::
Επιλέξτε θέμα προς προβολή
:: |
ΝΙΑΡΧΟΣ κεφάλαιο 23 ως το τελευταίο
23. επιτέλους δική μου
 
1971: Ιούλιο παντρεύεται σε πρώτο γάμο η κόρη Χριστίνα και Οκτώβρη σε τρίτο γάμο η μάνα Τίνα... Αλλά, μήπως -σκεφτόταν ο μπάτλερ- το άρωμα αυτής της γυναίκας δεν ακολουθούσε παντού και το στόλαρχο, όπως κείνο της λαίδης Χάμιλτον το μεγάλο ναυμάχο Νέλσονα... Αντίθετα από τον Ωνάση, ο Νιάρχος αρέσκεται να φοράει ναυτικά κασκέτα, όχι μόνο γιατί υπήρξε αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού, αλλά και γιατί σε πρώτη ευκαιρία, ήθελε να υπενθυμίζει, στους επώνυμους καλεσμένους του, ότι είχε πάρει μέρος στη Μάχη του Ατλαντικού... Άπειρες φορές είχε διηγηθεί στους δικούς του και κάμποσες μπροστά στην Τίνα και στον Άρη, για τις νηοπομπές και τους τορπιλισμούς. Ίσως γι' αυτό ο Ωνάσης απόφευγε το ναυτικό κασκέτο, από τότε που ο μπατζανάκης του, σε μια επίσκεψη του στη «Χριστίνα», τον πείραξε ότι έμοιαζε με καπετάνιο του γλυκού νερού... Πραγματικά, ο Σταύρος Νιάρχος ήταν υπερήφανος για τη συμμετοχή του στον παγκόσμιο πόλεμο και το έδειχνε από τότε που πόζαρε ως σημαιοφόρος του Βασιλικού Ναυτικού στις φωτογραφίες που είχε στα σπίτια του και στα γραφεία του... Χούφταλο, τώρα, μετάνιωνε που δεν είχε πάει στο «Πλάζα» με τη στολή του και το σιρίτι του παρασήμου του, για να θαμπώσει τη δεκαεφτάχρονη... Έτσι, του την έφαγε ο άκαπνος Ωνάσης... Αλλά, ακόμη κι όταν η παιδούλα παντρεύτηκε τον Σμυρνιό, φώλιασε βαθιά μέσα του η ελπίδα ότι μιά μέρα θα την έκανε δική του... Δεν το κατόρθωσε, όμως, ούτε όταν πήρε διαζύγιο από τον Ωνάση, ούτε όταν χώρισε το δούκα του Μπλάντφορντ, γιατί ήταν άντρας της αδερφής της Ευγενίας... Να, όμως, που το 1971 η Τίνα ήταν ξανά ελεύθερη, αλλά κι εκείνος χήρος... Ξαγρυπνούσε υφαίνοντας στο μυαλό το σχέδια με τη σαίτα της πονηριάς και όταν δεν κατάφερε να ρίξει την Τίνα με ερωτόλογα και παρακάλια («τι τη θέλω τη ζωή χωρίς τη γυναίκα που λάτρεψα και θα τη λατρεύω ως το θάνατο μου») έδεσε το στημόνι και το υφάδι με πανουργία... — Τίνα μου, σκέψου, ότι με την ένωση μας, τα παιδιά σου και τα παιδιά μου, θα κληρονομήσουν το μεγαλύτερο εμπορικό στόλο που είδαν ποτέ θάλασσες και ωκεανοί: Το όνειρο του Σταύρου Λιβανού θα γίνει πραγματικότητα. Ο μπάτλερ κρυφάκουγε σαν αόρατο φάντασμα... — Και τι θα πει ο κόσμος, τι θα γράψουν οι εφημερίδες; Ότι παντρεύτηκα το δολοφόνο της αδελφής μου; Ο στόλαρχος έκανε να της πιάσει το χέρι, αλλά εκείνη το τράβηξε, ανατριχιάζοντας, πριν το αγγίξει... — Μα, γλυκό μου κορίτσι, πιστεύεις στις συκοφαντίες των δημοσιογράφων; — Και η ιατροδικαστική έκθεση; — Πολύ φοβάμαι ότι όλα αυτά είναι δημιουργήματα του Άρη και όσων με ζηλεύουν και με εχθρεύονται... Στο τέλος, όμως, έλαμψε η αλήθεια και κάθε κατεργάρης πήγε στον πάγκο του... — Πως το είπες; Έτσι έλεγε και ο μπαμπάς... Θυμάμαι τα λόγια του από μικρή... — Δώσε μου το χέρι σου και σου ορκίζομαι στην ψυχή του πατέρα σου, αλλά και του δικού μου, ότι από δω και πέρα θα είμαι ο φύλακας-άγγελός σου και ο προστάτης των παιδιών σου... — Η Χριστίνα έχει προβλήματα, ψυχολογικά, από τότε που χωρίσαμε με τον Άρη... Αλλά κι εγώ δεν πάω πίσω... Αν δεν πάρω χάπι, δεν με πιάνει ύπνος... — Λες να μην το ξέρω; Ο Νιάρχος γονάτισε μπροστά της, έδειχνε πολύ συγκινημένος και η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα, όχι από συγκίνηση, αλλά επειδή καταλάβαινε ότι έφτανε πολύ κοντά στο σκοπό του... Ο γάμος της Αθηνάς Λιβανού με το Σταύρο Νιάρχο τον Οκτώβρη του 1971, έσκασε σαν μπόμπα στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και η κάποιοι γνώστες των γεγονότων της Σπετσοπούλας απόρησε: Μα είναι δυνατόν η νύφη να διαλέγει για γαμπρό το φονιά της αδερφής της; Ο Κώστας Γράτσος, ο σοφός συνεργάτης του Ωνάση, σχολίασε: Αν ήσαν νομάδες, βουτηγμένοι στη μοναξιά και στη φτώχεια ή χολιγουντιανοί σταρ, πωρωμένοι στη δόξα, θα είχαν μια δικαιολογία της πράξης τους... Ο Τομ ανασκαλεύοντας τα αποκόμματα βρήκε αυτό που ήθελε. Ήταν μια φωτοτυπία από το βιβλίο «Η Δυναστεία Ωνάση» -κεφάλαιο 44- όπου ο συγγραφέας αναφέρεται και στο γάμο της Τίνας με το Νιάρχο, αλλά και στη συμπεριφορά της Χριστίνας και του πατέρα της για το γεγονός: «Η Χριστίνα δεν χώνευε καθόλου την καινούργια σύζυγο του πατέρα της, την Τζάκι Κένεντι. Κι όταν τη ρώτησα, ποιές γυναίκες θαύμαζε, απάντησε δηκτικά: Την Έθελ Κένεντι (χήρα του Ρόμπερτ) και την Ντορέτα Κινγκ (χήρα του Λούθερ Κινγκ) γυναίκες κι οι δυο δολοφονημένων πολιτικών προσωπικοτήτων, που είχαν μείνει πιστές στη μνήμη τους... Μέσα σ' αυτή την απάντηση κρύβεται η απελπισμένη ενέργεια της κόρης του Ωνάση να παντρευτεί έναν άντρα, τον Αμερικανό κτηματομεσίτη Τζόζεφ Μπόλκερ, που σε ηλικία μπορούσε να είναι ο πατέρας της... Ήταν η εποχή που η μητέρα της παντρολογιόταν με το θείο της Σταυρο Νιάρχο...» Να κι ένα άλλο απόκομμα: «Η Χριστίνα είχε διαβάσει σε ξένες εφημερίδες, ότι ο Νιάρχος είχε σκοτώσει τη θεία της με κλοτσιές και ρώτησε τον πατέρα της, αν ήταν αλήθεια... Εκείνος τη διαβεβαίωσε ότι ήταν φαντασιώσεις των δημοσιογράφων... Το ίδιο της είπε και η μητέρα της, μαλώνοντας την ότι δεν έπρεπε να διαβάζει τέτοιες συκοφαντίες... Αλλά όταν άρχισαν τα σουρτα-φέρτα της μητέρας της με το θείο της, έγινε έξω φρενών... Μαζί με τον αδερφό της, το σχολίασαν κι αναρωτήθηκαν αν ήταν δυνατόν, η μητέρα τους να είχε σχέσεις με αυτό τον άνθρωπο, που ποτέ δεν είχαν χωνέψει... Όταν, όμως, ο γάμος έσκασε σαν μπόμπα, η Χριστίνα έπαθε σοκ κι ένιωσε να αναποδογυρίζουν τα άντερα της... Η ίδια η μητέρα της της είχε τηλεφωνήσει να της αναγγείλει το... μυστήριο! Η κοπέλα βρισκόταν στο Λος Άντζελες, παντρεμένη με τον Εβραίο κτηματομεσίτη Τζόζεφ Μπόλκερ, χωρίς την άδεια του πατέρα της, αλλά με την ανοχή της μητέρας της... Έπεσε ξερή κι όταν συνήλθε άρχισε να κλαίει και να αναζητάει τον πατέρα της, για να τρέξει να προστατέψει τη μητέρα της από αυτό το θηρίο... Απόρησε με τη γιαγιά της, την Αριέτα Λιβανού, όταν της τηλεφώνησε και της είπε χαρούμενη, ότι είχε εγκρίνει και ευλογήσει το γάμο! Μίλησε, με λυγμούς, και με τον αδερφό της, που της είπε ότι εκείνος είχε πληροφορηθεί το γάμο με τηλεγράφημα που υπόγραφε η μητέρα τους... Ο Ωνάσης, που δεν ήθελε ούτε ν' ακούσει τον Μπόλκερ, αφού μίλησε με την κόρη του, προσπαθώντας να την καλμάρει, είπε στο γαμπρό του να προσέχει την κόρη του μέρα-νύχτα μην αυτοκτονήσει... Μίλησε στο τηλέφωνο και με τον Αλέξανδρο και του είπε ως άντρας σε άντρα: Άκουσε, αγόρι μου, με αυτή την πράξη της μάνας σου, κατάλαβα ότι ο παππούς σου δεν είχε μόνο μια μαλακισμένη κόρη, αλλά δύο... Και κοίταξε, Αλέξανδρε, προσπάθησε να πείσεις τη Χριστίνα, ότι αυτός ο γάμος είναι λευκός, συμβόλαιο οικονομικών συμφερόντων... — Μα τι λες μπαμπά; — Ξέρω κι εγώ τι λέω; Μαλακίες...»
