.  » αρχική σελίδα

 :: Επιλέξτε θέμα προς προβολή ::



ΜΑΝΧΑΤΑΝ 1966-68

υπο κατασκευή

βολτάροντας στη Νέα Υόρκη του 1966-68

Έζησα στη Νέα Υόρκη από τον Ιούλιο του 1966 ως τον Οκτώβρη του 1968. Περισσότερο απο δυό χρόνια κάτω από τους ουρανοξύστες, με τους Έλληνες να διακρίνονται, ακόμη και να κυριαρχούν σε όλους τους τομείς κι΄όχι μόνο ως εστιάτορες.  Αυτό το σκίτσο αμερικάνικης εφημερίδας -λίγα χρόνια αργότερα-  επισημαίνει την "κατάληψη" της Αμερικής από τους Έλληνες, που χορεύοντας ελληνοπρεπώς, έχουν περικυκλώσει και απειλούν  τον Λευκό Οίκο... ellinesusaΤον χορό σέρνει ο Σωκράτης και ακολουθούν Τέλης Σαβάλας-ελληνομαθής Κότζακ, Μελίνα Μερκούρη-Ίλυα του Μπρόντγουεη , Σπύρος Άγκνιου,παρά λίγο και πρόεδρος των ΗΠΑ,  Νικ δε Γκρικ με τα ζάρια στο λαιμό, Ολυμπία Δουκάκη με το Όσκαρ στα χέρια,  και ο φουστανελάς Μάικ Δουκάκης, υποψήφιος για πρόεδρος!  Απο το χορό  απουσιάζουν οι φευγάτοι Σκούρας -για είκοσι χρόνια πρόεδρος της Φοξ- και Ωνάσης, που είχε κατεβάσει από το εικονοστάσι της Αμερικής στο κρεβάτι του την  "ιερή χήρα" της Τζάκυ Κένεντυ ... Προσέξτε όμως, ο Σωκράτης σέρνοντας τον καλαματιανό ,  πίνει το κώνειο, που άρχισε από τότε να διοχετεύεται δολίως και να   δηλητηριάζει το πανίσχυρο ελληνικό λόμπυ, που είχε κάνει τον  Άγκνιου-Αναγνωστόπουλο  αντιπρόεδρο της ισχυρότερης χώρας της Γης και τον τσολιά Μιχάλη   υποψήφιο πλανητάρχη! Αχ ρε Μελίνα, τί σωστή κραυγή βγήκε από το στόμα σου, "ποιός μας βάσκανε; 

 Τέσσερις δεκαετίες από τότε θέλω να ιστορήσω επιγραμματικά με φωτογραφίες και λεζάντες,αυτά που έζησα στη Νέα Υόρκη και τα έβαλα μυθιστορηματικά  στο βιβλίο μου "Μανχάταν",  γιατί όταν συναντήσω τον Σκούρα και τον Ωνάση, θα μου ζητήσουνε το λόγο: Γιατί ρε καλαμαρά δεν γράφεις  ξεκάθαρα ότι όσο χόρευε καλαματιανό ο Σπύρος ο Σκουροχωρίτης τους Οβριούς του  Χόλιγουντ, ζειμπεκιά ο Αρίστος ο Σμυρνιός τους Αγγλοσάξονες  της Αμερικής και αηδονολαλούσε η Μεσσήνια Κάλλας  στη Σκάλα του Μιλάνου, στη Μετροπόλιταν Όπερα  και στην Επίδαυρο, σηκώνανε κεφάλι οι εστιάτορες της Αμερικής και τα γκαρσόνια της Ελλάδας...΄Η μήπως ξέχασες ότι πατώντας το πόδι σου στη Νέα Υόρκη και  περιδιαβαίνοντας τη κατάφωτη Μπρόντγουεη  άκουγες από παντού τα παιδιά του Πειραιά και το κρεσέντο του Ζορμπά, περισσότερο κι΄από  το "στρέιντζερς  ιν δε νάιτ";   

Πραγματικά φτάνοντας κάτω από τους ουρανοξύστες στριφογύριζαν  στο μυαλό μου ο παιδικός μου ήρωας πρωτοπαλαιστής Τζιμ Λόντος,  της εφηβείας μου παγκόσμιος πρωτοπυγμάχος Χριστοφορίδης, αλλά και το ιππικό που έσωζε τους καουμπόηδες από τους Ινδιάνους...    Τώρα που τα θυμάμαι απόμακρα, αναλογίζομαι πως ένα παιδί  που  ανατράφηκε με τον αμερικάνικο κινηματογράφο, στα γεράματά του  βγάζει σπυριά  με τον Σβατσενέγκερ  και τον Σταλόνε...     

υπο κατασκευή

Korina65Το Πάσχα του 1965 η Κορίνα έρχεται στην Ελλάδα και μου λέει ότι παρακολουθεί μαθήματα στη σχολή της FOX κι΄ότι πιθανόν να εμφανιστεί σε ένα μικρό ρόλο σε ταινία Μποντ. Έχει  προτάσεις γάμου, αλλά προτιμάει το σινεμά. Στη φωτο στο αεροδρόμιο με τους γονείς της και μένα που είμαι πιά κολλητός της οικογένειας Τσοπέη.

