9. CHANEL No 5




Εκείνο το πρωινό ο γέρος ξύπνησε κάπως ευδιάθετος...
Η νοσοκόμα μοσχοβολούσε άρωμα.
— Σανέλ, νάμπερ φάιβ; τη ρώτησε.
— Μάλιστα, σερ, απάντησε φοβισμένη, γιατί είχε βρει το μπουκαλάκι στο λουτρό που χρησιμοποιούσαν παλιά οι καλεσμένες του Νιάρχου...
Ο γέρος, που θαμπόβλεπε, άρχισε να βλέπει πεντακάθαρα το παρελθόν...
<< Τι μου θυμίζεις>>, ψιθύρισε κι έκλεισε τα μάτια.
Η νοσοκόμα ευχήθηκε ν' αρχίσει να τη χαϊδεύει, γιατί όσο σίχαμα κι αν ήταν, δεν έπαυε να είναι ένας ζάπλουτος, που όχι μόνο μπορεί να της έκανε δωράκια, αλλά να τη θυμότανε και στη διαθήκη του... Εξακολουθούσε να της κρατάει το χέρι και γερτός στη πολυθρόνα, έφερνε στο νου του γυναίκες που είχε απολαύσει... Ανώνυμες μπουρδελιάρες στα Βούρλα και μπαργούμεν στην Τρούμπα, επώνυμες των σαλονιών...
Ο γέρος δεν είχε πια ορμές, ούτε πόθους και ξαφνικά το μυαλό του πήρε ανάποδες στροφές... Πουφ, έκανε, σαν να έβγαζε δύσοσμο καπνό... Γυναίκες, σκέφτηκε... Όλες τους κρύβουνε στα σκέλια τους το βρομερότερο περιουσιακό τους στοιχείο, πύλη εξόδου ζωής, αλλά και ακαθαρσίας, πύλη ανείπωτης γλύκας, αλλά και θανατηφόρας απόλαυσης... Ο γέρος εξακολουθούσε να αλέθει στο μυαλό του ότι αηδιαστικό του 'ρχότανε εκείνη τη στιγμή στη σκέψη... Ξεβρακωσιά, αγκομαχητά ηδονής, αλλά και υποκρισίας, με το δυστυχή εραστή να είναι υποχρεωμένος να συσσωρεύσει το καυτό του αίμα και να αδειάσει τη ραχοκοκαλιά του, ενώ η ερωμένη μπορεί και να υποκρίνεται... Σε τίποτα, μα απολύτως τίποτα, δεν διέφεραν ο θεατρινισμός της πόρνης και της εφοπλίστριας... Σε τίποτα, καριόλες γυναίκες... Του ξανάρθε στα ρουθούνια το άρωμα Σανέλ νάμπερ φάιβ... Ο γέρος έφερνε στη σκέψη του μια απέραντη απαστράπτουσα αίθουσα με πολυελαίους και καθρέφτες, λουλούδια, αντίκες, τάπητες, μάρμαρο... Ένα μακρύ απέραντο μπαρ με γκαρσόνια και στην άλλη πλευρά, μετά την πίστα, δυο ορχήστρες, μια ευρωπαϊκή, μια κουβανέζικη και τραπέζια με κηροπήγια και ανθοδοχεία... Και καβαλιέροι με σμόκιν, ντάμες με τουαλέτες... Γυναικομάνι, νέο και ηλικιωμένο, ομορφιά κι΄ασχήμια, φορτωμένο χρυσαφικό και διαμαντικό, ν΄ αποπνέει λογιών λογιών μυρωδιές... Η μουσική απαλή, χάιδευε την ακοή, οι ντελικάτες ντάμες με μεθυστικά αρώματα, όχι μόνο Σανέλ, αλλά και Τζόι και Πατού, ερέθιζαν την όσφρηση...
