16. Η ζωγραφική δεν σκουριάζει
— Μπράβο, Τζένη, δεν είσαι μόνο καταπληκτική μαγείρισσα και διακοσμήτριατων σπιτιών μας, αλλά έχεις μεγάλες γνώσεις και στην τέχνη, της είπε ο Νιάρχος κι εκείνη του ξεφούρνισε:
— Η καλύτερη τοποθέτηση χρημάτων δεν είναι ο χρυσός,τα κοσμήματα και οι μετοχές, αλλά τα έργα τέχνης... Το ξέρεις ότι πριν λίγα χρόνια ένας πίνακας του Ελ Γκρέκο είχε διακόσιες πενήντα χιλιάδες δολάρια και σήμερα κοστίζει τετρακόσιες!
— Βρες μου ένα και στον αγόρασα, γέλασε εκείνος.
Με αυτό τον τρόπο η κόρη του Χιώτη καραβοκύρη, που ο πατέρας της είχε βάλει στο πρώτο γραφειάκι του στο Λονδίνο μια «Γενοβέφα» κι ένα «ο πωλών τοις μετρητοίς κι ο πωλών επί πιστώσει», παρέσυρε τον άντρα της να αγοράσει το 1954 την «Πιετά»του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου αντί 400.000 δολαρίων! Κι όταν έγραψε μια εφημερίδα ότι ο Έλληνας μεγαλοεφοπλιστής Νιάρχος εισέρχεται στο κλαμπ των μεγαλοσυλλεκτών, καμάρωνε... Πίνακες και άλογα, ήταν το σήμα κατατεθέν των μεγιστάνων του πλούτου, γιατί, λοιπόν, να υστερήσει αυτός, αφού μάλιστα βρέθηκε αμέσως αγοραστής της «Πιετά» του με μισό εκατομμύριο δολάρια! Φυσικά δεν την έδωσε. Το μυαλό του, μετά την επίσκεψη στο Λούβρο και την αγορά του έργου του Ελ Γκρέκο, έπαιρνε γρήγορες στροφές. Σκεφτόταν: Αφού και τα πιο πανάκριβα σκαριά της θάλασσας -που τα λάτρευε- οπωσδήποτε μια μέρα θα φθαρούν από το χρόνο και την αρμύρα, γιατί οι πίνακες ζωγραφικής, όσο παλιώνουν όχι μόνο δεν φθείρονται αλλά αποκτούν πολλαπλάσια αξία; Γιατί, Τζενούλα μου, γιατί;
— Γιατί, Σταύρο μου, τα σκάφη τα σχεδιάζουν άνθρωποι, αλλά τα συναρμολογούν μηχανικά μέσα... Ενώ τα έργα τέχνης τα φτιάχνουν οι άνθρωποι πινελιά-πινελιά με τα ίδια τους τα χέρια, δηλαδή με την ψυχή τους, που δύσκολα μπορείς να καταλάβεις εσύ...
Ο Νιάρχος σάλταρε από χαρά, φώναξε μέσα του «εύρηκα» κι από την άλλη μέρα άρχισε να καλεί στη θαλαμηγό του και στα σαλόνια του ανθρώπους της τέχνης, να διαβάζει ανάλογα βιβλία και περιοδικά για συλλέκτες υψηλού επιπέδου και να συγκεντρώνει πληροφορίες για τιμές έργων ζωγραφικής. Από όλες τις τεχνοτροπίες και τις σχολές τον τράβηξαν οι ιμπρεσιονιστές, ίσως γιατί τον μύησε σ' αυτούς ο μεγάλος τεχνοκρίτης Χάρι Μπρουκς, που τον έπεισε να μη βιαστεί ν' αγοράζει ένα ένα τους πίνακες που του άρεσαν, αλλά να περιμένει την ευκαιρία να του βρει, με μιάς, ολόκληρη συλλογή... Πάντως κάπου βρήκε ένα Βαν Γκόγκ και τον αγόρασε, μετά πέτυχε σε ευκαιρία ένα Σεζάν και το 1957 ο Μπρουκς του παρουσίασε τη μεγάλη ευκαιρία, τους 58 πίνακες της συλλογής του ηθοποιού Έντουαρντ Ρόμπινσον...
