
22. απάνω τους Έλληνες!
Πριν δυο-τρία χρόνια, όταν ο Νιάρχος είχε παραδώσει ουσιαστικά τη διεύθυνση των επιχειρήσεων του στους γιους του, τους συμβούλευε: «Το πρεστίζ της οικογένειας ήταν τα καράβια, αλλά επειδή η θάλασσα κουνάει να έχετε πιασίματα στη στεριά... Και ξέρετε ποιός μου είχε πει αυτά τα προφητικά λόγια; Ο παππούς σας, ο μέγας καραβοκύρης Σταύρος Λιβανός».
Ο Νιάρχος παρακολουθούσε συνεχώς τη διεθνή πλοιοκτησία μέσω του LLOYD΄S και έστω κι αν είχε αποψιλώσει το στόλο του θεληματικά, εν τούτοις στενοχωριόταν. Γιατί παλιά είχε εισβάλει σαν σίφουνας στο χώρο και είχε αναδειχθεί σε κορυφαία δύναμη... Αλλά τι κατάντια για την «τριπλέτα» Λιβανός-Ωνάσης-Νιάρχος, που κυβερνούσε κάποτε τα κύματα... Ο διάδοχος του Σταύρου Λιβανού, ο διπλά κουνιάδος του Γιώργος, βρισκόταν στην κατάταξη των Ελλήνων εφοπλιστών δέκατος, ο Όμιλος Ωνάση δωδέκατος και το Νιαρχέικο, μόλις εικοστό πέμπτο... Το σχολίαζε στο γιο του Κωνσταντίνο: Κάποτε είμαστε οι πρώτοι των πρώτων, ο παππούς σου και οι δυο γαμπροί του, παλεύαμε κεφάλι με κεφάλι και πίσω μας ακολουθούσαν οι άλλοι... Θέλω όμως να μην πικραίνεσαι που δεν σας αφήνω πρωτιά, γιατί ενσυνείδητα μίκρινα το στόλο μας, διοχετεύοντας τη δραστηριότητα μας σε στεριανές επιχειρήσεις, πιο σίγουρες... Και να σου πω και κάτι... Κάποτε εσύ και τα αδέρφια σου, θα μείνετε με ανοιχτό στόμα όταν έγκριτοι βιογράφοι κι΄όχι παρλαπίπες, θα γράφουν για τον πατέρα σας... Όχι βέβαια γι' αυτό το κυρτωμένο σώμα, όπως κατάντησε, αλλά για το μυαλό που κρύβει μέσα στο κεφάλι του... Ποτέ δεν μιλούσε για τη διαθήκη του, το είχε γρουσουζιά, ίσως όμως ήθελε να τους αφήσει όλους άφωνους και ιδιαίτερα τους επαΐοντες του περιοδικού Forbs, που ποτέ δεν τον έβαζε στην πρώτη δεκάδα των πλουσιότερων του κόσμου.
Ο γέρος στερέωνε καλά το φακό και διάβαζε οτιδήποτε αφορούσε τη ναυτιλία, όπως τώρα που είχε στα χέρια του την κατάταξη με τους μεγαλύτερους Έλληνες εφοπλιστές του 1994-95. Πρώτος ήταν ένας άλλος Λιβανός, Γιώργος κι αυτός, αλλά του Π., με 110 πλοία (φορτηγά και τάνκερ) και 23 ιπτάμενα δελφίνια. Συνολικό εκτόπισμα εφτά εκατομμύρια τόνοι, κάτι δηλαδή το αδιανόητο για ένα και μόνο εφοπλιστή, αφού ξεπερνούσαν το σύνολο των εμπορικών στόλων της Γαλλίας και της Γερμανίας μαζί! Ο Γιάννης Λάτσης ήταν δεύτερος, με 4,1 εκατομμύρια τόνους και 88 καράβια! Να που οι μπακιρένιοι Έλληνες ξεπέρασαν τους χρυσούς, γρύλιζε... Μπράβο στον κοντραμπατζή της Κατοχής, που απόκτησε και διυλιστήρια, έγινε και τραπεζίτης... Τρίτος ο Λουκάς Χατζηιωάννου, ο Κύπριος, που το 1988 ήταν πρώτος με 6 εκατομμύρια τόνους, αλλά τώρα με 28 τάνκερ, έπεσε στα 3,5...