Είχε ξεκουτιάνει, μπέρδευε το απώτατο παρελθόν με τι παρόν,την αίθουσα χορού με το καθιστικό, καθώς η νοσοκόμα εξακολουθούσε να του κρατάει την αποξηραμένη παλάμη... Έκλεινε τα μάτια κι έβλεπε τον εαυτό του στο παρελθόν, στους τεράστιους καθρέπτες της αίθουσας... Ήταν ο ανερχόμενος εφοπλιστής, ο καβαλιέρος που οδηγούσε την ντάμα του από την πίστα στην γκαρσονιέρα του τα πρώτα χρόνια, στα μέγαρα του, στη θαλαμηγό του, στο ιδιόκτητο νησί του, μετά... Κάθε φορά που ρχότανε ο ράφτης του από το Παρίσι, έφευγε με παραγγελίες ντουζίνες κοστουμιών... Για το γραφείο, τις συσκέψεις, το πρωινό, το γεύμα, το δείπνο, το κοκτέιλ, τις δεξιώσεις, τη θαλαμηγό, την εξοχή, το κυνήγι, τις χιονοδρομίες, το τένις, την ιππασία... Του γαργαλούσε τη μύτη το Σανέλ νάμπερ φάιβ... Αλήθεια, ο ίδιος τί έβαζε εκείνη την εποχή; Μπορούσε να το ξεχάσει; Ποτέ! Χαβί ρούζ του Γκερλέν! Τράβηξε αδύναμα την παλάμη του από το χεράκι της νοσοκόμας, έγειρε πίσω κι εκείνη αποτραβήχτηκε στη θέση της...
— Τομ, βρε Τομ, ψιθύρισε... Πολύ αργεί εκείνο το ελιξίριο, γι' αυτό φέρε μου λίγο νέκταρ να βρέξω τα χείλη μου, πουξεραθήκανε...
— Μάλιστα, κύριε, το ηδύποτό σας...
— Ώστε εδώ είσαι;
— Για πάντα, κύριε Σταύρο, δεν θα σας εγκαταλείψω ποτέ.
«Θα σας εγκαταλείψω όλους εγώ», σκέφτηκε ο γέρος, καθώς ο παλιός μπάτλερ έφτιαχνε τη δόση κι ο νέος τόλμησε να σκύψει και να του ψιθυρίσει «ξέρετε, κύριε Τομ, ο γιατρός μου είπε ούτε γουλιά ποτό στον σερ» ... Ο Τομ τον αγριοκοίταξε κι έμεινε με το δίσκο στο χέρι, γιατί ο Μεγάλος ροχάλιζε... Διέταξε με ένα νεύμα τον Φελίξ να καθίσει στον καναπέ: «Αν ξυπνήσει, να με φωνάξεις», είπε σιγά και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο του... Κάθισε στο γραφειάκι του και για μια ακόμη φορά έβγαλε από το συρτάρι τα ντοσιέ του... Τον δυσκόλευε, τον μπέρδευε όλο αυτό το υλικό και δεν ήξερε από που ν' αρχίσει και που να τελειώσει... Βρήκε μια σημείωση του εκδότη του: «Μπλέξε όλους τους μεγαλοεφοπλιστες και παρουσίασε τους σκληρούς και βίαιους, όχι μόνο στις δουλειές τους, αλλά σε όλες τους τις εκδηλώσεις και κυρίως με τις γυναίκες... Παρομοίασε τους με θαλάσσια κήτη που βουτάνε σε ανήλιαγα βάθη, εκεί που δεν φτάνουν τα αφρόψαρα... Ανέλκυσε την απληστία, τον ακόρεστο πόθο τους για πλούτο και ηδονή, σε μεγέθη που εντυπωσιάζουν τα αφρόψαρα - αναγνώστες...» Τέτοιο είδος βιβλίο αποκλείεται να γράψω, είχε απαντήσει στον εκδότη κι εκείνος τον συμβούλεψε: «Τότε μην παιδεύεσαι άδικα, γιατί ούτε δημοσιογράφος, ούτε συγγραφέας είσαι... Το μόνο που μπορείς να προσφέρεις είναι κουτσομπολιό και καυτές ερωτικές σκηνές εκείνων των κροίσων, που υπηρέτησες και γνώρισες από κοντά»... Καλό σκυλόψαρο είσαι κι εσύ, που θέλεις να κατασπαράξεις τα θύματα σου, έκανε να του πει, αλλά προτίμησε να μουρμουρίσει: «Καλά, θα προσπαθήσω». Ο Τομ, όμως, δεν παράτησε την προσπάθεια του κι άρχισε να ταξινομεί το υλικό του, κατά κεφάλαια κι ίσως αργότερα να εύρισκε άλλο σοβαρότερο εκδότη...