Ο μπάτλερ ξανάσκυψε στο βιβλίο του Έλληνα ρεπόρτερ: «Ο Αριστοτέλης Ωνάσης είχε κάνει το σταυρό του μία φορά, όταν ο Νιάρχος παντρεύτηκε ξαφνικά τη Φορντ, δύο όταν τη χώρισε για να ξαναπάρει την Ευγενία και τρεις όταν έμαθε το μυστηριώδη θάνατό της... Τον είχα ρωτήσει, αν η πρώην κουνιάδα του είχε πεθάνει από υπερβολική χρήση βαρβιτουρικών ή άλλη αιτία... Μου είχε απαντήσει: Δεν ξέρω, αλλά οι τελευταίες ώρες της πρέπει να ήσαν φρικτές... Στενός φίλος και συνεργάτης του μου είχε πει: Όταν ο Ωνάσης έμαθε το παντρολόγημα Τίνας-Σταύρου, δεν έκανε το σταυρό του -όπως σε άλλες περιπτώσεις- γιατί είχε μείνει σύξυλος... Ψέλλισε όμως "τον αθεόφοβο" και ξαφνικά άρχισε να φωνάζει να του βρουν αμέσως, στο τηλέφωνο τη Χριστίνα... Ήθελε να της γλυκάνει, με μερικά λόγια, το πικρό χάπι που είχε δώσει στην οικογένεια η Τίνα... Σε καμιά περίπτωση η Τίνα δεν είχε ερωτευτεί τον άντρα της πεθαμένης αδερφής της. Ήθελε όμως να εκδικηθεί τον Άρη, τον πρώτο και μοναδικό άντρα που αγάπησε στη ζωή της... Ο Ωνάσης με το Νιάρχο ήσαν ανέκαθεν αντίζηλοι και ανταγωνιστές, στο σεξ, στις μπίζνες, στον πλούτο, στην επίδειξη ισχύος και υψηλών γνωριμιών... Όταν η Χριστίνα συνήλθε κάπως από το κεραυνοβόλημα, είπε στην πιο αγαπημένη θεια της, την Άρτεμη Γαροφαλίδη: Μα, καλέ θεια, είναι πράγματα αυτά; Η μεγάλη αδερφή του Ωνάση προσπάθησε να την ηρεμήσει από το τηλέφωνο και συμβούλεψε τον Μπόλκερ να φωνάξει γιατρό και να μην κουνήσει από δίπλα της... Έτσι κι έγινε, αλλά η Χριστίνα πεταγόταν κάθε τόσο σαν ελατήριο και αναγκάστηκαν να της δώσουν ηρεμιστικά χάπια, χωρίς να γνωρίζουν ότι αυτή έπαιρνε κι άλλα βαρύτερα, από καιρό... Ήδη ο Ωνάσης είχε στείλει στο Λος Άντζελες δικούς του, που παρακολουθούσαν κρυφά την κόρη του σε κάθε της έξοδο, ενώ - από καιρό- απειλούσαν το μεσίτη να εξαφανιστεί από τη ζωή της... Τελικά και η Χριστίνα ηρέμησε και ο μεσήλικας άντρας της το έβαλε στα πόδια, δίνοντας διαζύγιο στη μοναχοκόρη του κροίσου έναντι ενός εκατομμυρίου δολαρίων... Μικροποσό, δηλαδή, αφού η Χριστίνα ξόδευε 600 χιλιάδες δολάρια το χρόνο μόνο για το ντύσιμο της... Αντίθετα, ο αδερφός της Αλέξανδρος περνούσε με μερικά κοστούμια και μπουφάν κι αυτά με την επιμονή της κατά 17 χρόνια μεγαλύτερης του Φιόνα, πρώην Φον Τίσεν, που συζούσε μαζί της...» Ο Νιάρχος πετούσε στα σύννεφα σαν χαρταετός, που είχε αφήσει στη γη το Ωνασέικο μαλλιά κουβάρια, με μια καλούμπα... Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε στην αγκαλιά του τη γυναίκα που λαχταρούσε πριν 26 χρόνια! Θα την απολάμβανε στο κρεβάτι του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ως κατακτητής. Ένιωθε τόσο ευχάριστα, όπως και τότε που είχε αποσπάσει από το στενό περιβάλλον του Ωνάση τον Νουρέγιεφ, το θεό του χορού, που λίγο όμως έλειψε να του δημιουργήσει προβλήματα με τους δυο γιους του... Ήταν τότε που ο Ρούντι ανέπτυξε στενές φιλικές σχέσεις με τους γιους του Φίλιππο και Σπύρο και, με παρέα τους εκείνο τον ομορφονιό Μάριο Τάρτα και εκείνη τη κουκλάρα Ματούλα (που χόρευε για τον Ωνάση στα τραπέζια) του άναψαν φωτιές... Τα έφερνε στη μνήμη του ο γέρος και θύμωνε αναδρομικά, γιατί ο μεν Ρούντι ρίχτηκε οτον παιδαρά Φίλιππο, η δε Ματούλα τα έφτιαξε με το Σπύρο... Τους είχε καλέσει και τους είχε χέσει πατόκορφα... Και οι δυο δικαιολογήθηκαν: Μα τι λες μπαμπά... αν δεν κάνουμε καμιά τρέλα τώρα που είμαστε νέοι, κινδυνεύουμε να κάνουμε όταν γεράσουμε, σαν το θείο Άρη... Ρε τα μπαγάσικα -είχε αναλογιστεί- τα λένε στην πεθερά για να τ' ακούσει η νύφη... Δίκιο έχουνε... Ας τα αφήσω να διασκεδάσουνε στη Μύκονο και το χειμώνα τα στριμώχνω πάλι... Να τα λοιπόν αμολυτά, στο νησί των γκέι, όπου ο Μάριος με τη Ματούλα. Τι σκεφτήκανε τα σκανταλιάρικα, όπως θα έλεγε και ο Τσιφόρος... Συστήσανε μια μπάνικια γκόμενα στο Σπύρο, ονόματι Πιλάρ, του την παρουσιάσανε ως... πριγκίπισσα και πάει τρελάθηκε ο δεύτερος γιος του Νιάρχου... Μέρα και νύχτα μαζί και να σαμπάνιες και χαβιάρια και στρείδια για την πριγκίπισσα... Κι η Ματούλα ελεύθερο πουλί να κάνει τις πλάκες της κι ο Μάριος κολλητός του Χέλμουτ Μπέργκερ - τον γκέι πρωταγωνιστή του Βισκόντι - άλλος πανηδονιστής κι αυτός) και ο Φίλιππος να κολακεύεται που τον λιμπιζόταν ο Νουρέγιεφ... Ο Ρώσος έπινε τον αγλέουρα, τη μια μπίρα FIX πίσω από την άλλη... Συνήθεια που την είχε αποκτήσει στο «Κατίνα'ς» στο Παλιό Φάληρο, παρέα με τον Οδυσσέα και την Μαρία Παχού, τον 'Αλκη Γιαννακά και τον Σκαλιντό... Αν μιλούσε η Ματούλα, αλλά και η Μαρία Παχού, θα μπορούσε να γραφτεί ένα βιβλίο, κάτι σαν Σόδομα και Γόμορρα πίσω από το γκλάμουρους των τρανταχτών ονομάτων του πλούτου και της τέχνης... Κάποιος ρώτησε τη Ματούλα-τώρα τελευταία- γιατί δεν γράφει ένα βιβλίο κι εκείνη του απάντησε: Μα γιατί, θα εκκενωθεί το Κολωνάκι και η Μύκονος!  
Φίλιππος - Νουρέγιεφ και Σπύρος - ο Νουρέγιεφ με το κιμονό - Μάριος Τάρτας και Χέλμουτ Μπέργκερ 24. αμαρτίες γονέων Η Τίνα ήταν 42 χρονών, αλλά ένιωθε ψυχολογικά κατά πολύ μεγαλύτερη από τον καινούργιο σύζυγο της, που την περνούσε 20 χρόνια... Ο Σταύρος όμως από γέρικο άλογο κλωτσούσε σαν πουλαράκι, μετά εικοσιπέντε χρόνια ζούσε τον ανεκπλήρωτο έρωτά του... Άρχισε να σκουπίζει τα δάκρυα της που κυλούσαν ως τα λατρευτά λακκάκια της με το μαντίλι του, που μύριζε πάντα λεμονανθό... Εκείνη συγκινήθηκε κι άπλωσε τα χέρια της, που τον αγκάλιασαν σαν κάτασπρα περιστέρια, πριν αρχίσει να επηρεάζεται από τα χάπια... — Τίνα μου, αγάπη μου, μουρμούρισε ο Σταύρος Νιάρχος και συνέχισε καθώς τη φιλούσε με πάθος: Ό,τι έγινα το οφείλω σε σένα, γιατί ήθελα το θαυμασμό σου!... — Τομ, Τομ... Ο γέρος, μέσα στο παραλήρημα του, ζητούσε τη συμπαράσταση του αλαφροΐσκιωτου μπάτλερ, γιατί μόνο αυτός του είχε απομείνει... Εκείνος, όμως, έψαχνε στο ντοσιέ και στα αποκόμματα, να βρει στοιχεία για το γάμο της Τίνας με το Σταύρο, αλλά δεν έβρισκε, γιατί η συμβίωση τους δεν είχε εξάρσεις και ξεφαντώματα που να προσελκύουν τους ρεπόρτερ και τους παπαράτσι... Ο γάμος τους ήταν ο πιο παράξενος που είχε γίνει ποτέ, δεν ήταν ούτε έρωτας, ούτε συνοικέσιο, αλλά συγκερασμός μιας παράλογης λογικής οικονομικών συμφερόντων και αραξοβόλι δυο ανθρώπων, που μετά από μια θύελλα, ζητούσαν τη γαλήνη... Ο Νιάρχος έδειχνε ενδιαφέρον για τα παιδιά της Τίνας, που δεν ήθελαν, όμως, ούτε να τον δουν... Μια μέρα της έκανε και μια έκπληξη... Της έδωσε ένα κατάλογο με όλα τα περιουσιακά στοιχεία του Ωνάση και της είπε: Για να ξέρεις με λεπτομέρειες τι εποφθαλμιά η Τζάκι. Τα περισσότερα τα ήξερε η πρώην κυρία Ωνάση: Στόλος φορτηγών και τάνκερ, που ξεπερνούσαν τα 70 κομμάτια. Μετοχές που κάλυπταν το ένα τρίτο των κεφαλαίων του Ωνάση σε εταιρίες πετρελαιοειδών στις ΗΠΑ, στη Μέση Ανατολή και στη Βενεζουέλα. Ποσοστά, που εξασφάλιζαν τον έλεγχο σε 95 πολυεθνικές επιχειρήσεις των πέντε ηπείρων. Εργοστάσια χρυσοφόρα στην Αργεντική και στην Ουρουγουάη. Μεγάλο ποσοστό σε αεροπορική εταιρία της Λατινικής Αμερικής και επενδύσεις στη Βραζιλία. Εταιρία ηλεκτρονικών ειδών στην Ιαπωνία. Τις εταιρίες Ολύμπικ Μαριτάιμ και Ολύμπικ Τούριστ. Εταιρία χημικών προϊόντων στην Περσία. Διαμερίσματα στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στο Μόντε Κάρλο, στην Αθήνα, το Ακαπούλκο, ένα πύργο στη Νότια Γαλλία. Το Ολύμπικ Τάουερ, ουρανοξύστη 52 ορόφων στο Μανχάταν, ένα ακόμη κτίριο στο Σάτον Πλέις. Την Ολυμπιακή Αεροπορία και Αεροπλοΐα. Τα νησιά Σκορπιός και Σπάρτη. Τη θαλαμηγό «Χριστίνα». Τέλος, καταθέσεις σε λογαριασμούς και θησαυροφυλάκια 217 τραπεζών σ' όλη την Υφήλιο! — Σε τι θα μου χρησιμεύσει αυτός ο κατάλογος; τον ρώτησε. Εκείνος την κοίταξε με πονηρό σαρδόνιο βλέμμα: Δεν είναι μόνο ο κατάλογος, γλυκιά μου... Έχω βάλει και ανθρώπους να πληροφορούνται ανά πάσα στιγμή τις αλλαγές και μεταβιβάσεις όλων των περιουσιακών στοιχείων, που σήμερα ανήκουν στον Άρη, αλλά κάποτε θα περιέλθουν στον Αλέξανδρο και στη Χριστίνα, αν δεν ραμολίρει εν τω μεταξύ ο Σμυρνιός και του τα φάει τα περισσότερα η κωλοαμερικάνα με τα παιδιά της... — Μη λες κουταμάρες Σταύρο, γιατί ο Άρης έχει τον Αλέξανδρο κορόνα στο κεφάλι του. Όλα ήρθαν πάνω-κάτω, όταν στις 23 Ιανουαρίου 1973 έπεσε κατά την απογείωση του το «Πιάτζιο» του Αλέξανδρου.. Τα τηλέφωνα άρχισαν να κουδουνίζουν σε ολόκληρο τον κόσμο... Στη Νέα Υόρκη ο πατέρας έμεινε κεραυνόπληκτος με το ακουστικό στο χέρι... Μετά, φώναξε: — Σώστε το γιο μου... Σώστε τον και θα σας δώσω ό,τι θελήσετε... Τα πάντα! Η μητέρα του μαθαίνει το απελπιστικό νέο στη Γερμανία. Ο Σταύρος Νιάρχος, που είναι μαζί της, τη συνοδεύει στην Αθήνα. Η αδερφή του Αλέξανδρου Χριστίνα βρίσκεται στη Βραζιλία. Στην αρχή νομίζει ότι της κάνουν φάρσα... Μετά, σπεύδει στο αεροδρόμιο, γερασμένη δέκα χρόνια... Μέσα στο αεροπλάνο πληροφορείται ότι ο Αλέξανδρος παλεύει -χωρίς καμιά ελπίδα- με το θάνατο... Ο Νιάρχος διάβαζε στην αναπηρική πολυθρόνα του το βιβλίο «Η Δυναστεία Ωνάση-τραγωδία και αίνιγμα». Και θυμόταν που μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου ο Σμυρνιός έλεγε πως έπρεπε να παντρέψει όσο γινόταν πιο σύντομα τη Χριστίνα, γιατί κινδύνευε κι εκείνη να την "ξεκάνουν". Και ο καταβεβλημένος πια ψυχικά και σωματικά Ωνάσης, έδειχνε τρομοκρατημένος και χαμήλωνε τη φωνή του... Ποιος, ο ατρόμητος ανατολίτης, που από τη νύχτα που είδε να καίγεται η Σμυρνη, δεν είχε ξαναφοβηθεί με τίποτε άλλο στη ζωή του... Ο δισεκατομμυριούχος που ποτέ δεν είχε σωματοφύλακες...