Ο στόλαρχος βρήκε το όνομα του στην... 25η θέση με 1,1 εκατομμύριο τόνους και 24 τάνκερ, όλα νεόκτιστα. Έψαξε να βρει Λαιμούς, Πατέρες και Χατζηπατέρες, Κουλουκουντήδες, Βεργωτήδες, όλοι είχαν σκορπίσει, γιατί οι κληρονομιές είχαν γίνει μερίδια σε παιδιά και εγγόνια... Άλλοι, είχαν δραστηριοποιηθεί σε στεριανές επιχειρήσεις, άλλοι είχαν πάρει την κάτω βόλτα... Να όμως κάποια ονόματα-θρύλοι που συνέχιζαν την ένδοξη ναυτιλιακή καριέρα των παππούδων και των πατεράδων τους: Ο Επαμεινώνδας Εμπειρίκος βρισκότανε στην 4η θέση με 3,5 εκατομμύρια τόνους - 26 σύγχρονα κομμάτια, ο Γιάννης Αγγελικούσης (βρε, ποιός το περίμενε, ο απόγονος του δραχμοφονιά καπετάν Αντώνη, που έδινε από ένα αυγό στυς δουλευταράδες του) πέμπτος με 3,2 - 49 κομμάτια, η εταιρία «Πέτρος Γουλανδρής και υιοί» στη 15η θέση, με 1,7 - 15 βαπόρια... Κάποτε οι αδερφοί Γουλανδρή (οι δίδυμοι Βασίλης-Νίκος και οι Γιάννης, Γιώργος, Κώστας) ήσαν δεύτεροι το 1958 και πρώτοι το 1975!
— Τομ, βρε Τομ, που είσαι; Έλα να ψάξεις εσύ, γιατί δεν βλέπω καλά και δεν μπορώ να βρω στον κατάλογο αυτό το μεγαθήριο, τον Κώστα Λαιμό... . Ούτε το Γιάννη Καρρά...
Ο αλαφροΐσκιωτος μπάτλερ ήταν κιόλας δίπλα του, αλλά ο οτόλαρχος είχε αποκάμει, του είχαν φύγει τα χαρτιά κι είχε γείρει το κεφάλι στην πολυθρόνα, με κρεμασμένο το φακό στο στήθος... Σε λίγο χαμογελούσε, γιατί έβλεπε στον ύπνο του ένα απέραντο ωκεανό, με κύματα σαν την Καστέλλα και πάνω τους, στην κορυφή, φορτηγά και δεξαμενόπλοια πελώρια, με σήματα στις τσιμινιέρες τους των Ελλήνων εφοπλιστών... Και κάτω τους, στις υδάτινες χαράδρες, κάτι καρυδότσουφλα, ξένα, έτοιμα να καταποντιστούν... Ο γέρος αγκομαχούσε και παραμιλούσε, ενώ οι υποτακτικοί γύρω του, δεν ήξεραν αν έπρεπε να επέμβουν, να τον ξυπνήσουν ή να τον αφήσουν να φωνάζει με την αδύναμη βραχνή φωνή του: Απάνω τους Έλληνες! Μια χούφτα καραβοκύρηδες με τρεις χιλιάδες βαπόρια και σαράντα χιλιάδες ναυτικούς, συγκροτούν το μεγαλύτερο εμπορικό στόλο της Υδρογείου! Και στο χάραμα του 2000 πρώτοι θα είναι, και να σκάσουν οι εχθροί μας...
Μετά άρχισε να κλαίει στον ύπνο του και να μοιρολογάει σαν τη Μανιάτισσα γιαγιά του: Τι να τα κάνω τα λεφτά, τα πλούτη, το χρυσάφι —αφού σας λέω για πάντα γεια— όλα θα γίνουνε νισάφι...
