::
Επιλέξτε θέμα προς προβολή
:: |
ΝΙΑΡΧΟΣ 5, 6, 7 κεφάλαια
5. o γιος του μετανάστη Κουβαριασμένος στο κρεβάτι ανάσαινε με δυσκολία, κάπου-κάπου έβηχε ξεψυχισμένα, αλλά το μυαλό του ταξίδευε στα παιδικά του χρόνια... Στον Πειραιά, εκεί μετά τη γέφυρα του Ηλεκτρικού, δίπλα στην καπνοβιομηχανία Καρέλια... Οι αλευρόμυλοι «Ευρώτας» των μπαρμπάδων του... Ο Θόδωρος, ο Νίκος, ο Πάνος, ο Γιάννης, αδέρφια της μάνας του Ευγενίας... Οι Κουμάνταροι, με το όνομα, από τους Βουτιάνους, την παντρέψανε με το Σπύρο Νιάρχο στη Βαμβακού... Είχε γυρίσει μετανάστης από την Αμερική με κάποια λεφτουδάκια, έκανε το λαδέμπορο, φορούσε μάλλινο κοστούμι με γιλέκο, ενώ οι συγχωριανοί του ντρίλινο, πετούσε και μερικά "δατσόρ", ήταν γλεντζές και κουβαρντάς, μπήκε στο Κουμανταρέικο, ανέβηκε τάξη... Ο Σταύρος και η αδερφή του Μαρία γεννήθηκαν στην Αθήνα, αλλά τα καλοκαίρια έκαναν διακοπές στη Βαμβακού και εκεί, στις παρυφές του Ταύγετου, ο γιος του «Αμερικάνου» κυνηγούσε τσιροπούλια με τη σφεντόνα κι αργότερα τρυγόνια με ντουφέκι... Στα δεκαεφτά του απόκτησε καραμπίνα και τον ζήλευε ο αγροφύλακας, που είχε τσάγκρα... Ένας φίλος του από το χωριό, με ένα λιανοτούφεκο, ήταν άριστος σκοπευτής και δεν του γλίτωνε πουλί για πουλί... Κόμπαζε ότι ήταν βέρος Σπαρτιάτης κι ότι οι προγονοί του είχαν κατατροπώσει τους Μεσσήνιους... «Γιατί, εγώ τι είμαι;», τον ρωτούσε ο Σταύρος και το χωριατόπαιδο του απαντούσε «Μισός Λάκωνας και μισός Πειραιώτης»... Τότε ο Σταύρος, για να τον πικάρει, του έλεγε: «Τι σημασία είχε αν οι Σπαρτιάτες νίκησαν τους Καλάματιανούς, αφού έμειναν φτωχοί και οι ηττημένοι ακόμη και σήμερα είναι πλούσιοι;» Πως το θυμότανε το περιστατικό, μετά 70 χρόνια! Ίσως γιατί από παιδί σιχαινότανε τη φτώχεια και λαχταρούσε τα πλούτη... Ζώντας κοντά στους θείους του, που ανήκαν σε υψηλότερη τάξη από τον πατέρα του, ήθελε, όχι μόνο να τους φτάσει, αλλά και να τους ξεπεράσει... Τον έτρωγε το σαράκι ότι ο «Αμερικάνος» πατέρας του -λέγανε- πως είχε πλύνει ακόμη και πιάτα και για να ξεκομπλαριστει φορούσε χρυσό ρολόι με καδένα και κάπνιζε πούρα... Η μάνα του, που τον διάβαζε σαν ανοιγμένο φάκελο, του ΄λεγε ότι και οι εφοπλιστές -που θαύμαζε- είχαν πατεράδες βαρκάρηδες και κοντραμπατζήδες... Εκείνος κουνούσε το κεφάλι -που δεν τον καταλάβαινε- γιατί σκεφτόταν ότι τα παιδιά και τα εγγόνια των βαρκάρηδων ζούσαν στο Λονδίνο! Γι' αυτό όταν μεγάλωσε απόφευγε να πάει στη Βαμβακού, γιατί θεωρούσε ταπεινό το πατρικό του σπίτι... Χρόνια μετά, η αδερφή του του έλεγε ότι οι περαστικοί από τη Βαμβακού, στεκόντουσαν μπροστά στο σπίτι τους με θαυμασμό: «Εδώ έμενε ο τρανός ο Νιάρχος!» Εκείνος θύμωνε: «Τρανός, Μαρία, είναι χωριάτικη λέξη»... Εκείνη γελούσε: «Καλά, ο ευπατρίδης κροίσος λέγανε»... Ήταν και ο πατέρας του, που τον βομβάρδιζε με γράμματα: «Ντρέπομαι, γιέ μου, που η κοινότητα του πατέρα ενός Νιάρχου, φωτίζεται από πετρέλαιο και ασετυλίνη, εν έτει 1962!» Του έστειλε 300 χιλιάδες δραχμές και ηλεκτροδοτήθηκε η Βαμβακού... Ο πατέρας του, όμως, όλο και του ζητούσε περισσότερα... Τι να κάνει ο διάσημος γιός, του έστελνε επιταγές για την εκκλησία, το σχολείο, την ύδρευση και ο Σπύρος Νιάρχος ανακηρύχτηκε μέγας ευεργέτης της Βαμβακους και το κοινοτικό