Ο Νιάρχος στροβίλιζε την ντάμα του στα «Κύματα του Δουνάβεως» με αυτοπεποίθηση κι εκείνη είχε αφεθεί στην καθοδήγηση του με χάρη, μεθυσμένη από Γιόχαν Στράους... Όταν σταμάτησε η μουσική, όλοι χειροκρότησαν το ζευγάρι και μόνο τότε η Ευγενία Λιβανού πρόσεξε ότι τα υπόλοιπα ζευγάρια είχαν αποσυρθεί από την πίστα, για να τους θαυμάσουν... Δεν εντόπισε όμως τη ματιά του καβαλιέρου της, που έψαχνε να βρει τη νύφη, που αφοσιωμένη στο γαμπρό χαριεντιζόταν μαζί του τρισευτυχισμένη κι όπως δεν μπορούσε να το κρύψει από κανένα, ερωτευμένη... Εκείνη τη νύχτα ο Νιάρχος ένιωθε μέσα του να τον πλημμυρίζει και να τον καίει σαν λάβα, ο πόθος του για τη μικρή κόρη του Χιώτη καραβοκύρη, που θα την απολάμβανε ο άλλος... Λυσσομανούσε και δάγκωνε τα σκεπάσματα του, καθώς ο γαμπρός θα χαιρόταν τη νυφική παστάδα... Το είχε πει κι εκείνος ο σαλιάρης μπεκροκανάτας στο τραπέζι: Απόψε ο τυχερός γαμπρός, με τη μεγάλη πείρα που έχει στις γυναίκες, θα προβεί σε ανομολόγητες και ακατονόμαστες πράξεις...
Έμενε η σκέψη του στα τέλη του 1946, όταν το μελισσολόι της ελληνικής εφοπλιστικής οικογένειας της Νέας Υόρκης, βομβούσε γύρω από το γαμήλιο ταξίδι του σαραντάχρονου γαμπρού και της δεκαεφτάχρονης νυφούλας. Οι Έλληνες παράγουν μέλι, αλλά έχουν κεντριά σφήκας, έλεγε ο Σπύρος Σκούρας, που όλοι τον ρωτούσαν (λόγω της στενής φιλίας του με τον Ωνάση) που βρίσκονται οι νεόνυμφοι... Είχαν εξαφανιστεί για πενήντα μερόνυχτα - γεγονός εκπληκτικό για το γαμπρό, που ποτέ δεν είχε απομακρυνθεί τόσο διάστημα από το γραφείο του... Η Τίνα έστελνε απανωτές κάρτες στη μητέρα της Αριέτα κι εκείνη τις έδειχνε κατενθουσιασμένη στις φίλες της... Έτσι όλοι μάθαιναν ότι το ταξίδι του μέλιτος συνεχιζόταν με ποταμόπλοιο στο Νότο, ως κάτω τη Φλόριντα... Και μετά, στη Νότια Αμερική, όπου άνοιγαν φίλοι του γαμπρού τα σαλόνια τους, αλλά κι εκείνος έκανε δεξιώσεις - αστραπή, γιατί περισσότερο τον ενδιέφερε η κρεβατοκάμαρα των βασιλικών σουιτών που είχε κλείσει σε πολυτελή ξενοδοχεία..
