.  » αρχική σελίδα

 :: Επιλέξτε θέμα προς προβολή ::



ΝΙΑΡΧΟΣ κεφάλαιο 15



SNtanker300

15. Σπαρτιάτικη αγωγή

Ο Θανάσης Αντωνόπουλος, θυμάται τότε που έκανε μάθημα ελληνικών στο Φίλιππο Νιάρχο, παιδί υπάκουο, πλήρως υποταγμένο στον πατέρα του, που κυριολεκτικά τον έτρεμε. Αποκτήστε εφόδια, έλεγε στα παιδιά του, γιατί με μόνο τα λεφτά μου δεν θα έχετε εξασφαλισμένο μέλλον... Έχω δει ζάπλουτους που τα παιδιά τους έμειναν στο δρόμο γιατί δεν ήσαν σε θέση να τα καθοδηγήσουν σωστά και η επανάπαυσή τους και ο εφησυχασμός στην κληρονομιά των γονιών τους, τα οδήγησαν στην πτώχευση... Αν δεν μπορείς ο ίδιος να εποπτεύεις τις επιχειρήσεις σου, τότε σίγουρα οι νομικοί σύμβουλοι, οι διευθυντές σου, οι συμβουλάτορες και οι τράπεζες, θα σε αφήσουν στο δρόμο...

Ο Νιάρχος είχε τα  παιδιά του, από μικρά σούζα, και τα δασκάλευε: Ήρθατε σε έναν κόσμο άγριο, απάνθρωπο... Αν δεν σφυρηλατηθείτε  με πονηριά και σκληράδα, σε συνδυασμό με την εργατικότητα, πάει, χάθηκατε, θα σας κατασπαράξουν...

— Μα, τι κάθεσαι και λες στα  παιδιά ; επενέβαινε η γυναίκα  του.

Ξέρω τι λέω...  Είναι τυχερά  παιδιά  που έχουν εμένα πατέρα και φρόντισα να μη τους λείψει τίποτε, αλλά πρέπει να τα προει­δοποιήσω... Η κοινωνία είναι γεμάτη από  άφρο­νες και ηλίθιους απογόνους πανέξυπνων προγόνων...

Ένα καλοκαίρι τα είχε στείλει με το δάσκαλο τους σε ένα βρετανικό πύργο, που για να τον συντηρήσει ο απόγονος της κομητείας, δεχόταν τουρίστες με εισιτήριο... Όταν επέστρε­ψαν στο δικό τους μέγαρο κι έτρωγαν με χρυσά μαχαιροπίρου­να, ο πατέρας τους είπε:  
-
Η κάστα των άλλοτε ευγενών και πλουσίων έχει παρακμά­σει και αντικαθίσταται κι εναλλάσσεται από καινούργιους... Οι θυρεοί, τα οικοσημα σκουριασανε, οι στολές των θαλαμηπόλων και των υποτακτικών λειώσανε... Τίτλοι, φίρμες, τραπεζίτες, ερ­γοστασιάρχες, εφοπλιστές, τσιφλικάδες, ξέπεσαν... Περιουσί­ες κολοσσιαίες χάθηκαν... Οι παππούδες και το πολύ οι πατε­ράδες χτίζουν, οι γιοι και τα εγγόνια γκρεμίζουν...
Παλιά, οι ευ­γενείς και οι πλούσιοι ήσαν σοφότεροι των σημερινών. Στον πρωτότοκο κληροδοτούσαν τον τίτλο, τον πύργο, τα κτήματα,τον δεύτερο τον έκαναν κληρικό, για να τον ζουν οι θρησκευόμε­νοι και τον τρίτο τον έστελναν στο στρατό, για να εξασφαλίσει τροφή, ντύσιμο, μισθό και πλιάτσικο... Ο πρώτος, κρατούσε ψη­λά το οικόσημο και την περιουσία κι οι άλλοι δύο, μπορούσανε να γίνουν επίσκοποι, αρχιεπίσκοποι, καρδινάλιοι, ανώτεροι α­ξιωματικοί, στρατηγοί, μεγάλοι πολέμαρχοι...

Και  κατέληγε :  Κάτι, λοιπόν, πρέ­πει να σκεφτώ και για σας, για να μη μου σκορπίσετε το βίος μου...

Ο μικρότερος, ο Κωνσταντίνος όσο μεγάλωνε άκουγε τις παραινέσεις του πατέρα του και χασκογελούσε... Σκεφτόταν ότι, όταν μεγάλωνε, δεν ήταν ανάγκη να δουλεύει τόσο σκληρά σαν τον πατέρα του, που τον ξυπνούσαν τα τηλέφωνα και τα fax, ημέρα και νύχτα.   Γιατί, μπαμπά, σε ξυπνάνε και τη νύχτα; τον είχε ρωτήσει όταν ήταν ακόμη μικρούλης.