- Μη μου πεις -απόρησε ο μεγαλοεφοπλιστής- ότι αυτός ο ανθρωπάκος που υποδύεται τους γκάγκστερ, είναι τόσο σπουδαίος συλλέκτης. Και γιατί βγάζει τέτοιο θησαυρό στο σφυρί;
— Γιατί χωρίζει και η γυναίκα του θέλει σε ρευστό τη μισή περιουσία του...

Ο Ωνάσης δεν υπήρξε συλλέκτης έργων τέχνης και στη καμπίνα-γραφείο του στη "Χριστίνα" είχε το πορτρέτο της μητέρας του. Ο Νιάρχος, μέγας συλλέκτης έργων ζωγραφικής, ποζάρει στο σαλόνι της "Κρεολής" μπροστά στη "χορεύτρια" του Τουλούζ Λοτρέκ και δίπλα, στο σαλόνι του στην Ελβετία, στην "αποκαθήλωση" του Θεοτοκόπουλου-Γκρέκο.
Ο Νιάρχος έσκασε έξι εκατομμύρια δολλάρια και μέσα σε μια μέρα έγινε ένας από τους μεγαλύτερους -και διασημότερους- συλλέκτες της Υφηλίου.
Θυμότανε μια φοβερή σκηνή με τον Έντουαρντ Ρόμπινσον, που τον επισκέφτηκε το 1959, δυο χρόνια μετά την απόκτηση της συλλογής του, και τον θερμοπαρακαλούσε να του δώσει πίσω τον «γέρο κλόουν» του Ρουό... Σας τον πληρώνω όσο κι όσο, του είπε, γιατί αυτός ο πίνακας εκπροσωπεί εμένα τον ίδιο, τη ζωή μου ως ηθοποιού... Του αρνήθηκε κι ο μεγάλος ηθοποιός, έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι...
Όταν πέθανε ο Ρόμπινσον το 1973, ο Νιάρχος του έστειλε στεφάνι που έγραφε «στον γέρο κλόουν, από τον γέρο κλόουν».
— Χίλαριιιιι... Γρήγορα, τσουλίστε με στο κομπιούτερ.
Από τη μια η γραμματέας κι από την άλλη ο μπάτλερ, οδήγησαν το αφεντικό τους στο διάδρομο, έχοντας το νου τους μην τρακάρει με τις ρόδες της πολυθρόνας του καμιά βιτρίνα με τις μικρογραφίες των πλοίων του, κι όταν έφτασαν στο γραφείο του, τους έγνεψε να τον αφήσουν μόνο... Στάθηκε μπροστά στο προσωπικό του κομπιούτερ κι άρχισε να πατάει τα πλήκτρα, συνθέτοντας τους αριθμούς που μόνο αυτός ήξερε... Το φωτεινό καντράν παρουσίασε τη σελίδα «πίνακες ζωγραφικής» κι ο γέρος έσκυψε με βουλιμία -λες κι επρόκειτο να καταβροχθίσει εύγευστους μεζέδες- κι άρχισε να αθροίζει: Εννέα Ρενουάρ, εφτά Βαν Γκογκ, πέντε Τουλούζ Λοτρέκ, τέσσερις Σεζάν, τέσσερις Ροναβέ, τέσσερις Ντεγκά, και και... Είχε και Ματίς και Ουτρίλο και Πικάσο και Μοντιλιάνι και Ελ Γκρέκο και τι δεν είχε... Να, εκεί έξω στο χολ, είχε έναν Ελ Γκρέκο και πάνω από το τζάκι του, ακόμη ένα...
Ξανάσκυψε στο καντράν κι άρχισε να βλέπει που και πόσα έργα είχε σε κάθε σπίτι του, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στο Σεν Μόριτς, στη γαλλική Ριβιέρα, εδώ στη Νέα Υόρκη... Από τη Σπετσοπούλα και τη θαλαμηγό του τα είχε αποσύρει, γιατί φοβότανε μη του τα κλέψουν...
— Χίλαρι
Έσπευσε η γραμματέας του, που την κεραύνωσε: Είχα διατάξει να μου τηλεφωνήσει ο Μπρουκς κι ακόμη περιμένω... Τσακίδια αμέσως, να μου τον βρείτε...