Ο Γράτσος είχε συχνή τηλεφωνική επαφή με τον Άρη κι ήταν ο μόνος που ήξερε τις μετακινήσεις του, γιατί είχε αναλάβει και τη φροντίδα να του ετοιμάσει το διαμέρισμα στο Σάτον Σκουέρ, όπου θα έμενε το ζεύγος... Ο Ωνάσης είχε αναθέσει σε αρχιτέκτονα - διακοσμητή, σύμφωνα, όμως, με τις δικές του προδιαγραφές, τη διαμόρφωση του κι όταν γύριζαν θα πρόσθετε και η Τίνα, με κάποιες αγορές, το δικό τους γούστο... Οι φήμες κυκλοφορούσαν για τη φωλιά του Άρη και της Τίνας, που είχε κοστίσει στον πεθερό 500.000 δολάρια, αλλά ο γαμπρός θα το διακοσμούσε με άλλα τόσα... Τα άκουγε όλα αυτά ο Νιάρχος, ακυβέρνητο καραβάκι ακόμη στο Μανχάταν, και ζήλευε τον Σμυρνιό, που όχι μόνο απολάμβανε στη Φλόριντα, στο Μπουένος Άιρες και στο Μοντεβίδεο το ουρί του παραδείσου, αλλά είχε ρίξει και άγκυρα στο απάνεμο λιμάνι του πατριάρχη των Ελλήνων εφοπλιστών... Ο χωρατατζής Σκούρας διέδιδε λεπτομέρειες για τη νύχτα που διακόρεψε ο γαμπρός τη νύφη κι ο Νιάρχος σκύλιαζε... Ήταν σίγουρος ότι ο Ωνάσης θα είχε γλυκάνει τη μικρούλα και θα της είχε αποκαλύψει τι εστί βερίκοκο από την εποχή που μπαινόβγαινε στο «Πλάζα»... Γι' αυτό η μικρή έκανε σαν τρελή να τον παντρευτεί, για να τον έχει διαρκώς στο κρεβάτι της...
Κάθε μπαρ έχει τον πολυλογά μπεκρή του και το «Πλάζα» είχε εκείνο το γερο Έλληνα καπετάνιο, που σαλιάριζε και νευρίαζε το Νιάρχο. Έλεγε: «Ο Ωνάσης διαθέτει καουτσουκένιο κατάρτι, που το μπήγει σε βαρκούλες, σκούνες και φρεγάτες, που τις κάνει να αρμενίζουνε... Τον ξέρω καλά από τις μπουρ-δελότσαρκες που κάναμε μαζί στο Μπουένος Άιρες» ...
Εκείνη την περίοδο ο Νιάρχος αντίκριζε με μίσος τον Λιβανό κι αν τολμούσε θα τον σκαμπίλιζε δημοσίως, γιατί είχε ενδώσει στις ορέξεις του μεσήλικα εραστή της 17χρονης κόρης του και του την είχε παραδώσει... Και στην Ελλάδα και στην Ανατολή υπήρχε μια παράδοση οι τσιφλικάδες και οι πασάδες να απολαμβάνουν κοριτσόπουλα, αλλά πως ήταν δυνατόν ένας Λιβανός, ο πρύτανης της ελληνικής ναυτιλίας, να υποκύψει σε ένα αταίριαστο γάμο ανάμεσα στη μικρή του κόρη και στον κατά 23 ως 26 χρόνια μεγαλύτερο της γαμπρό... Μισούσε και το Σκούρα και το Γράτσο, που μαζί με τον ελληνικής καταγωγής ηθοποιό Αλεξάντερ Σκούρμπι, πίνανε τα ουζάκια τους και φανταζόντουσαν τα ακατονόμαστα όργια που θα έκανε ο εκμαυλιστής γαμπρός στη νυφούλα... Ο Κώστας Γράτσος, δεξί χέρι στις επιχειρήσεις του Ωνάση και τρόφιμος κι αυτός των μπαρ, αλλά και ελληνικών κέντρων, έλεγε συχνά με θαυμασμό: Ξέρεις τι εστί Άρης; Τρόφιμος μπορντέλων της Σμύρνης, του Πειραιά και του Μπουένος Άιρες, μόρτης, αγαπητικός ώριμων κυριών και εκμαυλιστής παρθένων, νυχτερινός τηλεφωνητής, καπνέμπορος του ποδαριού, κοντραμπατζής της θάλασσας και φαλαινοθήρας, μεγαλοφυής και παράτολμος, στόλαρχος, που αφού πιει την τζούρα του και τα κοπανήσει, τρελαίνει τη γυναίκα στο κρεβάτι και πριν κοιμηθεί κάνει γονατιστός την προσευχή του...