Και ξαφνικά, τον Ιούλιο του 1966, η Κορίνα μου τηλεφωνεί από το Λος Άντζελες, ότι μου έχει μιά έκπληξη. Έχει μεσολαβήσει και οι Σπύρος Σκούρας και Πίτερ Παπαδάκος, αναλαμβάνουν όλα τα έξοδα ταξιδιού και  παραμονής μου, για τρεις-τέσσερις εβδομάδες, στην Αμερική!   

MANXAT3MANXAT5

Πετώντας για την Αμερική, συνταξιδιώτες μου ήταν ένας Αφροαμερικάνος  και μιά  Ελληνίδα, παντρεμένοι.   Ο Γουίλυ  Τζάκσον, σμηνίας της Αμερικανικής Βάσης Ελληνικού και η  Λέτα, μοντέλο ψώνιο.  Εκείνος μερικά χρόνια μακρυά από την Αμερική, πηδώντας κατάξανθες άριες, είχε ξεχάσει ότι είναι μαύρος κι΄εκείνη, μιά ομορφούλα αλλά  φτωχούλα , ονειρευότανε το "αμερικάνικο όνειρο"... Τους μιλούσα για τον Τζιμ Λόντο, τον Νικ δε Γκρικ, τον Καζάν, είχαν ακούσει μόνο τον Τζορτζ Τσακίρη λόγω "Γουέστ Σάιντ στόρυ"... Ο Γουίλυ και η Λέτα είναι κάτι μεταξύ υπαρκτών προσώπων και φανταστικών ηρώων, που ρίζωσαν μέσα μου κι΄άρχισαν να αναπτύσονται στις σελίδες του βιβλίου μου "Μανχάταν' που έγραψα αργότερα. Το συζητούσα με τον Μάνο Χατζιδάκι, πίνοντας καφέ στους 57 Δρόμους, ότι πρώτα έπρεπε να βρω τους ήρωες και μετά ν΄αρχίσω να πλάθω την ιστορία τους , αλλά εκείνος χαμογελούσε ότι είμαι τόσο επιπόλαιος, ανέμελος και τεμπέλης, που ποτέ δεν θά΄ στρωνα τον πισινό μου να γράψω βιβλίο... Είσαι και βιαστικός, ανυπόμονος -μού΄λεγε- σαν συνθέτης που αρπάζει δυό τρείς νότες, ξεκινάει μιά μελωδία αλλά αν δεν την τελειώσει εκείνη τη στιγμή, την ξεχνάει... Σπουδαίος ο Μάνος, αλλά σπουδαίος κι΄ο Ηλίας Καζάν που μιά φορά ακούγοντάς τον να με επιτιμά που΄ θελα να παρατήσω τη δημοσιογραφία για το συγγραφιλίκι, με συμβούλεψε: Άστονε να λέει, μάζευε εικόνες κι΄εντυπώσεις και μιά μέρα, αν τό΄χεις μέσα σου,  θα γράψεις ... Και να που γραψα καμιά δεκαριά βιβλία, ποιός εγώ, που δεν ρίζωνα σαν πέτρα που την πετάς πότε εδώ, πότε εκεί και πότε παραπέρα... Αν ήμουνα στάσιμος δεν θα γνώριζα τόσους σπουδαίους και ενδιαφέροντες ανθρώπους, που όλοι τους με ανεχόντουσαν και με συμπαθούσαν, ίσως γιατί ποτέ δεν τους ζήτησα τίποτα, δεν τους έγινα βάρος, δεν εκμεταλλεύτηκα τη γνωριμία τους, παρά μόνο δημοσιογραφικά... Κι΄όταν είχα αποκοπεί από το επάγγελμά μου και τριγυρνούσα  για μήνες άσκοπα στο Μανχάταν, ποτέ δεν ζήτησα χρηματική βοήθεια από κανένα και καμιά... Ούτε όταν  δεν είχα που να κοιμηθώ και με φιλοξένησε ένας σκαστός από καράβι μιά βδομάδα  σ΄ένα υπόγειο καμαράκι ουρανοξύστη... Τα μηχανήματα να βομβολογούν όλη τη νύχτα κι΄αυτός,  που μήτε ήξερε ποιός είμαι, ούτε εγώ που βαστάει η σκούφια του, να μου λέει πρέπει να βρω κάποια να με παντρευτεί για να μείνω στην Αμερική... Θα μου πεις, τόσους κονομημένους γνωστούς είχες, ψηλά στα κατάφωτα κτίρια και σύ κατάντησες στα έγκατα, στα σκοτάδια;  Άμα σε βλέπουν κουστουμαρισμένο στη τρίχα και με φίλους και γνωστούς που άλλοι τους βλέπουν μόνο σε φωτογραφίες στο Life  και στο Pleyboy, ε, τότε κανένας δεν σε πιστεύει πως περνάς άσχημες ημέρες, βδομάδες, εγώ και μήνες... Βέβαια ήταν τα άλογα, το χόμπι που έγινε κουσούρι  ζωής... Για να καταλάβεις, να είμαι στη πρεμιέρα  ή "Κιβωτός του Νόε" ή "Νύχτα βρυκολάκων", παρέα με τον Μάνο και τη Ρίκα και στα μπροστινά μου καθίσματα  Σκούρας,  Χιούστον,  Πολάνσκυ,  Σάρον Τέητ και να τη κοπανάω για τα τρότερς... Τί έγινε ο Δημήτρης, να ρωτάει ο μπαρμπα Σπύρος και να του λένε πάει να στείλει τηλεγράφημα  στην εφημερίδα του για την πρεμιέρα...                  