Γιατί, γιε μου, η Γη είναι στρογγυλή κι όταν εμείς κοιμό­μαστε  τη  νύχτα, αυτοί που είναι κάτω από τα πόδια μας, έχουν ημέρα και εργάζονται...

Μετά, του έδειξε το χάρτη, με τα καρφιτσωμένα σημαιάκια των φορτηγών και των τάνκερ (που είχε σε όλα τα γραφεία, τα σπίτια του και στη θαλαμηγό του) και του είπε: Βλέπεις, Κωνσταντίνε, αυτά τα βαποράκια σε θάλασσες, ωκεανούς και λιμάνια; Δικά μας είναι και οι καπετάνιοι τους με συμβουλεύονται με το ραδιοτηλέφωνο σε κάθε στιγμή... Γι' αυτό, αγόρι μου, επειδή βλέπω ότι αγαπάς τα βαπόρια, όταν μεγαλώσεις θα σε κάνω αρχικαπετάνιο τους.

Ο Κωνσταντίνος αγαπούσε τη θάλασσα και τα πλεούμενα, ιδιαίτερα τα κρις κραφτ, αλλά δεν ήταν υπάκουος και εργατικός σαν τα μεγαλύτερα αδέλφια του... Κι όταν ο πατέρας του τον παρατηρούσε για τους μέτριους βαθμούς του, τον αφόπλιζε με ένα υπέροχο χαμόγελο: Μα, μπαμπακούλη μου, δεν είπαμε ότι εγώ θα ασχοληθώ με τη θάλασσα; Να, κοίταξε, στη Γεωγραφία έχω άριστα.

— Κατεργαρούλη, γελούσε ο Νιάρχος και οι μεγαλύτεροι γιοι του ζήλευαν που δεν τον μάλωνε, όπως  αυτούς.

Ατσίδα το στερνοπούλι, όσο μεγάλωνε, ένιωθε πολύ τυχερό παιδί, αφού το καλοκαίρι απολάμβανε τη θάλασσα και τον ήλιο στη Σπετσοπούλα κι έσκιζε τα κύματα με το κρις κραφτ του... Και το χειμώνα, στις διακοπές των Χριστουγέννων, τα Σαββατοκύριακα, έπαιζε στα χιόνια και απολάμβανε τη θαλπωρή στο τζάκι... Ό,τι παιγνίδι ήθελε κι ό,τι ποθούσε η ψυχή του, το αποκτούσε, κι αν δυστροπούσε  ο πατέρας του, του το αγόραζε η μητέρα του... Στην εφηβεία του ο Κωνστανίνος αμπελοφιλοσοφούσε (τη λέξη την είχε μάθει από τον πατέρα του) και έβγαζε το συμπέρασμα ότι θα ήταν ηλίθιος να δουλέψει τόσο σκληρά όσο ο γονιός του, που είχε φροντίσει να εξασφαλίσει όλο το Νιαρχέικο και τα εγγόνια και τα δισέγγονα του... Ήθελε να τον ρωτήσει, γιατί εξακολουθούσε να κοιμάται ελάχιστες ώρες και τις περισσότερες, ακόμη και μέσα στο αεροπλάνο, ήταν απασχολημένος με τα τηλέφωνα και τα fax και παίδευε διαρκώς τους υποτακτικούς του;

Ας τόνε να λέει -σκεφτόταν ο μικρός- μόλις τελειώσω τις σπουδές μου, θα μπω σε ένα κότερο με φίλους και γκόμενες και θα οργώσω τη Μεσόγειο και μετά την Καραϊβική... Τον καλόπιανε από τώρα τον πατέρα του και όταν τον έβρισκε εύκαιρο -κάνα Σαββατοκύριακο ή στις γιορτές- τον ρωτούσε για τα κατορθώματα του στη Μάχη του Ατλαντικού... Οπότε μια μέρα, του ξεφούρνισε μια ερώτηση-μπόμπα: Πατέρα, μήπως προοδεύουν στη ζωή, όχι τόσο οι άξιοι, όσο οι ριψοκίνδυνοι και οι τυχεροί;

— Εξήγησε μου τι ακριβώς θέλεις να πεις; απόρησε ο Νιάρχος, γιατί ο μικρός έκανε ερωτήσεις, που ποτέ δεν είχαν τολμήσει τα μεγαλύτερα αδέλφια του.

— Θέλω να πω, πατέρα, ότι πολλοί επιτυχημένοι περνιούνται για ξύπνιοι, επειδή ευνοήθηκαν από την τύχη...

— Μέσα σ' αυτούς είμαι κι εγώ; Μη φοβάσαι, απάντησε μου αυτό που πιστεύεις...