Το βιβλίο γλιστράει από τα χέρια του γέρου, δεν αντέχει να συνεχίσει το διάβασμα, αλλά θυμάται εκείνες τις τραγικές στιγμές, που υποβάσταζε την Τίνα στο νοσοκομείο, όπου το μηχάνημα συγκρατούσε ακόμη στη ζωή τον Αλέξανδρο, αλλά με άχρηστο πια τον εγκέφαλο του... Μετά το θάνατο του παιδιού της, η Τίνα έχασε κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή. Ακόμη και την κόρη της την κοίταζε, μερικές φορές, με απλανές βλέμμα... Όσο για το Νιάρχο, έκλαιγε κι΄ αυτός μαζί της, μουρμουρίζοντας, συμπονάω και σένα αλλά και τον Άρη. Κηδεμόνευε πιά τη ζωή της και προσπαθούσε να την αποτρέπει να παίρνει κατευναστικά και υπνωτικά χάπια. 25. Ο αποχαιρετισμός των στόλαρχων
— Τι είναι αυτό ; ρώτησε ο γεροτσιφούτης, βλέποντας τον υποτακτικό του να του μοστράρει ένα βιβλίο. — Πάλι με συκοφαντούν; — Όχι, σερ. Σας εξυμνούν. — Για διάβασε μου λίγο... Ο Κεφαλονίτης στερέωσε τα γυαλιά του κι έσκυψε στο κείμενο, αλλά και κοντά στην πολυθρόνα για να τον ακούει ο γέρος: Τίτλος του βιβλίου Σταύρος Νιάρχος... Το ένα βαπόρι έφερε το άλλο... Του Ζάχου Χατζηφωτίου...» — Χί, χι, χι... Το Ζαχάκι, γλεντζές και μάγκας... Για συνέχισε. «Σήμερα βγαίνουν γρήγορα λεφτά, δημιουργούνται περιουσίες, όχι όμως και "μονάδες" ατόμων, το μονάδες σε εισαγωγικά, όπως ακριβώς ένας Ωνάσης και ένας Νιάρχος...» Ο γέρος τον διέκοψε πάλι, αυτή τη φορά νευριασμένος: Για κοίταξε καλά, αναφέρει πρώτα το όνομα του Ωνάση; — Μάλιστα, σερ. — Τον Βρούτο... Κι είχα πάει και στο γάμο του με την Τζένη Καρέζη... Συνέχισε. «Ήθελα να πω ότι σήμερα δεν δημιουργούνται ονόματα που να περνούν τα σύνορα και να γίνονται λεζάντες κατά το αγγλικόν legent, τουτέστιν θρύλος. Από αυτούς τους legentary ανθρώπους, λοιπόν, ένας και μόνον Έλληνας έχει απομείνει, ο Σταυρος Νιάρχος, χωρίς βεβαίως να θέτουμε στο περιθώριο και τον Γιάννη Λάτση...» Πετάχτηκε πάλι ο γέρος: Εδώ μου τα χαλάει το Ζαχάκι... Τι δουλειά έχουν οι Μπακιρένιοι με τους Χρυσούς Έλληνες... Συνέχισε. «Ο Νιάρχος δεν ήταν μόνον ο επιτυχημένος business-man. Συνδύαζε πολλά και εκλεκτά προσόντα. Δεν ήταν μόνο ο έξυπνος νέος, ο άνθρωπος με την οργανωτικότητα, ήταν ο θαρραλέος κοινωνικός επιχειρηματίας που είχε ανακαλύψει νωρίς τις δημόσιες σχέσεις και τα διεθνή κοινωνικά κυκλώματα, που έκαναν κάποιον διάσημο. Και όταν γίνεις διάσημος -διεθνώς λέμε- πολλά προβλήματα σου λύνονται μόνα τους...» — Για προχώρησε παρακάτω... Γράφει πάλι για τον Ωνάση; — Μάλιστα... Να σας διαβάσω: «Όταν οι προπολεμικοί εφοπλιστές συζητούσαν για μήνες αν τα Λίμπερτι ήσαν τα κατάλληλα πλοία που θα μπορούσαν να αφήσουν κέρδη, ο Νιάρχος πήρε δεκαέξι, μαζεμένα, και θησαύρισε... Έπειτα ήρθε η εποχή των τάνκερς -σε αυτά είχε την οξυδέρκεια να μιμηθεί τα βήματα του Ωνάση... Έτσι άρχισε να παραγγέλνει τα σούπερ τάνκερ των ενήντα χιλιάδων τόνων τότε, με το γνωστό σύστημα του συμβολαίου μεταφοράς των εταιριών πετρελαίων, ως εγγύηση στο ναυπηγείο και την αποπληρωμή του σκάφους από τα έσοδα του ναυλοσύμφωνου... Αλλά τον Ωνάση δεν τον μιμήθηκε μόνο στις παραγγελίες και όταν ο Ωνάσης παντρεύτηκε τη μία κόρη του Σταύρου Λιβανού, αυτός πήρε την αδερφή της...» — Σαχλαμάρες. Αυτό ήταν γραφτό να γίνει, μουρμούρισε ο γέρος. Ο Κεφαλονίτης σκέφτηκε ότι έλεγε ψέματα, γιατί όσα χρόνια τον υπηρετούσε, ποτέ δεν είχε πάρει μια απόφαση χωρίς προμελέτη... Ο στόλαρχος έγνεψε να συνεχίσει κι ο Τομ, είχε ψάξει με μοχθηρία και βρήκε ένα απόσπασμα που' θα περόνιαζε το αφεντικό του: «Λέγεται ότι το 1950 δόθηκαν στο περιοδικό Τime 500,000 δολάρια για να μπει εξώφυλλο ο Νιάρχος με σούπερ τάνκερ στο φόντο... Το ποσό ήταν εξωφρενικό για την εποχή, αν σκεφθεί κανείς ότι τον ίδιο χρόνο αγόρασε τη Σπετσοπούλα, από την οικογένεια Γιώργου Λεωνίδα, 42 χιλιάδες δολάρια.» - Χι, χι, χι. Ο γέρος γελούσε με το χαρακτηριστικό του στιλ κι ο μπάτλερ σηκώθηκε και του σκούπισε με το μυρωδάτο χαρτομάντιλο τα σάλια. Μετά, το χούφταλο, είπε: Βρε το Ζαχάκι, που τα έμαθε όλα αυτά και τα ξεφούρνισε; Τον θυμάμαι πιτσιρικά, μαζί με έναν άλλο κομψευόμενο νεαρούλη, το Νίκο Χρυσικόπουλο, να λιμπίζονται τη Μερσεντές μου και το ντύσιμο μου... Του κουτιού ήμουνα, βρε Τομ, και με ζήλευαν όλοι... Άντε τώρα να φυλάξεις στο συρτάρι σου κι αυτό το άρθρο, γιατί μπορεί να σου χρησιμεύσει κάποτε... Ο μπάτλερ ετοιμάστηκε να ψελλίσει ότι τα αποκόμματα τα μάζευε γιατί τον θαύμαζε κι όχι για να τα χρησιμοποιήσει για βιβλίο, αλλά ο γέρος ήδη ροχάλιζε... Τον έβλεπε κουβαριασμένο, κάτισχνο και αδύναμο στην πολυθρόνα του και έφερνε στο νου του ότι αυτό το ανθρωπάκι υπήρξε επιβήτορας ωραίων και διάσημων γυναικών, που κανένας δεν θα μάθει ποτέ, αν τον είχαν ερωτευθεί ή αν είχαν πάει για τα λεφτά του... Ο Νιάρχος πίστευε ότι η γυναίκα πρέπει να είναι ωραία και ο άντρας να έχει προσωπικότητα και δυναμισμό... Γιατί, αλλιώς, δεν εξηγείται ότι ωραίες και πλούσιες γυναίκες είχαν πάει μαζί του, όπως οι πριγκίπισσες Μαρία Γαβριέλα της Σαβοΐας και Φριάλτης Ιορδανίας... Ακόμη και η πανέμορφη Ντόρις, γυναίκα του Γιούλ Μπρίνερ... Ο Ωνάσης είχε άλλη φιλοσοφία με τις γυναίκες: «Αν πηδάς καλά, σε ερωτεύονται μόνο τη στιγμή της πράξης... Τις άλλες ώρες, αν είσαι πλούσιος, σκέφτονται τα λεφτά σου και την καλοπέραση τους, οι σκρόφες...» Η Τίνα, άραγε, τι αποζητούσε να βρει κοντά στο τσιφούτη που παντρεύτηκε; Λεφτά είχε, ως μία από τις κληρονόμους του Σταύρου Λιβανού, ανέσεις όσες ήθελε, αφού μπορούσε να ταξιδεύει όχι μόνο πρώτη θέση με τα αεροπλάνα του πρώην συζύγου της, αλλά να μένει στις σουίτες των απανταχού της Γης ξενοδοχείων και όλους τους λογαριασμούς εξόδων κινήσεων της, να τους στέλνει στον Ωνάση... Όσο για σεξ, όποιο πλέι μπόι και τεκνό λιμπιζόταν μπορούσε να το χει στο κρεβάτι της... Όταν παντρεύτηκε το Νιάρχο, η Τίνα ήταν 42 χρονών, δροσερή ακόμη, πανέμορφη και κομψή. Βλέποντας τα παιδιά της Αλέξανδρο, που ήταν 25, και Χριστίνα, 23, μπορούσες να τα νομίσεις αδέρφια της και σίγουρα η μάνα ήταν πολύ πιο θηλυκιά από την κόρη... Ένας ψυχίατρος θα μπορούσε να εξηγήσει το κόμπλεξ των δύο παιδιών, που το ένα συζούσε με μια κατά πολύ μεγαλύτερη του και το άλλο είχε παντρευτεί ένα μεσήλικα... Ο Αλέξανδρος και η Χριστίνα είχαν μεγαλώσει με τροφούς, νταντάδες, καμαριέρες και δασκάλους, με τη μητέρα τους να είναι μια κοσμική καλλονή και ο πατέρας τους ένας αεικίνητος μπίζνεσμαν... Ποτέ δεν ένιωσαν τα παιδιά τη συνεχή οικογενειακή θαλπωρή και στοργή, παρά μόνο στις γιορτές των Χριστουγέννων και στις διακοπές... Αλλά κι εκεί, οι γονείς τους φρόντιζαν περισσότερο τους καλεσμένους τους... Η Τίνα Νιάρχου, ένιωσε ότι είναι μάνα, μόνο όταν έχασε το γιο της Αλέξανδρο... Πολύ αργά, όμως, να αναλογιστεί τα σφάλματα της και κυρίως το μεγαλύτερο: Την ευθιξία και το πείσμα της να ζητήσει και να πάρει διαζύγιο σε ηλικία 31 