συμβούλιο του έστησε προτομή στην πλατεία: «Τω Σπύρω Νιάρχω, η γενέτειρα του ευγνωμονούσα». Οι θείοι του χτίσανε κι άλλες αίθουσες στο σχολείο και η κόρη του Γιάννη Κουμάνταρου, η ξαδέρφη του Ντόλη, που είχε παντρευτεί τον εφοπλιστή Νίκο Γουλανδρή, δώρισε το πέτρινο ρολόι... Ο Σταύρος Νιάρχος είχε αναμνήσεις από τη Λακωνία, όταν η μάνα του τους πήγαινε, με την αδελφή του, για παραθερισμό, αλλά όταν ανδρώθηκε την ξέχασε... Μεταπολεμικά πήγε ελάχιστες φορές, με ελικόπτερο, έδινε όμως επιταγές στον κοινοτάρχη και στον παπά... Τώρα στα στερνά, θυμότανε την τελευταία φορά που είδε τη Βαμβακού από ελικόπτερο και αμπελοφιλοσοφούσε, όπως συνήθιζε: Σαν κουκκίδες οι χωριανοί του, ανθρωπάκια προσκολλημένα σαν σαλιγκάρια στο κέλυφος τους... Όσο ήταν μικρός ένιωθε κι ο ίδιος σαλιγκαράκι, αλλά οι κεραίες του οσμίζονταν πέρα, μακριά, όπου κάποια άλλα αποκτούσαν υπερφυσικές ιδιότητες... Σερνόντουσαν κι ανέβαιναν σ' ένα δέντρο κι εκεί, απελευθερώνονταν από το κέλυφος τους και στη θέση του φύτρωναν φτερά... Και πετούσαν πάνω από τη Γη με τα εκατομμύρια σαλιγκάρια, τα καταδικασμένα να σέρνονται γλιτσιασμένα πάνω της... Προλετάριοι όλου του κόσμου ενωθείτε, φώναζε ένας συμφοιτητής του στη Νομική, αλλά αυτός ήξερε πως προοριζότανε να μεταλλαχτεί σε αετό των ορέων που θα τον έτρεμαν οι σάλιαγκες της οικουμένης... Είχε γεννηθεί σαλιγκαράκι στο χωριατόσπιτό τους, που με τα πρώτα λεφτά που είχε αποχτήσει το είχε αναπαλαιώσει, σαν ανάμνηση των παιδικών του χρόνων... ... Και ενώ ο συμφοιτητής του σίγουρα θα έμενε σε κάποιο ημιυπόγειο, αυτός πετούσε από το ιδιόκτητο νησί του και τη θαλαμηγό του, ως το σαλέ του και τον πύργο του... Ενώ -σκεφτότανε- έχω αποβάλει το κέλυφος της Βαμβακούς, των Βουτιάνων, ακόμη και του Πειραιά και της Αθήνας, και με τεράστια φτερά χρυσαετού πετάω εκεί που μόνο ελάχιστοι μπορούν... Νά, πάλι ονειρευότανε τη μάνα του, νέα και αυταρχική... Ήταν το τιμόνι του σπιτιού κι έκανε σχέδια για το γιο της... Ο γέρος δυστροπούσε στον ύπνο του. Τι θέλεις πάλι μάνα; Δεν μπορείς να καταλάβεις ότι σας έχω ξεπεράσει σε ηλικία κι εσένα και τον πατέρα; Άφησε με να πεθάνω ήσυχος, μη με παιδεύεις... —Δεν σε παιδεύω, Σταύρο, αγόρι μου... Θέλω να σπουδάσεις νομικά, να γίνεις νομικός σύμβουλος των θείων σου... — Μα τι λες, μάνα, για τόσο χαμηλά με προορίζεις; Εγώ θα έχω δικηγόρους και νομικούς συμβούλους και διευθυντές και αρχιλογιστές και διερμηνείς και γραμματείς σε πέντε μεγαλουπόλεις: Στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στη Ζυρίχη, στη Νέα Υόρκη, στο Τόκιο! Εκείνη τον κοίταζε φοβισμένη, σαστισμένη: Λες το παιδί μου να τρελάθηκε; Όχι μάνα, δεν τρελάθηκα... Θυμάσαι από τότε που ήμουνα μικρότερος κι όλο μου 'ταζες ότι θα με παίρνανε οι μπαρμπάδες μου στους μύλους και θα με είχανε σαν πριγκιπόπουλο; Εσύ με συμβούλευες, μανούλα για μικρά, αλλά εγώ ονειρευόμουνα μεγάλα... Καλοκαίρι στις παρυφές του Ταύγετου... Αγνάντευε τα κεραμίδια των σπιτιών εδώ κι εκεί, ανάμεσα στο πράσινο, αλλά η σκέψη του ταξίδευε πάντοτε κατά τη θάλασσα, χιλιόμετρα από κει, που δεν φαινότανε... Τη φανταζόταν, όμως, όχι γαλάζια σαν τον ουρανό, αλλά σκούρα, ωκεανίσια, να την αυλακώνουν ποστάλια, φορτηγά και πετρελαιοφόρα... Μαράζι το΄ χε που δεν ήταν νησιώτης, με πατέρα καραβοκύρη... Αναστέναζε: Αχ ρε μάνα, οι νησιώτες τρώνε φρέσκα ψάρια, ενώ οι στεριανοί ποταμίσια χέλια και σαζάνια... Κι έχουνε την ευκαιρία να κάνουνε τη βάρκα τους καΐκι και το καΐκι βαπόρι... Μην επιμένεις, λοιπόν, να με στείλεις στα τσουβάλια με τα αλεύρια... — Τι λες, Σταύρο μου; Τα αδέρφια μου τσουβάλια κουβαλάνε; Αλευροβιομήχανοι είναι με το όνομα! Επισκεπτότανε τους μύλους «Ευρώτας» με το κασκέτο του σχολείου, για να του δώσουν οι θείοι του χαρτζιλίκι... Μόλις το 'παιρνε, το έβαζε στα πόδια να γλιτώσει από την αλευρόσκονη που έφτανε ως το γραφείο... Κι έτρεχε στο Νέο Φάληρο, να βουτήξει από την εξέδρα στη θάλασσα... Θυμότανε τα μπάνια, χωριστά για τους άντρες και τις γυναίκες, όπως τα ουρητήρια... Μετά γίνανε τα μπεν μιξ, όπως τα λεγε η μάνα του.. Καταραμένο άλμπουμ με τις φωτογραφίες αναμνήσεις... Το Νέο Φάληρο της δεκαετίας του 20... Το κτίριο των ηλεκτρικών σιδηροδρόμων, το θεατράκι στην παραλία, η ξύλινη εξέδρα... Οι δεσποινίδες με τη συνοδεία των μαμάδων τους, οι δανδήδες με τα ψαθάκια... Το μπάνιο γινόταν οικογενειακώς και συνήθως του αναθέτανε τα ξα-δερφάκια του, το Σταύρο και το Σπύρο Κουμανταρο, να τα προσέχει μην πάνε στα βαθιά... Χάζευε τα κοριτσόπουλα. Κι αυτά, εκείνο το μόρτη με τη μοτοσικλέτα, που μάρσαρε για μόστρα... Φορούσε σκούρα ματογυάλια να του κόβουν τον αέρα, καθώς διέσχιζε όλη την Αθήνα -από την Κηφισιά- για να κατέβει στο Νέο Φάληρο και στον Πειραιά, να μπανίζει τα κορίτσια και τα βαπόρια... Μετά χάθηκε, πήγε στην Αργεντινή, αντιπρόσωπος του πατέρα του, στα καπνά, λέγανε... Αριστοτέλης Ωνάσης, το όνομα του... Ξανάκουσε γι' αυτόν, ο Νιάρχος, χρόνια μετά, από την ξαδέρφη του Αγλαΐα Κουμάνταρου, που είχε αποκλειστεί στον πόλεμο στην Αμερική και τον γνώρισε στο Λος Άντζελες... Έλεγε σε όλους «έφυγα από την Ελλάδα για να γλι¬τώσω από τους Έλληνες, αλλά κι από τον πατέρα μου, που με ήθελε εμποράκο»... Ασφυκτιούσε ο Αριστος στον ίσκιο του πατέρα του, όπως ο Σταύρος υπό την προστασία των θείων του... Καθώς έφερνε στη μνήμη του τον Σμυρνιό, αγρίευε και μουρμούριζε βρισιές ακατάληπτες για τη νοσοκόμα, που ήρθε ανήσυχη κοντά στο κρεβάτι... Να κι ο Τομ με τη ρόμπα, που άκουσε τον σερ να βρίζει στον ύπνο του ελληνικά.... Λες και είχανε σκέψη παράλληλη, αφεντικό και υπηρέτης, βολόδερναν όλη νύχτα με συμβάντα της δεκαετίας του 20... Ο ένας τα ονειρευόταν κι ο άλλος έψαχνε να τα βρει σε αποκόμματα και σημειώσεις... Ο Τομ είχε εδώ και τριάντα χρόνια ακούσιους πληροφοριοδότες, όπως την αδερφή του σερ, τη Μαίρη Δρακοπούλου και τις αδερφές του Ωνάση (Άρτεμη Γαροφαλίδη, Μερόπη Κονιαλίδη, Καλλιρόη Πατρονικόλα) που θυμόντουσαν παλιά περιστατικά κι εκείνος, καθώς τις σέρβιρε, έστηνε αυτί... Αλλά και καπετάνιοι και υποτακτικοί των δυο στολαρχων, άνοιγαν τη γλώσσα τους, όταν τους έφτιαχνε εκείνα τα σπέσιαλ κοκτέιλ... Υπήρχαν και άτομα από το παλιό προσωπικό, που τους άρεσε το μπλα-μπλα, όπως μια γριά υπηρέτρια της Άρτεμης, που του είχε διηγηθεί πως υποδεχθήκανε, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το Σωκράτη Ωνάση στην Κηφισιά: Ο Άρης, έφηβος ακόμη, είχε απελευθερώσει -με γενναίο μπαξίσι- τον πατέρα του από τις τούρκικες φυλακές και τον