 

Korina VillagScan10009 

Βίλατζ: Η Κορίνα Ταοπέη, μις Υφήλιος πριν δυό χρόνια (1964) που  έχει φροντίσει  να προσκληθώ στην Αμερική,  με πρειδοποιεί: Εδώ δεν έχει ξάπλα στη πλατεία Κολωνακίου και καμακώματα στη Μύκονο, η Αμερική  είναι βόας συσφυκτήρας που καταπίνει τους ανέμελους... Μανχάταν:  Τους τεμπέληδες, θέλεις να πεις, διασαφηινίζω κι΄εκείνη καταλήγει, καλά που το κατάλαβες...Αλογάκια και σκυλάδικα, ξέχνα τα  αν θέλεις να μείνεις εδώ... Καί μάθε καλά αγγλικά... 

Scan10654

57 Street:  η πρώτη μου έξοδος για ξενάγηση, με τη Ρίκα Διαλυνά και τον Μάνος Χατζιδάκι, μπροστά στο  beefburger ης Κτίνας Μόσχου.  

ManosNY10

Στούντιο Κολούμπια Ν.Υ. : Στην ηχογράφηση του δίσκου "Ίλυα ντάρλινγκ  "Δεξίωση πρεμιέρας: Με τη Μελίνα

omasisNY4

LongIslScan10661

ρεμπελεύοντας στη φάρμα του Πίτερ Παπαδάκου (Λονγκ Άιλαντ)

KenediEd Scan10660 Soulivan rOKFELERn

΄Εντουαρντ Κένεντι - Ιρλ Ουίλσον - Εντ Σάλιβαν - Νέλσον Ροκφέλερ

 

Scan10411 Scan10662

Τζέημς Πάρις και Μάνος - αυτόματη φωτογράφηση σε δύσκολους καιρούς

actorsNY1066

Καθιστοί:  Βάλερυ Σπουνάκη-Πάππας, Δημήτρης ΛιμπερόπουλοςΝίκος, Κούρκουλος, Αδαμάντιος Λαιμός.Όρθιοι απο αριστερά: Κούλης Στολίγκας, Πολ Σαπουνάκης, Βασίλης Ιμπροχώρης,Μάνος Χατζιδάκις, κα Λαιμού, Νίκος Σταυρίδης, Μολφέτας κ.ά.

 Τζέημς Πάρις και Μάνος

Scan10640 Νίκος Μινάρδος (Μπέβερλυ Χιλς)

   RokfelerNΝέλσον Ροκφέλερ κυβερνήτς Νέας Υόρκης

Μεσοκαλόκαιρο του 1966 βρίσκομαι στη Νέα Υόρκη. Ξέρω ότι είμαι πετυχημένος δημοσιογράφος, αλλά νιώθω αποτυχημένος άνθρωπος. Αν δεν υπήρχε η επιτυχία μου (1959) με τον Ωνάση, που με είχε SentrPark2ανεβάσει στη κορυφή της φήμης, δεν θα ήμουνα παρά ένα κυνηγόσκυλο του ρεπορτάζ. Έβλεπα κάτι συναδέλφους που δεν είχαν τη δική μου δραστηριότητα, αλλά ούτε διαθέτανε τη δική μου όσφρηση και ήσαν  κόλουμνιστ. Στην εφημερίδα  με θέλανε πεζικάριο με τη ξιφολόψχη, στα χαρακώματα, κι΄όχι στα μετόπισθεν γραφιά… Το ότι πλησίαζα προσωπικότητες, που άλλοι δυσκολεύονταν να το κάνουν, μου είχε δώσει την  ειδικότητα του  πρωτοσέλιδου ρεπόρτερ, άσχετα αν έγραφα πιο στρωτά και γλαφυρά από κάποιους λουφαδόρους. Γι΄αυτό, το ταξίδι στην Αμερική το ονειρευόμουνα ως ορόσημο, που θ΄άλλαζε τη καριέρα μου,  «θα  σταματούσα το συνεχές λαχάνιασμα  και θα ΄βρισκα  το κόκκαλο του εκδότη μου στο κήπο»…  Αυτά έλεγα  στο Μάνο Χατζιδάκι στο Σέντραλ Παρκ,  που αντί να του πάρω συνέντευξη μου πήρε, με το επιμύθιο  καθώς με φωτογράφιζε τη στιγμή που περνούσε ένα καλοπισμένο  σκυλάκι και το αφεντικό του με το λουρί στο χέρι: «Δηλαδή  από κυνηγόσκυλο ράτσας θέλεις να κάνεις τούμπες στο κήπο του αφεντικού σου...»