χρονών, όταν τα παιδιά της ήσαν 12 και 10 και υπέστησαν ψυχικό τραύμα που τα ακολούθησε στην υπόλοιπη ζωή τους... Τώρα, που είχε χάσει το γιο της, η Τίνα Λιβανού πρώην κυρία Ωνάση, πρώην Μπλά-ντφορντ και νυν Νιάρχου, αισθανόταν ότι η ζωή της δεν είχε πια κανένα απολύτως νόημα... Αύξησε τις δόσεις των υπνωτικών χαπιών που ήδη έπαιρνε και έπαψε να έχει σεξουαλικές ορέξεις... Εξακολουθούσε να είναι σύζυγος του Σταύρου Νιάρχου, αλλά μόνο στα χαρτιά... Κι όταν πήγανε με τη θαλαμηγό τους στο Σκορπιό, για να προσκυνήσει στον τάφο του παιδιού της, άραξαν δίπλα στη «Χριστίνα»... Στο κατάστρωμα της, όπου δείπνησε με τον πρώτο και τον τελευταίο άντρα της, δεν ξύπνησαν αναμνήσεις δεξιώσεων με διάσημους καλεσμένους, αλλά μόνο ένιωθε, εκεί γύρω της, τον Αλέξανδρο και τη Χριστίνα, μικρά παιδιά, να τρεχαλάνε... Κι άρχισε να κλαίει, πέφτοντας στην αγκαλιά, όχι του άντρα της, αλλά του Άρη, που τον ένιωθε σαν το μοναδικό δικό της άντρα στη ζωή της... Ο Νιάρχος κατάλαβε και πήγε πιο πέρα, με το ποτήρι στο χέρι, αλλά άκουσε τη γυναίκα του να λέει στον αιώνιο εχθρό του: Αν πεθάνω, Άρη μου, μη ζητήσεις να με θάψουν εδώ με το παιδί μου, γιατί δεν υπήρξα καλή μητέρα και θα του ταράζω τη γαλήνη του... Να με βάλουν δίπλα στην Ευγενία μας, στη Λοζάνη...  Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο Νιάρχος ένιωσε να γίνεται θρύψαλα η έπαρσή του και η σκέψη του θαμπογύριζε χρόνια πίσω... Τότε που με τη δεύτερη γυναίκα του Μέλπω και τον Σμυρνιό κάνανε μπαρμπικιού στο Λόνγκ Άιλαντ και ήθελε να χωρίσει, για να πάρει την Τίνα... Την πήρε όμως ο ζουμπάς και τώρα συνειδητοποιούσε ότι είναι ο άντρας της ζωής της, ενώ αυτός ένα τίποτα... Η Τίνα εκείνο τον καιρό είχε γεράσει δέκα χρόνια, το ίδιο κι ο Άρης... Κλαίγανε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και για πρώτη φορά στη ζωή του άρχισαν να κυλάνε στα μάγουλα του Νιάρχου, ποτάμι τα δάκρυα... Η Τίνα αποσύρθηκε να κοιμηθεί, παίρνοντας οπωσδήποτε τα βαρβιτουρικά της, ενώ οι δυο άντρες το ξενύχτησαν, πίνοντας και κουβεντιάζοντας... Ο Ωνάσης έλεγε ότι ένιωθε να έχει τελειώσει η ζωή του, ενώ ο Νιάρχος τον παρηγορούσε ότι έχουν ακόμη χρόνια μπροστά τους...
Την επομένη η μια θαλαμηγός πέρασε δίπλα από την άλλη και ήταν η τελευταία φορά που είχαν συναντηθεί οι δυο παλιοί μπατζανάκηδες, που η αντιζηλία τους είχε δημιουργήσει δυο από τις μεγαλύτερες περιουσίες του αιώνα... 26. ο πλούτος πάει στη Κόλαση... Η τελική γνωμάτευση ήταν: Θάνατος από οξύ πνευμονικό οίδημα. Χρήση βαρβιτουρικών. Ουδέν ίχνος κακώσεων ή βίας στο σώμα.
Η Τίνα Λιβανού ενταφιάστηκε με αυτό το όνομα, στο κοιμητήριο Μπουά ντε Βο της Λοζάνης, δίπλα στην αδελφή της Ευγενία. Τη νεκρώσιμη ακολουθία παρακολούθησαν, μεταξύ άλλων, ο σύζυγος της Νιάρχος και ο πρώην, ο δούκας του Μπλάντφορντ. Ο Ωνάσης δεν πήγε, είχε αρχίσει η ταλαιπωρία του με την μυασθένεια. Η Χριστίνα, ανάμεσα στους θείους, τις θείες και τα ξαδέρφια της, έκλαιγε γοερά, όχι μόνο τη μάνα της, αλλά και τον αδελφό της, ίσως και τον επερχόμενο θάνατο του πατέρα της, που της είχαν προαναγγείλει οι γιατροί... Ο Νιάρχος έκλαιγε συνεχώς... Ίσως σκεφτόταν ότι το ουρί του, ταξίδευε για την Κόλαση... - Τοοοόμ... Όλοι, οι πάντες, είχαν εγκαταλείψει το γερο στόλαρχο, τον είχαν αφήσει καταμεσής του ωκεανού, με μια αρκούλα, περιμένοντας το τελευταίο, αποφασιστικό κύμα, που θα τον έστελνε στο βυθό, ποιόν, αυτόν που άφηνε στους απογόνους του τα πλούτη της Γης, στα συμβολαιογραφεία και στα θησαυροφυλάκια των πέντε ηπείρων... — Τομ, που είσαι Τομ... Θέλω να πεθάνω... Βοήθησε με... Φέρε μου ένα από εκείνα τα χαπάκια, που έπαιρναν η Ευγενία και η Τίνα... Θέλω να πάω να τις βρω... Απόκαμα πια, δεν αντέχω άλλο... Κι όμως ο γερο λύκος άντεχε ακόμα... Και στα διαλείμματα διαύγειας που είχε, σκεφτότανε τα παλιά, ίσως γιατί τα τωρινά μύριζαν μόνο θάνατο... Όλα τα έγκριτα περιοδικά του είδους τον ανέφεραν ως το μεγαλύτερο συλλέκτη ζωγραφικής, ενώ εκείνος ο άλλος, ο Ωνάσης, δεν ήταν τίποτα μπροστά του... Ένας ξυπασμένος φιγουρατζής, που έντυνε τα σκαμπό του μπαρ της «Χριστίνας» με δέρμα από όρχεις φάλαινας, για να ενυπωσιάσει τα λαϊκής κυκλοφορίας περιοδικά... Αλλά και η κορβέτα-θαλαμηγός του, τι ήταν; Ένα σιδερικό, μπροστά στο δικό του ξύλινο αριστούργημα... Ο γέρος μούγκριζε, όχι από πόνο, αλλά από πείσμα, που δεν μπορούσε να σηκωθεί από την πολυθρόνα και να ριχτεί, όπως παλιά, στη δουλειά... Κι όταν λέμε δουλειά, συνεχής απασχόληση του μυαλού και μεγαλόπνοες αποφάσεις για βαπόρια, για ναύλους, για ναυπηγεία, για τράπεζες, για λεφτάπου γεννούσαν λεφτά... Αχ να μπορούσα -σκεφτόταν- να με βλέπανε μπροστά τους οι γιοι μου, οι διευθυντές και διοικητικοί μου παράγοντες, θα τους έπιανε τεταρταίος πυρετός... Όχι, δεν ήθελε να φύγει από τη ζωή, ο άνθρωπος που την είχε φάει με την κουτάλα και τώρα δεν του έμενε ούτε μια μπουκίτσα σ' ένα γλειμμένο πιάτο... Το ένιωθε,ότι σύντομα θα πέθαινε... Κι όμως ήθελε να παραταθεί η ζωή του, γιατί δεν ήταν κάποιος τυχαίος, αλλά ο Σταύρος Νιάρχος, the legent! Αλλά μήπως είχε γλιτώσει το θάνατο κανένας άλλος θρύλος στην ιστορία της ανθρωπότητας; Κανένας! Ούτε ο Σωκράτης, ούτε ο Μεγαλέξαντρος, ούτε ο Κροίσος, θαμποθυμότανε ότι του ΄χε πεί ο κωλοσμυρνιός...
Εκείνο το πρωί ο γερο Νιάρχος είχε μιά ακόμη αναλαμπή και ζήτησε τις εφημερίδες... Είδε μερικούς τίτλους, τα βάσανα του κόσμου: Αναρχία και δυστυχία στα πρώην ανατολικά καθεστώτα, πόλεμος στην περιοχή της Γιουγκοσλαβίας, τα ίδια και τα ίδια με τους Εβραίους καιτούς Παλαιστίνιους, πείνα και δίψα ως το θάνατο στην Αφρική, κύματα εξαθλιωμένων μεταναστών προς την Ευρώπη και την Αμερική...
Πέταξε τις εφημερίδες, τι με νοιάζουν εμένα αυτά, γρύλλι-σε, ούτε πολιτικός, ούτε ιερωμένος είμαι... Έδειξε στον μπάτλερ ένα περιοδικό που βρισκόταν στο τραπεζάκι, ήθελε να του ρίξει μια ματιά από χθες, αλλά ένιωθε αδύναμος κι είχε γνέψει στον Φελίξ να μην το κουνήσουν από τη θέση του... Το πήρε στα τρεμάμενα χέρια του, στερέωσε τα γυαλιά-φακό στα μάτια του κι άρχισε να το φυλλομετράει... Βρήκε το άρθρο «Σύγχρονοι Κροίσοι» κι έπεσε με τα μούτρα στο διάβασμα: Περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο δολάρια περιουσία έχουν 129 άνθρωποι στον κόσμο! Επικεφαλής των δισεκατομμυριούχων είναι ο 42χρονος σουλτάνος του Μπρουνέι, ο Χασάν Μπολκιάχ, με 25 δις! Ο βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας Φαχτ Μπεν Αμπντούλ, 68 χρονών, 16 δις! Η οικογένεια Μαρς -ζαχαρώδη προϊόντα- στις ΗΠΑ, 12,5 δις! Η βασίλισσα Ελισάβετ της Μεγάλης Βρετανίας, 62 χρονών, 8,7 δις! Κοίταξε την ημερομηνία του περιοδικού ο στόλαρχος. Ή¬ταν του 1988, δηλαδή εφτά χρόνια πριν... Προχώρησε λίγες σειρές, για να βρει το όνομα του: Σταύρος Νιάρχος, Έλληνας εφοπλιστής, 79 χρονών, 3,7 δις!