— Πατέρα, σε έχω ακούσει να λες, ότι γλίτωσες από θαύμα στους τορπιλισμούς των Γερμανών στον  Ατλαντικό κι ότι ήταν σαν να πέρασες πάνω από ναρκοπέδιο χωρίς να πατήσεις νάρκη...

Ο γέρος θυμότανε αυτό το διάλογο με το μικρό -που σίγουρα ήταν το θρασύ του παιδί- και προσπαθούσε να φέρει στη μνήμη του πως είχε τελειώσει αυτή τους η στιχομυθία... Α, ναι... Το είχε χαϊδέψει στο κεφάλι και του είχε πει με ύφος πολύξερου και πεπειραμένου: Οι ευκαιρίες Κωνσταντίνε, παιδί μου, είναι και τυχερές... Τολμάς και περνάς ένα ναρκοπέδιο και όλοι λένε, τι θάρρος, τι τόλμη! Σε κάνουν ήρωα! Πατάς τη νάρκη, γίνεσαι κομμάτια και κουνάνε το κεφάλι: Τον ηλίθιο, το μαλάκα, θα πουν...

— Δηλαδή, μπαμπά -είχε συμπεράνει ο μικρός- κάποιοι παραλίγο μαλάκες, γίνονται ήρωες!

— Χίλαριιιιιι...

Η γραμματέας έτρεξε κοντά του: Μάλιστα, σερ.

— Πάρε χαρτί και μολύβι και γράψε: Κωνσταντίνε, παιδί μου, κάποτε μου είπες ότι κάποιοι παραλίγο μαλάκες γίνονται ήρωες... Μάθε, λοιπόν, ότι η αντίστροφη μέτρηση άρχισε κι ένας τέτοιος ήρωας εξελίχθηκε σε μαλάκα καθηλωμένο πάνω σε αναπηρική πολυθρόνα...

Ο γέρος, με βουρκωμένο το ένα μάτι, συνέχισε: Στείλ' το αμέσως στο προσωπικό φαχ του Κωνσταντίνου... Κι εξαφανιστείτε όλοι σας από μπροστά μου.

Ο γέρος ακούμπησε πίσω το κεφάλι κι άρχισε να σκέφτεται ότι οι γιοι του τον κρατούσαν έγκλειστο σε 600 τετραγωνικά μέτρα, ώσπου να τον χώσουν στο φέρετρο, που θα ταξίδευε, πάνω από τον Ατλαντικό, που σίγουρα στα κύματα του θα έπλεαν τα καράβια του... Έφερε στη μνήμη του τον καπετάν Ανδρέα Βεργωτή, που εφτά ολόκληρα χρόνια ένα τάνκερ του περιέφερε το φέρετρο του σε θάλασσες και ωκεανούς... Αυτή ήταν η τελευταία του θέληση: Να τοποθετηθεί το εφτασφράγιστο φέρετρο του στην καμπίνα του πλοιοκτήτη και να ταξιδέψει σε όλα τα λιμάνια της οικουμένης, πριν ενταφιαστεί στην Κεφαλονιά.

Ο Νιάρχος μονολογούσε πάλι: Εγώ, ο μέγας στόλαρχος, που γλίτωσα από νάρκες και τορπίλες, που απόκτησα τα περισσότερα πλούτη από κάθε άλλο Έλληνα, τι είδους κηδεία μου αρμόζει;

Καθώς η νοσοκόμα -που ήταν υποχρεωμένη να μένει κοντά του, ακόμη κι όταν φώναζε να φύγουν όλοι- του σκούπιζε το ιδρωμένο μέτωπο με χαρτομάντιλα που μοσχοβολούσαν λεμονανθό, ο Νιάρχος αμπελοφιλοσοφούσε πάλι... Παρομοίαζε τον εαυτό του με στυμμένο λεμόνι, που το είχαν πετάξει σαν μουχλιασμένη λεμονόκουπα... Για μια ακόμη φορά, μέσα στην αδυναμία του ν΄αντιδράσει, ήταν τρομοκρατημένος. Είχε μάθει ότι ο Τομ Πάππας, αετονύχης κι΄αυτός, είχε καταντήσει εγκαταλειμμένος σε γηροκομείο... Αυτό το φοβερό μυαλό σε ιδέες και ενεργητικότητα, είχε πάθει μαλάκυνση του εγκεφάλου... Όχι θεέ μου, μή... Κανένας δεν ξέρει τί τέλος θά έχει...

προστέθηκε στις: Τρίτη 26.01.2016

 
 

:: αρχική :: προφίλ :: επικοινωνία :: εικόνες

© Δημήτρης Λιμπερόπουλος :: ...Webmaster