έφερε με καμάρι στην Κηφισιά, όπου είχε συγκεντρωθεί η οικογένεια... Είχαν σφάξει, κατά το έθιμο, ένα αρνί και ο πάτερ φαμίλιας πέρασε από πάνω του... Το ψήσανε, είχανε και μια νταμιζάνα κρασί, φάγανε, ήπιανε και μετά άρχισαν όλοι μαζί να χορεύουν, ακούγοντας από ένα φωνόγραφο με χωνί, σμυρνέικα τραγούδια... Αν ήξεβρες το ν πόνο μου, τον πόνο της καρδιάς μου, αμάν, ωχ, αμάν, θα κλαίγανε τα μάτια σου όπως και τα δικά μου, αμάν, ωχ, αμάν... Ο σμυρνέικος αμανές, το ούτι και η λύρα ξέσχιζαν τις καρδιές της προσφυγικής οικογένειας, που πριν λίγο καιρό ζούσε στα πλούτη. Η Άρτεμη άρχισε να κλαίει, αλλά ο δεκαπεντάχρονος Νίκος Κονιαλίδης διηγότανε στον Αρίστο, πως έγινε σαράφης του ποδαριού μόλις φτάσανε στη Μυτιλήνη: Ανέβαινα, που λες, ξάδερφε, σε μια καρέκλα κι αγόραζα και πούλαγα μπαγκανότες... Ο έφηβος Αριστος τον φίλησε και μετά είπε στην αδερφή του: Πάψε να κλαις, γιατί άλλοι αφήσανε τα κουφάρια τους στη Μικρασία, ενώ εμείς γλιτώσαμε... Περισσότερα στοιχεία είχε συγκεντρώσει ο Τομ για το αφεντικό του, από διηγήσεις παλιών συνεργατών του και ναυτικών, όπως αυτή που την είχε μαγνητοφωνήσει: Όταν ο κύριος Σταύρος τέλειωσε το Βαρβάκειο και γράφτηκε στα Νομικά, τον πήγε η κυρα Ευγενία, η μάνα του, στους μύλους και τον παρέδωσε στα αδέρφια της... Τους είπε, θα τον βάλετε στο γραφείο, θα του κόψετε και μιστό... Όχι μόνο του δώσανε μιστό, αλλά τον κάνανε και υπεύθυνο διευθυντή! Τρελάθηκε ο νεαρός από χαρά και τύπωσε και κάρτες! Σύντομα, όμως, κατάλαβε που οφειλόταν η γενναιοδωρία των θείων του... Κάθε τόσο έμπαινε στις εφημερίδες το στερεότυπο: Επεβλήθη φυλάκισις δέκα ημερών, διά νοθείαν αλεύρων, εις τον διευθυντήν των αλευρομύλων «Ευρώτας» Σταύρον Νιάρχον... Η ποινή εξαγοραζόταν κι ο κύριος διευθυντής, αμετακίνητος στο πόστο του, με ένα μυαλό ξυράφι... Τίποτα δεν του ξέφευγε, άρπαζε από τα μαλλιά κάθε ευκαιρία... Μίσθωσε και μετά αγόρασε φορτηγά αυτοκίνητα για διακίνηση αλεύρων σε όλη τη χώρα... Τότε πρότεινε στους θείους του να γίνουν ιδιοκτήτες φορτηγών πλοίων, για τη μεταφορά σιτηρών και αλεύρων... Το συζήτησαν, το σκέφτηκαν και να το πρώτο τους βαπόρι, το «Αικατερίνη Κουμάνταρου»... Ακολούθησε το «Παναγιώτης Κουμάνταρος» και μετά άλλο... Τα βαπόρια φέρνανε λεφτά στους θείους, αλλά και στον ανιψιό, που μ πόλεμος στην Αβησσυνία και ο εμφύλιος ισπανικός, με το Νιάρχο να βρίσκεται ξαφνικά με το δικό του πετρελαιοφόρο -έστω μικρό- που του έδωσε τον τίτλο που ονειρευόταν: «Εφοπλιστής!» Η μάνα του τον καμάρωνε, γιατί ο κανακάρης της δεν είχε εξελιχθεί μόνο σε διευθυντή των ναυτιλιακών επιχειρήσεων των αδερφών της, αλλά και σε αυτόνομο πλοιοκτήτη!  

*η μητέρα του Ευγενία Νιάρχου-Κουμάνταρου * ο πατέρας του Σπύρος Νιάρχος, που οι συγχωριανοί του του έστησαν προτομή για τις δωρεές του γιού του. * Ιωάννης(1894-1981) και Παναγιώτης (1882-1971) Κουμάνταροι, οι θείοι του που τον προσέλαβαν στο εργοστάσιο- αλευρόμυλό του 6. ο πρώτος γάμος του Γκούχου, γκούχου, ο γέρος, ξανά στο απώτατο παρελθόν με το φωτογραφικό άλμπουμ...... Προσπαθούσε να θυμηθεί, πόσων χρονών ήταν όταν στεφανώθηκε το ωραίο εκείνο κορίτσι, την Ελένη Σπορίδη... Κόρη ναυάρχου ήταν, γι' αυτό στη θητεία του στο Ναυτικό, όλο άδειες του δίνανε... Στα