Τελευταία δεν σκεφτόταν τόσο τα βαπόρια του και τα υπόλοιπα περιουσιακά του στοιχεία, όσο τα έργα ζωγραφικής που είχε στη συλλογή του... Φόβος και τρόμος τον κατείχε ότι οι κληρονόμοι του θα τη χώριζαν και πίνακες του θα κατέληγαν σε δημοπρασίες του Σόθμπι... Γι' αυτό έπρεπε να συμβουλευτεί τον Μπρουκς και να αποφασίσει γρήγορα, πριν είναι αργά, να διασφαλίσει τη συλλογή του από τους διαγουμιστές της...
— Κύριε Νιάρχο, στο τηλέφωνο ο κύριος Μπρουκς.
Ο γέρος, αφού βεβαιώθηκε ότι όλοι είχαν βγει και κλείσει οι πόρτες, μίλησε τρυφερά στο μόνο άνθρωπο που σεβόταν κι εκτιμούσε, όχι μόνο για τις γνώσεις του στην τέχνη, αλλά και γιατί του είχε αγοράσει τις δεκάδες των έργων με μερικά εκατομμύρια δολάρια και τώρα η αξία τους ξεπερνούσε το ένα δισεκατομμύριο διακόσια εκατομμύρια !
Ο Χάρι Μπρουκς τον είχε ρωτήσει κάποτε, πως έκλεβε τόσες ώρες από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του για τους πίνακες και τους ζωγράφους κι εκείνος του είχε απαντήσει: «Μα, αγαπητέ μου, τα αριστουργήματα ζωγραφικής είναι για μένα όπως τα σκάφη κομψοτεχνήματα και οι μεγάλοι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι όπως οι μεγαλοφυείς ναυπηγοί»... Τα θυμόταν και φούσκωνε από υπερηφάνεια και εγωισμό, όπως τότε που επιστατούσε ο ίδιος και του φτιάχνανε την «Κρεολή», το πιο όμορφο και πιο ακριβό τρικάταρτο πλεούμενο του κόσμου. Ήταν η μόνη φορά που είχε παραμελήσει την άγρυπνη παρακολούθηση των ναύλων, των φορτίων και της ναυλαγοράς, γιατί λαχταρούσε και βιαζόταν να του φτιάξουν το ωραιότερο σκαρί της Υδρογείου, ένα πλωτό μουσείο των διασημότερων ζωγράφων... Κι όταν διάβαζε ή άκουγε να εκθειάζουν τη σιδερένια κορβέτα του μπατζανάκη του, που είχε διακόσμηση ποικιλόμορφες αντίκες, από κινέζικα βάζα ως ινδικούς Βούδες, έσκαγε στα γέλια χι-χι-χι κι έβαζε τον Μπρουκς να καλέσει διάσημους τεχνοκρίτες, να τους φιλοξενήσει και να θαυμάσουν τη συλλογή του... Κι έπινε μαζί τους στο μεγάλο σαλόνι με τους ιμπρεσιονιστές και κομπορρημονούσε: Οι μεγάλοι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι με συναρπάζουν, γιατί η αισθητική τους επιδιώκει την άμεση έκφραση των ψυχικών εντυπώσεων, μέσω των επιδράσεων του φωτός και των χρωμάτων !
Ο Ωνάσης, που τον είχε ακούσει να παπαγαλίζει αυτα τα λόγια, συχνά, συμπέρανε ότι την είχε διαβάσει κάπου... Του το είπαν του Νιάρχου και εξεμάνη:
— Ποιός είναι αυτός ο άξεστος πρόσφυγας... Ένας ανατολίτης σαβουροσυλλέκτης, που μαζεύει κομπολόγια, μπουζούκια και ναργιλέδες... Και σαν πασάς, στον οντά του, ξαπλωμένος σε μαξιλάρες, του χορεύουν και του τραγουδάνε οδαλίσκες.και πριμαντόνες.
Ποιές ήσαν όμως αυτές οι γυναίκες που δεν τολμούσε να τις αναφέρει ο Νιάρχος, γιατί ο Ωνάσης ήταν τόσο εκλεκτικός-όχι στους πίνακες, αλλά στις γυναίκες-που είχε κατά περιόδους για συντροφιά του την Γκλόρια Σβάνσον και την Γκρέτα Γκάρμπο παλιά, και μετά την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, τη Μαρία Κάλλας, την Τζάκι Κένεντι, ως και την Εβίτα Περόν, για μια νύχτα... Κι εκείνη η μανία του με τους μπουζουκτσήδες, να του παίζουν ταξίμια με το μπαγλαμαδάκι κι εκείνος να χορεύει ξυπόλυτος στα χαλίκια, με σηκωμένα τα μπατζάκια, για να επιδεικνύει τις νευρώδεις γάμπες του...
