ΝΙΑΡΧΟΣ κεφάλαιο 13
13. βίος Σταύρου Λιβανού .


Σταύρος και Ευγενία Λιβανού - Λιβανός Ωνάσης Νιάρχος
Τι ήταν ο Σταύρος Λιβανός όταν ξεκίνησε; Ένας ναύτης στο καΐκι του πατέρα του, που κουβαλούσε Χιώτες και φορτίο στα νησιά κι αργότερα, όταν μεγάλωσε το σκάφος και ο ίδιος, έφτανε ως το Μισίρι, δηλαδή την Αίγυπτο... Όπως ο Νιάρχος, έτσι και ο Θωμάς, ήξερε απ' έξω κι ανακατωτά τη σταδιοδρομία του Λιβανού. Και τώρα που ο Κεφαλονίτης άκουγε κάποιες λέξεις και ονόματα στα παραμιλητά του αφεντικού του, έβγαζε από το ντοσιέ τις σημειώσεις του και τα αποκόμματα και τα συμβουλευότανε για το βιβλίο του:
Ο χιώτης ξεκίνησε τη σερμαγιά του με καΐκια, μετά αγόρασε ένα σαπιοκάραβο και το συμμόρφωσε σε πλεούμενο, αλλά πάντοτε με κίνδυνο να βρεθούνε στη θάλασσα πλήρωμα και φορτίο... Το 1927 ο Σταύρος Λιβανός είναι 36 χρονών, παντρεμένος με μια όμορφη κοπέλα, που έχει σχεδόν τα μισά του χρόνια, την Αριέτα. Ζουν σε ένα μικροαστικό σπίτι στο Λονδίνο κι από εκεί κοντά - σε ένα γραφειάκι - κλείνει ναυλοφορτώσεις στα καραβάκια του - όλα παλιά, μεταποιημένα - όπως λέει η γυναίκα του, που ράβει μόνη της τα φουστάνια της και μπαλώνει ακόμη τα εσώρουχα και μαντάρει τις κάλτσες του τσιγκούνη, όπως διηγείται αργότερα στους γαμπρούς της...
Είναι χρόνια που φτουράνε, γιατί ο Χιώτης καραβοκύρης, σφιχτοδεμένος με το πουγγί του και τη σωφροσύνη του, δεν αγοράζει μόνο σαράβαλα σκαριά, που τα μεταμορφώνει σε κερδοφόρα πλεούμενα, αλλά χτίζει και το πρώτο του φορτηγό σε βρετανικό ναυπηγείο... Και επειδή - όπως έλεγε - το καράβι είναι κουνέλα που γεννάει το ένα πίσω από το άλλο, πριν το 1930 έχει εφτά καινούργια πλοία και δύο κόρες. Μετά το 1930 έχει εξελιχθεί σε μεγάλο εφοπλιστικό όνομα του Σίτι και κανένας δεν σκέφτεται να σχολιάσει τα παλιομοδίτικα κοστούμια του και τα φτηνά ελληνικά τσιγάρα «Έθνος», που κάπνιζε ακόμη...
Εκείνους τους καιρούς ο καπετάν Σταύρος ταξιδεύει - διά θαλάσσης - από το Λονδίνο, ως τον Πειραιά, τον Περσικό Κόλπο, τη Βόρεια και Νότια Αμερική και απουσιάζει από το σπίτι του ένα και δυο μήνες... Εδραιώνει αντιπροσώπους και γραφεία του παντού, γίνεται διεθνής, ενώ η Αριέτα στο Λονδίνο μετακομίζει με τα παιδιά της σε μεγαλύτερο σπίτι, αποκτά καμαριέρα, που έχει και καθήκοντα νταντάς για τις κόρες της και βοηθού μαγείρισσας, γιατί στην κουζίνα θέλει να έχει η ίδια τον πρώτο λόγο... Μετά, αποκτά και υπηρέτη -μπάτλερ τον λέγανε οι Εγγλέζοι-και σοφέρ... Δίνει και τσάγια με καλεσμένες αξιοπρεπείς κυρίες του Σίτι, που ξετρελαίνονται για τους μεζέδες καιτα γλυκά της τα χιώτικα... Ο άντρας της έχει αποκτήσει γνωριμίες και συναλλαγές με επώνυμους του ναυτιλιακού και επιχειρηματικού κύκλου της Αλβιόνας και τους εισάγει στο γαργάλημα του ουρανίσκου και στην απόλαυση του στομαχιού: Μαστίχα, ούζο, ελιές, σαρδελίτσα και φέτα... Το ζεύγος Λιβανού γίνεται περιζήτητο και οι θυγατέρες τους πηγαίνουν σε ακριβά σχολεία και αποκτούν αριστοκράτισσες φίλες...