Ο Τομ είχε καταλάβει από το Σεν Μόριτς ότι ο Μεγάλος ξαναθυμότανε σαν κινηματογραφική ταινία τη ζωή του κι όχι μόνο στο ξύπνιο του, αλλά και στον ύπνο του... Και τι δεν θα 'δινε ένας μεγάλος εκδοτικός οίκος, αν μπορούσε να τοποθετήσει ένα μηχάνημα στο κεφάλι του Νιάρχου, που να μπορεί να καταγράφει τις αναμνήσεις και τις σκέψεις του... Αυτό θα αποτελούσε μια συνταρακτική αυτοβιογραφία κι όχι φανταστική που θα επιχειρούσαν μετά το θάνατο του να γράψουν κάποιοι.
Πραγματικά ο Σταύρος Νιάρχος, τόσο τελευταία στην Ελβετία, όσο και τώρα στην Αμερική, έφερνε διαρκώς στη σκέψη του συμβάντα από το παρελθόν... Τίποτα καινούριο δεν τον ενδιέφερε πλέον, ποιόν, αυτόν τον δαιμόνιο και προχωρημένο εφοπλιστή και επιχειρηματία, που οι ρηξικέλευθες αποφάσεις του χάραζαν νέους δρόμους, που οι άλλοι εφοπλιστές ακολουθούσαν μετά... Κι όμως, μέσα στο βραχυκυκλωμένο από το χρόνο μυαλό του, έκανε και ορισμένες σκέψεις, που πηγάζανε από κάποιες εκπομπές της γαλλικής τηλεόρασης, με πνευματικούς ανθρώπους... Φώναζε, λοιπόν, τον Τομ και του υπαγόρευε: "Το καταραμένο κομπιούτερ, που έχω στο γραφείο μου, συγκεντρώνει το έργο μου, τον πλούτο μου, αλλά εξουδετερώνει την ατομικότητα μου, τις μεμονωμένες ιδέες μου..." Γράφε, Τομ: "Η νέα τεχνολογία δημιουργεί καινούριους μηχανισμούς, που εξαφανίζουν την ελευθερία και τη βούληση του ατόμου..." Γράφε, Τομ: "Η μετριότητα των media αποσυναρμολογεί και αποπροσανατολίζει τα ταλέντα και τα κατεβάζει από τα ύψη του πνεύματος στον πάτο του λαϊκισμού." Γράφε, Τομ: "Το καινούριο σύστημα καταβροχθίζει τα εκλεκτά παιδιά του και ξερνάει στη δημοσιογραφία, στην τέχνη, στην πολιτική - παντού - τα σκάρτα..."
Ο Τομ ξεθαρεύοντας, τον διέκοπτε και ρωτούσε: " Αυτά είναι σκέψεις, γιατί δεν μου υπαγορεύετε γεγονότα της ζωής σας;" Ο γέρος τον κοίταζε με υποψία, έτοιμος να εκραγεί, γιατί ο υποτακτικός του δεν τον είχε προσφωνήσει σερ, αλλά δεν είχε άλλον να του αποκαλύψει αυτό που κατέτρωγε τα σωθικά του και είχε αρνηθεί να το εκμυστηρευθεί ακόμη και στον αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο, που είχε σπεύσει να τον εξομολογήσει και να τον μεταλάβει... Δίσταζε, αλλά έπρεπε να μιλήσει σε κάποιον, να του φύγει το βάρος που ένιωθε μέσα του, αφού ακόμη και τα παιδιά του δεν τον έπαιρναν πια στα σοβαρά. Ή μήπως δεν καταλάβαινε ότι κι η πιστή του γραμματέας βαριότανε τις φλυαρίες ενός ετοιμοθάνατου γέρου... Γι' αυτό ρωτούσε τον Τομ:
