
Χι, χι, χι... Ο γέρος γελούσε αναδρομικά, γιατί καθώς κατέ¬βαινε δίπλα του η αδερφή του μπατζανάκη του, προσπάθησε να της πιάσει τον κώλο, αλλά εκείνη το απέφυγε επιδέξια... Χι, χι, χι... Πάντοτε έκανε αυτή τη χειρονομία σε γυναίκες φίλων και συγγενών... Ξαφνικά έγινε σκυθρωπός, γιατί θυμήθηκε ότι στο κάτω μέρος της σκάλας περίμεναν οι παπαράτσι κι άρχισαν να αστράφτουν τα φλας πάνω στον Ωνάση... Τότε, όμως, δεν είχα γίνει ακόμη διάσημος -σκέφτηκε- όπως μετά... Απότομα, έβαλε τις φωνές: Τομ, Τομ... — Μάλιστα, σερ. Ο Φελίξ είμαι. — Πόσοι φωτογράφοι και δημοσιογράφοι περιμένουν κάτω; — Δεν ξέρω, σερ... Εγώ δεν έχω δει κανένα... — Χάσου από μπροστά μου... Τομ, Τομ... Ο γέρος νόμισε ότι είδε μια σκιά... Του Τομ θα ήταν... — Δε μου λες αλαφροΐσκιωτε: Πότε πέθανε η Χριστίνα; Δεν πήρε απάντηση και απάντησε ο ίδιος στον εαυτό του: — Τη φάγανε, σίγουρα τη φάγανε, όλοι αυτοί που δεν θέλανε να παντρευτεί έναν Έλληνα, που θα τη βοηθούσε στη διαχείριση της περιουσίας της και στην ανατροφή, με τα ελληνικά πρότυπα, του παιδιού της... Τομ, Τομ, έλα που σου λέω, ναμιλήσουμε λίγο, να θυμηθούμε τα παλιά... Έλα βρε κοπρίτη... Όλοι με εγκατέλειψαν αβοήθητο...ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...
προστέθηκε στις: Σάββατο 06.02.2016
|
|
|