Τα καλοκαίρια ο καπετάν Σταύρος έρχεται στη Χιό, προσκυνάει με κατάνυξη τις εικόνες, μεταλαμβάνει των Αχράντων Μυστηρίων... Είναι η εποχή των "Χρυσών Ελλήνων" καραβοκύρηδων, που δωρίζουν χρυσοποίκιλτα τέμπλα στις εκκλησίες του νησιού τους και κάνουν διακοπές σε καίκια-γιότ, ενώ ο Ωνάσης και ο Νιάρχος σκέφτονται ν΄αποχτήσουν θαλαμηγούς ακριβοθώτητες... Έφυγαν οι μαχαραγιάδες με τα παλάτια και τους ελέφαντες, έρχοναι οι στόλαρχοι με τα πλεούμενα...
Αυτά έβλεπε στον ύπνο του ο Νιάρχος, αυτά σκεφτότανε στο ξύπνιο του ο Τομ και όσο κι αν τον ταλαιπωρούσε τριάντα τόσα χρόνια ο τζαναμπέτης σερ, δεν μπορούσε παρά να τον θαυμάζει και να νιώθει δέος γι' αυτό το ιερό τέρας, τον τελευταίο Χρυσό Έλληνα, που ανεξάρτητα πως φερόταν στα νεύρα του, στο φυσιολογικό του ήταν ο πιο αριστοκράτης από οποιοδήποτε Ρωμιό εφοπλιστή... Ο πεθερός του υπήρξε πράγματι πρωτομάστορας των Ελλήνων εφοπλιστών με τις ροζιασμένες παλάμες, αλλά ο Ωνάσης και ο Νιάρχος ήσαν πρωτοπόροι αριστοκράτες της σύγχρονης ναυτιλίας, μαζί με τους άλλους Χρυσούς Έλληνες που κατηύγασαν το περίλαμπρο οικοδόμημά της.
Η σκέψη του, όλες αυτές τις τελευταίες ημέρες της πνευματικής ανάκαμψης, απογειωνόταν από το ερειπωμένο σώμα του και γύριζε στα παλιά, ταξίδευε με τους πεθαμένους, που κάποτε ήσαν όχι μόνο ζωντανοί, αλλά και παντοδύναμοι οι άντρες, πανέμορφες οι γυναίκες... Να, ο Σταύρος Λιβανός, ανάμεσα στους δυο γαμπρούς του... Άξεστος, αθυρόστομος, απαιτητικός, δολοπλόκος, άπληστος, αλλά και γαλίφης όταν χρειαζόταν, ιδίως στη γυναίκα του, που κρατούσε την αρμαθιά με τα κλειδιά σε ντουλάπες, κασέλες και χρηματοκιβώτια... Όταν για πρώτη φορά φωτογραφήθηκαν οι τρεις τους - ήθελε το κάδρο η Αριέτα στο σαλόνι της - ο Χιώτης καραβοκύρης αναρωτήθηκε φωναχτά «ήθελα να 'ξερα,τι σας βρήκαν οι θυγατέρες μου και ξελογιαστήκνε: μπόι, ομορφιά, νταηλίκι;» Η γυναίκα του ήξερε τι βρήκαν οι κόρες τους στους γαμπρούς τους και του το 'πε: «Κάθε γυναίκα ονειρεύεται τον αδίστακτο κι άγριο αγαπητικό, που αν έχει αυτά τα προσόντα στη δουλειά του, θα τα διαθέτει και στο κρεβάτι.»