— Δεν μου λες, Άγγελε μου ή Διάβολε μου, εσύ μόνο ξέρεις τι είσαι, μήπως κρατιέμαι στη ζωή, για να ξεκαθαρίσω μερικές πράξεις μου, για τις οποίες με έχουν κατηγορήσει αυτά τα μερμηγκάκια, οι άνθρωποι; Λες να μην έκανα σωστά που αρνήθηκα να εξομολογηθώ στον παπά που ήρθε, μυρίζοντας λιβάνι, αλλά και κολόνια, τις αμαρτίες μου; Ποιός ρε- αγρίεψε ο γέρος- να εξομολογηθεί και σε ποιούς θεομπαίχτες και ισουίτες; Εγώ που βλέπεις, μια ολόκληρη ζωή δεν έδωσα λόγο σε κανένα, γιατί δεν φοβήθηκα ποτέ κανένα... Ούτε κυβερνήσεις, ούτε κρατικά όργανα, ούτε νόμους... Μόνο τώρα φοβάμαι τον ξεπεσμό μου... Κατάντησα άβουλο κι αδύναμο γεροντάκι στα χέρια των γιατρών κι όλων αυτών των υποτακτικών που κουμαντάρουν τη ζωή μου, από το κρεβάτι ως την καμπινέ... Μου πιάνουν το σφυγμό, μου βάζουν θερμόμετρο και πιεσόμετρο, μου δίνουν να καταπίνω χούφτες χάπια, μου τρυπάνε τις φλέβες, τα μπράτσα και τον πισινό με βελόνες... Και με παραμονεύουν με μια πλαστική φιάλη, για να μου αρμέξουν το κάτουρο, όταν με πιάνει ο πόνος... Το χειρότερο όμως είναι ότι με έχουν σαν παράλυτο, πάνω στην πολυθρόνα... Μαρία, κόρη μου, που είσαι... Θέλω να με πας βόλτα στο πάρκο...
Πέρα από τα κρυστάλλινα παράθυρα, απλωνόταν το Σέντραλ Πάρκ, χωνευτήρι λαών, φυλών, χρωμάτων, της μεσαίας και κατώτερης τάξης του Μανχάταν. Είχε να πάει εκεί ο Νιάρχος από τα τέλη της δεκαετίας του 40, όταν ήταν ακόμη μικροεφοπλιστής και, καθισμένος σ΄ένα μπαρ της Πέμπτης Λεωφόρου, κατάφατσα στο Πάρκο, έκανε μεγάλα όνειρα... Ν' αποκτήσει Λίμπερτι, τάνκερ, σαλέ στις Άλπεις και θαλαμηγό με θεώρατα πανιά ... ΄Ενα απόγεμα, ξαφνικά, είχαν γεμίσει τον ουρανό χιλιάδες αναστατωμένοι γλάροι που κρούζανε κι΄ο μπάρμαν είπε "σημάδι θανάτου..."."Σημάδι χωρισμού", μουρμούρισε αυτός... Τότε, δεν είχε πάρει ακόμη διαζύγιο από τη Μέλπω, που τώρα ήξερε ότι έμενε λίγα τετράγωνα πιο κάτω... Σε ένα ρετιρέ στους 69 Δρόμους ανατολικά... Η σκρόφα, ούτε ένα τηλέφωνο δεν μου έκανε - σκεφτόταν ο γέρος - να μάθει πως είμαι, αν ζω ή αν κοντεύω να πεθάνω...