Ο γέρος ροχάλιζε όταν μπήκε ο γιατρός για να του πάρει την πίεση και να του δώσει τα χάπια, μπορεί όμως και να υποκρινόταν, όπως έκανε συχνά, για να δει από το μισόκλειστο μάτι του και ν' ακούσει -από το τσιπ του αυτιού του- τη συμπεριφορά των υποτακτικών του... Όταν ξύπνησε, ο γιατρός του έπιασε τον καρπό, ψάχνοντας τον αδύναμο σφυγμό του και του χαμογέλασε: "Πως νιώθετε, καπετάνιε; Θα πάμε στη Σπετσοπούλα το καλοκαίρι;" τον ρώτησε αγγλικά. Ο ανήμπορος τον κοίταξε σαν γέρικο σκυλί που το περιπαίζουν, μετά γύρισε τη ματιά του στον Τομ και του είπε ελληνικά: "Τι τσαμπουνάει ο μαλάκας, με κοροϊδεύει; Τι Σπετσοπούλα και πράσινα άλογα... Εδώ θα ψοφήσω σαν το σκυλί στην απόχη του μπόγια". Το γιατρουδάκι, κατάλαβε μόνο το μαλάκας, που το ξεφούρνιζε σε όλους ο γέρος όταν θύμωνε... Έσκυψε πάνω του μετρώντας το σφυγμό, ξέροντας ότι ο Νιάρχος δυστροπούσε κάτω από την κουβέρτα, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς... Ένιωθε ο νεαρός να εξουσιάζει -αυτές τις στιγμές- το διάσημο και ζάπλουτο ασθενή, τον τυλιγμένο στο θρύλο της παντοδυναμίας αλλά και στην υποψία ενός εγκλήματος... Είχε ή δεν είχε στραγγαλίσει τη γυναίκα του; Γι' αυτό του είχε πετάξει το όνομα του ιδιόκτητου νησιού του, όπου άφησε τη τελευταία πνοή η γυναίκα του, για να δει την αντίδραση του κροίσου... Εκείνος, όμως, δεν έχασε τη ψυχραιμία του κι΄αφού τον αποκάλεσε μαλάκα, του είπε αυτοσαρκαζόμενος: Αν ήσουνα κτηνίατρος, θα ήξερες ότι τα γέρικα άλογα κλοτσάνε πριν ψοφήσουν... Γι' αυτό θα καλέσω κι ένα κτηνίατρο από τους στάβλους μου, να με εξετάσει...χι-χι-χι...
— Τι είναι αυτά που λες, πατέρα;
Ήταν η κόρη του Μαρία-Ισαβέλα, που μόλις είχε φτάσει με μια ανθοδέσμη κι έσκυβε να τον φιλήσει, αλλά εκείνος αντέδρασε «μη, γιατί θα σε γεμίσω σάλια»... Μετά, τη ρώτησε: Ο τζόκεϊ μας έχασε μια σίγουρη νίκη προχθές. Γιατί;
— Άλογα είναι, πατέρα... Πότε κουράζονται, πότε παραπατάνε...
— Όχι τα δικά μου άλογα, είπε ο γέρος, αλλά αμέσως σκέφτηκε ότι σαν γέρικο άλογο κι αυτός είχε κουραστεί, παραπατούσε κι έχανε την κούρσα της ζωής...
Η κόρη του έκοψε ένα λουλούδι, του το πρόσφερε κι΄εκείνος το μύρισε με τρεμάμενο χέρι, άλλοτε θα το καρφίτσωνε στο πέτο του...Ο Φελίξ πήρε τα λουλούδια κι απομακρύνθηκε, μαζί του ο γιατρός και η νοσοκόμα. Μείνανε οι δυο τους, πατέρας και κόρη... Καθισμένη κοντά του, του κρατούσε το χέρι, καθώς τη συμβούλευε, καταλήγοντας όπως πάντα: Αν ποτέ λείψω, θέλω να διατηρήσεις το στάβλο μας...
Εκείνες τις ημέρες ήρθε κι ο Κωνσταντίνος από το Λονδίνο και μαζί με τη Μαρία, του κάνανε συντροφιά. Τους καμάρωνε ο γέρος και τους έλεγε: Εσύ κοριτσάκι μου θέλω να μού προσέχεις τα άλογα κι εσύ αγόρι μου, τα βαπόρια.