" Βρε Άρη - ρώτησε μια μέρα ο πεθερός το γαμπρό του - έχεις τα προσόντα που χρειάζονται σ' ένα εφοπλιστή; Γιατί πολύ ντιστεγκέ σε βλέπω"... Ο Σμυρνιός του χαμογέλασε και καθώς παίζανε τάβλι - ο Χιώτης όλο τον έκλεβε - πιάσανε κουβέντα για ναύλους, φορτία και βαπόρια και να σε μια στιγμή ο πεθερός του εξομολογήθηκε ότι βρήκε σε στένεψη τον τάδε εφοπλιστή και θα του 'παιρνε το βαπόρι για ένα κομμάτι ψωμί... Παίξανε μια, δυο, τρεις παρτίδες, ο Λιβανός έτριβε τα χέρια που κέρδισε κι ο Ωνάσης πήγε προς νερού του σε μια στιγμή... Αργοπόρησε να γυρίσει. Που χάθηκες; τον ρώτησε... Τηλεφώνησα κι αγόρασα το καράβι για την Τίνα, είπε κι ο Χιώτης φρύαξε, αλλά η Αριέτα τον ηρέμησε: " Μη φωνάζεις, Σταύρο μου, γιατί το καράβι στην οικογένεια ήρθε"...
Κάτι τέτοιες στιγμές, που ο Λιβανός τις διατυμπάνιζε, για να δείξει τι ξύπνιο γαμπρό έκανε, ο Νιάρχος ένιωθε έξω από την οικογένεια... Και για να μπει μέσα, έστυβε το μυαλό του και σοφιζόταν ιδέες και μεγαλεπίβολα σχέδια, την ίδια στιγμή που και ο μπατζανάκης του μεγαλουργούσε... Η αντιζηλία των δυο τους, έφερε τον ανταγωνισμό και το μίσος, που αν περιοριζότανε σ' ένα ρινγκ, σίγουρα θα ήτανε μέχρι τελικής πτώσεως... Ο πεθερός έτριβε τις ροζιασμένες παλάμες του - απομεινάρια από πριονίσματα και καλαφατίσματα παλιού καραβοκύρη - και χαιρότανε για την πρόοδο των γαμπρών του μέσω του ανταγωνισμού... Για στάσου, όμως, βρε γυναίκα - αναρωτιότανε συχνά - πολλούς παράδες σκορπίζουνε για το θεαθήναι οι πεζεβέγκηδες... Σπίτια στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στην Ελλάδα, φιγουροβάπορα (έτσι αποκαλούσετα γιότ), ιδιωτικά αεροπλάνα, ναύτες, πιλότοι, προσωπικό, καμαριέρες, μάγειροι, σοφέρ, κηπουροί, φύλακες σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης...
Γελούσε η καραβοκύρισσα, που με τη δική της επιμονή, διατηρούσαν σπίτια ανάλογα με τον πλούτο τους κι είχε στείλει τα παιδιά της να σπουδάσουν σε αριστοκρατικά σχολεία: Αμέ τι νόμισες, Σταύρο μου, ότι θα μπαίνανε οι γαμπροί και οι θυγατέρες μας στις κοσμικές στήλες, αν δεν ήσαν ανοιχτοχέρηδες;
— Σκορποχέρηδες, θέλεις να πεις, κοκόνα μου, γιατί αυτοί πετάνε τους παράδες από τα παράθυρα...
— Τα χρόνια πέρασαν, καπετάνιε μου, άλλαξαν οι καιροί... Εσύ όμως μένεις, ακόμη, στην εποχή που οι ναύτες φορούσαν μπαλωμένα ρούχα...
— Εσύ, που τα έμαθες αυτά; θύμωσε ο Λιβανός.
— Πίσω από την πλάτη σου, άντρα μου, όλο τέτοια λένε και σε κουτσομπολεύουνε...
— Τους έχω χεσμένους όλους, φρύαξε ο Λιβανός.
— Κι εκείνοι, εσένα, μουρμούρισε η καπετάνισσα.
προστέθηκε στις: Κυριακή 24.01.2016