-------------------------------------------------------------------------

SentrPark1SentrPark3

SentrPark4

αυτό το κείμενο το σκάρωσα ένα βράδυ, όταν γυρίζοντας από το  "Αθήνιανς" στη Νέα Υόρκη, είδα τον υπερβολικά αδυνατισμένο εαυτό  μου σε φωτογραφία με το Τζίμη Μακούλη, σε  καλλιστεία-αστραπή που είχαμε οργανώσει  για τις ωραίες του κέντρου. Δεξιά, η καλή φίλη Μίρκα Μπιρμπίλις, πρόεδρος της επιτροπής... εκείνες τις ημέρες άκουγα συχνά κι΄από τον Ντέιβιντ τον αλογομούρη τη φράση "όπως πας θ΄αφήσεις τα κοκκαλάκια σου στο Μανχάταν..." και είχα ριχτεί να προλάβω το τέλος του βιβλίου μου, που όμως συμβάδιζε με διαρκώς αναπάντεχα  γεγονότα... ο Μάνος Χατζιδάκις με πείραζε: για να τελειώσει το βιβλίο σου, πρέπει νά χουν πεθάνει όλοι οι ήρωές του...    

MakoulNY

[selida]

νυχτοπερπατήματα Νέας Υόρκης

Scan11035Scan11011 

Ο Ωνάσης αφού μου συστήνει τον Τζόνυ Μέγερ, παλιό συνεργάτη του Χάουαρντ Χιούζ, μου επεξηγεί  ελληνικά  "διαβόλου κάλτσα"...

Scan11931

Onasluoma

αποσπάσματα και ιχνογραφήματα από το  οδοιπορικο μου στην Αμερική (1966-1968) που έγινανε το μυθιστόρημα  ΜΑΝΧΑΤΑΝ στον ίσκιο των γιγάντων  όλα ξεκίνησαν όταν ένας ρεπόρτερ εφημερίδας, μιά  νιόπαντρη άσπρη με μαύρο κι΄ένας αργόσχολος του "μπιντέ', καμακωμένος από μιά πορνοστάρ, ταξιδεύουν από την Αθήνα με την "Ολυμπιακή" για το "αμερικάνικο όνειρό" τους...κάτω από τους ουρανοξύστες, την εποχή του Βιετνάμ και των παιδιών των λουλουδιών, πρωταγωνιστές  οι άσημοι, κομπάρσοι οι  διάσημοι...

ρεμπελεύοντας κάτω απο τους ουρανοξύστες

NY66-68MANXAT2

Γουόρχολ-Χατζιδάκις-Ιόλας-Μίμης-Σάρα-Μπριγκίτε-Καζάν-Βαχλιώτη-Κάλλας-Ντασέν-Κούρκουλος-Μελίνα-Τσοπέη-Ωνάσης-Μπερνστάιν

Σάρα-Μελίνα-Μπριγκίτε-Ντίνος-Δάφνη-Ρόκυ-Σαλ-Ντέιβιντ-Γουίλυ-Λέτα&Τζόνυ Ντι

MANXAT9MANXAT10

MANXATAN25

MANXAT12MANXAT3MANXAT4MANXAT5

MANXAT13MANXAT11  MANXAT6MANXAT7MANXAT8

  MANXAT16 MANXAT14 MANXAT15 

MANXATAN22MANXATAN17MANXATAN19MANXATAN20MANXATAN18

MANXATAN23

MANXATAN21

[selida]

Η ΛΕΤΑ, ΕΔΩ ΚΑΙ ΚΑΙΡΟ, έβρισκε καταφύγιο στην αγκαλιά του άντρα της. Όταν όμως ο Γουίλι δεν ήταν στο σπίτι, έ¬τρεχε να χώσει το κεφάλι της στα μαξιλάρια, να κλάψει να ξεθυμάνει. Και μετά να ρίξει μια ματιά εμπιστοσύνης στην αμπάρα της πόρτας που την προφύλασσε από την πραγματικότητα, αλλά κι από τις φαντασιώσεις της. Όταν το χώνεψε πως το Χάρλεμ δεν ήταν για λευκούς, ο φόβος την πλημ¬μύρισε. Μα τι να 'κανε, έπρεπε να ενταχθεί στη γειτονιά, στην περιοχή όπου ποιος ξέρει πόσα χρόνια θα ζούσε. Συ-χνά όμως κάτι της τύχαινε κι έτρεχε σαν κυνηγημένη να γυρίσει στο σπίτι της. Σήμερα δεν είχε συναντήσει κάποιον μεθυσμένο ή πρε-ζάκια, που να τη φοβερίσει ή να της γίνει φορτικός, γιατί η παγωνιά περόνιαζε ως το κόκαλο κι οι δρόμοι ήταν έρημοι. Είχε φτάσει τρέχοντας — με κίνδυνο να γλιστρήσει στο πα¬γωμένο χιόνι — έχοντας το νου της στο δίσκο κάτω από τη μασχάλη της, στις αναμνήσεις της. Περνούσε στους 42 Δρό¬μους, όταν άκουσε ελληνικά τραγούδια. Μπήκε στο μαγαζί με τα αγαλματάκια των αρχαίων και τα ελληνικά περιοδικά κι  άρχισε να χαζεύει τους δίσκους και τις κασέτες. Διάλεξε ένα με μπουζούκι στο εξώφυλλο και  φουλ για τα Μαυράδικα.

— Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ, έκανε ο Σαλ. Και η αμορφωσιά και οι συνθήκες ζωής... Τι να σου κάνει, λοιπόν, η Αρκλίθια, που τα τρία τέταρτα του χρόνου κοιλοπονάει και βλέπει τα επιδόματα του βόγκου της να πηγαίνουνε στ' άλογα και στο πιοτό; Έχει υποταχτεί στη μοίρα της και καθώς το βρομοπόδαρο του Λάσιους Μπέρτζες την πατάει στο σβέρκο, πάνω στο χώμα, βλέπει ένα ζουζουνάκι, το ζουλάει και ξεσπάει σ' αυτό για να βγάλει το άχτι της. Ξέχασε το, κάνε πως δεν ακούς και περίμενε το σύντροφο σου, το άλλο ζουζουνάκι, να γυρίσει και να ζήσετε εσείς καλά κι εγώ, που θα βγάλω το βιβλίο μου, καλύτερα.

— Εμείς θα φύγουμε από το Χάρλεμ, μόλις γυρίσει ο Γουίλι. Ίσως να πάμε στην Αστόρια, που ζούνε Έλληνες.

— Αστειεύεσαι; Σε καμιά καθαρόαιμη άσπρη γειτονιά δεν αφήνουν να χωθεί μαύρος, γιατί έτσι και ριζώσει, αρχίζουν τότε να φεύγουν οι άσπροι.

— Δε σε καταλαβαίνω. Γιατί να γίνεται αυτό;

Αυτός έπινε το τρίτο ούζο χι η Λέτα το πρώτο. Στριφογύριζε και στο στόμα της μια ελιά σαν  αμύγδαλο κι αφού απορρόφησε όλο το λαδόξιδό της, τώρα απολάμβανε τη σφιχτή της ψίχα. Έβγαλε το κουκούτσι και τράβηξε μια γερή γουλιά ούζο. Ο Κούρδος είχε ρίξει μια ελιά στο ποτό του λες κι ήτανε μαρτίνι.

— Τι ράτσα ελιές είναι αυτές; ρώτησε ο αναμαλλιάρης.

— Καλαματιανές. Έτσι τις λένε.

— Κι είναι συσκευασμένες σε κονσέρβες;

— Ναι, μαζί με λάδι και ξίδι.

— Δε μου λες, Λέτα, μέσα σ' αυτή τη συσκευασία βάζουν διαφορετικές ποιότητες;

— Όχι, ποτέ.

— Έτσι είναι και η συσκευασία στα στεγανά της κοινωνίας. Εδώ η άσπρη ράτσα, χώρια η μαύρη. Η νοθεία χαλάει την ποιότητα. Κατάλαβες τώρα;

— Δεν κατάλαβα τίποτα.

— Θα καταλάβεις όταν αποκτήσεις παιδί και θα 'ναι μαύρο, με σγουρά μαλλιά. Αλήθεια, πώς και δεν το αποφασίσατε ακόμη;

— Φυλάγομαι, γιατί δεν έχουμε λύσει το δικό μας πρόβλημα. Τι να το κάνουμε το παιδί, αφού το μέλλον μας είναι ακόμη αβέβαιο...

— Και θα είναι για πολύ καιρό, ίσως και για πάντα, αφού ο άντρας σου είναι μαύρος.

 Η Λέτα αγρίεψε.

— Γιατί, δεν υπάρχουν κοινωνικά αποκαταστημένοι μαύροι, ακόμη και πλούσιοι;

— Εξαιρέσεις, εκτός κι αν εννοείς τους μεγαλέμπορους ναρκωτικών. Γιατί μαύρους με υπηρέτες και ιδιόκτητες βίλες, μόνο τέτοιους ξέρω... Φτωχούλα μου, πρέπει να το καταλάβεις ότι έχεις γεννηθεί μέσα σ έναν ιδιόκτητο και διεκδικούμενο κόσμο.

Βλέπανε στην τηλεόραση την κηδεία του Ρόμπερτ Κένεντι. Ήταν πάνδημη. Η Λέτα έκλαιγε σιωπηλά. Σκεφτότανε τον ενταφιασμό του άντρα της, παρουσία ενός καθολικού παπά, κάποιου εκπροσώπου της Αστυνομίας και μερικών συμμα¬θητών του στη σχολή. Ήταν κι ο Σαλ. Δεν ήξερε ούτε ένα συγγενή του να τον ειδοποιήσει, ίσως ήταν πεντάρφανος και ποτέ δεν της το είχε πει.

— Να σας πω κάτι, είπε ο Ντέιβιντ. Η κηδεία του Κένεντιμου θυμίζει μια άλλη πάνδημη, του 1926... Η σορός του Ροδόλφο Βαλεντίνο είχε διακομιστεί από τη Νέα Υόρκη στο Λος Άντζελες. Τις γυναίκες τις είχε πιάσει υστερία. Η δόξα καιτο χρήμα, οι σόου μπίζνες, όλα ενωμένα γύρω από ένα κουφάρι.

Ο Σαλ έκανε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας:

— Αυτό είναι αδικία. Να ζει στον πλούτο και στη δόξα καινα τον συνοδεύει το γκλάμουρους και στην κηδεία του... Υπήρξαν διάνοιες και πνευματικές προσωπικότητες, που έφυγαν αθόρυβα από τη ζωή, χωρίς φανφάρες. — Αμπελοφιλοσοφούμε, είπε ο Ντίνος, αλλά επειδή δεντον κατάλαβαν, εξήγησε: Στην Ελλάδα όταν πίνουμε κρασίαπό αμπέλι και μιλάμε, το λέμε αμπελοφιλοσοφία...