— Καλέ μπαμπά -χαμογέλασε σε μια στιγμή ο μικρός- είναι αλήθεια ότι τα βαπόρια μας έχουν σπάσει τα περισσότερα εμπάργκο;
— Και βέβαια... Πρώτος διδάξας ήταν ο παππούς σας, που είχε κατηγορηθεί ανοιχτά από την αμερικανική κυβέρνηση, ότι στον πόλεμο της Κορέας μετέφερε με τα φορτηγά του πολεμοφόδια, όχι μόνο στη Νότια, αλλά και στη Βόρεια Κορέα...
— Στους κομμουνιστές, μπαμπά;
— Γιατί όχι, αφού οι διεθνείς δραστηριότητες των Ελλήνων εφοπλιστών, πάππου προς πάππο, δεν έχουν πολιτικές πεποιθήσεις... Αυτή η φράση δεν είναι δική μου, αλλά μιας Ελληνίδας καθηγήτριας πανεπιστημίου σε θέματα ναυτιλίας. Της κυρίας Τζελίνας Χαρλαύτη.* Μάθετε, λοιπόν, ιδιαίτερα εσύ Κωνσταντίνε, ότι οι Έλληνες έχουν σπάσει εμπάργκο και μποϊκοτάζ στους Ναπολεόντειους Πολέμους, στον πόλεμο της Κριμαίας, στο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο, στο Α' Παγκόσμιο Πόλεμο...
Ο γιος του φαίνεται ότι ήταν διαβασμένος. Κοιτάζοντας τη Μαρία με νόημα, τον ρώτησε: Αφού, όπως καταλαβαίνω, το ξέρεις, γιατί ρωτάς; Θέλεις και λεπτομέρειες; Στο Ρωσοτουρκικό, τα ελληνικά καράβια ξε¬ φόρτωναν στην Οδησσό και μετά φόρτωναν σιτάρι, τάχα για τη Ρουμανία και αλλού και τα πήγαιναν τσιφ στην Πόλη για τα τουρκικά στρατεύματα που πολεμούσαν τους Ρώσους! Και στη δεύτερη περίπτωση, που ρώτησες, οι Έλληνες, όσο ήσαν α¬ κόμη ουδέτεροι, τροφοδοτούσαν τους Γερμανούς... Και στον Ισπανικό Εμφύλιο, οι Έλληνες κουβαλούσαν πυρομαχικά και στον φράνκο και στους αντιπάλους του... Στην αναμπουμπού- λα χαίρεται ο λύκος.
— Εσύ μπαμπά;
— Έχω χώσει κι εγώ την ουρίτσα μου στη Κορέα, στη Κίνα, στη Κούβα, στο Βιετνάμ... Μάλιστα, γιάπη μου, γιατί οι Έλληνες νιώθουν στη θάλασσα σαν ψάρια και πάνε παντού... Και σε ρωτάω: Τα ψάρια ξέρουν από πολιτική; Δεν ξέρουν.
- Η ελληνική ναυτιλία ξέρει πατέρα, αφού πλημμυρίζει τις θάλασσες και τους ωκεανούς απο καράβια ακόμη και υπό ξένες σημαίες...
-Κερδοφόρες, ψιθύρισε ο ανήμπορος γέρος και φέρνοντας στη σκέψη του το σκαρίφημα γερμανικής εφημερίδας με την παντοκρατορία της ελληνικής ναυτιλίας στην Υδρόγειο, με τη γαλανόλευκη ή ξένες σημαίες, τό ριξε στο ροχαλητό... Σε λίγο άρχισε να ονειρεύεται τα αγόρια του μικρά, τότε που οδηγούσανε μοτοποδήλατα κι΄αυτός τα ακολουθούσε με καμπριολέ και τους φώναζε να μη τρέχουνε... Και πάντα τους μιλούσε ελληνικά και τους μάθαινε λέξεις που του αρέσανε... Τί κάνεις τώρα Κωνσταντίνε; Αγγαρία πατερούλη... Κι΄εσύ Σπύρο; Ρεμβάζω πατέρα... Γυναίκα -έλεγε στην Ευγενία- τα παιδιά είναι ευτυχία... Και σύ Φίλιππε, τό ξέρεις πως έχεις αρχαιοελληνικό κεφάλι; ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...