εικοσιένα του, λοιπόν, έβαλε μπελάδες στο κεφάλι, αλλά ούτε ένα χρόνο δεν κράτησε ο γάμος του... Ο Σταύρος δεν είχε συνηθίσει να πηγαίνει κάθε βράδυ νωρίς στο σπίτι... Πριν τα φτιάξει με την Ελένη, έκανε την μπουρδελότσαρκά του, αλλά τώρα τον περίμενε στο σπίτι μιά γυμαίκα με στεφάνι, σεμνή κι αταξίδευτη σε σεξουαλικά πάθη... Βαρκούλα στην άκρη του γιαλού, δηλαδή, ενώ αυτός είχε συνηθίσει με τρικάταρτες φρεγάτες σε πέλαγα ηδονής... Μεσοαστική τάξη η Ελένη, άρχισε να φοβάται το αβέβαιο μέλλον, όταν ο Σταύρος αργούσε τα βράδια και μερικές φορές γύριζε μεθυσμένος, τραγουδώντας ακατάληπτα γι' αυτήν τραγούδια, τα λεγόμενα ρεμπέτικα... Η ορντινάντσα του ναυάρχου, σχολίαζε ότι επρόκειτο για... χασικλίδικα. Πανικός στο σπίτι, νουθεσίες στην αρχή, απειλές μετά, κι ο γαμπρός μάζεψε τα πουκάμισα και τα κοστουμάκια του και εγκαταστάθηκε εργένης στο «Σέσιλ» της Κηφισιάς. Ήταν η εποχή που ο Νιάρχος ζήλευε κάποια ονόματα στην Αθήνα, γιατί είχαν αίγλη, κύρος και κυρίως λεφτά... Φιξ, Καρέλας, Παπαστράτος, Καμπάς, Ευταξίας, Κωστόπουλος και άλλοι... Εργοστασιάρχες, βιομήχανοι, τσιφλικάδες, τραπεζίτες... Οι πολιτικοί και οι κινηματίες εναλλάσσονταν στα πράματα, αλλά οι κεφαλαιούχοι καθόριζαν τα φτηνά μεροκάματα... Σαν γυμνασάλιαγκας η προσφυγιά, προσπαθούσε ακόμη να εξασφαλίσει ένα κέλυφος-παράγκα... Υπήρχαν κι άλλα ονόματα ελληνικά, που αυτά ο Νιάρχος τα ζήλευε περισσότερο κι ήθελε να τους μοιάσει... Ονόματα εφοπλιστικά, που έπαιρναν στα βαπόρια τους πληρώματα από τα λιτοδίαιτα ελληνικά νησιά, αλλά αυτοί με τις οικογένειες τους ζούσαν στο εξωτερικό και κυρίως στο Λονδίνο, στον ίσκιο των γαλαζοαίματων και τιτλούχων της βρετανικής αυτοκρατορίας, που ακόμη άντεχε... Στην Αθήνα οι πλούσιοι και οι ευκατάστατοι, είχαν δημιουργήσει τη δική τους κάστα κι ο ανιψιός των Κουμάνταρων είχε χωθεί με ευκολία σ' αυτήν... Δεκαετία του 30... Οι γιοι των λεφτάδων συγκεντρωνόντουσαν κάθε Πέμπτη και Κυριακή στο ξενοδοχείο «Σέσιλ» της Κηφισιάς, στους περίφημους κοσμικούς χορούς-νυφοπάζαρα, όπου οι θυγατέρες της αστικής τάξης, δασκαλεμένες από τις μανάδες τους, προσπαθούσαν να τυλίξουν τα πλουσιόπαιδα... Ανάμεσα τους κι ο Σταύρος Νιάρχος, σε παρακατιανό σκαλοπάτι, γιατί δεν ήταν γιος, αλλά ανιψιός του πλούτου, με αμφίβολη προοπτική, αφού ήταν γνωστός ως δουλευτής μεν την ημέρα, άσωτος δε τη νύχτα... Στο «Σέσιλ» ο Σταύρος είχε νοικιάσει δωμάτιο, που το χρησιμοποιούσε για γκαρσονιέρα, αλλά και για χαρτοπαικτικές συγκεντρώσεις, με άσωτους ή αγαθούς νεαρούς παίκτες, που ξαφρίζανε τα πορτοφόλια των πατεράδων τους... Τους ξύπνιους δεν τους ήθελε στην πράσινη τσόχα, μόνο τους αφελείς... Αλέκο Μπιτζάνη λέγανε ένα πλουσιόπαιδο που του είχε αγοράσει ο πατέρας του μια Μερσεντές, τελευταίο μοντέλο... Όταν όμως ο πατέρας του Αλέκου έμαθε ότι ο γιος του παραπατούσε γκάζι, φώναξε το Σταύρο: Αμάν, αγόρι μου, παρακίνησε τον να την πουλήσει και να πάρει άλλο, όχι τόσο γρήγορο αυτοκίνητο... Ό,τι επιθυμείτε, κύριε Μπιτζάνη... Έστρωσε το γιο του στο πόκερ και σε λίγο καιρό του έφαγε τη Μερσεντές... Ο γέρος ταρακουνήθηκε στην πολυθρόνα του, λες κι΄ έβλεπε την ταινία της προσωπικής του ζωής και ήθελε να κάνει μοντάζ, όχι μόνο στη χαρτοπαικτική περίοδο, αλλά και σε ένα άλλο τραγικό γεγονός... Πατώντας γκάζι στη λεωφόρο Συγγρού με τη Μερσεντές, είχε σκοτώσει ένα ανθρωπάκι, που πήγαινε, ξημερώματα, για το μεροκάματο... Άρχισε να μουρμουρίζει, να διαμαρτύρεται: " Όχι, δεν τον σκότωσα εγώ... Αυτός έπεσε στις ρόδες μου. Και το άλλο, ψέματα είναι... Δεν έκλεβα στα χαρτιά, αλλά κέρδισα τη Μερσεντές με τη δεξιοτεχνία μου στο πόκερ..." Ο Σταύρος είχε αυτό το "χάρισμα", μονομιάς να αλλάζει τις δυσάρεστες αναμνήσεις με ευχάριστες εικόνες.