Τα έφερνε στη μνήμη του ο γέρος και σκύλιαζε, όπως τότε που είχε ρωτήσει μια κοινή τους ερωμένη - πόρνη πολυτελείας - τι είδους εραστής ήταν ο Σμυρνιός και του είχε πει: Ο Άρης χρησιμοποιεί κάθε μέλος του σώματος του, από τη γλώσσα, το σαγόνι, τα δάχτυλα του και το πέος του, που έχει το χάρισμα να το κατευθύνει και να μην τον κατευθύνει... Μουρμουρίζει λόγια αγάπης, πάθους και ξετσιπωσιάς, όλα τη στιγμή που πρέπει, καθώς μέσα στο σκοτάδι της καμπίνας του, η ανταύγεια του καντράν της τηλεόρασης πέφτει στα γυμνά κορμιά και τους δίνει υπερφυσικές διαστάσεις...
- Εκμαυλιστή, σάτυρε, μουρμούριζε ο γέρος στην πολυθρόνα του κι ο Φελίξ έσκυψε και τον ρώτησε ελληνικά:
- Είσαστε καλά, σερ; Το αφεντικό του, κατάλαβε ότι παραμιλούσε, τον κοίταξε μισοκακόμοιρα με το ένα μάτι και του είπε οργισμένος: - Καλάμια...
Έγνεψε στη νοσοκόμα να καθίσει κοντά του, έχωσε το δάχτυλο στο αυτί του και προσπάθησε να στερεώσει το ακουστικό... «Πανάθεμα την επιστήμη και τις εφευρέσεις της- ψιθύρισε - γυαλιά, ακουστικά, τεχνητά χέρια και πόδια ανακάλυψε, μόνο όργανο δεν βρήκε για να γαμούν οι γέροι» ... Κοίταξε πονηρά το μίνι της νοσοκόμας... «Κι όμως, υπάρχουν κάποια γιαπωνέζικα εργαλεία, αλλά χωρίς σωματική διέγερση δεν υπάρχει ηδονή»...
Ξαφνικά έγνεψε στον μπάτλερ να πλησιάσει και τον ρώτησε: «Πως είπαμε πως σε λένε εσένα;»
- Φελίξ.
- Δεν μου λες, Φελίξ, με θυμάσαι πως ήμουνα το 1946 - 47,τότε που αποφάσισα να παντρευτώ την κόρη του Λιβανού;
Ο Φελίξ σάστισε, γιατί εκείνη την εποχή δεν είχε γεννηθεί ακόμη, αλλά ένας καλά εκπαιδευμένος μπάτλερ έχει πάντοτε μια απάντηση που να ικανοποιεί το αφεντικό του: Δεν είχα την τύχη, σερ, να σας υπηρετώ τότε... Σας έχω δει, όμως, σερ, σε φωτογραφίες... Κομψός, αεράτος, όμορφος, σικ, σβέλτος...
- Όλα αυτά εγώ ήμουνα, κολακεύτηκε χαχανίζοντας ο γέρος.
Ο Φελίξ παραμέρισε, γιατί είχε πλησιάσει ο γιατρός με το πιεσόμετρο και το θερμόμετρο στα χέρια, διακριτικά χαμογελαστός, σαν όλους τους υποτακτικούς του, που λες και είχαν φερμουάρ στο στόμα και το ανοιγόκλειναν ανάλογα με τις στιγμιαίες διαθέσεις του... Ξαφνικά του ήρθε στο νου ο Σταύρος Λιβανός... Έτσι, απότομα, έβγαζε πρόσωπα και γεγονότα από το παρελθόν και με την ανάμνηση τους ξεχνούσε την παρούσα τραγική του κατάσταση... Θυμότανε τον πεθερό του στο κρεβάτι, να μπαινοβγαίνει ο γιατρός και να ανησυχούν η γυναίκα του και οι κόρες του... Είχε την καρδιά του ο Λιβανός και κάθε φορά που πάθαινε, έστω και μικρή κρίση, τον έπιανε πανικός γιατί κάποιες δουλειές του βρισκόντουσαν σε εξέλιξη και δεν εμπιστευόταν κανένα να τις αναλάβει...