— Χι, χι, χι, τσίρισε το χούφταλο. Είμαι πλουσιότερος από όσο νομίζουν... Υπολόγισε ότι εκείνη τη χρονιά δεν είχε περιουσία μόνο 3,7 δις, αλλά σχεδόντη διπλάσια! Και σήμερα, εν έτει 1995, ο πλούτος του είχε φτουρήσει τόσο πολύ, ώστε είχε φτάσει σε ύψη δυσθεώρητα... Φούσκωσε το ασθενικό στήθος του από υπερηφάνεια, αλλά ξαφνικά μελαγχόλησε, γιατί συνειδητοποίησε ότι σύντομα θα διαγραφόταν από το λίμπρο ντ' όρο των κροίσων, γιατί η μυθώδης περιουσία του θα κατακερματιζότανε στα παι¬διά του και αργότερα στα εγγόνια του... Πάλι ο Ωνάσης -αν και πεθαμένος- μπροστά του, γιατί εκείνου η περιουσία θα πε¬ριερχόταν σε ένα και μοναδικό κληρονόμο, την εγγονή του και δεν θα διασκορπιζόταν σε μερίδια... Μωρέ, τι βλακείες σκέφτομαι -μουρμούρισε χαιρέκακα- αφού το όνομα Ωνάσης έσβησε και τη θέση του θα πάρει το όνομα Ρουσέλ... Κι ως το 2002, που η Αθηνά Ρουσέλ θα ενηλικιωθεί, διαχειριστές, νομικοί σύμβουλοι και κηδεμόνες της μικρής, μπορεί να έχουν πέσει σαν σφήκες στην κληρονομιά και να την έχουν καταφάει, αφήνοντας της ψίχουλα... —Χι. Χι Χί. ο γερο Νιάρχος χασκογελούσε με το φιάσκο που μπορεί να πάθει το βίος του Σμυρνιού... Ξανάσκυψε στο περιοδικό του 1988 και με το φακό στο ένα μάτι, συνέχισε να διαβάζει, τα ονόματα των κροίσων. Που είχε μείνει; Α, ναι, Νιουχάους, εκδόσεις και τηλεοπτικοί σταθμοί, Φορντ, αυτοκίνητα, Λόντερ, καλλυντικά, Χιρστ, εκδόσεις, Μέρντοχ, μέσα μαζικής ενημέρωσης, Μάριοτ, ξενοδοχεία, Τραμπ, ξενοδοχεία-καζίνο, οι Καναδοί Ράιχμαν, γαιοκτήμονες, Ίρβινγκ, 400 εταιρίες, και εκδόσεις. Οι Βρετανοί: Γκρόσβενος, γαιοκτήμονας, Μάξουελ, μαζική ενημέρωση, ο Ιάπωνας Ματσουχίτα, ηλεκτρονικά, ο Κινέζος Λι Κα Σινγκ, κυρίαρχος του Χονγκ Κόνγκ, ο Ιάπωνας Φουρουκάβα, μέσα ψυχαγωγίας, οι Ιταλοί Ανιέλι και Μπερλουσκόνι και άλλοι, 129 συνολικά, με περιουσία πάνω από ένα δισεκατομμύριο δολάρια,ανάμεσα στα πέντε δισεκατομμύρια πληθυσμό της Γης... Κοίταζε τις ηλικίες τους, ελάχιστοι νέοι, οι περισσότεροι γέροι και αρκετοί είχαν αποδημήσει εις Κύριον... Το περιοδικό είχε και τη φωτογραφία του Ωνάση, εκείνη τη φριχτή, πριν μπει στο νοσοκομείο για να πεθάνει... Θεέ μου, έτσι θα έχω καταντήσει κι εγώ, γι' αυτό έχουν εξαφανίσει τους καθρέπτες από μπροστά μου, ακόμη κι εκείνον του μπάνιου... Σίγουρα, κάπου θα με έχουν φωτογραφίσει, κρυφά με τηλεφακό, οι παπαράτσι και οι δικοί μου κρύβουν τις εφημερίδες... Πόσοι νέοι στην ηλικία, κροίσοι και μαικήνες, θα βλέπουν τη φωτογραφία μου και θα με λυπούνται οι άφρονες, αφού κι εκείνοι -με όσα δισεκατομμύρια κι αν έχουν- έτσι θα καταντή¬σουν. .. Εκτός κι αν έχουν τη θεόπεμπτη τύχη να πεθάνουν στον ύπνο τους χωρίς να πάρουν είδηση ότι τα τινάζουν... Ο απροσδόκητος θάνατος, όπως του πατέρα μου -εν πλήρει ευθυμία μάλιστα-πάνω στο άλογο... Ευλογία Θεού για το γέρο... Μπα σε καλό μου, νευρίασε ξαφνικά και πέταξε μακριά το περιοδικό. Τι θέλω και ανοίγω κάθε μέρα την πόρτα μου σε θλιβερές σκέψεις... Ας ανοίξω και κάνα παράθυρο σε ευχάριστες... Καταλάβαινε ότι η απραξία μαλθακώνει τα κύτταρα, νερουλιάζει το μυαλό κι απονεκρώνει κάθε ενέργεια, ως την υπνηλία... Δεν ήταν γιατρός, αλλά ήξερε ότι εκτός από τις ασκησούλες και τις μαλάξεις που του έκανε καθημερινά ο μασέρ, έπρεπε να γυμνάζει και το μυαλό του, ώστε να μη βυθίζεται στην αδράνεια... Και στο έργο αυτό μπορούσε να τον βοηθάει μόνο η σκέψη του, αυτό το ελεύθερο πουλί που έκρυβε μέσα του και δεν μπορούσε να το φυλακίσει κανένας, ούτε τα παιδιά του που τον κρατούσαν αιχμάλωτο, μακριά από τις δουλειές του... Μια ολόκληρη ζωή είχε συνηθίσει ν' απασχολεί διαρκώς το μυαλό του με ναυλοφορτώσεις, αγορές και μεγαλοφυείς αποφάσεις, πως λοιπόν, έστω κι αν ένιωθε αδύναμος στο σώμα, μπορούσε να εγκαταλείψει το μυαλό του στην αδράνεια... Διάβάζε, έβλεπε τηλεόραση, κουραζόταν κι έγερνε το κεφάλι, αλλά και πάλι σκεφτόταν τα περασμένα, απασχολούσε το μυαλό του με ό,τι είχε κάνει στη ζωή του... Και διατηρούσε την ελπίδα -με μοχθηρία- να εκδικηθεί τους δεσμοφύλακες του, ότι θα σηκωνόταν πάλι με νέες δυνάμεις, για να ξαναπάρει το τιμόνι... Τι στολαρχος είμαι, αν δεν πιστεύω, σαν τον Μακ Άρθουρ, ότι θα επιστρέψω... Στη μοναξιά του σκαρφιζόταν αιτίες για να μην ξεκόψει από τη ζωή και τα χόμπι του, όπως τώρα, που βλέποντας ένα ντοκιμαντέρ για το ζωγράφο Τζοναθαν Τρένερ, έσκυβε με το φακό στο μάτι και μουρμούριζε με θαυμασμό: - Τι απεραντοσύνη ουρανού, γης και θάλασσας! Τι σύλληψη... Κατεσπαρμένες αρχαίες κολόνες, ιστιοφόρα... Φως που θαμπώνει από τον ήλιο, δέντρα αιωνόβια, βράχοι κακοτράχαλοι, υπεραιωνόβιοι από κατακλυσμούς... Μικροσκοπικές ανθρώπινες φιγούρες, απρόσωπες κι ακαθόριστες, απόμακρες, αγωνιώδεις, τραγικές... Ο παλιός με τον νέο μπάτλερ, η νοσοκόμα κι ο σεκιούριτι, που είχε πλησιάσει, τον παρακολουθούσαν, περίεργοι να ακούσουν τι έλεγε, αλλά μόνο ο Τομ, που τον ζούσε τόσο κοντά πολλά χρόνια, μπορούσε να καταλάβει ότι ο στολαρχος μιλούσε για τους πίνακες ζωγραφικής, που συνέχισε να εκθειάζει: Εξαίσια χρώματα! Πορτοκαλί, μπλε, βεραμάν, κιτρινωπό, όλα φωτεινά, που εμπνέουν κάτι το υπερφυσικό και το μεταφυσικό... Τομ, τηλεφώνησε αμέσως στον Μπρουκς, να μου τους αγοράσει... Τώρα αμέσως... Τέλειωσε το ντοκιμαντέρ, ο γέρος είχε κουραστεί, έγειρε στην πολυθρόνα του... Ήταν η τελευταία φορά που είδε τηλεόραση... Όλες αυτές οι ξεθωριασμένες εικόνες, τα περιστατικά, οι διάλογοι, ερχόντουσαν και ξαναρχοντουσαν ανακατεμένα φλας μπακ, στο αποστεωμένο κεφάλι του ανάπηρου γέρου, που ήθελε να ξεφύγει από το παρόν, που μύριζε θάνατο, και να γυρίσει σε εποχές που έβραζε μέσα του το αίμα... Τότε, που δεν έβλεπε διαρκώς μπροστά του νοσοκόμους, γιατρούς, καμαριέρηδες, αλλά υγιείς ανθρώπους, όπως τον πεθερό του, πσυ έτρωγε τον αγλέουρα από τα φαγητά και τα γλυκίσματα της Αριέτας... Ήταν ροδοκόκκινος και κοτσονάτος κι όχι σαν κι εμένα, όπως κατάντησα ο δόλιος... Τον ζυγίζανε κάθε μέρα, αλλά σίγουρα δεν του λέγανε το πραγματικό του βάρος... Αλλά και σαράντα πέντε κιλά! Ούτε τζόκεϊ να ήτανε... Ψηλαφούσε το κεφάλι του, ένιωθε το πετσί, χωρίς κρέας, κολλημένο στο καύκαλο... Όλο του το σώμα μάζευε σαν κι εκείνα τα κουφάρια που αφήνανε οι Ινδιάνοι στον αέρα και στον ήλιο... Θεέ μου, ας άνοιγε το ταβάνι, να πέσει πάνω του μια δροσερή βροχή, γιατί ψηνότανε... Είχανε κρύψει τους καθρέπτες, αλλά το ήξερε ότι είχε καταντήσει σκέλεθρο και το έβλεπε στα μάτια των επισκεπτών του. Ήταν σίγουρος ότι κάποιοι χαιροντουσαν που ο παντοδύναμος στόλαρχος είχε καταντήσει τόσο ανήμπορος κι αδύναμος... Πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε που είδε στις εφημερίδες και στα περιοδικά τη φωτογραφία του Άρη... Παναγία μου, είχε φωνάξει... Ο εχθρός του είχε καταντήσει ένα κάτισχνο, ετοιμόρροπο ανθρωπάκι, με κρεμασμένα μάγουλα και βλέφαρα, που μόλις διακρινόταν η φοβισμένη -τι λέω;- η κατατρομαγμένη ματιά του... Ο άλλοτε τσιμεντένιος άντρας, ήξερε ότι δεν είχε σωτηρία, ούτε από γιατρούς και φάρμακα, ούτε από γονυκλισίες και προσευχές... Όπως ακριβώς μ' εμένα -συνέχισε να σκέφτεται ο Νιάρχος- που λένε στα παιδιά μου «ο ασθενής είδε βελτίωση» και άλλες τέτοιες μαλακίες... Έτσι μου 'ρχεται να τους κλάσω κι ακόμη να τους χέσω όλους πατόκορφα, αλλά που δύναμη για τέτοια... Μάζεψε κάποιες δυνάμεις και βλέποντας το γιατρουδάκι, ξέσπασε πάνω του, νομίζοντας ότι φωνάζει, αλλά ψέλλιζε υποτονικά:
— Ρε απατεώνες, γιατί κοροϊδεύετε και τα παιδιά μου κι εμένα και δεν με αφήνετε να σβήσω σαν μεταξοσκώληκας, που αφού ύφανε το μετάξι, βγήκε από το κουκούλι του και τέζαρε;... Αχ ρε Άρη... Σε έβλεπα στις φωτογραφίες πως κατάντησες κι αναρωτιόμουνα πόσο άκαρδοι ήσαν οι παπαράτσι, που την είχανε στήσει έξω από το σπίτι της Γλυφάδας, για να σε φωτογραφίσουν, καθώς πήγαινες να πεθάνεις στο Παρίσι... Πως είχες καταντήσει έτσι;... Λιπόσαρκος κι αδύναμος, ποιος, εσύ ο χειροδύναμος, που έστυβες την πέτρα. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήσουν ο ίδιος άνθρωπος, αυτός που είχε κουρσέψει πλούτη και γυναίκες... Θεέ μου, έτσι έχω καταντήσει κι εγώ και σίγουρα με λυπούνται οι γύρω μου και οι παπαράτσι θα περιμένουν κάτω, στην Πέμπτη Λεωφόρο, να απαθανατίσουν την κατάντια μου... Ξαφνικά θυμήθηκε μια εικόνα από το παρελθόν, στο Μόντε Κάρλο, όταν κρατώντας μια μποτίλια ουίσκι, ανέβαινε τις σκάλες του «Οτέλ ντε Παρί», με κοντομάνικο φανελάκι, κοντοβράκι και παπούτσια Ελβιέλα... Ο θυρωρός δίσταζε να του υποδείξει ότι δεν μπορούσε να μπει μη ευπρεπώς ντυμένος από την κεντρική είσοδο, όταν βρέθηκε φάτσα με φάτσα με τον Ωνάση -με το μπλε του κοστούμι- που κατέβαινε με την αδερφή του Μερόπη Κονιαλίδη... Σήκωσε την παλάμη και του 'φραξε την άνοδο, οργισμένος: Άκουσε, Σταύρο, όταν έρχεσαι στο αρχοντικό μου σαν ναύτης του Αιγαίου και μάλιστα μεθυσμένος, δεν τιμάς ούτε εμένα, ούτε τον εαυτό σου... Αν το επαναλάβεις, θα βάλω να σε πετάξουν με τις κλοτσιές... Πάμε Μερόπη...