Έτσι, μετά το κλαψούρισμα, φωτίστηκε το πρόσωπο του: " Θεέ μου, τι αυτοκίνητο! Ως και ο νεοφερμένος τότε διάδοχος Παύλος το λιμπίστηκε και μου ζήτησε να το οδηγήσει... Γίναμε, φίλοι με τον πανύψηλο Υψηλότατο... "Αξέχαστα χρόνια... Τα καλοκαίρια η αριστοκρατία απόφευγε τα λαικά μπάνια του Νέου Φαλήρου, και
Ο γέρος είχε αγριέψει, λες κι απευθυνότανε στον αόρατο, παντοτινό μισητό εχθρό του, τον Ωνάση: "Αμέ τι νόμισες Σμυρνιέ... Έλληνας υπήρξα από τα νιάτα μου, κι όταν εσύ χόρευες αργεντίνικο ταγκό, εγώ γυρόφερνα χασάπικο..." Κάποιος έβηξε διακριτικά δίπλα του... Ήταν ο Τομ, που του ανάγγειλε τη σπεσιαλιτέ του:"Τι σας ετοιμάζω για σήμερα, σερ! Πατέ χήνας, σουφλέ!" Ο γέρος γρύλλισε: "Μωρέ τι μου λες; Κάνα κοψίδι κοκορέτσι και πατσά μπορείς να μου φέρεις;" — Το απαγορεύουν οι γιατροί, σερ. — Να πάτε να πηδηχτείτε όλοι... Έγειρε το κεφάλι κι άρχισε να ροχαλίζει στο άψε σβήσε... Τον πήγανε στο κρεβάτι του και κοιμήθηκε του καλού καιρού. Όταν ξύπνησε οι αναμνήσεις είχανε σβυστεί με σφουγγάρι... Εκείνη τη στιγμή άλλαζαν βάρδια η νυχτερινή με την πρωινή νοσοκόμα κι ο αγουροξυπνημένος καμαριέρης του έφερνε την πάπια για να κατουρήσει... Τον έτσουξε λίγο, αλλά μόλις στράγγισε ανακουφίστηκε... Εμφανίστηκε κι ο μπάτλερ, με το τυπικό «καλημέρα σας, σερ»... Τον αγριοκοίταξε, γιατί ήξερε ότι ετοιμαζότανε να συνταξιοδοτηθεί και ποιός άλλος θα ερχότανε στη θέση του και πόσο καιρό θα 'κανε να μάθει τα χούγια του και τα ξεσπάσματα του... — Να 'ρθει αμέσως η Χίλαρι, προσπάθησε να φωνάξει, αλλά η φωνή του βγήκε αδύναμη και βραχνή: Και να τηλεφωνήσετε στους γιους μου... Σε δυο ώρες να είναι εδώ... Τον πλύνανε, τον ξυρίσανε και τον πήγανε κούτσα-κούτσα στην πολυθρόνα του, μπροστά στο τζάκι, όπου τον περίμενε η Χίλαρι με το μπλοκ στο χέρι: "Καλημέρα σας, κύριε Σταύρο". — Που είναι οι δικοί μου, ακόμη δεν φανήκανε; Δώσε μου το τηλέφωνο. Εκείνη ήδη μιλούσε σ' αυτό και του το ακούμπησε στο αυτί... Ήταν ο Φίλιππος, που τον διαβεβαίωσε ότι είχε ξεκινήσει με το αυτοκίνητο. Για δυο μέρες ο στόλαρχος είχε αναστατώσει τους πάντες... Τα παιδιά του, τους διευθυντές, τους δικηγόρους του, ακόμη και τον αρχικαπετάνιο του στόλου του, που με κατεπείγον σήμα πήρε το αεροπλάνο από το Λονδίνο κι ήρθε στη Ζυρίχη... Ένας μετά τον άλλο, φτάνανε τα στελέχη του κι εκεί μπροστά στο τζάκι, τους φώναζε, τους λοιδωρούσε και ζητούσε ευθύνες γιατί πήρανε την τάδε απόφαση κι όχι τη δείνα... «Μα, καλέ μπαμπά», έκανε να πει ο Κωνσταντίνος, που τον είχε κουβαλήσει από το Λονδίνο, αλλά ο γέρος αγρίεψε και τον έχεσε πατόκορφα... 
ο Νιάρχος με μαγκούρα και κομπολόι, συρρικνωμένος, συχνά έλεγε στο γιό του Φίλιππο: Εγώ θα ντύνομαι σαν φιγουρίνι και δεν θα καταντήσω να με λυπούνται σαν τον Ωνάση...