Όταν έφυγε ο γιατρός, ο γερος, ούτε είχε ακούσει το συμπέρασμα του («καλά πάμε και σήμερα, κύριε Σταύρο»), γιατί η σκέψη του ταξίδευε, ακόμη, πενήντα χρόνια πριν, όταν είχε στεφανωθεί τη μεγάλη κόρη του Χιώτη... Δεν ήθελε να του τη δώσει ο πατριάρχης των Ελλήνων εφοπλιστών, αλλά η καπετάνισσα Αριέτα τον είχε συμβουλέψει «να τη δώσουμε, γιατί, αφού παντρεύτηκε η μικρή, να μη μείνει το κουσούρι της γεροντοκόρης στη μεγάλη»...
Είχε πλησιάσει η νοσοκόμα και του σκούπιζε το μέτωπο και το πρόσωπο με τα μυρωδάτα χαρτομάντιλα... Της έπιασε το χέρι και της έγνεψε να καθίσει κοντά του... Και νομίζοντας ότι αυτά που σκεφτόταν από το παρελθόν, τα διηγείτο, συνέχισε να εξιστορεί στα ελληνικά, χωρίς η κοπέλα να καταλαβαίνει ούτε λέξη:
— Λοιπόν, τι έλεγα καλό μου κορίτσι; Α, ναι... Πρώτος στο ψηστήρι, είπα στην Ευγενία ότι είχα αποτύχει στους δύο γάμους μου, γιατί με είχε απορροφήσει η προσπάθεια μου να κάνω περιουσία... Πήγα κι εθελοντής στον πόλεμο, για την πατρίδα, έχασα τη σειρά μου... Αλλά, να, όμως, που την ξαναβρήκα, δημιουργώντας στόλο φορτηγών και τάνκερ... Το μόνο που μου λείπει - της είπα - είναι μια Ελληνίδα σύζυγος, να της αφοσιωθώ, να κάνουμε οικογένεια, παιδιά, ν' αγοράσουμε από ένα σπίτι στη Νέα Υόρκη και στο Λονδίνο, ένα σαλέ στην Ελβετία και μια παραθαλάσσια βίλα στην Ελλάδα...
Τα θυμόταν ο γέρος, σα να 'τανε τώρα, και συνέχισε, αυτή τη φορά στα αγγλικά:
Δεν θυμάμαι, όμως, αν ήμουνα πραγματικά συγκινημένος ή υποκρινόμουνα στην εξομολόγηση μου στην Τζένη, γιατί της μιλούσα για μοναξιά και μελαγχολία... Της φίλησα το χέρι κι εξαφανίστηκα... Την άλλη ημέρα - όταν ξύπνησε η κόρη του Λιβανού - την περίμενε στο σαλόνι ο διευθυντής του Τίφανι με ένα ακριβό κόσμημα... Στην κάρτα, έγραφε: «Εις ανάμνησιν του μεθυστικού μας βαλς...» Είχα στείλει και ακριβό δώρο στο γάμο της Τίνας, οτο «Πλάζα», για να το δει ο Λιβανός... Και λουλούδια, τόσο στην Τζένη, όσο και στην Αριέτα Λιβανού...
Το μπαρμπούτι θέλει μπαλαμουτι, κατέληξε ελληνικά ο γέρος και η νοσοκόμα σκεφτότανε την γκίνια της, να της πέσει ένας τόσο διάσημος ασθενής, αλλά ξοφλημένος ως άντρας...