Χι, χι, χι... Ο γέρος γελούσε αναδρομικά, γιατί καθώς κατέ¬βαινε δίπλα του η αδερφή του μπατζανάκη του, προσπάθησε να της πιάσει τον κώλο, αλλά εκείνη το απέφυγε επιδέξια... Χι, χι, χι... Πάντοτε έκανε αυτή τη χειρονομία σε γυναίκες φίλων και συγγενών... Ξαφνικά έγινε σκυθρωπός, γιατί θυμήθηκε ότι στο κάτω μέρος της σκάλας περίμεναν οι παπαράτσι κι άρχισαν να αστράφτουν τα φλας πάνω στον Ωνάση... Τότε, όμως, δεν είχα γίνει ακόμη διάσημος -σκέφτηκε- όπως μετά... Απότομα, έβαλε τις φωνές: Τομ, Τομ... — Μάλιστα, σερ. Ο Φελίξ είμαι. — Πόσοι φωτογράφοι και δημοσιογράφοι περιμένουν κάτω; — Δεν ξέρω, σερ... Εγώ δεν έχω δει κανένα... — Χάσου από μπροστά μου... Τομ, Τομ...
Ο γέρος νόμισε ότι είδε μια σκιά... Του Τομ θα ήταν... — Δε μου λες αλαφροΐσκιωτε: Πότε πέθανε η Χριστίνα; Δεν πήρε απάντηση και απάντησε ο ίδιος στον εαυτό του: — Τη φάγανε, σίγουρα τη φάγανε, όλοι αυτοί που δεν θέλανε να παντρευτεί έναν Έλληνα, που θα τη βοηθούσε στη διαχείριση της περιουσίας της και στην ανατροφή, με τα ελληνικά πρότυπα, του παιδιού της... Τομ, Τομ, έλα που σου λέω, ναμιλήσουμε λίγο, να θυμηθούμε τα παλιά... Έλα βρε κοπρίτη... Όλοι με εγκατέλειψαν αβοήθητο... 27. ουδείς αθάνατος
Τον τελευταίο καιρό ζητούσε διαρκώς βοήθεια, ποιος, αυτός, ο παντοδύναμος κροίσος, που μια ζωή έβλεπε τους ανθρώπους σαν μερμήγκια και ένιωθε τον εαυτό του βασιλικό χρυσαετό, που πετούσε στα μεσούρανα... Τώρα, με μαζεμένα φτερά, είχε κουρνιάσει άρρωστος κι αδύναμος, αλλά κυρίως αποοτεωμενος κι΄ αποστεγνωμένος από το ζουμί της ζωής, υποψήφιο κουφάρι... Το 1973, που είχε οδηγήσει τη θαλαμηγό του «Ατλαντίς» δίπλα στη «Χριστίνα» στο Σκορπιό, ο Άρης του είχε πει, καθώς πίνανε τα ουζάκια τους: Σταύρο, μπορεί να ανταγωνιστήκαμε μια ολόκληρη ζωή και εχθρεύτηκε ο ένας τον άλλο, αλλά τώρα, μετά από τόσα μηνύματα θανάτου δικών μας αγαπημένων προσώπων, πρέπει να συμφιλιωθούμε, ενόψει αναχωρήσεως μας εις τόπον χλοερόν και αναπαύσεως αιωνίας... - Τι είναι αυτά που λες; Ακόμα κρατάνε τα κότσια μας... - Ως πότε, όμως; Δεν το έχεις καταλάβει ότι ουδείς αθάνατος, ούτε βασιλιάς, ούτε πλούσιος, ούτε ταλαντούχος, ούτε ιδιοφυής; -Δεν ξέρω τι θα κάνεις εσύ, αλλά εγώ θα ζήσω πάρα πολλά χρόνια ακόμη και, ποιος ξέρει, ως τότε, μπορεί η επιστήμη να έχει παρατείνει το χρόνο της ζωής ή και να έχει ανακαλύψει το ελιξίριο της αθανασίας... - Κούνια που σε κούναγε, Σταύρο... Όλα, τα πάντα, έχουν ημερομηνία λήξεως... Εσύ θα γλιτώσεις; Είχε δίκιο ο Σμυρνιός, ο ανατολίτης φιλόσοφος, που ως και τη διαθήκη του είχε φροντίσει να γράψει, γιατί είχε συνειδητόποιήσει το θάνατο, ενώ εγώ, το αστείο ανθρωπάκι, ποτέ δεν λέω «όταν πεθάνω», αλλά «αν πεθάνω»...

— Τίνααα... Τζένηηη... Στο όνειρό του ο γέρος καλούσε τις θυγατέρες του Σταύρου Λιβανού σε βοήθεια, να του λύσουν το προθανάτιο μέγα πρόβλημα του... Πέστε μου κοκόνες μου -όπως σας φώναζε ο πατέρας σας- τι θα γίνει με το βίος μου, που το μάζεψα σαν εργατικό και προνοητικό μερμηγκακι και τώρα κινδυνεύει να διαγουμιστεί από κηφήνες στους ανέμους και στις καταιγίδες... Ήμαρτον Μεγαλοδύναμε, δεν είμαι λιοντάρι, ούτε αετός, αλλά ένα ταπεινό μερμηγκακι της δημιουργίας σου, που σε λίγο θα το τσαλαπατήσει και λειώσει ο θάνατος... Μα πως να πεθάνω, όταν ξέρω ότι τα τέσσερα μερίδια των κληρονόμων μου, θα γίνουν αργότερα δέκα τέσσερα και στη μεθεπόμενη γενιά εκατόν τέσσερα, που θα καρπίσουν δισέγγονα και τρισέγγονα... Η γραμματέας του, καθισμένη μακριά στον τελευταίο καναπέ, πίσω από τη νοσοκόμα και το νεαρό με την πάπια, άκουγε χωρίς να μπορεί να ξεχωρίσει τις φράσεις του, έπιανε μερικές λέξεις-κλειδιά και καταλάβαινε τι εννοούσε... Κάποτε ο Νιάρχος -κοτσονάτος ακόμη- της είχε δείξει στο γραφείο του, τις πανάκριβες αντίκες, την επίπλωση, τα χαλιά και σταματώντας μπροστά σε ένα Τουλούζ Λοτρέκ, της είπε: Ποια ανάξια όντα, χαραμοφάηδες του κόπου, του μόχθου, της εξυπνάδας μου, θα βγάλουν σε δημοπρασίες ό,τι εγώ αγάπησα και απόκτησα; Σίγουρα τα παιδιά μου θα σεβαστούν ό,τι εγώ τους άφησα, αλλά από κει και πέρα, τα εγγόνια, τα δισέγγονα, θα διαμοιράσουν τα ιμάτια μου... Μεγαλοδύναμε, για ποιους εργάστηκα, για τους διαγουμιστές της περιουσίας μου; Στην αρχή -εκείνο τον καιρό- η Χίλαρι συγκλονιζόταν από τις μεταφυσικές εξάρσεις του αφεντικού της, αλλά τώρα πια από το ένα αυτί μπαίνανε κι από το άλλο βγαίνανε, γιατί ο Νιάρχος ήταν ξεγραμμένος και σε λίγο δεν θα είχε κανένα πρόβλημα, εκεί που θα πήγαινε... Ενώ, αυτή θα έμενε οτη Γη και θα αντιμετώπιζε τα δικά της προβλήματα, από τα οποία το πιο σημαντικό ήταν: Θα της άφηνε ο γέρος κάποιο αξιόλογο ποσό ή μόνο κανένα συμβολικό, για να πατσίσει το στεφάνι που θα του έστελνε στην κηδεία του; Κάποιες φορές ο στόλαρχος θυμότανε τον πατέρα του και κυρίως τον ξαφνικό θάνατο του πάνω στο μουλάρι, μετά ένα 24ωρο τσιμπούσι σε πανηγύρι... Ο κοινοτάρχης του χωριού του είχε στείλει ένα συλλυπητήριο γράμμα: «Αείμνηστος πατήρ σας αναχώρησε από τη ζωή χορτάτος από γουρνοπούλα σουβλιστή και οίνον και πριν ανεβεί εις τον ημίονον, εχόρευσε ως εικοσαετές παλικάρι... Εύχομαι εις πάντα, τοιούτον ευτυχές αναχωρητήριον, αλλά και ευλαβές, διότι ο Σπυρίδων Νιάρχος είχε παρακολουθήσει μετά κατανύξεως την θείαν λειτουργίαν και είχε κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων». Αντίθετα, ο πεθερός του Σταύρος Λιβανός -που και αυτός ήταν φαγάς- δεν πήγε από γουρνοπούλα ψητή, αλλά έπαθε καρδιακή προσβολή πάνω στο μέτρημα των βαποριών του, στο γραφείο του στη Λοζάνη... Σε κάθε γραφείο του (Λονδίνο, Λοζάνη, Νέα Υόρκη, Πειραιά) αλλά και στα σπίτια του και στα εξοχικά του (εκεί έκανε κουμάντο η γυναίκα του) είχε τριπλοκλειδωμένο τον κατάλογο των πλοίων του. Εκείνη την ημέρα έκανε σούμα των φορτηγών και των τάνκερ του, γιατί ένα δυο είχαν αποσυρθεί και κάποια άλλα είχαν προστεθεί στο στόλο του... Πάνω στην προσθαφαίρεση έκανε λάθος και κάλεσε στο τηλέφωνο τον καπετάν Μιχάλη Πειθή -αρχιπλοίαρχο του- να βοηθήσει στη σούμα... Αλλά, καθώς φώναζε στο ακουστικό συγχυσμένος, έπαθε την κρίση... Λένε, ότι η τελευταία εντύπωση του, πριν τα τινάξει, ήταν ευχάριστη, γιατί πρόλαβε να βεβαιωθεί ότι είχε ένα τάνκερ περισσότερο από όσα νόμιζε... Ο καπετάν Σταύρος Λιβανός είχε αφήσει το μάταιο τούτο κόσμο στις 28 Μαρτίου 1963. Ήταν 73 χρονών και ο θάνατός του πρωτοσέλιδος στις εφημερίδες του Λονδίνου και της Αθήνας, που τόνιζαν ότι ήταν πεθερός των Ωνάση και Νιάρχου, η κεφαλή δηλαδή της τριανδρίας των Χρυσών Ελλήνων... Στη γυναίκα του και στο γιο του άφησε στόλο φορτηγών και τάνκερ και στις δυο κόρες του την ευχή του... Και στο τέλος της διαθήκης του τόνιζε: Ποτέ μην πουλήσετε ή παροπλίσετε βαπόρι, εάν προηγουμένως δεν το έχετε αντικαταστήσει εις διπλούν... Όταν πέθανε ο πεθερός του, ο Νιάρχος ήταν 54 χρονών κι ούτε πέρασε από το νου του η σκέψη ότι μια μέρα θα έφευγε κι αυτός... Στην κηδεία, όμως, περνώντας ανάμεσα στους τάφους των πλουσίων και των επωνύμων (σωστά μαυσωλεία πολλοί) συνειδητοποίησε ότι ουδείς αθάνατος... Τώρα, πάνω στην αναπηρική του καρέκλα, ο 86χρονος στόλαρχος, απόφευγε να φέρνει στη μνήμη του την κηδεία του Λιβανού, αλλά καμιά φορά έβλεπε στο όνειρο του την πομπή ανάμεσα στους τάφους, τις μαυροφορεμένες θυγατέρες και τα εγγόνια του νεκρού... Και μπερδευότανε, νομίζοντας ότι είναι η δική του κηδεία και πεταγόταν έντρομος από τον ύπνο του... Κι ήταν η μόνη φορά που -όπως συνήθιζε σε άλλα όνειρα και αναμνήσεις του- δεν τσίριζε χι, χι, χι... Μόνο λούφαζε, ώσπου ν' απαλλαγεί από τη φοβερή εικόνα...28. Αποχαιρετισμός στο όπλα