7. Ο έγκλειστος κροίσος Τη νύχτα της τρίτης βραδιάς ο μεγάλος γιος κάλεσε τους άλλους δυο στη βίλα του... Εκεί ήταν ο καθηγητής με άλλους γιατρούς και πάρθηκε η μεγάλη απόφαση: Ο πατέρας θα μεταφερότανε στην Αμερική... Θα του λέγανε ότι η ξαφνική ευεξία του και το λύσιμο της γλώσσας του, χρειαζόντουσαν ειδική ιατρική αγωγή και παρακολούθηση ώστε να βελτιωθεί κατά πολύ η υγεία του... Ποιά υγεία μου; μόνο ανανέωση των κυττάρων με σώζει, σκεφτόταν στα ληθαργικά διαλείμματά του ο εξαντλημένος σωματικά γέρος, που πνευματικά αντιστεκότανε... Μόνο που το σλόγκαν του <<αν πεθάνω>> είχε αντικατασταθεί από το μπορεί και να τα τινάξω... Ο Σταύρος Νιάρχος, ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, δέχτηκε τη πρόταση των γιατρών και στις 6 Οκτωβρίου 1995 το αεροπλάνο του προσγειωνότανε στη Νέα Υόρκη κι από το αεροδρόμιο κατευθείαν με ασθενοφόρο στο 820 της Πέμπτης Λεωφόρου, όπου το διαμέρισμα του, των 600 τετραγωνικών, έβλεπε στο Σέντραλ Παρκ... Συννενοημένοι οι γιατροί, έπρεπε κατ αρχήν να τρομάξουν τον ασθενή τους και να του κόψουν τον τσαμπουκά, ώστε να υπακούει πλήρως... Σε κάθε δωμάτιο του τεράστιου διαμερίσματος είχαν τοποθετήσει πλαστικές μπουκάλες και κάθε φορά που έτσουζε η ουρήθρα του, έσπευδε ο νοσοκόμος να τον ξαλαφρώσει... Η διαδικασία αυτή γινόταν τόσο βιαστικά, που ο γέρος άρχισε να πιστεύει ότι κάθε φορά που έτσουζε η ουρήθρα του, έπρεπε να απαλλαγεί αμέσως από το κάτουρο, αλλιώς κινδύνευε... Ο γιατρός του το επιβεβαίωσε και του συνέστησε μάλιστα να κινείται με αναπηρική καρέκλα, αν ήθελε να έχει αποτελέσματα θετικά η θεραπεία του. Έτσι ο ατίθασσος ασθενής υπετάγη πλήρως στα κελεύσματα της... Μια μέρα πριν την άφιξη του Μεγάλου στη Νέα Υόρκη, είχε φτάσει ο νέος του μπάτλερ Ευτύχιος Αλτσιμπάρδης, γνωστότερος ως Φελίξ. Όταν τον είδε ο Νιάρχος, τον ρώτησε «ποιός είσαι εσύ ρε μπαγλαμά;» κι εκείνος του απάντησε «ο νέος σας μετρ ντ' οτέλ»... «Κατάλαβα, Γάλλος είσαι»... «Όχι, Έλληνας, αλλά με ελβετική παιδεία»... Ζαλισμένος και κουρασμένος από το υπερατλαντικό ταξίδι ο στόλαρχος, τα είχε μπερδεμένα, ζήτησε να του φωνάξουν το Θρασύβουλο, τον παλιό του έμπιστο μάγειρα... Επενέβη η Χίλαρι και χωρίς να του υπενθυμίσει ότι ο άνθρωπος που ζητούσε έχει πεθάνει εδώ και χρόνια, του είπε ότι απουσιάζει... Τότε ο γέρος ζήτησε τον Αλέκο, τον παλιό του μπάτλερ, επίσης έμπιστο, αλλά του εξήγησαν ότι είχε συνταξιοδοτηθεί... «Θέλω να με αφήσετε ήσυχο, να κοιμηθώ λίγο και μετά να πάω μιά βόλτα στη Πέμπτη Λεωφόρο», ψιθύρισε και μόλις έφυγαν όλοι, άρχισε να φωνάζει με αδύναμη φωνή: " Τομ, εσύ τουλάχιστον που είσαι; Με εγκατέλειψες κι εσύ;" Ο γέρος είδε μια σκιά μπροστά του, που του είπε: " Ποτέ, σερ, δεν πρόκειται να σας εγκαταλείψω... Είμαι πάντοτε στην υπηρεσία σας και στις διαταγές σας... Μπορεί ο Φελίξ να είναι ο νέος σας μπάτλερ, αλλά βρίσκεται υπό την άγρυπνη παρακολούθηση μου..." " Μα νομίζω ότι παραιτήθηκες κι έμεινες στην Ελβετία". " Όχι, σερ, άλλαξα γνώμη και σας ακολούθησα". " Ευχαριστώ Τομ... Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ". Έτσι άρχισε τον Οκτώβρη του 1995 η εγκατάσταση του Νιάρχου στη Νέα Υόρκη, αλλά πάνω σε αναπηρική καρέκλα, που ελάχιστες φορές εγκατέλειπε προσωρινά, για να κάνει μερικά βήματα με τη βοήθεια νοσοκόμου... Η γραμματέας του πάντοτε δίπλα του με το σημειωματάριο, για να της υπαγορεύει εντολές προς τους γιους του, που κάποιες ήσαν εκτελέσιμες, αλλά μερικές φορές ακατάληπτες... Της υπαγόρευε π.