Η κοπέλα σκεφτότανε τα δικά της, ενώ ο γέρος εξακολουθούσε να βρίσκεται μισό αιώνα πίσω, όταν έγινε γαμπρός του Λιβανού, αλλά και μπατζανάκης του Ωνάση... Κομψό το ζευγάρι, είχε ανοίξει το χορό στη γαμήλια δεξίωση κι οι προσκεκλημένοι - Έλληνες εφοπλιστές οι περισσότεροι - σχολίαζαν ότι μετά τον ένα «αλεξιπτωτιστή», μπήκε κι ο δεύτερος στο Λιβανέικο...
Ο στόλαρχος θυμότανε που η πεθερά - ατσίδα, τον είχε προειδοποιήσει:
— Πρόσεξε, Σταύρο, γαμπρούλη μου, γιατί μπορεί να είσαι λύκος, αλλά δεν θα σε αφήσω να καταβροχθίσεις την κοκκινοσκουφίτσα... Θα είσαι υπό την άγρυπνη παρακολούθηση μου...
— Σιγά τον πολυέλαιο, είπε από μέσα του ο γαμπρός και υποκριτικά της φίλησε το χέρι... Ποιός τον έπιανε μετά, με δεκάξι Λίμπερτι και πεθερό το Σταύρο Λιβανό, άρχισε να αλωνίζει τα σαλόνια και να αυλακώνει με το αυτοκρατορικό του «Ν» στις τσιμινιέρες σε θάλασσες κι ωκεανούς...
— Τοοόμ... Βάλε μου το φασινέισον, που μ' αρέσει.
Η φωνή του Νατ Κιγκ Κολ, άρχισε να σεργιανάει στους πανάκριβους πίνακες, στους κρυστάλλινους πολυελαίους, στις αντίκες, στα περσικά χαλιά... Ο Νιάρχος, για μια στιγμή μόνο, νόμισε ότι βρισκόταν πενήντα χρόνια πίσω κι είχε στην αγκαλιά του την κόρη του Λιβανού... Όχι όμως αυτή που έκανε γυναίκα του, αλλά την αδελφή της που είχε παντρευτεί τον Άρη...
— Τοοοόμ, το ηδύποτό μου, φώναξε ξαφνικά, καταλαβαίνοντας ότι είχε κυλίσει μισός αιώνας...
Ο Κεφαλονίτης χαμογέλασε, γιατί από τότε που είχαν δει μια κασέτα με τον κωμικό Νίκο Ρίζο (που αποκαλούσε το λικέρ ηδύποτο) ζητούσε με αυτό τον χαρακτηρισμό την τζούρα του... Ο γέρος είπε στην κοπέλα:
— Πήγαινε στον καναπέ σου, ν' απολαύσεις, μακριά από ένα γέρικο κουφάρι, το φασινέισον... Και όταν τελειώσει η βάρδια σου, τρέχα όσο μπορείς πιο γρήγορα στο αγόρι σου, γιατί ούτε που θα καταλάβεις πότε θα γεράσεις κι εσύ, όπως τόσα άλλα ολόφρεσκα λουλούδια που ήξερα...
Έβρεξε τα αποστεγνωμένα χείλη του με το ποτό, γλάρωσε και ο Τομ, έτοιμος, του πήρε από το χέρι το ποτήρι - κρύσταλλο, πριν αποκοιμηθεί... Η νεαρή και όμορφη νοσοκόμα έβγαλε από την τσάντα της ένα καθρεπτάκι, κοιτάχτηκε με κοκεταρία και αυτοπεποίθηση... Είχε τόσα χρόνια ακόμη μπροστά της για να γεράσει, αλλά και ελπίδες να της πέσει, όχι ένα χούφταλο, αλλά ένας νέος και πλούσιος ασθενής...
Ο μπάτλερ είχε βυθιστεί στις δικές του σκέψεις... Τα στοιχεία που είχε για το Σταύρο Λιβανό, έπρεπε να τα συγκεντρώσει σε ένα ειδικό κεφάλαιο για το Χιώτη καραβοκύρη...