Ο Νιάρχος άρχισε να μένει τις περισσότερες ώρες της ημέρας στο κρεβάτι και μόνο λίγες φορές ζητούσε να τον πάνε στην πολυθρόνα του μπροστά στο τζάκι... Δεν μπορούσε πια να δει τηλεόραση, να διαβάσει εφημερίδες και αποκοβόταν από τη ροή των γεγονότων και την ενημέρωση... Έπαψε να ενδιαφέρεται για τις επιχειρήσεις του, ακόμη και για τα παιδιά του, αν ήσαν κοντά του ή στην άλλη άκρη της Γης... Είχε εξαφανιστεί, ως διά μαγείας και ο Τομ από γύρω του, αλλά και από τη φαντασία του... Η Χίλαρι κι ο Φελίξ, κσιταζόντουσαν στα μάτια, λες και δεν είχαν ιδέα ποιόν ζητούσε... Μπαινόβγαιναν σαν σκιές ο γιατρός και οι βάρδιες των νοσοκόμων, αλλά ο Τομ πουθενά... Του έλειπε ο πιστός του μπάτλερ, όπως παλιότερα οι δυο Κεφαλλονίτες έμπιστοί του... Σε κάποια αναλαμπή του, ο γέρος θυμήθηκε ότι κάπου είχε διαβάσει «Ο άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει μόνος»... Οι δυο μεγάλοι του γιοι είχαν έρθει, αλλά δεν έβλεπε, δεν άκουγε, δεν οσφραινόταν πια, μόνο σκιές και μουρμουρητά... Ο για μισό αιώνα μπαρουτοκαπνισμένος πολέμαρχος, είχε καταθέσει τα όπλα.... Οι δικοί του περίμεναν τον ήχο της σάλπιγγας που θα σήμαινε ενός λεπτού σιγή και την υποστολή της σημαίας στα τάνκερ του σε θάλασσες και ωκεανούς... Μετά, θα ακουγόταν η φωνή: Ο βασιλιάς πέθανε - ζήτω τα βασιλόπουλα... Είχαν έρθει και ο Κωνσταντίνος και οι δυο Μαρίες, η κόρη του και η αδερφή του, με τον γιο της Κώστα... Ξαφνικά κι ανέλπιστα λες και ξυπνούσε από βαθύ λήθαργο,άνοιξε τα μάτια και κίνησε το χέρι του, προσπαθώντας να στεριώσει το ακουστικό στ' αυτί του.... Έσκυψε ο Φελίξ και τον βοήθησε... Πλησίασε η αδερφή του, συγκρατώντας τη συγκίνηση της. — Σταύρο μου, είπε, λες κι αντίκριζε φάντασμα. Τη γνώρισε κι άπλωσε το τρεμάμενο χέρι του. — Αδερφή, μη σκιάζεσαι, γιατί ο Χάρος πισωπατά, δεν τολμάει να βγει μπροστά μου. Κάμποσες ημέρες ο Νιάρχος κοιμότανε με τις ώρες και απότομα ξυπνούσε... Έβλεπε τους ορούς και τα σωληνάκια και δυσφορούσε γρυλλίζοντας... Ήταν εφτάψυχος, είχε όμως συνειδητοποιήσει ότι η αντοχή του λιγόστευε... Αλλά όταν μουρμούριζε και τον ρωτούσαν «θέλετε τίποτα, κύριε Νιάρχο;» ή τον καθησύχαζαν «εδώ είμαστε, μπαμπά», άπλωνε το χέρι του λέγοντας «να έχετε την ευχή μου». Είχε πάψει να σκέφτεται, όπως τον τελευταίο καιρό που κατέφευγε σε αναμνήσεις και αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών, στην προηγούμενη ζωή του, γεγονότα, πρόσωπα και πράξεις του... Ούτε άκουγε πια φωνές, όπως της Ευγενίας και του Ωνάση, που άλλοτε τον κέντριζαν. Πράγματα που λάτρευε, όπως τα σκάφη του, οι πίνακες του, τα άλογα του, τα είχε ξεχάσει εντελώς και όταν σε κάποιες στιγμιαίες αναλαμπές της μνήμης του, περνούσαν σαν αστραπές και χάνονταν, απόφευγε να συνειδητοποιήσει ότι αυτή η αποκοπή από το παρελθόν σημαίνει «έτοιμος για θάνατο»... Μέρα με τη μέρα και κυρίως τη νύχτα, που βολόδερνε χωρίς ύπνο, ο Νιάρχος αναρωτιόταν πόσο ακόμη θ' άντεχε το βασανισμένο του κορμί... Κι αν κάποτε έλεγε «αν πεθάνω», τώρα είχε συνειδητοποιήσει το «θα πεθάνω»... Οι γιατροί πλήθαιναν πάνω του και τον ζώσανε τα φίδια, όταν οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν και δεν είχε το κουράγιο να σηκωθεί πια από το κρεβάτι... Και ξαφνικά, να ο καθηγητής από τη Ζυρίχη... Προσπαθούσε να βάζει σε λειτουργία το μυαλό του, να αξιολογεί κάθε κίνηση και ενέργεια των δικών του και των γιατρών, για να μαντεύει τις ελπίδες που είχε, αλλά όλο βυθιζότανε περισσότερο σε μια αποχαύνωση, από τη χρήση των φαρμάκων κι από αδυναμία... Σε μια απέλπιδα προσπάθεια του, να μην πεθάνει στην Αμερική, έγνεψε στον καθηγητή και ψέλλισε: Και τώρα τι θα γίνει κύριε καθηγητά; Θα με αφήσετε να πεθάνω στη Νέα Υόρκη; — Μα, τι λέτε κύριε Νιάρχο... Μια χαρά είσαστε... — Στην Ελλάδα λέμε και δυο τρομάρες... Φίλιππε... Πλησίασε ο γιος του κι έσκυψε στο κρεβάτι: Ναι, πατέρα. — Ετοιμάστε με, να με πάτε στην Ευρώπη... Δεν θέλω να πεθάνω εδώ... Κατάλαβες τι σου λέω πρωτότοκε; Το τελευταίο ταξίδι από την Αμερική στην Ευρώπη, πετώντας πάνω από τον Ατλαντικό, ήταν για το στόλαρχο ο αποχαιρετισμός στα όπλα, καθώς η ναυαρχίδα του έτυχε να διασχίζει τον ωκεανό, γεμάτη μαζούτ, και ο καπετάνιος της του έστειλε, εκεί ψηλά, ραδιομήνυμα: «Ο πλοίαρχος, οι αξιωματικοί και το πλήρωμα εύχονται στο μεγάλο αφεντικό υγεία και καλό ταξίδι». Του διαβάσανε το μήνυμα κι ο γέρος άπλωσε το αποστεωμένο χέρι του και το πήρε... Κι όπως το κρατούσε έκλεισε τα μάτια και καθώς ρύθμιζαν τη συσκευή του οξυγόνου, άρχισε να σκέφτεται το σπίτι του στο Παρίσι -το παλάτι του, όπως το περιέγραφαν οι εφημερίδες- που τα τελευταία χρόνια ήταν κλειστό κι ανήλιαγο... Λες να τον πήγαιναν εκεί, για να πεθάνει στην απέραντη κρεβατοκάμαρα του με τα βελουδένια ριντό, πάνω στο κρεβάτι του Ναπολέοντα Βοναπάρτη; Και τους βαρυπενθούντες δικούς του να υποδέχονται τον κόσμο στα έντεκα σαλόνια με τα γαλλικά έπιπλα του 18ου αιώνα, τους τάπητες, σχεδιασμένους για τους Λουδοβίκους ΙΔ' και ΙΕ', τα κρυστάλλινα βάζα και τα κομψοτεχνήματα του Φαμπερζέ, τους πίνακες των Βαν Γκογκ, Ρενουάρ, Τουλούζ Λοτρέκ... Άραγε, τι θα σχολίαζαν οι καλεσμένοι στο παλάτι του -σκέφτηκε, για μια στιγμή- ο ανήμπορος γέρος, που προσπαθούσε να κρατάει το μυαλό του ξύπνιο... Σίγουρα θα λένε, ότι τίποτα δεν πήρε μαζί του ο μακαρίτης ή σκατά στην ψυχή του... Του κάνανε ακόμη μια ένεση κι ο γέρος ούτε κατάλαβε, πως βρέθηκε με οξυγόνο στη μύτη και διασωληνώσεις στην ειδικά διαμορφωμένη γι' αυτόν σουίτα εντατικής του καντονιακού νοσοκομείου της Ζυρίχης... Όταν άνοιξε τα μάτια, είδε τους ορούς να κρέμονται και τους τρεις γιους του και την κόρη του Μαρία, να καμώνονται πως χαμογελούν, για να του δώσουν κουράγιο... Μια περίεργη