Αθήνα 1938... Η Μελπομένη Κάππαρη είναι 26 χρονών, χήρα του διπλωμάτη Π. Αλεξανδρόπουλου, που είχε πεθάνει από πνευμονία στη Βιέννη, όπου υπηρετούσε. Είναι κόρη της Αργυρής και του Αλέξανδρου Κάππαρη, από εύπορη οικογένεια καραβοκύρηδων της Σύρου. Ο αδελφός της Αμβρόσιος -Άμπη τον φωνάζουν- εργάζεται στην Τράπεζα Ελλάδος κι όταν γνωρίζεται με το Νιάρχο, εκείνος αναρωτιέται γιατί
-Απλώς είμαι ιδιοκτήτης καθαροαίμων, γιατί τα παιδιά μου αγαπάνε τα άλογα " Εσύ, Μέλπω, τί γνώμη έχεις; " ρωτάει ο Σταύρος την αδελφή του φίλου του. " Όλα είναι τυχερά", του απαντάει η κομψή μελαχρινή χήρα κι εκείνος πιάνεται από τα μάτια της και δεν θέλει να ξεκολλήσει από το βλέμμα της, που τον περιεργάζεται με ενδιαφέρον. Ο Νιάρχος δεν ήταν ψηλός, αλλά είχε τη ματιά του αετού και τη σβελτάδα του αιλουροειδούς και μπορούσε να γοητεύσει μια όμορφη γυναίκα, που πριν προλάβει να χαρεί τη ζωή της στα διπλωματικά σαλόνια, έχασε τον άντρα της. Ήταν περιζήτητη στον κλειστό χώρο της υψηλής κοινωνίας της Αθήνας και κάποιες φορές ο 29χρονος Νιάρχος διαπίστωνε ότι δεν είχε αυτός τις γνωριμίες και τις μεγάλες σχέσεις της Μέλπως και του Άμπη και δεν τον καλούσαν σε κάποια αρχοντικά που πήγαιναν τα δυο αδέλφια. Ώσπου η όμορφη χήρα τον έχρισε επίσημο καβαλιέρο της και σύντομα σύζυγο της... Χοροπηδούσε ο εις δεύτερο γάμο γαμπρός, τρισευτυχισμένος, γιατί είχε αποκτήσει μια σύζυγο αντάξια ενός μέλλοντα εφοπλιστή, που τον έμπασε στην υψηλή κοινωνία, στα χλιδάτα σαλόνια και στο Γιοτινγκ Κλαμπ! Η αλευρόσκονη από τους μύλους των μπαρμπάδων του είχε φύγει πια από τα ρουθούνια του κι αισθανόταν την αρμύρα της θάλασσας να την εισπνέει βαθιά, ως τα αχαλίνωτα όνειρα του...
Η ματιά του γέρου αιχμαλωτίστηκε από τους γλάρους που γυρόφερναν πάνω από τους ουρανοξύστες, ανήσυχοι και τρομαγμένοι... Ένας τους ξέκοψε από τους άλλους, γυρόφερε μιά-δυό φορές στο παράθυρο - κάδρο, σίγουρα τον περιγελούσε γιατί όταν είχε διαβάσει για τον γλάρο Ιωνάθαν,είχε σχολιάσει ότι οι γλάροι δεν αξίζουν να γίνουν βιβλίο γιατί πετάνε πίσω από τα αποφάγια των βαποριών... Ρε, λες, μα περιμένει το κουφάρι μου μόλις το πετάξουν στη θάλασσα, προσπάθησε να κάνει χιούμορ, αλλά ήταν τόσο μακάβριο που ανατρίχιασε... Όπως το 1946, στο τέλος του μεγάλου πολέμου, που καθώς τα γλαροπούλια έκραζαν στη παραλία του Λονγκ Άιλαντ, ζήτησε από τη Μέλπω να του δώσει διαζύγιο κι΄εκείνη του είπε "μου παρίστανες τον χρυσαετό, αλλά είσαι γλάρος...". Φουρτούνα αποχωρισμού τότε, τσουνάμι θανάτου τώρα προμηνυόταν... Καταραμένη Νέα Υόρκη - μουρμούρισε - γιατί σ' αυτή τη πόλη είχε περάσει της ψυχής του το τάραχο... Εδώ δεν του έδιναν τα Λίμπερτι που ήθελε, εδώ ο Ωνάσης του έφαγε μέσα από τα χέρια την Αθηνά Λιβανού, εδώ τον παίδεψε η Μέλπω ώσπου να του δώσει διαζύγιο, εδώ του έκανε καψόνια ο Λιβανός όταν ζητούσε την Ευγενία, εδώ κάθισε και γκαστρώθηκε η Σαρλότ ενώ αυτός ήταν πάτερ φαμίλιας με τέσσερα παιδιά, εδώ τον παραφυλούσε ο Χούβερ για να τον χώσει φυλακή... Θεέ μου - έκανε περιδεής το σταυρό του - λες εδώ και να πεθάνω; Δεν τολμούσε να πει πιά, "αν πεθάνω"...

Άραγε αυτός ο τόσο φιλόδοξος και επαρμένος άντρας με αγαπάει πραγματικά; αναρωτιέται η Μέλπω το 1938, αλλά το συνειδητοποιεί στο Λόνγκ Άιλαντ, το 1946, τότε που της δίνει τα παπούτσια στο χέρι... Ο Σταύρος ήταν φιγουρατζής και παμφάγος... ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...