Μουρμούριζε πάλι στον ύπνο του ο γερο Σταύρος, χλευάζοντας για πολλοστή φορά τον άνθρωπο που μισούσε όσο κανέναν άλλο στη ζωή του:
Ποιος είδε τον Άρη με σμόκιν και δεν τον λυπήθηκε, τον ασουλούπωτο... Ενώ εγώ ήμουνα κομψός και ραφινάτος, με αριστοκρατικά δάχτυλα που χάιδευαν το ντελικάτο χέρι της ντάμας κι όχι να το χουφτώνουν -όπως εκείνος- με μια παλάμη κακοτράχαλη σαν μπετατζή ή βαρκάρη... ο Αρίστος , μάτια μου, είχε σουλούπι, κάτι ανάμεσα σε μαουνιέρη Λιβανό και βαρκάρη Λάτση... Φτου σου, χρήμα ασύστολο, που παραβιάζεις εφτασφράγιστα παλάτια και μέγαρα... Ακούς εκεί, ο μπαγλαματζής αφεντικό του Μονακό κι ο Λάτσης στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ!
— Γιατί, Σταύρο, εσύ δεν μπαινόβγαινες στα ανάκτορα Τατοίου κι έλεγες ανέκδοτα στον Παύλο;
Πάλι αυτή η υποχθόνια φωνή, που τούτη τη φορά ακουγόταν βραχνιασμένη... Και μάλιστα στο ξύπνιο του...Νάτη, πάλι:
— Δεν είναι ούτε η Ευγενία, ούτε η φωνή της συνείδησης σου, όπως νομίζεις... Είμαι ο Αριστοτέλης, που κάθε τόσο ταράζεις τη γαλήνη μου, γιατί όλο μ' εμένα απασχολείς τη σκέψη σου...
Ο γέρος τρομοκρατήθηκε και καθώς πάτησε το χερούλι της πολυθρόνας του, που έκανε 360 μοίρες περιστροφή, χωρίς να δει ούτε φάντασμα ούτε σκιά στο δωμάτιο, έκανε να βγάλει το τσιπ από το αυτί του, για να μην ακούσει τη συνέχεια των λόγων του αόρατου επισκέπτη του.
— Και να βγάλεις το ακουστικό, θα εξακολουθείς να ακούς τη φωνή μου, Σταύρο... Όπως εγώ και μουγκός που ήσουνα, άκουγα τη σκέψη σου, τη συκοφαντική και βρόμικη για μένα... Μπορείς να μου πεις, τέλος πάντων, τι σου έχω κάνει και με μισείς τόσο πολύ;
— Και τι δεν μου έχεις κάνει... Πρώτο και καλύτερο, μου πήρες τη γυναίκα που αγαπούσα...
— Υποκριτή... Την αγαπούσες όσο την Ελένη και τη Μέλπω, που αφού έκανες το κέφι σου, τις χώρισες... Ενώ εγώ, την αγαπούσα στ' αλήθεια και ήταν η πρώτη γυναίκα που στεφανώθηκα... Και ξέρεις καλά, ότι δεν τη χώρισα εγώ, αλλά εκείνη πήρε διαζύγιο...
-Για να ρθει σε μένα..
-Αφού παντρεύτηκε κι΄έμεινε δέκα χρόνια με τον Άγγλο ευγενή..
— Χίλαριιιιι...
Ο Νιάρχος είχε πεταχτεί από τον εφιάλτη που 'βλεπε και σπαρταρούσε στην πολυθρόνα του... Είχε πλησιάσει η νοσοκόμα του: Η κυρία Χίλαρι, σερ, έχει βγει... Σετι μπορώ να σας εξυπηρετήσω εγώ;
— Μπήκε κανένας, όσο με είχε πάρει ο ύπνος;
— Όχι, σερ. Κανένας.
Ο ανήμπορος γέρος έγνεψε στην κοπέλα να του φτιάξει την κουβέρτα που είχε στα γόνατα του και μετά έγειρε πίσω το κεφάλι κι έκλεισε τα μάτια... Ασιχτίρ -μουρμούρισε- όλο δυσάρεστα μου έρχονται στο νου μου... Ας θυμηθώ τις ιπποδρομίες και τους στάβλους μου, να ξαλεγράρει λίγοτο μυαλό μου...