σκέψη πέρασε από το μυαλό του... Ένιωσε, για μια στιγμή, σαν τον πρωθυπουργό Παπανδρέου, στο Ωνάσειο, περιστοιχισμένος από τους τρεις γιους του και την κόρη του... Η άλλη, η αποκληρωμένη, έλειπε... Όπως κι΄η δική του... Δύο μήνες ο Σταύρος Νιάρχος βρισκότανε στην εντατική, όταν τον Φεβρουάριο του 1996, έφτασε από την Αμερική ο καρδιοχειρουργός Ρ. Ντιμπέικι και γνωμάτευσε ότι χρειαζόταν επείγουσα επέμβαση. Παρουσία του έγινε στο νοσοκομείο της Ζυρίχης αλλαγή βαλβίδας της αορτής και καθαρισμός των καρωτίδων αρτηριών. Όταν ο Νιάρχος συνήλθε, κατάλαβε ότι οι ημέρες του τέλειωναν οριστικά και αμετάκλητα.... Ξεχώρισε θαμπά το γιο του Φίλιππο και σίγουρα οι άλλες σκιές, πιο πίσω, θα ήταν τα άλλα παιδιά του... Σε μια στιγμή τα διέκρινε, αλλά ήταν τόσο αδύναμος, ξεψυχισμένος, που η εικόνα τους ξαναθάμπωσε... Άρχισε να ανεβοκατεβαίνει, λες και έβλεπε μέσα από γυαλί, σε φουρτούνα... Ζαλιζόταν, ένιωθε να μπατάρει σαν βαπόρι... Να τα, πάλι, τα παιδιά του, ξεχώριζε τις σκιές τους, σαν σκάντζα βάρδια, να ετοιμάζονται να του πάρουν το τιμόνι, καθώς βολόδερνε στο μάτι του κυκλώνα... Άντεχε ακόμη το γεροντάκι... Ξεχώριζε το Φίλιππο, το Σπύρο, τον Κωνσταντίνο, τη Μαρία... Παρά την απελπιστική θέση του, θυμήθηκε τον Εβραίο, που ενώ ψυχορραγούσε, ψέλλισε στους δικούς του: Καλά, το μαγαζί το αφήσατε μόνο; Ο στόλαρχος άφησε την τελευταία πνοή του στο καντονιακό νοσοκομείο της Ζυρίχης, στις 4 το απόγευμα της Δευτέρας 14 Απριλίου 1996, αλλά η είδηση του θανάτου του δόθηκε στα μίντια μια μέρα αργότερα. Οι γιοί του τήρησαν την επιθυμία του να μάθει ο κόσμος 24 ώρες αργότερα το θάνατο του, ποιός ξέρει γιατί... Ίσως για να βεβαιωθεί η επιστήμη ότι δεν επρόκειτο για... νεκροφάνεια, ίσως -σχολίασε ένας χρηματιστής- για να μην πέσουν κάποιες μετοχές πριν πουλήσουν τα παιδιά του... Η ληξιαρχική πράξη του θανάτου του έγραφε: Σταύρος Νιάρχος, του Σπύρου και της Ευγενίας. Έτος γεννήσεως 1909 Αθήνα Υπηκοότης: Ελληνική. Θρήσκευμα: Χριστιανός Ορθόδοξος Επάγγελμα: Εφοπλιστής. Πριν ξεψυχήσει είχε επίγνωση ότι έφευγε για πάντα και είχε πει ότι δεν ήθελε να πεθάνει πρωί, αλλά απόγευμα ή βραδάκι, ώστε να έχει κερδίσει ακόμη μιά μέρα... Φεύγοντας ένιωθε γύρω του τις σκιές των παιδιών του, που τους άφηνε την αμύθητη περιουσία του... Ο αλαφροΐσκιωτος μπάτλερ του, διακριτικά πιο πίσω, τον παρομοίαζε με ναυαρχίδα που βυθιζόταν καταμεσής του ωκεανού, ενώ γύρω της επέπλεαν καρυδότσουφλα... Στον προθάλαμο ήταν η 92χρονη αδερφή του Μαρία, με το γιο της Κώστα και τον 33χρονο εγγονό της Ανδρέα... Ήταν η μόνη που ήξερε τόσο καλά τον αδερφό της, από τα μικράτα του, τότε που στις πλαγιές του Πάρνωνα, με πέντε τρύπιες δεκάρες οτην τσέπη, ονειρευόταν να αποκτήσει τα πλούτη των πέντε ηπείρων.,. Τα παγκόσμια μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν πρόταξαν την είδηση του θανάτου του, ούτε μπήκε κορυφή πρωτοσέλιδη στις εφημερίδες, όπως είχε γίνει με τον Ωνάση... Στην Ελλάδα όμως ήταν πρώτη είδηση, πρώτο θέμα... Τηλεοπτικοί σταθμοί, εφημερίδες και περιοδικά, για αρκετό καιρό, σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης, έγραφαν για τη ζωή του, τους γάμους του, την αντιζηλία του με τον Ωνάση, το θάνατο της γυναίκας του Ευγενίας, το νησί του, τις θαλαμηγούς του, τη συλλογή του των ιμπρεσιονιστών ζωγράφων... .................. Όταν έμαθα το θάνατο του, θυμήθηκα τον Ωνάση, που μου είχε πει για το Νιάρχο: Είναι τόσο πανούργος, που μπορεί με μια βάρκα να βυθίσει αεροπλανοφόρο ! Η κηδεία του τελευταίου Χρυσού Έλληνα έγινε στη Λοζάνη. Η νεκρώσιμη ακολουθία ετελέσθη στον ελληνορθόδοξο ναό του Αγίου Γερασίμου, στο ύψωμα που βλέπει στη λίμνη Λεμάν. Περίπου πενήντα συγγενείς και στενοί φίλοι και συνεργάτες του, παραβρέθηκαν, ανάμεσα στους οποίους ο πρώην βασιλιάς της Ελλάδος Κωνσταντίνος, η οικογένεια του βιομηχάνου Τζιάνι Ανιέλι, η πριγκίπισσα της Ιορδανίας Φριάλ. Ο χοροστατήσας στη νεκρώσιμη ακολουθία αρχιεπίσκοπος Ελβετίας Δαμασκηνός είπε μπροστά στο φέρετρο του μεγαλοεφοπλιστή: «Χάσαμε ένα μεγάλο Έλληνα, έναν άνδρα που ενσάρκωνε το μύθο της Μεγάλης Ελλάδας». Ο ενταφιασμός έγινε στο κοιμητήριο Μπουά ντε Βο, δίπλα στη σύζυγο του Ευγενία και κοντά στην επίσης, τελευταία, σύζυγο του και αδερφή της προηγούμενης, Αθηνά. Ο Αριστοτέλης Ωνάσης βρισκόταν ενταφιασμένος στο Σκορπιό, κοντά στα παιδιά του Αλέξανδρο και Χριστίνα... Ανδρών ζάπλουτων, πάσα γη τάφος...
Επίλογος... Πέρασαν μερικοί μήνες -σχεδόν χρόνος- ώσπου να συγκεντρώσω τις πληροφορίες και να συναντήσω ανθρώπους, που θα μου τις έδιναν για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου... Κάθε φορά που γύριζα στο σπίτι μου, μετά κάποια συνάντηση μου με συνεργάτη, φίλο ή πρόσωπο από το στενό περιβάλλον του Νιάρχου, ξάπλωνα στην πολυθρόνα κι έκλεινα τα μάτια, φέρνοντας στη σκέψη μου, όχι τον ευλύγιστο και αεράτο μεγαλοεφοπλιστή που είχα συναντήσει το 1959... Αλλά το κάτισχνο, συρρικνωμένο γεροντάκι, που μου περιέγραψαν δικοί του άνθρωποι, γιατροί και νοσοκόμες που τον κούραραν και τον ξενύχτησαν, μπάτλερ και καμαριέρηδες που τους βασάνιζε, γραμματείς και φαρισαίοι που περίμεναν κάποιο δώρο-κληρονομιά, διευθυντικά στελέχη και νομικοί σύμβουλοι στην υπηρεσία πια των γιών του... Ίσως, επειδή θέλησα να γράψω μια μυθιστορηματική βιογραφία (βασισμένη όμως σε γεγονότα, που τα έχω τσεκάρει) το παράκανα. Γιατί εκεί στην πολυθρόνα ένιωθα τόσο ζήλο και τέτοια ζέση στην προσπάθεια μου να αναπλάσω τα φοβερά γεγονότα, ώστε -τελευταία- αναρωτήθηκα μήπως προερχόμουν από κλωνοποίηση κάποιου κύτταρου του βιογραφούμενου... Είχα ταυτιστεί με το γεροντάκι που, πάνω στην αναπηρική καρέκλα του, το έτρωγε το σαράκι που είχε εισχωρήσει σε πολύτιμο πανάκριβο ξύλο... Καλά που το θυμήθηκα, το έλεγε κι ο Τομ: Ο Νιάρχος είναι το αντίθετο του απελέκητου ξύλου, είναι το πολύτιμο ! Αλήθεια, τι να γίνεται εκείνος ο κατεργάρης αλαφροΐσκιωτος μπάτλερ; Λες και ακούω τη φωνή του: Την 21η Μαρτίου έχουμε απόλυτη ισημερία, δηλαδή από 12 ώρες ημέρα και νύχτα... Αυτό ισχύει στο ημερολόγιο, όχι όμως και με τους ανθρώπους, που ουδέποτε είναι απαράλλακτα ίδιοι, ομοιόμορφοι, ισοφυείς, ισόπλουτοι... Σε ένα και μόνο δεν διαφέρουν: Ότι προορισμός τους είναι ο θάνατος... Ναι, ήταν η φωνή του Τομ, που ποτέ δεν έμαθα αν ήταν από την Κεφαλλονιά ή από την Κορνουάλη... Ήθελε να μου υπενθυμίσει, ότι τον είχα ξεχάσει στον επίλογο του βιβλίου μου, που χωρίς αυτόν, θα ήταν σκορδαλιά χωρίς σκόρδο. Η ματιά μου έπεσε στο ημερολόγιο του γραφείου μου... Ήταν η 21η Μαρτίου 1997, ημερομηνία που βάζω στο βιβλίο μου τη λέξη ΤΕΛΟΣ ...
προστέθηκε στις: Τετάρτη 03.02.2016
|
|
|