 — Κριθαροφιλοσοφία δηλαδή, γέλασε ο αναμαλλιάρης και ξαφνικά, ανοίγοντας το ψυγείο, είδε ότι είχανε τελειώσει οιμπίρες. Έγνεψε στο γέρο να τον ακολουθήσει και καθώς κατεβαίνανε τα σκαλοπάτια, τον πρόσεχε, γιατί ολόκληρα κομμάτια τους ήταν φαγωμένα. Τα μάρμαρα στο μαυσωλείο τωνΚένεντι θα απαστράπτουν, σκέφτηκε ο Σαλ και είπε: Μου επιτρέπεις, Εβραίε μου, να μπιροφιλοσοφήσω; Καλύτερα να αναπνέεις πάνω σε κατεστραμμένα σκαλοπάτια παρά να σεφυτεύουν σε μάρμαρα που αστράφτουν...

— Αν αντιστρέψεις τη φράση, ευρωπαίε μου, αυτή είναι ηζωή μου.

— Δηλαδή αλογομούρη μου υπήρξες πλούσιος, όμως θα πεθάνεις μπατίρης,όπως ο φίλος σου. Από χρυσαετός στις σουίτες του «Πλάζα», σκουλήκι στα σκέλια του αλιγάτορα.

— Ο Ντίνος δεν είναι σκουλήκι.

— Κι εγώ δεν είμαι μόνο συνοδός σκυλιών ράτσας αλλά και ποιητής. Να, άκουσε: Σαν τα πουλιά χωρίς φτερά, σαν τα παιδιά χωρίς χαρά.

 Ένας γέρος φαφούτης έφτυσε μπροστά τους περιφρονιυικά, μουρμουρίζοντας:Σαν πολλοί ασπρουλιάρηδες μαζευτήκανε στη γειτονιά μας... 

 Ο ΝΤΙΝΟΣ ΕΙΧΕ ΠΡΟΣΚΛΗΘΕΙ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ από μια Σουηδέζα στάρλετ, την Μπριγκίτε, μια  κουκλάρα που είχε γνω¬ρίσει το προηγούμενο καλοκαίρι στα ελληνικά νησιά. Την εί¬χε  συναντήσει την τελευταία μέρα που τέλειωνε το γύρισμα μιας αμερικάνικης ταινίας και ηθοποιοί  και συνεργεία το γιορτάζανε σ' ένα νυχτερινό κέντρο. Έτυχε να 'ναι κι αυτός εκεί και  σηκώθηκε να χορέψει ένα σόλο με τις πενιές του Ζαμπέτα. Τον αποθεώσανε κι ούτε κατάλαβε πώς  βρέθηκε στο τραπέζι της κεραυνοβολημένης από τη γοητεία του ηθο¬ποιού και του μεσόκοπου συνοδού της, που έδειχνε να επι¬κροτεί, με ενθουσιασμό μάλιστα, την ξαφνική έλξη τους. Έτσι γνωρίστηκε με την Μπριγκίτε και τον Ρόκι Κάπο, που για δυο βδομάδες χαρήκανε με  θαλαμηγό τα ελληνικά νησιά και το ελληνικό γλέντι με μια μόνιμη ορχήστρα που έπαιζε ρεμπέτικα και καντσονέτες. Ήταν μια ονειρεμένη κρουαζιέρα για το νεαρό Έλληνα, που ζούσε ανάμεσα στα σκέλια της ψηλοκάπουλης Σουηδέζας και στην περιαυτολο-γία και στον κομπασμό του Ιταλού, ο οποίος κάθε φορά που το ζευγάρι έφτανε σε ερωτικό παροξυσμό, ακουγόταν από τη συνεχόμενη καμπίνα να φωνάζει ότι Έλληνες και Ιταλοί είναι γεννημένοι εραστές... Όταν ο Ντίνος άνοιξε το γράμμα-πρόσκληση, δεν μπο¬ρούσε να πιστέψει ότι θα πήγαινε στην  Αμερική με όλα τα έξοδα του πληρωμένα.

                       [selida]

σκέψη η μόνη λεύτερη

Ο,ΤΙ ΠΙΟ ΛΕΥΤΕΡΟ ΕΧΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΣΚΕΨΗ. Όλα τα υπόλοιπα έχουν περιορισμούς. Οι αισθήσεις, οι επιθυμίες, οι απολαύσεις κάπου αρχίζουν και κάπου τελειώνουν. Μα η σκέψη δεν έχει όρια. Αρχίζει με μια απλή κίνηση αυτοσυντήρησης ή και παραφροσύνης. Ξέφραγη στην απεραντοσύνη του χρόνου και του χώρου, αμολιέται με λογική ή απερισκεψία, σοφία ή επιπολαιότητα, αλλά κι όταν ακόμη το σώμα είναι ανήμπορο να κινηθεί, η σκέψη πετάει λεύτερη και μπορεί να γίνει ανάμνηση ή όνειρο.

Πολύ σωστά το έλεγε ο Ντέιβιντ:

— Η σκέψη τρέφεται αδηφάγα από το μυαλό, αυτό το μαλακό ψυχοκάρυδο, που αποφασίζει αστραπιαία ή αργόστροφα  για κάθε ενέργεια, κίνηση και βούληση μας... Από τη σκέψη εξαρτάται το δικό μας μέλλον, αλλά και της οικογένειας μας - απόφαση αρχηγών κρατών, στρατηγών ή επαναστατών, τότε αφορά το μέλλον χιλιάδων ή εκατομμυρίων ανθρώπων.