χ.: Προβλέπω εις εγγύς μέλλον λήξη εμπάργκο Ιράκ... Προτείνατε μεταφοράν πετρελαίου... Ή: Προτιμήσατε χτίσιμο σούπερ τάνκερ εις Νότιο Κορέα... Ποιότης σκαφών αρίστη... Κόστος φθηνότερο... Οι γιοι του έμειναν εμβρόντητοι όταν διαπίστωσαν ότι πραγματικά τα νοτιοκορεάτικα ναυπηγεία εκπληρούσαν τους όρους της σύγχρονης ναυπηγικής και ήσαν φθηνότερα... Για να ικανοποιήσουν το γέρο, ήρθαν οι δυό μεγάλοι δυο γιοι του στη Νέα Υόρκη και τον έβαλαν να υπογράψει για δύο παραγγελίες τάνκερ των 300 χιλιάδων τόνων... Μπα σε καλό μου, σκεφτόταν... Τώρα τελευταία, απομακρύνεται η σκέψη μου από τις δουλειές μου, τα παιδιά μου και όλο, καθώς κλείνω τα μάτια, φέρνω στο νου μου τα παλιά... Και κοροϊδεύω τους γύρω μου, τάχα πως θέλω να δω πορνό και Τζέιμς Μποντ, ενώ προσελκύουν το ενδιαφέρον μου ντοκιμαντέρ, να όπως αυτό που βλέπω τούτη τη στιγμή... Ένα πουλάκι με ψιλόλιγνα πόδια, μέσα σε λασπόνερα της Βαϊκάλης, τσιμπολογάει με τη σουβλερή μύτη του ίζημα και ζιζάνια... Εκατοντάδες χιλιάδες είδη του ζωικού βασιλείου γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν χωρίς ποτέ κανένας να πληροφορηθεί την ύπαρξη τους... Και εκατομμύρια εκατομμυρίων άνθρωποι, περνούν από τη ζωή απαρατήρητοι, λάθρα, που λένε... Και ξαφνικά, ένας αδηφάγος αετός γυροφέρνει υπερήφανος πάνω από τις βουνοκορφές, ένα λιοντάρι βρυχάται και τρέμει η ζούγκλα, ένας Νιάρχος μπαίνει στη λίστα των πλουσιότερων ανθρώπων, στην επικυριαρχία της Γης... Πετώντας εδώ και χρόνια με το ιδιωτικό του τζετ και τα ελικόπτερα, ένιωθε αετός που εξουσίαζε τα ανθρωπάκια-σκουλήκια από ψηλά... Κι όταν έκλεινε μεγάλες συμφωνίες και ναύλους, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη, γυρόφερνε ολομόναχος στο γραφείο του, βρυχώμενος σαν λιοντάρι που μόλις είχε κατασπαράξει τον αντίπαλό του στη ζούγκλα... Δυο και τρεις φορές την ημέρα στεκότανε μπροστά στο χάρτη της Υδρογείου και μετακινούσε τις σημαιούλες που έδειχναν την πορεία των πλοίων και των τάνκερ του σε θάλασσες, ωκεανούς και λιμάνια... Παλιά, είχε ειδικό υπάλληλο για να μετακινεί τα γαλανόλευκα σημαδάκια. Από καιρό, όμως, είχε σταματήσει αυτό το παιγνίδι των πλοίων του στόλου του και σίγουρα αυτή την ευχαρίστηση θα ένιωθαν πια οι γιοι του... Αυτά σκεφτόταν ο στόλαρχος, που κάποτε έλεγε το υποθετικό "αν πεθάνω" και τώρα συνειδητοποιούσε το αμετάκλειτο "θα πεθάνω"...Να πάλι μπροστά του ο καινούργιος, που του αποσυναρμολογούσε τις σκέψεις του: " Τι θέλεις πάλι μπροστά μου", γρύλισε ξεψυχισμένα ο γέρος. — Διαταγές, σερ, ψέλλισε ο Φελίξ. — Τι διαταγές και κουραφέξαλα... Τι ζητάω πια από τη ζωή, παρά την πάπια, τη θερμοφόρα, το φάρμακο, τα χάπια μου και να μου αλλάξετε το λερωμένο σώβρακο... Ήθελε να τον διαβολοστείλει, αλλά μετάνιωσε και του 'γνεψε ν' απομακρυνθεί, να τον αφήσει μόνο με τις σκέψεις του... Ο Σταύρος Λιβανός έλεγε ότι όπως οι αρχιμαφιόζοι είχανε γύρω τους πατριώτες τους Σικελούς, για να ξεσπάνε πάνω τους και να τους βρίζουν ιταλικά, έτσι και οι Έλληνες εφοπλιστές είχαν νησιώτες, για τον ίδιο λόγο... Κι ο Νιάρχος είχε πολλούς Έλληνες γύρω του, για να τους σκυλοβρίζει στη γλώσσα που είχε μάθει στο λιμάνι του Πειραιά, όταν τρύπωνε από μικρός και χάζευε τα βαπόρια, ακούγοντας τις βρισιές των ναυτικών και των λιμενεργατών... Τους τελευταίους, τότε, δεν τους είχε σε υπόληψη, γιατί ήσαν αχθοφόροι,χαμάληδες, έλεγε ο θείος του Κουμάνταρος, που τρυπούσαν με σουγιά το τσουβάλι για να κλέψουν λίγο σιτάρι... Ενώ οι ναυτικοί ήσαν κοσμογυρισμένοι και διακινούσαν πάνω στις θάλασσες και τους ωκεανούς εμπορεύματα, τα πλούτη της Γης... Αλλά οι ναυτικοί, ακόμη και οι καπετανέοι, δεν ήσαν τίποτα μπροστά στους εφοπλιστές, που καθόριζαν ναύλους, φορτώματα εμπορευμάτων, αγαθών και πετρελαιοειδών από τον Πειραιά, στην Αλεξάνδρεια, στο Άμστερνταμ, στη Νέα Υόρκη, στο Μπουένος Άιρες, στο Χονγκ Κόνγκ... Άκουγε τα ονόματα Γουλανδρής, Εμπειρίκος, Λιβανός και ριγούσε η ραχοκοκαλιά του... Σ' αυτούς τους γίγαντες ήθελε να μοιάσει, στους στολαρχους των ποσταλιών, των φορτηγών και των τάνκερ... Τον τραβούσαν η μυρωδιά των χρωμάτων στη λαμαρίνα, η σκουριά της, το μαζούτ που εισχωρούσε στη μύτη, το σφύριγμα της τσιμινιέρας, ο θόρυβος της μηχανής, αλλά όχι ρομαντικά σαν τους νέους που διάβαζαν Νίκο Καββαδία... Ηδονιζόταν, γιατί το λιμάνι αποτελούσε για το νεαρό Νιάρχο το μέσον του πλουτισμού... 
Απο την ημέρα που τον τράνταξε το πρώτο εγκεφαλικό, πήρε τη κάτω βόλτα, αλλά τις στιγμές που συνερχότανε, αντιστεκότανε με βρισιές για να τον ακούνε οι γύρω του ότι υπάρχει... ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
προστέθηκε στις: Κυριακή 17.01.2016
|
|
|