Ανήμπορος ακόμη να βγει από το δωματιάκι του ο Ντίνος, αποκομμένος εντελώς από το αμερικάνικο όνειρο, που έπλαθε περνώντας τον Ατλαντικό, διάβαζε τα βιβλία που του έφερνε ο γέρος. Βιβλία γενικού ενδιαφέροντος κι όχι μυθιστορήματα, γιατί ο κομιστής τους ήθελε να απαλλάξει τον ασθενή του από την καλπάζουσα φαντασία που τον κατείχε ως τώρα και να τον προσγειώσει στην πραγματικότητα. 0 Ντίνος, στην επιλογή των αναγνωσμάτων του φίλου του, θυμότανε τον πατέρα του που σιχαινότανε τα παραμύθια και τα μυθιστορήματα κι από μικρό τον συμβούλευε να διαβάζει μόνο βιβλία ιστορικά, βιογραφικά και φιλοσοφικά. Το είπε στο φίλο νοσοχόμο του, που του έφερνε αχνιστή σού¬πα για να δυναμώσει.

        Κι ο πατέρας μου διάβαζε σοβαρά βιβλία και τα πάντατα περνούσε μέσα από την κριτική του σκέψη. Θυμάμαι που σχολίαζε ότι θα ήταν διαφορετικός ο ρους της ιστορίας αν ο Μέγας Αλέξανδρος δεν πέθαινε τόσο νέος, αν ο Λένιν δεν ταξίδευε με το σφραγισμένο τρένο ή αν ο Χίτλερ είχε προλάβει τους Αμερικάνους στην κατασκευή της ατομικής μπόμπας.

        Δεν μπορώ να καταλάβω πώς ένας σκεπτόμενος γονιός έβγαλε εσένα, τον ανέμελο...

        Κι όμως κι εγώ σκέφτομαι, πέρα από τα δικά μου ενδιαφέροντα και προβλήματα, ό,τι πέφτει στην αντίληψη μου, διεθνώς.

        Το έχω αντιληφθεί ότι δεν έχεις παρωπίδες κι ότι σε απασχολούν τα ξένα δρώμενα, αλλά μήπως αυτό συμβαίνει λόγω τεμπελιάς; Πάνω στα ανάκλιντρα οι αρχαίοι φιλόσοφοι κατέβαζαν ιδέες. Και για να μη μιλάμε μόνο για Ιππόδρομο, ανάφερε μου κάποιο γεγονός, εδώ στην Αμερική, πουσε έκανε να φιλοσοφήσεις.

        Είχα ακούσει τον Ωνάση να λέει ότι οι Φορντ και Ροκφέλερ ισοπέδωσαν το αμερικάνικο όνειρο της ατομικότητας, επιβάλλοντας το σύστημα τυποποιημένης και μαζικής παραγωγής. Η ειδίκευση της μηχανής και του εργαζόμενου παράγει εκατομμύρια αυτοκίνητα και παπούτσια πανομοιότυπα... Όπως και αγάλματα, που βγαίνουν από το ίδιο καλούπι. Ακόμη και τα χάμπουργκερ τυποποιημένα είναι, σαν τις κόκα κόλες, χωρίς ούτε μια σταγόνα περισσότερη ή λιγότερη στο μπουκάλι. Η ομορφιά του χειροποίητου ή του ανόμοιου δεν υπάρχει στην Αμερική. Πανόμοια κεφαλάκια της Μονρόε και κονσερβοκούτια, το ένα δίπλα στο άλλο, αναγορευτήκανε σε τέχνη.

        Έτσι είναι, Ντίνο μου. Η ειδίκευση μηχανών και ανθρώπων αποδίδει σε λίγα λεπτά της ώρας, όσο χρειαζόντουσανώρες με το παλιό σύστημα... Το  χειροποίητο δε συμφέρει πια.

Μιλούσε, σκεφτότανε ο Έλληνας, κουραζότανε και τον έπαιρνε ο ύπνος. Ο Εβραίος του παραστεκότανε κι όταν α¬νέβαινε ο πυρετός, του δρόσιζε το μέτωπο με κομπρέσες και μουρμούριζε:

— Σαλιγκαράκι, έχασες το κέλυφος σου και ψάχνεις να το βρεις μέσα στην μπόρα...

Μερικές φορές ο νέος έκλεινε τα μάτια του, να φύγει ο γέρος και να μείνει μόνος με τις σκέψεις του, που τον βασάνιζαν. Τα έβαζε με τον εαυτό του, το μυαλό του, που ε¬νώ ήταν στα χάι του, ξαφνικά είχε πάρει ανάποδες στροφές και τον είχε οδηγήσει στον όλεθρο. Να έχει στη μαγνητική επιρροή του τρεις γυναίκες και να τις χάσει και τις τρεις! Όταν είχε κουράγιο, διάβαζε κάποια βιβλία που του έφερνε ο γέρος, είχε κι ένα λεξικό για τις δύσκολες λέξεις, γιατί αυτά που διάβαζε δεν ήταν ρομάντσα και θρίλερ. Κουραζότανε γρήγορα, τα παρατούσε και σηκωνότανε με προσπάθεια, έκανε μερικά βήματα, αλλά ξανάπεφτε στο κρεβάτι, που άλλοτε ήταν ο γνώμονας της αντροσύνης του. Έπαιρνε κάποια φάρμακα, με συνταγή γιατρού. Κάποια άλλα που είχε στη βαλίτσα του από την περίοδο του «Πλάζα» τα πέταξε ο γέρος στον καμπινέ.

Έφερνε στο νου του τη μάνα του... Όταν ήταν μικρός, πετούσε κοτσάνες, λέγοντας πως ήθελε να γίνει αεροπόρος, εξερευνητής, χρυσοθήρας, ακόμη και περιπτεράς για να διαβάζει τζάμπα  περιοδικά με περιπέτειες και μυστήριο. Τότε εκείνη γελούσε: 0 τρελός ό,τι θυμάται χαίρεται... Αχ, ρε μανούλα, τι τραβάω ολομόναχος σαν καλαμιά στον κάμπο... Μετά ταξίδευε πάλι, έφτανε στις σουίτες. Προσπαθούσε να προσδιορίσει πόσος καιρός είχε περάσει από το «Χίλτον», το «Πλάζα», το «Καμίνο Ρεάλ»... Βρε μπας κι ήταν όνειρο όλο το ταξίδι και η περιπέτεια; Κι όμως όλα αυτά τα απί¬θανα τα είχε ζήσει.

Είχανε περάσει τέσσερις εποχές και πολλά φεγγάρια α¬πό τότε. Και καθώς είχε μπορέσει να συγκεντρωθεί και να διαβάσει ένα βιβλίο βιολογίας, ήταν σίγουρος ότι ο γενετικός του κώδικας μετάλλαζε. Κάποια κύτταρα τρελάθηκαν εντός μου και με αλλάζουνε, μονολογούσε...

Τόσος καιρός στην Αμερική - προσπαθούσε να του εξηγήσει ο γέρος Εβραίος - κι ο δαίμονας που είχες άλλοτε στα σκέλια σου ανέβηκε με το ασανσέρ στο κεφάλι σου και τα έκανε κει μέσα  λίμπα. Τι λες εσύ; τον ρώτησε.

Τι να πει ο δόλιος και πώς να το εξηγήσει ότι τα απανωτά και γεμάτα θάμπος γι' αυτόν γεγονότα είχανε φέρει τα πάνω κάτω και αντίθετα; 0 Ντέιβιντ, που τον ζούσε από κοντά, τον τάιζε, τον πότιζε με την αγάπη που θα είχε για ένα πουλαράκι ράτσας. Επειδή όμως δεν είχε να κάνει με άλογο, ήθελε να μπορέσει να του απομυζήσει αυτό το αδού¬λωτο και άπιαστο πουλί, τη σκέψη... Είχε διαβάσει πολλά βιβλία ψυχολογίας και παραψυχολογίας ο γέρος - ιδιαίτερα στη φυλακή - και τώρα προσπαθούσε να βοηθήσει με τις γνώσεις του το φίλο του. Έτσι λοιπόν, κάθε φορά που   αναπολούσε τα παλιά, ο Ντέιβιντ τον παρακινούσε να απελευθερωθεί, όπως ένας πελάτης στο ανάκλιντρο του ψυχιάτρου του. Και τότε έστηνε αυτί, βγάζοντας το συμπέρασμα - σαν παντογνώστης που πίστευε πως είναι - ότι ο νέος είχε προβλήματα με τις πρωτεΐνες του, που τον είχαν αποσυνθέσει, αλλά που μπορεί να παίζανε, με την καινούρια τους ανασύνθεση, επαναστατικό ρόλο στη βιολογική του εξέλιξη. 0 Εβραίος ξεφύλλιζε ένα χοντρό βιβλίο βιολογίας και θωρούσε τον Έλληνα σαν ένα μωρό υπό ανάπτυξη.

Και μουρμούριζε κι αναρωτιόταν αν θα προέκυπτε ένας άγγελος ή ένας διάβολος... «Μάλλον δαρμένος και εξευτελισμένος άντρας - συμπέρανε - που, μέσα στην ταπείνοοπή του, προσπαθεί να μου εξιστορήσει όλα τα συμβάντα που κρύβει βαθιά ο κομπιούτερ του μυαλού του, εκεί που είναι καταχωνιασμένο το εγώ μας...»

Ποιό εγώ; το ακυβέρνητο; αναρωτιόταν ο Έλληνας.

Ένιωθε το κεφάλι του βαρύ σαν σίδερο...

Ντρννν, ντρννν το τηλέφωνο...

Άπλωσε το" χέρι του δίπλα στο κρεβάτι, όπως άλλοτε, αλλά δεν υπήρχε συσκευή, δε βρισκότανε πια στη σουίτα... Μισάνοιξε τα μάτια, νατάλαβε. Το κουδούνισμα ερχότανε απο το διάδρομο...

       

                            

προστέθηκε στις: Τετάρτη 03.05.2006

 
 

:: αρχική :: προφίλ :: επικοινωνία :: εικόνες

© Δημήτρης Λιμπερόπουλος :: ...Webmaster